Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Περίληψη:
Η ένδικη αγωγή, με την οποία επιδιώκεται να αναγνωριστεί ότι οι διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης έργου των εναγουσών, που καταρτίστηκαν με το Δημόσιο, συνιστούν ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ως την πρώτη αναιρεσίβλητη-ενάγουσα, καθαρίστρια, που προσλήφθηκε μετά την ισχύ των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που ισχύουν από 18-4-2001, δεν είναι νόμιμη. Ως προς τις λοιπές, που προσλήφθηκαν πριν την ισχύ των παραπάνω διατάξεων είναι νόμιμη.
Αριθμός 603/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Γεωργία Καπόρη, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Β. του Κ., κατοίκου ..., 2) Α. Α. του Σ., κατοίκου ... 3) Δ. Χ. του Ε., κατοίκου ..., 4) Ο. Ε. του Α., κατοίκου ..., 5) Α. Σ. του Γ., κατοίκου ..., 6) Μ. Ρ. - Π. του Θ., κατοίκου ..., 7) Δ. Μ. του Δ., κατοίκου ... και 8) Σ. Κ. του Τ., κατοίκου ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεμιστοκλή Αχτσιόγλου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-12-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Γιαννιτσών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 452/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 69/2008 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 5-7-2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 7-2-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι λόγοι αναίρεσης, πρώτος, δεύτερος και τρίτος, κατά το, από τον αριθμ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, μέρος τους, ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη, να απορριφθούν δε ως προς τις λοιπές και ακόμη να απορριφθεί ο τρίτος λόγος αναίρεσης, κατά το, από τον αριθμ. 3 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, μέρος του, ως προς όλες τις αναιρεσίβλητες.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η διαδικασία ενώπιον των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων και του ΑΣΕΠ δεν αποκλείει το δικαίωμα των εργαζομένων να ζητήσουν, σύμφωνα με τα άρθ. 20, 26, 94 και 95 του Συντάγματος, με αγωγή, παρακάμπτοντας τη διαδικασία αυτή, την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας τους, ότι δηλ. συνδέονται με το Δημόσιο κ.λπ. εξαρχής με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία, ως εισάγουσα διαφορά ιδιωτικού δικαίου, υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (άρθ. 94 Συντ., 1 ν. 1406/1983, 1 ΚΠολΔ).
Συνεπώς, ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 3 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, για υπέρβαση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας, είναι αβάσιμος, κατά το αντίστοιχο μέρος του.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. του Α.Κ. και του νόμου 765/1943, που κυρώθηκε με την 324/30-5-1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του Εισ.Ν.Α.Κ., προκύπτει ότι σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του με μισθό και υποβάλλεται στη νομική εξάρτηση του εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί εποπτεία και να ελέγχει την εργασία που παρέχει ο εργαζόμενος, δίδοντας οδηγίες ως προς το χρόνο, τόπο και τρόπο της παρεχόμενης υπηρεσίας, άσχετα με το αν ο εργοδότης ασκεί εμπράκτως το δικαίωμα αυτό ή αφήνει περιθώρια πρωτοβουλιών στον εργαζόμενο, εφόσον η ευχέρεια αυτή δεν εξικνείται μέχρι κατάλυσης της υποχρέωσης υπακοής στον εργοδότη και δημιουργίας αντιστοίχως δικαιώματος ελεύθερης από τον έλεγχο του τελευταίου υπηρεσιακής δράσης. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, που ορίζει ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, προκύπτει ότι, κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύμβασης έργου είναι ότι με αυτήν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και όχι σ' αυτή καθεαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την εκτέλεση του έργου, η ολοκλήρωση και παράδοση του οποίου επιφέρει τη λύση της σύμβασης. Σε κάθε, όμως περίπτωση τη μίσθωση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξάρτησης από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτέλεσής του μέσα στις συμβατικές προθεσμίες, χωρίς να υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου, μη υποκείμενος στον έλεγχό του. Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 113 του ν. 1892/ 1990 "ο καθαρισμός των σχολείων της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, γίνεται από καθαρίστριες που εκτελούν το έργο αυτό με σύμβαση μίσθωσης έργου, η οποία συνάπτεται μεταξύ του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και καθεμίας από αυτές και καλύπτει ένα διδακτικό έτος. Οι συμβάσεις αυτές υπογράφονται από τον αντίστοιχο νομάρχη και από την κάθε καθαρίστρια και προβλέπουν αμοιβή ανά αίθουσα, το ετήσιο ύψος της οποίας προσδιορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως...". Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει, ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρις την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή έργου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 ή 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή έργου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (Ολ.ΑΠ 18/2006). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με τη λήψη από τα κράτη - μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής, η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα ΠΔ 81/2003 και 164/2004, που εφαρμόζεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2-4-2003 και 19-7-2004, αντίστοιχα. Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθ. 281, 671 ΑΚ, 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης και δη της σύμβασης εργασίας, ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/3001, ΟλΑΠ 6/2001), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη "μετατροπή" του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (ΟλΑΠ 18/ 2006). Συνάγεται περαιτέρω από τα προαναφερθέντα, ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κ.λπ. πριν από την έναρξη ισχύος (1) της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ (2) των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ Α' 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και (3) των άρθ. 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των, κατά την έναρξη της ισχύος του, ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις, διότι αυτές είχαν προσλάβει ήδη, πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, το χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλ. και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (πρβλ. Πλ.ΟλΑΠ 7/2011). Τέλος, οι διατάξεις του άρθρου 103 §§ 2 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν τη νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ., ορίζουν τα εξής: "Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου" (§2). "Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται" (§3). Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α' 85/18-4-2001) προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8, που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις και οι οποίες κατέστησαν ήδη, με την ως άνω συνταγματική αναθεώρηση, συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με (το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και) τα ΝΠΔΔ με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και προς το σκοπό αυτό προσέθεσε την παραπάνω διάταξη του εδ. γ' της παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την από το νόμο ακόμα μονιμοποίηση του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο προσλαμβανόμενου προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου. Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση κατά την οποία οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου τομέα. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, συναπτόμενες υπό το κράτος της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, και δη μετά την έναρξη ισχύος (18-4-2001) του αναθεωρημένου άρθ. 103 του Συντάγματος με την προσθήκη των ως άνω παραγράφων 7 και 8 σ' αυτό, με (το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και) τα ΝΠΔΔ δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες, αφού, έστω και αν αυτό συμβαίνει, ο εργοδότης δεν έχει την ευχέρεια για την σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, συνακόλουθα δε σε κάθε περίπτωση στις συμβάσεις αυτές, υπό την ισχύ των ως άνω διατάξεων, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 § 3 του ν. 2112/1920. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 189 § 3 και ήδη 249 §§ 1 και 3 της Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ. προκύπτει, ότι οι οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος - μέλος της Κοινότητας, στο οποίο απευθύνονται, καθόσον αφορούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Γι' αυτό απευθύνονται, κατ' ανάγκην, όχι απ' ευθείας προς τους ιδιώτες, θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνο προς τα κράτη - μέλη, αφού μόνο αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα, με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Το κράτος - μέλος, που είναι αποδέκτης της οδηγίας, έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα, όμως, τα οποία αυτό θα επιλέξει. Αν η οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής (δηλαδή χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής), η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη, να την εκτελέσει εμπρόθεσμα, συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους - μέλους που είναι ο παραλήπτης αυτής, η ισχύς της όμως εκτείνεται μόνο κατά του κράτους - μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει "εθνικό δίκαιο" και των αντίστοιχων κρατικών φορέων και δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις, είναι δηλαδή κάθετη και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς αυτής ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξης του εθνικού νομοθέτη, που μετατρέπει την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου (ΟλΑΠ 31/2009, 19, 20/2007). Την 10-7-1999 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, ύστερα από τη συμφωνία - πλαίσιο, την οποία συνήψαν στις 18-3-1999 οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CΕΕΡ, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη - μέλη παρέχεται προθεσμία συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως την 10-7-2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως την 10-7-2002, της οποίας (δυνατότητας) η Ελλάδα έκαμε χρήση. Στο προοίμιο της οδηγίας αυτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν, ότι οι συμβάσεις αόριστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Ορίζει ειδικότερα η παραπάνω Οδηγία, μεταξύ άλλων, ότι η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική κάθε κράτους - μέλους (ρήτρα 2) και ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη - μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, ή και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν: α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης τα κράτη - μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται "διαδοχικές" και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου (ρήτρα 5). Είναι φανερό ότι η πιο πάνω Οδηγία δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή η Οδηγία αυτή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη. Η επίτευξη του στόχου της Οδηγίας, που είναι η αποτροπή της κατάχρησης να συνάπτονται διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, προϋποθέτει συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής, που θα λάβει ο εθνικός νομοθέτης, ο οποίος καλείται να εξειδικεύσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αορίστου χρόνου. Τα κράτη - μέλη, δηλαδή, διαθέτουν ευρεία ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσότερων λύσεων για να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλεται, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, ο χαρακτηρισμός αυτών ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, καθ' όσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό ("όταν χρειάζεται").
Συνεπώς, δεν αποκλείεται η πρόβλεψη άλλων, πρόσφορων κατά την κρίση του εθνικού νομοθέτη, κυρώσεων σε βάρος του εργοδότη για την αποτελεσματική προστασία του εργαζομένου που, ως οικονομικά ασθενέστερος, συχνά υποχρεώνεται αδικαιολόγητα στη σύναψη ασύμφορων για τον ίδιο διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αντί για την σύναψη σύμβασης αορίστου χρόνου, όπως είναι η ακυρότητα των συναπτόμενων συμβάσεων, με παράλληλη εξασφάλιση για τον εργαζόμενο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε και αποζημίωσης. Η ευχέρεια του νομοθέτη να προβλέπει άλλες πρόσφορες κυρώσεις, πλην του χαρακτηρισμού των ανεπίτρεπτων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου, συνάγεται και από την παρ. 3 του προοιμίου της συμφωνίας - πλαισίου, στην οποία ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής της πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων", καθώς και από την υπ' αριθ. 10 γενική παρατήρηση αυτής, όπου ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη - μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος - μέλος και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχικής φύσης". Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα Π.Δ 81/2003 και 164/2004, από τα οποία το δεύτερο αναφέρεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και των οποίων η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του Π.Δ. 164/2004 ορίζεται ότι (α) απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών (β) η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται, κατ` εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, αντικειμενικός δε λόγος υφίσταται όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεις συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών, που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με την μορφή ή το είδος ή την δραστηριότητα της επιχείρησης (γ) σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επομένου άρθρου. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ. η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία, που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή κατά ένα μέρος, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του γεγονότος ότι το Π.Δ. 164/2004 άρχισε να ισχύει από την 19-7-2004, περιέλαβε αυτό στο άρθρο 11, ως μεταβατικές διατάξεις, ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν την ως άνω προσαρμογή στην προαναφερόμενη Οδηγία και προβλέπουν την κατ' εξαίρεση και υπό τις εκεί προϋποθέσεις μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 του ως άνω Π.Δ. ορίζεται ότι (1) διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον 24 μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχολήσεως 18 μηνών μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση (β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδ. α' να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση (γ) το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον που υπηρετεί ο φορέας αυτός (δ) ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση, η προϋπόθεση δε του εδ. α' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά τον χρόνο λήξης της σύμβασης (2) για την διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγουμένη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας 2 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, αρμόδιο δε όργανο να κρίνει αιτιολογημένα, εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγουμένης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία (3) οι ως άνω κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από την διαβίβαση σ' αυτό των σχετικών κρίσεων. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, δεν μπορεί να γίνει μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια, ενόψει των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ε.Ε., η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 ούτε κατ' επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το χρονικό διάστημα από 10-7-2002 μέχρι την έναρξη της ισχύος του Π.Δ. 164/2004, αλλά ούτε και μετά την έναρξη της ισχύος του, ούτε και η ως άνω Οδηγία, η ισχύς της οποίας, που δεν ήταν κατά τα προαναφερθέντα άμεσης εφαρμογής, και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και Κράτους ολοκληρώθηκε μόνο με την έκδοση του ως άνω διατάγματος για την ενσωμάτωσή της στην ελληνική έννομη τάξη (ΟλΑΠ 19 και 20/2007, 31/2009), τούτο δε και μόνον ρυθμίζει από την έναρξη της ισχύος του τα σχετικά ζητήματα. Τέλος, ο λόγος αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1 ΚΠολΔ, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, εάν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά της σχετικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν δεν εφαρμοσθεί, μολονότι, κατά τις παραδοχές αυτές, συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην προκειμένη περίπτωση το, ως Εφετείο, δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Με έγγραφες συμβάσεις, οι οποίες καταρτίστηκαν μεταξύ των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και των εναγουσών, οι τελευταίες προσλήφθηκαν από το εναγόμενο, ως καθαρίστριες, και ειδικότερα: α) η πρώτη, την 1-11-2001, β) η δεύτερη, την 1-9-1998, γ) η τρίτη, την 1-9-1996, δ) η τέταρτη, την 1-9-1999, ε) η πέμπτη την 1-9-1988, στ) η έκτη, την 1-11-1998, ζ) η έβδομη, την 1-9-1987 και η) η όγδοη, την 1-9-1995, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες καθαριότητας των σχολείων της πόλης και της ευρύτερης περιοχής των Γιαννιτσών, με χρονικό διάστημα απασχόλησης από 1/9 έως 30/6 κάθε έτους. Οι εν λόγω συμβάσεις χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις μίσθωσης έργου, αυτές όμως έχουν χαρακτήρα έγκυρων συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004. Το Κεντρικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Διοικητικού Προσωπικού (Κ.Υ.Σ.ΔΙ.Π.) του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευ΅άτων, ΅ε τις 12/19-4-2005 και 13/22-4-2005 πράξεις του αποφάνθηκε, ότι στοιχειοθετείται η ύπαρξη σχέσης εξαρτη΅ένης εργασίας αορίστου χρόνου για της καθαρίστριες δη΅όσιων σχολείων της πρωτοβάθ΅ιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας, εφόσον αυτές πληρούν τις προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 11 του Π.Δ. 164/2004 και, αφού αυτές πραγ΅ατικά καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες καθαρισ΅ού των σχολικών εγκαταστάσεων κάθε σχολικού συγκροτήματος, οι οποίες δημιουργούνται από την καθημερινή λειτουργία τους και καλύπτουν όλη τη διάρκεια του σχολικού έτους. Επιπλέον δε, ο Α.Σ.Ε.Π. εξέδωσε για καθε΅ία των εναγουσών, ατο΅ική απόφαση ΅ονι΅οποίησής της, καθόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004. Οι ενάγουσες προσλήφθηκαν από τα αρ΅όδια όργανα του εναγο΅ένου, ως καθαρίστριες αιθουσών, γραφείων, προαυλίων και όλων εν γένει των κοινοχρήστων χώρων των σχολικών ΅ονάδων της πόλης αλλά και της ευρύτερης περιοχής των Γιαννιτσών, κατά την πρόσληψή τους δε υπέγραφαν έγγραφο, στο οποίο αναγράφετο, προσχηματικά, η εργασιακή τους σύ΅βαση ως ΅ίσθωση έργου, καθώς και ότι ο χρόνος απασχόλησής τους θα ήταν από την 1η Σεπτεμβρίου έως την 30η Ιουνίου εκάστου έτους. Μετά τη λήξη της πρώτης (αρχικής σύ΅βασης) απασχόλησης, οι ενάγουσες έκτοτε υπέγραφαν νέες αλλεπάλληλες συ΅βάσεις, ΅ε το ίδιο όπως και η πρώτη σύ΅βαση περιεχό΅ενο. Καθόλη τη διάρκεια της εργασιακής τους σχέσης τελούσαν υπό την εποπτεία, την καθοδήγηση και την άσκηση του διευθυντικού δικαιώ΅ατος του Διευθυντή του σχολείου, στο οποίο απασχολούνταν και των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου, εργαζόμενες σύμφωνα με τις λεπτομερείς οδηγίες τους και σε άμεση εξάρτηση από αυτούς. Ο χώρος εργασίας τους ήταν κατ' αρχήν καθορισμένος από τη σύμβαση εργασίας τους, ανά αριθμό σχολικών αιθουσών, στην πράξη όμως ήταν υποχρεωμένες να καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες καθαριότητας των σχολείων (τουαλέτες, διαδρόμους, γραφεία καθηγητών), χωρίς μάλιστα να έχει προβλεφθεί η αμοιβή τους για αυτά, να απασχολούνται με συγκεκριμένο ωράριο, όπως αυτό καθοριζόταν κάθε φορά από τους αρμοδίους (σχολικές επιτροπές, διευθυντές σχολείων κ.λπ.), δηλαδή και μετά την λήξη των σχολικών μαθημάτων. Τα υλικά και εργαλεία της εργασίας τους τα προμήθευαν τα αρμόδια όργανα του εναγομένου, ενώ οι ενάγουσες όφειλαν κάθε φορά να αποδίδουν λογαριασμό για την τύχη τους. Οι ενάγουσες ήταν υποχρεωμένες να εκτελούν τις εργασίες καθαρισμού αυτοπροσώπως, δεν μπορούσαν να απουσιάσουν αυθαίρετα, από τον τόπο εργασίας τους, παρά μόνο μετά από ειδική άδεια των αρμοδίων οργάνων του Δημοσίου, επιβαλλόταν δε σε κάθε περίπτωση η πιστή και αδιάλειπτη τήρηση του καθοριζομένου ωραρίου, χωρίς παρεκκλίσεις ως προς την ώρα καθημερινής προσέλευσης και παρουσίας τους. Επομένως, τα καθήκοντά τους ανταποκρίνονταν αυστηρά στα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα της ειδικότητάς τους, στα οποία είχε προσβλέψει το Δημόσιο με την πρόσληψή τους και την μέχρι σήμερα απασχόλησή τους και μάλιστα όλο το χρονικό διάστημα λειτουργίας των σχολικών μονάδων. Στο περιεχόμενο του καταρτισθέντος εγγράφου για τη σύναψη της, χαρακτηριζόμενης ως σύμβασης έργου, έννομης σχέσης περιλαμβάνεται ο όρος περί αμοιβής των εναγουσών ανά αριθμό σχολικών αιθουσών, ανά σχολικό έτος, από 11η Σεπτεμβρίου έως 30η Ιουνίου εκάστου έτους, ήτοι για διάστημα 10 μηνών. Στην πραγματικότητα όμως, το εναγόμενο τους κατέβαλλε μηνιαίο μισθό, ο οποίος αντιστοιχούσε με το 1/10 του αναγραφομένου στις ανά έτος καταρτισθείσες συμβάσεις εργασίας τους συνολικού ποσού, καταβάλλοντας τακτικά κάθε μήνα και ημέρα τη μηνιαία αυτή αντιστοιχία, τις ασφάλιζε δε στο ΙΚΑ με βάση το μηνιαίο αυτό μισθό. Η απασχόληση των εναγουσών είχε και έχει εξαρχής τα χαρακτηριστικά της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο ανακόλουθος δε χαρακτηρισμός της από το εναγόμενο, ως "σύμβασης έργου", δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και επομένως δεν παράγει έννομες συνέπειες. Η ως άνω πρακτική του εναγομένου, ως προς το ύψος των καταβαλλομένων αποδοχών και επιδομάτων, γίνεται κατά παράβαση των οικείων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, αλλά και κατ' ευθεία παραβίαση της 70/99 Οδηγίας της Ε.Ε., στην οποία ρητά προβλέπεται απαγόρευση του χαρακτηρισμού συμβάσεων, που από τη φύση και λειτουργία τους είναι εξαρτημένης εργασίας, ως "έργου". Η, ως άνω, επιλογή του εναγομένου, ως προς το χαρακτηρισμό της εργασιακής τους σχέσης, ως σύμβασης "έργου", υπερβαίνει τα όρια του δικαιώματός του και ελέγχεται ως καταχρηστική και παραβιάζει ευθέως την αρχή της ίσης μεταχείρισης (άρθρα 22 παρ. 1 του Συντάγματος, 288 ΑΚ, 119 ΣυνθΕΟΚ), εφόσον οι συνθήκες προσφοράς των υπηρεσιών προς το εναγόμενο είναι ίδιες με αυτές, που προσφέρουν οι υπάλληλοι με τις ίδιες με αυτούς ειδικότητες και συνθήκες εργασίας, που αναγνωρίζονται ως μόνιμοι και συνδέονται με αυτό με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Ουδεμία δε επιρροή στην ως άνω διάγνωση της υποχρέωσης του Δημοσίου ως εργοδότη ασκεί ο ισχυρισμός του, ότι η εργασιακή του σχέση με τις ενάγουσες υπαγορευόταν κατά το περιεχόμενό της από διάταξη νόμου και τούτο διότι η σχέση αυτή ουδέποτε λειτούργησε ως τέτοια, σε κάθε δε περίπτωση για το χαρακτηρισμό της ερευνώνται οι όροι και οι πραγματικές συνθήκες της παροχής εργασίας και δεν έχει σημασία ο χαρακτηρισμός που προσδίδουν τα μέρη στην μεταξύ τους σχέση. Οι ενάγουσες προσέφεραν στο εναγόμενο την εργασία τους κατά τα έτη 2003, 2004 και 2005, καλύπτοντας τις διαρκείς ανάγκες καθαρισμού των σχολικών εγκαταστάσεων καθόλη τη διάρκεια του σχολικού έτους, η δε αποχώρησή τους κατά τους δύο μήνες των θερινών διακοπών και των δεκαπενθημέρων διακοπών των εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα εξισορροπείτο από τον εκτεταμένο καθαρισμό που λάμβανε χώρα κατά την έναρξη και λήξη του σχολικού έτους, καθώς και κατά την περίοδο των διακοπών των παραπάνω εορτών. Οι ενάγουσες απασχολούμενες από το εναγόμενο με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου δικαιούνται όλες τις αποδοχές και τα επιδόματα που προβλέπονται από τις σχετικές διατάξεις για την κατηγορία αυτή των εργαζομένων, μεταξύ των οποίων και τα επιδόματα εορτών και αδείας. Συνεχίζοντας το Πολυμελές Πρωτοδικείο, δέχεται ότι, ορθώς μεν, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε, ότι οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας των αναιρεσίβλητων, που προσλήφθηκαν από το αναιρεσείον, καθεμία κατά το συγκεκριμένο χρόνο αρχικής πρόσληψης, που αναφέρεται στην αγωγή, συνιστούν ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, εσφαλμένα όμως απέρριψε την ένσταση παραγραφής και επιδίκασε το σύνολο των αιτηθέντων ποσών. Στη συνέχεια, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε και αυτό, ότι οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας των αναιρεσίβλητων, που προσλήφθηκαν από το αναιρεσείον, καθεμία, κατά το συγκεκριμένο χρόνο αρχικής πρόσληψης, που αναφέρεται στην αγωγή, συνιστούν ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, και επιδίκασε μέρος από τα αιτηθέντα ποσά. Με την κρίση του αυτή, με την οποία δέχθηκε, ότι οι επίμαχες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας των αναιρεσίβλητων, πλην της πρώτης, (καταρτισθείσες πριν την έναρξη ισχύος της ως άνω Οδηγίας, των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος και του ΠΔ 164/2004 και συνεχισθείσες, όντας ενεργές κατά τα χρονικά αυτά σημεία, και μετά ταύτα) κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσείοντος και ότι ο καθορισμός της διάρκειας αυτών ως συμβάσεων έργου δεν δικαιολογείται από τη φύση τους, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων αυτών, με βάση δε αυτά δέχθηκε ότι αυτές αποτελούν μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920, που ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως, ως προς αυτές, είναι αβάσιμοι οι, ενιαίως κρινόμενοι, πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναίρεσης, από τον αριθ. 1 του άρθ. 560 ΚΠολΔ, με τους οποίους αποδίδονται οι αιτιάσεις, ότι το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920, που εφάρμοσε αν και δεν ήταν εφαρμοστέες, και των άρθ. 103 §§ 7 και 8 του Συντάγματος, της παρ. 5 του άρθρου 113 του ν. 1892/1990, που απαγορεύουν το χαρακτήρα των συμβάσεων αυτών ως αορίστου χρόνου, που ήταν εφαρμοστέες και δεν τις εφάρμοσε. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης ως προς τις αναιρεσίβλητες αυτές, να καταδικαστεί δε το αναιρεσείον, ως ηττώμενο, στα περιοριζόμενα, κατά το μέτρο του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, δικαστικά έξοδά των, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ. Ως προς την πρώτη, όμως, αναιρεσίβλητη, της οποίας (σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αγωγή και τη σχετική παραδοχή της απόφασης), η αρχική σύμβαση καταρτίστηκε την 1-11-2001, εσφαλμένα εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθ. 1, 3 και 8 ν. 2112/1920 και της Οδηγίας 1999/70, που δεν ήσαν εφαρμοστέες κατά πάσα περίπτωση, αφού οι ως άνω συμβάσεις αυτής της ενάγουσας - αναιρεσίβλητης καταρτίσθηκαν ως συμβάσεις έργου, κατ' επιταγή των προαναφερομένων συνταγματικών ή άλλων διατάξεων και δη μετά την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου άρθ. 103 του Συντ., στο οποίο προστέθηκαν οι ως άνω παράγραφοι 7 και 8. Οι συμβάσεις αυτές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν, έστω εν μέρει, ως ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου. Επομένως, οι παραπάνω, λόγοι αναίρεσης, από το άρθ. 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι, ως προς αυτήν και πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Σύ΅φωνα ΅ε το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4139/2013 "Αν ο ’ρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, ΅πορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ασχοληθεί ΅ε την εκδίκασή της, ιδίως αν, κατά την κρίση του, δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση". Στην προκειμένη περίπτωση, η πρώτη ενάγουσα, με την 933/28-12-2005 αγωγή της, ισχυρίσθηκε ότι με τις διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης έργου, που περιγράφει λεπτομερώς, εργάσθηκε στις υπηρεσίες του εναγομένου, από 1-11-2001 ως καθαρίστρια, προσφέροντας τις υπηρεσίες της μέχρι την 30-6-2006 και ότι οι ανωτέρω διαδοχικές συμβάσεις, επειδή κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, έχουν αυτοδικαίως μετατραπεί σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε, αφού αναγνωριστεί ότι συνδέεται με τον εναγόμενο, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, να υποχρεωθεί το τελευταίο να της καταβάλει τα αναφερόμενα σ' αυτήν χρηματικά ποσά, για διαφορές αποδοχών, δώρα εορτών, επιδόματα και αποδοχές αδείας. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή δεν είναι νόμιμη. Επομένως, η υπόθεση δεν απαιτεί περαιτέρω έρευνα και, ΅ετά την αναίρεση της προσβαλλομένης απόφασης, πρέπει ο ’ρειος Πάγος να κρατήσει την υπόθεση και να ασχοληθεί με την εκδίκασή της.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την 452/2007 απόφασή του, αν και η αγωγή δεν ήταν νόμιμη, όμως, εσφαλμένα εφαρμόζοντας τις παραπάνω διατάξεις, την έκρινε νόμιμη και στη συνέχεια τη δέχθηκε ως βάσιμη στην ουσία της. Κατ' αυτής άσκησε έφεση το αναιρεσείον, προβάλλοντας τις σχετικές πλημμέλειες, οι οποίες είναι βάσιμες. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή. Η αναιρεσίβλητη - ενάγουσα πρέπει να καταδικαστεί, ως ηττώμενη, στα περιοριζόμενα, κατά το μέτρο του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 5-7-2011, αίτηση του αναιρεσείοντος, για την αναίρεση της 69/2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, ως προς όλες τις αναιρεσίβλητες, πλην της πρώτης. Και
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα αυτών των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Αναιρεί την 69/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη Ε. Β.
Κρατεί την υπόθεση.
Δέχεται, κατ' ουσίαν, την 42/10-10-2007 έφεση του αναιρεσείοντος.
Εξαφανίζει την 452/2007 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Γιαννιτσών.
Απορρίπτει την αγωγή, ως προς την παραπάνω ενάγουσα - αναιρεσίβλητη. Και
Καταδικάζει αυτήν στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος - εναγομένου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2014. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ