Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2099 / 2013    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Παραγραφή αξιώσεων, Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.




Περίληψη:
Οι αξιώσεις των αναιρεσειόντων, κατά του δήμου, υπέπεσαν στην διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/95. Το Εφετείο εσφαλμένα, περιέλαβε σ' αυτές και τις αξιώσεις των για την άδεια και το επίδομα αδείας του έτους 2003, διότι αυτές γεννήθηκαν (άρθρο 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945), στο τέλος του έτους εκείνου.




Αριθμός 2099/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Δ. του Γ., έως και 14) Θ. Β. του Ν., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Κλαπαδάκη - Βογιατζόγλου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του αναιρεσιβλήτου: ΟΤΑ με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΒΟΛΟΥ", καθολικού διαδόχου του ΟΤΑ με την επωνυμία "Δήμος Νέας Ιωνίας Μαγνησίας", που εδρεύει στον Βόλο Μαγνησίας και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αργυρούλα Τσακανίκα, που δήλωσε στο ακροατήριο την κατάργηση του αρχικού διαδίκου "Δήμου Ν. Ιωνίας" και την διαδοχή του από τον "Δήμο Βόλου".

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-11-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 58/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 263/2009 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 3-3-2010 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 10-1-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως και να απορριφθεί ο πρώτος.
Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το αρθρ. 90 παρ. 1 ν. 2362/1995 "Περί Δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου των δαπανών του Κράτους", που, κατά το άρθρ. 119 αυτού, άρχισε να ισχύει από 1-1-1996, οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ένδικη διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος αυτής, κατά δε το άρθρ. 91 του ιδίου νόμου, επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διάταξης του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου, όπως ήταν και οι αναφερόμενες στο άρθρο 90 παρ. 1 αυτού, αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, ενώ σε βραχυπρόθεσμη διετή παραγραφή από τη γένεσή τους, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρ. 90 του νόμου αυτού, υπόκειται η απαίτηση οποιαδήποτε των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 304 του π.δ. 410/1995 και στις χρηματικές αξιώσεις κατά των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η προβλεπόμενη από τις εν λόγω διατάξεις για τις πιο πάνω αξιώσεις των υπαλλήλων των ΟΤΑ, βραχυπρόθεσμη (διετής) παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι ΅ικρότερος από το χρόνο παραγραφής που ισχύει, σύ΅φωνα ΅ε το άρθρο 250 αριθ΅. 6 και 17 του ΑΚ, για τις παρό΅οιες αξιώσεις των υπαλλήλων και εργατών των ιδιωτικών επιχειρήσεων, έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δη΅όσιου συμφέροντος και συγκεκριμένα από την ανάγκη ταχείας εκκαθαρίσεως των σχετικών αξιώσεων και των αντίστοιχων υποχρεώσεων των ΟΤΑ, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονο΅ικής κατάστασης αυτών, στην οποία συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες ΅ε την καταβολή φόρων και τελών. Εξάλλου, ΅ε τη θέσπιση της εν λόγω διετούς παραγραφής, δε δημιουργείται άνιση δυσμενής μεταχείριση των υπαλλήλων των ΟΤΑ σε σχέση ΅ε τους υπαλλήλους των ιδιωτικών επιχειρήσεων, ως προς τη διάρκεια της ισχύουσας έναντι των πρώτων πενταετούς παραγραφής, αφού η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται, όχι ΅όνο από την ανάγκη προστασίας της περιουσίας των ΟΤΑ, αλλά και λόγω των διαφορετικών συνθηκών υπό τις οποίες τελούν οι υπάλληλοι των τελευταίων, σε σχέση ΅ε τους υπαλλήλους των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και του διαφορετικού νο΅ικού καθεστώτος που διέπει, αντίστοιχα, τις σχέσεις των δύο αυτών κατηγοριών υπαλλήλων προς τους εργοδότες τους.
Συνεπώς η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, σε συνδυασ΅ό ΅ε αυτήν του άρθρου 304 του π.δ. 410/1995 που θεσπίζει διετή παραγραφή για τις ρηθείσες αξιώσεις των υπαλλήλων των ΟΤΑ, δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας. Η ίδια ρύθ΅ιση δεν είναι αντίθετη ούτε προς τις διατάξεις του άρθρου 25 του Συντάγματος, 6, 13 και 14 της ΕΣΔΑ, 2 παρ. 3α, β, 14 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Σύ΅βασης (Ε.Σ.Δ.Α.), που επιβάλλουν το σεβασ΅ό της περιουσίας του προσώπου, αφού οι υπερνο΅οθετικής ισχύος αυτές διατάξεις παρεμποδίζουν το νο΅οθέτη να καταργεί και ενοχικά ακό΅η δικαιώ΅ατα και όχι να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν ΅ετά την έναρξη της ισχύος τους. ’λλωστε, από τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ως άνω Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, που ορίζει ότι "οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίω΅α κάθε Κράτους να θέτει σε ισχύ νό΅ους, τους οποίους κρίνει αναγκαίους προς ρύθ΅ιση της χρήσης αγαθών σύ΅φωνα ΅ε το δη΅όσιο συμφέρον ή προς εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστί΅ων", προκύπτει ότι και το Πρωτόκολλο αυτό ευθέως αναγνωρίζει το δικαίω΅α κάθε κράτους να θεσπίζει νό΅ους, αν το κρίνει αναγκαίο, για τη διασφάλιση του δη΅όσιου συμφέροντος, επομένως και να θέτει νό΅ι΅ους περιορισ΅ούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση των αξιώσεών τους εντός ορισ΅ένου χρόνου, προς διασφάλιση του δη΅όσιου συμφέροντος, στην έννοια του οποίου εμπίπτει, κατά τα προεκτιθέμενα, και η προστασία της περιουσίας των ΟΤΑ.
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, ΅ε την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε ότι οι ενάγοντες - αναιρεσείοντες, καθόλο το χρονικό διάστημα από την πρόσληψή τους μέχρι τις 31-12-2003 απασχολήθηκαν από τον αναιρεσίβλητο ΟΤΑ επί 22 ημέρες μηνιαίως, το δε ωράριο εργασίας αυτών ήταν σε τρεις βάρδιες ημερησίως των οκτώ ωρών καθεμία και συγκεκριμένα η πρώτη από 07.00 έως 15.00, η δεύτερη από 15.00 έως 23.00 και η τρίτη από 23.00 έως 07.00. Έτσι, σε όλη τη διάρκεια της εργασίας τους, σε περίπτωση νυκτερινής βάρδιας παρείχαν 7 ώρες νυκτερινής εργασία και σε περίπτωση απογευματινής βάρδιας μία (1) ώρα νυκτερινής εργασίας, ενώ, ανάλογα με τη βάρδια τους, κατά τις Κυριακές και αργίες εργάζονταν είτε 8 ώρες (πρωινή ή απογευματινή βάρδια Κυριακής ή αργίας), είτε 7 ώρες (βραδινή βάρδια Σαββάτου προς Κυριακή ή αργία) είτε μία (1) ώρα (βραδινή βάρδια Κυριακής ή αργίας προς την επόμενη), με αποτέλεσμα να δικαιούνται προσαύξηση 25% και 75%, αντίστοιχα, επί του νομίμου ωρομισθίου τους. Σε όλη τη διάρκεια της απασχόλησής τους οι ενάγοντες ελάμβαναν μόνο ημερήσια αμοιβή ύψους 35,22 ευρώ χωρίς, όμως, να καταβληθούν ποτέ σ' αυτούς οι νόμιμες προσαυξήσεις για την παροχή νυκτερινής εργασίας και για την απασχόλησή τους κατά τις Κυριακές και αργίες. Ομοίως, δεν ελάμβαναν, καίτοι τα δικαιούνταν, την ετήσια άδειά τους, το επίδομα αυτής, τα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Όμως, η υπό κρίση, από 19.12.2005, αγωγή επιδόθηκε στο δεύτερο εναγόμενο την 20.12.2005. Επομένως, όσες από τις ανωτέρω αξιώσεις των εναγόντων γεννήθηκαν προ της 20.12.2003 παραγράφηκαν, διότι συμπληρώθηκε ο προβλεπόμενος από τις διατάξεις των άρθρων 90 και 91 του προαναφερόμενου νόμου χρόνος της διετούς παραγραφής αυτών, η οποία αρχίζει από τη γένεσή των. Η παραγραφή δεν προτείνεται από τον εναγόμενο Δήμο, πλην όμως λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο κατά το άρθρο 94 του ν. 2362/1995, καθόσον, πράγματι, για τις αξιώσεις κάθε μήνα του μέχρι την ως άνω ημερομηνία χρονικού διαστήματος (τελευταίες αυτές του μηνός Νοεμβρίου 2003), εφόσον αυτές γεννήθηκαν στο τέλος του αντίστοιχου μήνα η παραγραφή τους άρχισε την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μήνα με αποτέλεσμα μέχρι την επίδοση της αγωγής στις 20.12.2005 να έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας.
Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ότι οι παραπάνω αξιώσεις των αναιρεσειόντων, που αναφέρονται στα έτη 2001, 2002 και 2003 υπέπεσαν στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/95. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις, άνω, διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και ο, περί του αντιθέτου, πρώτος, από τον αριθ΅ό 1 του άρθρου 559 KΠολΔ, λόγος αναίρεσης, είναι αβάσι΅ος.
Η παράγραφος 1 του άρθρου 4 του α.ν. 539/1945, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 του ν. 4504/1966, η ισχύς της οποίας, όπως και άλλων διατάξεων του ίδιου νόμου, επεκτάθηκε, με το άρθρο 2 της από 26.2.1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 133/1975, και σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων διεπόμενες από την τελευταία, ορίζει τα εξής: "Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτών, του πρώτου υποχρεουμένου να χορηγήσει την αιτηθείσαν άδειαν το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως. Πάντως, το ήμισυ τουλάχιστον των κατ' έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουμένων αδείας δέον να ικανοποιώνται εντός του από 1ης Μαΐου μέχρι 30ης Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος. Η κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη αίτησις σκοπεί μόνον εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις διά την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπική προϋπόθεσιν διά την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ' αποδοχών δικαιώματος αυτού, του εργοδότου υποχρεουμένου όπως, προ της λήξεως του ημερολογιακού έτους, παράσχει την άδειαν έστω και αν δεν εζητήθη αυτή υπό του μισθωτού". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς, ότι η προβλεπόμενη από τον α.ν. 539/1945 ετήσια (κανονική) άδεια πρέπει να χορηγείται στο μισθωτό οπωσδήποτε μέσα στο έτος στο οποίο αφορά και δεν επιτρέπεται, ούτε με συμφωνία μεταξύ του τελευταίου και του εργοδότη, η μεταφορά αυτής εν όλω ή εν μέρει στο επόμενο ή σε μεθεπόμενα έτη. Κατά συνέπεια, η μεταφορά των παραπάνω ημερών άδειας που δεν χορηγήθηκε στον εργαζόμενο, έστω και με τη συναίνεση αυτού, στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη είναι ανίσχυρη (άκυρη), ο δε εργοδότης, από το τέλος κάθε έτους στο οποίο αφορούσαν οι εν λόγω ημέρες άδειας, ήταν υπόχρεος στην καταβολή των αντίστοιχων προς τις ημέρες αυτές αποδοχών άδειας, με προσαύξηση αυτών κατά 100%, σε περίπτωση υπαιτιότητάς του, για τη μη χορήγηση της άδειας, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, όπως η παράγραφος αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ. 3755/1957. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε ότι οι αναιρεσείοντες δεν ελάμβαναν την ετήσια άδειά τους και το επίδομα αυτής. Στη συνέχεια, με την παραδοχή ότι όλες οι απαιτήσεις των μέχρι την 20-12-2003 παραγράφηκαν, εσφαλμένα, περιέλαβε σ' αυτές και τις αξιώσεις των αναιρεσειόντων για την άδεια και το επίδομα αδείας του έτους 2003, τις οποίες, όπως προκύπτει από τη προσβαλλόμενη απόφασή του, και δεν επιδίκασε, γιατί δέχθηκε ότι και αυτές παραγράφηκαν, μέχρι την 20-12-2005, αν και αυτές, γεννηθείσες, κατά τα προεκτεθέντα, στο τέλος του έτους εκείνου, δεν είχαν, πράγματι, παραγραφεί. Επομένως παραβίασε τις προαναφερθείσες, ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, μεταξύ των οποίων και εκείνη του άρθρου 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945 και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. Σύμφωνα με τα παραπάνω, πρέπει να αναιρεθεί, κατά ένα μέρος, η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα κατά το μέρος της που αναφέρεται στις επίδικες αξιώσεις των αναιρεσειόντων για την άδεια και το επίδομα αδείας του έτους 2003, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την άνω απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Τέλος, πρέπει, να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος, σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρ. 183, 178 και 176 του ΚΠολΔ, και 281 του ν. 3463/2006 "Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας"), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 263/2009 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, το οποίο ορίζει σε οκτακόσια (800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Δεκεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή