Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης



Court decision number 1364 / 2008    (Ζ, Penal Cases)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ποινή, Αναβολής αίτημα, Έγκληση.




Περίληψη:
Σε περίπτωση εγκλήματος που διώκεται κατ’ έγκληση, εφόσον η έγκληση υποβλήθηκε μετά παρέλευση τριμήνου από την τέλεση του εγκλήματος, πρέπει να διαλαμβάνεται στην απόφαση και να προσδιορίζεται συγκεκριμένα ο χρόνος κατά τον οποίο ο δικαιούχος έλαβε γνώση της πράξης και του προσώπου που τη διέπραξε. Το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλομένη την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αναφορικά με τον χρόνο κατά τον οποίο ο εγκαλών έλαβε γνώση του χρόνου τελέσεως της εις βάρος του πράξεως και του προσώπου του δράστη. Αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις. Αιτιολογημένα απορρίφθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση για αναβολή της δίκης προκειμένου να κληθούν μάρτυρες. Αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας στην απόφαση ως προς την επιμέτρηση της ποινής.





Αριθμός 1364/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ζ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη, Βασίλειο Κουρκάκη- Εισηγητή και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Χειρδάρη, περί αναιρέσεως της 461/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παρέστη.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 652/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.Κατά το άρθρο 368 παρ.1 του ΠΚ το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης διώκεται ποινικώς μόνο ύστερα από έγκληση, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 117 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμετόχους της. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η καταδικαστική απόφαση επί εγκλήματος κατ'έγκληση διωκομένου, εφόσον η έγκληση υποβλήθηκε μετά την παρέλευση του τριμήνου από την τέλεσή του, πρέπει να διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο ο δικαιούμενος εις έγκληση έλαβε γνώση της πράξης και του προσώπου που τη διέπραξε Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ.), χωρίς να είναι ανάγκη να ετίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά ή να αξιολογούνται καθ'έκαστον ή να συσχετίζονται ειδικώς ή να συγκρίνονται προς άλληλα ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου τούτων, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Αν λείπει τέτοια αιτιολογία, αν, δηλαδή στην απόφαση δεν εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην πιο πάνω διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 του ΠΚ ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 352, 353 και 139 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις με σκοπό να προσκομισθούν νέες αποδείξεις. Η παραδοχή ή μη του σχετικού αιτήματος απόκειται μεν στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οφείλει όμως αυτό να απαντήσει στο υποβαλλόμενο αίτημα αναβολής και σε περίπτωση απορρίψεώς του να αιτιολογήσει ειδικά την απόφασή του. Διαφορετικά, αν, δηλαδή, απορρίψει το εν λόγω αίτημα χωρίς την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία, ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρθορ 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ. Στην προκείμενη υπόθεση με την προσβαλλόμενη υπ'αριθμό 461/2007 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο), ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών ανασταλείσα επί τριετία, για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης που διέπραξε στις 24-3-2000 σε βάρος του εγκαλούντος-πολιτικώς ενάγοντος Ψ1 με τους ψευδείς ισχυρισμούς που διέλαβε στην από ...... επιστολή που συνέταξε και υπέγραψε ο ίδιος, την οποία απέστειλε στο Γ1 δικηγόρο-ειδικό γραφολόγο, δηλαδή σε χρόνο που υπερβαίνει τους τρεις μήνες από την υποβολή της εγκλήσεως από τον παραπάνω παθόντα που έγινε την 21-7-2000, όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της από 21-7-2000 εγκλήσεώς του. Από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν μεταξύ άλλων και τα εξής: Ο αναιρεσέιων-κατηγορούμενος δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του πριν από την εξέταση των μαρτύρων με έγγραφο σημείωμά του που ενσωματώθηκε στα πρακτικά και το περιεχόμενό του αναπτύχθηκε και προφορικά, ισχυρίσθηκε ότι ο εγκαλών-πολιτικώς ενάγων, Ψ1, έλαβε γνώση του περιεχομένου της πιο πάνω επιστολής τον μήνα Μάρτιο του 2000 όπως προκύπτει α) από τη δήλωση-κατάθεσή του ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών κατά την εκδίκαση της εναντίον του κατηγορίας κατά την οποία εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 3148/20-3-2004 καταδικαστική απόφαση, όπου ομολογεί ότι "έλαβε γνώση για την επιστολή τον Μάρτιο 2000" και β) από την κατάθεση του ίδιου ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά την εκδίκαση της ίδιας κατηγορίας κατά του συγκατητογουμένου του Χ2, όπου κατέθεσε "Τον 3/2000 έστειλε στον γραφολόγο επιστολή και τότε έμαθα εγώ και έκανα μήνυση τον ιούλιο του 2000", με αποτέλεσμα να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά του συγκατηγορούμενού του λόγω παραγραφής και εκπρόθεσμης υποβολής της έγκλησης και ότι εφόσον ο εγκαλών έλαβε γνώση των, δήθεν, δυσφημιστικών γεγονότων σε βάρος του από το μήνα Μάρτιο του έτους 2000, υπέβαλε δε την έγκλησή του την 21-7-2000, ήτοι μετά την πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας που ορίζεται από τον νόμο, έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο της πράξης για την οποία κατηγορείται, Στη συνέχεια μετά την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας ο αναιρεσείων δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του υπέβαλε προς το δικαστήριο αίτημα αναβολής της δίκης για να κληθούν και εξεταστούν στο ακροατήριο ως μάρτυρες οι Γ2, (δικαστική γραφολόγος), Γ3 (ειδικός δικαστικός γραφολόγος) και Γ4 δικηγόρος, για να διαπιστωθεί πότε ακριβώς πληροφορήθηκε ο εγκαλών το περιεχόμενο της επίμαχης επιστολής. Το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να αποφανθεί επί του αιτήματος αυτού. Μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κατά πλειοψηφία με ιδιαίτερη σκέψη που διέλαβε στο τέλος του σκεπτικού της απόφασης, μετά δηλαδή την αξιολόγηση στο σκεπτικό όλων των κατ'είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων απέρριψε τον παραπάνω αυτοτελή ισχυρισμό περί εκπροθέσμου υποβολής της εγκλήσεως και το αίτημα αναβολής διαλαμβάνοντας σ'αυτό ειδικότερα τα εξής: "...Στο σημείο αυτό, αναφορικά με τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί εξαλείψεως του αξιοποίνου κατ'άρθρον 117 παρ.1 ΠΚ, λόγω εκπροθέσμου της υποβληθείσας έγκλησης, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Όπως κατατέθηκε από τον γραφολόγο-δικηγόρο, Γ1, στις 7 Απριλίου του 2000 υπέβαλε στον ειδικό δικαστικό γραφολόγο Γ3 αντίγραφο του υπομνήματος που έστειλε ο κατηγορούμενος και μετά από τέσσερες ημέρες τηλεφώνησε στην τεχνική σύμβουλο του μηνυτή Γ2, να πάρει αντίγραφο αυτού του υπομνήματος από τον ως άνω γραφολόγο, πράγμα που έλαβε χώρα στις 25 Απριλίου του 2000 και τότε έλαβε γνώση του περιεχομένου της επιστολής ο μηνυτής, όπως καταθέτει ο ίδιος και επαναλαμβάνει και στην από 21-7-2000 έγκληση που υπέβαλε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών.
Συνεπώς, κρίνεται αληθές το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή έλαβε γνώση του περιεχομένου του υπομνήματος στις 25-4-2000 και όχι ότι γνώριζε το περιεχόμενο από το Μάρτιο του 2000. όπως αβάσιμα, υποστηρίζεται από την πλευρά του κατηγορουμένου, με συνέπεια η υποβληθείσα έγκληση να είναι εμπρόθεσμη, ως υποβληθείσα εντός της υπό του άρθρου 117 ΠΚ οριζόμενης τρίμηνης προθεσμίας, κατά την άποψη της πλειοψηφίας και τα στοιχεία αυτά ήταν ικανά να διαφωτίσουν το Δικαστήριο στο σχηματισμό της επικρατησάσης γνώμης και συνεπώς, το σχετικό αίτημα για αναβολή της υπόθεσης κατ'άρθρον 355 ΚΠΔ, προκειμένου να κληθούν οι από την διαδικασία προκύψαντες μάρτυρες, Γ2, Γ3 και Γ4, για να βεβαιώσουν πότε έλαβε γνώση του περιεχομένου της επίδικης επιστολής ο μηνυτής, κρίνεται αβάσιμο και απορριπτέο...". Η αιτιολογία αυτή της πλειοψηφούσας γνώμης του Δικαστηρίου της ουσίας αναφορικά με την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού, για εκπρόθεσμη υποβολή της εγκλήσεως και του αιτήματος αναβολής της δίκης του κατηγορουμένου, είναι η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού αναφέρονται σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει πως και υπό ποίες συνθήκες ο εγκαλών-πολιτικώς ενάγων έλαβε πράγματι γνώση της παραπάνω σε βάρος του τελεσθείσας πράξεως και του προσώπου του δράστη αυτής κατά τον αναφερόμενο χρόνο (25-4-2000), καθώς και ο λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να αναβληθεί η δίκη για κρείσσονες αποδείξεις. Ειδικότερα, μνημονεύονται στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης κατ'είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, αναγνωσθέντα έγγραφα απολογία κατηγορουμένου) που έλαβε υπόψη της πλειοψηφούσα γνώμη του δικαστηρίου και από τα οποία αυτή συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη απορριπτική κρίση, χωρίς να είναι απαραίτητα για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, ούτε να προβαίνει σε αξιολογική συσχέτιση του αποδεικτικού υλικού, αλλά αρκεί ότι δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι εκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και ορισμένα από αυτά. Η ιδιαίτερα μνεία στο σκεπτικό της απόφασης σε σχέση με την απόρριψη του αναφερόμενου αυτοτελούς ισχυρισμού και του αιτήματος αναβολής μόνο των καταθέσεων των μαρτύρων Γ1 και του εγκαλούντος-πολιτικώς ενάγοντος, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και δεν συνεκτιμήθηκαν και όλα τα άλλα δηλαδή οι υπόλοιποι μάρτυρες και τα έγγραφα. Επομένως, οι συναφείς πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και απόλυτη ακυρότητα λόγω παραβίασης της δίκαιης δίκης, αναφορικά με την απόρριψη του εν λόγω αυτοτελούς ισχυρισμού και του αιτήματος αναβολής της δίκης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ και Α' ΚΠοινΔ. σε συνδυασμό με άρθρ. 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και 14 παρ.1 του ΔΣ ΑΠ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος με τις οποίες, με την επίκληση κατ'επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και απόλυτης ακυρότητας λόγω παραβίασης της δίκαιης δίκης, πλήττεται η ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμηση αυτών είναι απαράδεκτες και ως τέτοιες πρέπει να απορριφθούν.

ΙΙ. Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση με την άνω καταδικαστική κρίση παραβίασε το δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης που προσδιορίζεται από το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, γιατί δεν ασχολήθηκε καθόλου με το θεμελιώδες δικαίωμά του στην ελευθερία της έκφρασης όταν μάλιστα αυτή συνδυάζεται και με το καθήκον του ως δικηγόρου να υπερασπίζεται τον πελάτη του εκπροσωπώντας αυτόν πλήρως και για λογαριασμό του, προβαίνει στην καταδίκη του για το επίδικο κείμενο αγνοώντας πλήρως ότι η επιστολή εγράφη κατόπιν ειδικής εντολής του πελάτη του και με πλήρη συμφωνία επί του περιεχομένου της, και δεν προέβη σε στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος της έκφρασης και του δικαιώματος της τιμής και υπόληψης του εγκαλούντος, σε έρευνα αν, η κύρωση που του επέβαλε στο ανωτέρω δικαίωμά του και η οποία προβλέπεται από τη νομοθεσία, είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία για την προστασία του δικαιώματος του εγκαλούντος και αν η επιβληθείσα αυστηρή ποινή των επτά (7) μηνών που είναι υπέρμετρο δυσανάλογη σε σχέση με το διαπραχθέν αδίκημα, εξυπηρετεί τον επιδιωκόμενο σκοπό της προστασίας της προσωπικότητας του εγκαλούντος ή παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και ότι η έλλειψη της στάθμισης των ανωτέρω παραμέτρων που ορίζει το άρθρο 10 παρ.1 και 2 της ΕΣΔΑ αφενός μεν στοιχειοθετούν έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αφετέρου απόλυτη ακυρότητα παραβιάζοντας το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 εδ.δ' του ίδιου Κώδικα. 'Όμως όπως προκύπτει από τις παραδοχές της απόφασης "Ο κατηγορούμενος δικηγόρος, στις 24-3-2000, με την ιδιότητα του νομικού παραστάτη του Χ2, συνέταξε και υπέγραψε ο ίδιος μία επιστολή, την οποία απέστειλε στον Γ1 ειδικό γραφολόγο-δικηγόρο... Στην αναφερόμενη επιστολή ο κατηγορούμενος ανέφερε τα εξής γεγονότα, τα οποία αφορούσαν τον εγκαλούντα Ψ1... 'Όμως, παρόλα αυτά, συνέχισε να μειώνει την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή, επαναλαμβάνοντας τα προαναφερόμενα αναληθή γεγονότα, εν γνώσει της αναλήθειάς τους, ενώ το υπερασπιστικό του καθήκον θα έπρεπε να εστιαθεί μόνο στο γεγονός, που αποτελούσε το αντικείμενο της διαταχθείσας γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, εάν δηλαδή ήταν ή όχι πλαστή η υπογραφή του Ψ1 στις επίδικες επιταγές και αποδείξεις και μέσα σ'αυτά τα πλαίσια έπρεπε να περαιώσει την εντολή που του είχε δοθεί από τον πελάτη του Χ2, επιδεικνύοντας την προσήκουσα ευπρέπεια και την επιβαλλόμενη μετριότητα στις εκφράσεις που χρησιμοποιούσε, αφού, τα αναφερόμενα δεν αποσκοπούσαν στην ενημέρωση του γραφολόγου, υπερβαίνοντα, συνακόλουθα, προφανώς, το αναγκαίο μέτρο υπεράσπισης των συμφερόντων του εντολέως του, στοχεύοντας, αποκλειστικά και μόνον στην κατασυκοφάντιση του μηνυτή, με τις ψευδείς, ως άνω αναφορές σε βάρος του..." το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων με την ιδιότητα του δικηγόρου και του νομικού παραστάτη του πελάτη του Χ2 συνέταξε και υπέγραψε ο ίδιος την επίδικη επιστολή, αναφέροντας σ'αυτή για τον εγκαλούντα-πολιτικώς ενάγοντα Ψ1 ψευδή γεγονότα τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη αυτού, και ότι ο ίδιος (αναιρεσείων) κατά την άσκηση των καθηκόντων του δεν επέδειξε την προσήκουσα ευπρέπεια και την επιβαλλόμενη μετριότητα στις εκφράσεις που χρησιμοποιούσε, αλλά υπερέβη το αναγκαίο μέτρο της υπεράσπισης των συμφερόντων του εντολέως του, στοχεύοντας αποκλειστικά και μόνον στη κατασυκοφάντιση του εγκαλούντος με τις ψευδείς αναφορές σε βάρος του. Περαιτέρω, στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε (άρθρο 79 παρ.4 ΠΚ). Ειδικότερα από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα έλαβε υπόψη την βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε και την προσωπικότητά του (άρθρο 79 παρ.1 Π.Κ), για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων, χρησιμοποίησε τα κριτήρια των παρ.2 και 3 του ίδιου άρθρου που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση. Επί πλέον αιτιολογία και αναφορά περιστατικά δεν χρειαζόταν. Ενόψει τούτων η επιβληθείσα στον αναιρεσείοντα ποινή των επτά (7) μηνών δεν είναι υπέρμετρα δυσανάλογη με το διαπραχθέν αδίκημα και δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Κατ' ακολουθίαν, ο προαναφερόμενος λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ'αριθμ. 461/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2007.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Μαΐου 2008.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ