Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2093 / 2014    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.




Περίληψη:
Το Εφετείο δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 ΑΚ, 1 Ν. 2112/20 και 1, 5 Ν. 3198/1955, διέλαβε δε στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες σχετικά με την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του αναιρεσίβλητου, με αποτέλεσμα να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, ως προς τον εάν συντρέχει στην συγκεκριμένη περίπτωση υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ.




Αριθμός 2093/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ανδρέα Δουλγεράκη, κωλυομένου του Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου Νικόλαο Λεοντή, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα, Χρήστο Βρυνιώτη, και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΠΟΡΤΟ ΚΑΡΡΑΣ ΑΕ" που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Νίκη Παπαδονικολάκη και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Μ. του Γ., κατοίκου ...,ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Χρυσάνθης Υφαντή και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 35/26-11-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:17/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2118/2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 26-2-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης ανέγνωσε την από 9-10-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Περαιτέρω, από τα άρθρα 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ. Εξάλλου, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου, ή όταν γίνεται για οικονομικοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της επιχείρησης του εργοδότη που καθιστά αναγκαία τη μείωση του προσωπικού, εφόσον οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν πράγματι μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία ή όταν είναι πραγματικοί, αλλά δεν έγινε επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά κριτήρια (υπηρεσιακά ή κοινωνικά). Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι' αυτή κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ' υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι' αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους - που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος - εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281. Περαιτέρω, αν στον κανονισμό εργασίας του εργοδότη προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και αντίστοιχες ποινές, τότε ναι μεν ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει, αντί της έκτακτης καταγγελίας, την επιβολή πειθαρχικής ποινής, λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους, αφού με την πρώτη απομακρύνεται ο εργαζόμενος, διότι η εργασιακή σχέση δεν μπορεί να συνεχιστεί ως επαχθής για τον εργοδότη, ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχείρησης, όμως, η προσφυγή του εργοδότη στην έκτακτη καταγγελία ελέγχεται κατά το άρθρο 281 ΑΚ από το δικαστήριο, το οποίο, επίσης, ερευνά αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστης και στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, το δικαστήριο, κατόπιν σχετικού ισχυρισμού, εξετάζει αν υπάρχουν άλλα ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα, εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού, δηλαδή αν η καταγγελία είναι όχι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση, τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Την 20.2.2004 ο ενάγων (ήδη αναιρεσίβλητος) προσελήφθη από την εναγόμενη(ήδη αναιρεσείουσα), με σύμβαση εργασίας, προκειμένου να εργαστεί με την ειδικότητα του τεχνικού τραπέζης επιτραπέζιων παιγνίων (Dealer), στο καζίνο, ιδιοκτησίας της, που διατηρούσε στο Νέο Μαρμαρά Χαλκιδικής. Έκτοτε προσέφερε τις υπηρεσίες του με την ως άνω ειδικότητα, ενώ στη συνέχεια προήχθη σε υπεύθυνο τραπέζης παιγνίων (Dealer inspector), δηλαδή σε θέση επιθεωρητή υπευθύνων τραπέζης επιτραπέζιων παιγνίων, απασχολούμενος επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, με κυλιόμενο ωράριο, αφού η επιχείρηση καζίνο είναι συνεχούς λειτουργίας. Την 31.8.2009 η εναγόμενη, δια του νομίμου εκπροσώπου της, κατήγγειλε εγγράφως τη παραπάνω σύμβαση εργασίας, καθορίζοντας το ποσό της αποζημίωσης σε 5.318,22 ευρώ, χωρίς αναφορά στο σχετικό έγγραφο του λόγου της καταγγελίας, μη έχοντας άλλωστε και τέτοια υποχρέωση, καταγγελία την οποία επέδωσε στον ενάγοντα, με δικαστικό επιμελητή την 2.9.2009 στην πατρική του οικία στην ... και ενώ αυτός βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια, από τα ξημερώματα της 31-8-2009, λόγω έντονου πόνου στη μέση του, οφειλόμενου σε χρόνιο πρόβλημα που αντιμετώπιζε, γεγονός για το οποίο είχε ενημερώσει την εναγομένη, παραδίδοντας και σχετικό έγγραφο σημείωμα, αλλά και τηλεφωνικά. Της καταγγελίας αυτής είχε προηγηθεί το από 31.8.2009 έγγραφο του Σ. Τ., Δ/νσης Ανθρωπίνων Πόρων της εναγόμενης, προς τον Διευθύνοντα Σύμβουλό της Β. Β., με θέμα την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της απόλυσης στον ενάγοντα και στον επίσης εργαζόμενο στο καζίνο, ως dealer, Ν. Π., για περιστατικό που συνέβη στο καζίνο, κατά τη διάρκεια της βάρδιας τους, την 9-7-2009 και την ίδια ημέρα (31-8-2009) επιβλήθηκε η ποινή της απόλυσης από τον Κ. Β. Β.. Κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης, το περιστατικό που οδήγησε στην ως άνω απόφασή της για την απόλυση του ενάγοντος ήταν ότι περί ώρα 21.08 της 9-7-2009 και ενώ ο ενάγων εργαζόταν ως επιθεωρητής (inspector) στη με αριθ. AR 3 ρουλέτα στην οποία εκτελούσε καθήκοντα dealer ο υφιστάμενος συνάδελφός του Ν. Π., με συμμετέχουσα μόνο μία παίκτρια, ελληνικής καταγωγής, η οποία πόνταρε στο νούμερο 10, ο ως άνω dealer Ν. Π. έριξε τη μπίλια στη ρουλέτα, η οποία πράγματι "κάθισε" στο αριθμό 10 και συνεπώς προσέφερε στην ελληνικής καταγωγής παίκτρια το ποσό που στοιχημάτισε. Αμέσως μετά στο ίδιο τραπέζι και στην ίδια ρουλέτα ήλθε για να παίξει και ο αυστριακός υπήκοος P. P. Ο τελευταίος πόνταρε σε διάφορα νούμερα, στα οποία δεν περιλαμβάνονταν ο αριθμός 10 και περίμενε τον ως άνω dealer Ν. Π. να ρίξει εκ νέου την μπίλια στη ρουλέτα, πλην όμως, ο, τελευταίος, αντί να ρίξει την μπίλια, ανακοίνωσε "όχι άλλα στοιχήματα" και τοποθέτησε το dolly ξανά στο νούμερο 10, που ήταν το νούμερο που είχε "καθίσει" η μπίλια από το προηγούμενο γύρισμα της ρουλέτας, πληρώνοντας για δεύτερη φορά την λόγω Ελληνίδα παίκτρια, παραλαμβάνοντας το ποσό του στοιχήματος του αυστριακού παίκτη ως χαμένο. Στην ανωτέρω διαδικασία ο ενάγων, ως επιθεωρητής (inspector), δεν παρενέβη, αλλά θεώρησε τις ενέργειες του ως άνω dealer Ν. Π. απολύτως ορθές και επικύρωσε τη διπλή καταβολή του ποσού του στοιχήματος στην ελληνίδα παίκτρια και την απώλεια του ποσού του στοιχήματος από τον αυστριακό παίκτη, με αποτέλεσμα ο αυστριακός παίκτης να διαμαρτυρηθεί, έντονα, χαρακτηρίζοντας με τα χειρότερα λόγια την επιχείρηση καζίνου της εναγομένης. Την επόμενη ημέρα (10-7-2009) ο διευθυντής καζίνο Σ. Λ., με σχετικό έγγραφό του προς τον Σ. Τ., διευθυντή προσωπικού της εναγομένης, θεωρώντας ότι το περιστατικό έθιγε τη φήμη και την αξιοπιστία της εναγομένης, εισηγήθηκε την απόλυση τόσο του ενάγοντος, όσο και του ως άνω υφισταμένου του, Ν. Π., ενώ σε βάρος του ενάγοντος κινήθηκε και πειθαρχική διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.4β του εσωτερικού κανονισμού εργασίας του καζίνο της εναγομένης. Ο ενάγων, απολογούμενος με σχετικό έγγραφο που επιδόθηκε στην εναγο΅ένη ΅ε δικαστικό επι΅ελητή, ισχυρίστηκε ότι είχε στρα΅΅ένη την προσοχή του στη ρουλέτα AR 1 και επο΅ένως δεν ΅πορούσε να εκφράσει προσωπική άποψη για το συ΅βάν. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι κλήθηκε να αντιμετωπίσει ΅ία συγκεχυμένη κατάσταση μεταξύ των πελατών του καζίνο και γιαυτό το λόγο, ενημέρωσε, όπως όφειλε, τον προϊστάμενο βάρδιας Ν. Β. και ότι σε κάθε περίπτωση πρόκειται για περιστατικό που συμβαίνει σε καθημερινή βάση σ' όλα τα καζίνο παγκοσμίως. Μετά και τις ως άνω εξηγήσεις του ενάγοντος, με απόφαση του πειθαρχικού Συμβουλίου, επιβλήθηκε σ' αυτόν η πειθαρχική ποινή της υποχρεωτικής αποχής από την εργασία του, για δέκα (10) ημερολογιακές ημέρες, απόφαση που του κοινοποιήθηκε την 30-7-2009, πλην, όμως, η επιβληθείσα ποινή ουδέποτε εκτελέστηκε, όπως ομολογεί και η εναγόμενη. Η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας έγινε για οικονομοτεχνικούς λόγους, που δημιούργησαν την ανάγκη μείωσης του απασχολούμενου από αυτήν προσωπικού, και κατά την επιλογή της επιλέχθηκε ο ενάγων, λόγω τόσο των ιδιοτήτων του (άγαμος), σημειουμένου ότι ο ενάγων είναι διαζευγμένος και πατέρας ενός ανηλίκου τέκνου και η εναγόμενη του κατέβαλε επίδομα γάμου και τέκνου όσο και λόγω της μειωμένης απόδοσης του. Από κανένα, όμως, στοιχείο δεν προέκυψε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας έγινε για οικονομοτεχνικούς λόγους που δημιούργησαν την ανάγκη μείωσης του απασχολούμενου από την εναγόμενη προσωπικού. Μάλιστα, όπως προκύπτει από το μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενο με αριθμό 100/2009 δελτίο εργατικής διαφοράς, της Επιθεώρησης Εργασίας Χαλκιδικής, κατά την ορισθείσα ημερομηνία, της 23-9-2009, προς συζήτηση της, από 15-9-2009 προσφυγής του ενάγοντος, ο εκπρόσωπος της εναγόμενης δήλωσε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος υπαγορεύτηκε από λόγους πλημμελούς και αντισυμβατικής συμπεριφοράς κατά την εκτέλεση των εργασιακών του καθηκόντων. Η καταγγελία της επίδικης σύμβασης εργασίας έγινε μεν για το ως άνω πειθαρχικό παράπτωμα του ενάγοντος, το οποίο, όμως, δεν είναι τέτοιας βαρύτητας που δεν δικαιολογεί την απόλυση του, ο οποίος επί μία πενταετία και πλέον πρόσφερε συνεχώς τις υπηρεσίες του, χωρίς σοβαρό παράπονο εκ μέρους της εναγόμενης εργοδότριας εταιρείας, δεδομένου ότι οι εκπρόσωποί της είχαν επιβάλει στον ενάγοντα, όπως προαναφέρθηκε, για το παράπτωμα αυτό, την πειθαρχική ποινή της υποχρεωτικής αποχής από την εργασία του για δέκα ημερολογιακές ημέρες, η οποία μάλιστα ουδέποτε εκτελέστηκε. Έτσι όμως με την άσκηση από την εναγόμενη του δικαιώματος απόλυσης παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστης και της αρχής της μη κατάχρησης των δικαιωμάτων και απορρέει από τη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου, έχει δε ήδη καθιερωθεί στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Εξάλλου η καλή πίστη επιβάλλει στα μέρη μίας έννομης σχέσης την αμοιβαία υποχρέωση να λαμβάνουν υπόψη κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους και κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους και η εναγομένη όφειλε να λάβει υπόψη της και τα συμφέροντα που συνδέει ο εργαζόμενος με τη διατήρηση της θέσης εργασίας και να αποφύγει την αδικαιολόγητη προσβολή της.
Με τις παραδοχές αυτές κατέληξε στην κρίση ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του αναιρεσιβλήτου προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας και είναι άκυρη ως καταχρηστική και στη συνέχεια απέρριψε τους σχετικούς λόγους της έφεσης της αναιρεσείουσας. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις ως άνω διατάξεις, διέλαβε δε στην απόφαση του σαφείς, επαρκείς, και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες σχετικά με την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του αναιρεσιβλήτου, με αποτέλεσμα να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, ως προς το αν συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ. Οι ειδικότερες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, ότι το εφετείο 1) με το να δεχθεί ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι αιτιώδης, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 ΑΚ,1 Ν. 2112/20 και 1,5 Ν. 3198/1955 και 2) η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας, αφού δεν αναφέρει το συγκεκριμένο κατάλληλο και πρόσφορο μέσο αντιμετώπισης της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του αναιρεσίβλητου, είναι αβάσιμες διότι, όπως προκύπτει από το παραπάνω περιεχόμενο της απόφασης, α) το δικαστήριο αποδέχεται το χαρακτήρα της καταγγελίας ως αναιτιώδους και 2)στην απόφαση του αναφέρεται, εμμέσως πλην σαφώς, ότι το κατάλληλο και πρόσφορο μέσο ήταν εκείνο που του επιβλήθηκε με την παραπάνω απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου. Επομένως, οι, περί του αντιθέτου, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, αντίστοιχα, από τους αρ.1 και 19, του άρθρου 559 του KΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 26-2-2013, αίτηση αναίρεσης της 2118/2012 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 3 Νοεμβρίου 2014
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 19 Νοεμβρίου 2014.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή