Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Δημόσια κτήματα, Δημόσιο .
Περίληψη:
Αρθρ. 4 παρ 1 και 2 Ν. 3127/2003 προϋποθέσεις Απαιτείται κυριότητα επί δημοσίων ακινήτων που βρίσκονται μέσα σε σχέδιο πόλεως κλπ με 10ετή νομή με νόμιμο τίτλο, μεταγραμμένο και μεταγενέστερο της 23-2-1945, και με 30ετή νομή και καλή πίστη για ακίνητα μέχρι 2000 τμ, ενώ για μεγαλύτερα μόνο εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31-12-2002 κτίσμα καλύπτον το 30% του ισχύοντος συντελεστή δόμησης. Οι προϋποθέσεις του Ν. 2147/2003 που ορίζουν την αντί τιμήματος αγορά ακινήτου της εποικιστικής νομοθεσίας δεν εμπόδιζαν την εφαρμογή του Ν. 2147/2003, αφού ο σκοπός και οι προϋποθέσεις κάθε νομοθετήματος είναι διαφορετικές.
Αριθμός 2166/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Εμμανουήλ Μουστάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ρ. χήρας Ν. Κ., 2)Α. Κ. του Ν., 3)Β. Κ. του Ν., κατοίκου ..., 4)Μ. συζ. Γ. Δ., 5)Α. συζ. Γ. Γ., κατοίκων ..., 6)Κ. Γ. του Γ., κατοίκου ..., 7)Π. χήρας Β. Β., κατοίκου ..., 8)Ι. Γ. του Γ., κατοίκου ..., 9)Α. Γ. του Γ., κατοίκου ..., 10)Ε. Γ. του Γ., κατοίκου ... και 11)Μ. - Π. χήρας Θ. Γ., κατοίκου .... Όλοι πλην της 2ης εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Ιωαννίδη, ο οποίος ανακάλεσε την από 8/9/2014 δήλωσή του κατ' άρθρο 242 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε αυτοπροσώπως και δήλωσε ότι η 2η απεβίωσε και κληρονομήθηκε από την 1η και τον 3ο, οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/10/2010 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σερρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 954/2013 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 10/10/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 17/9/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του Ν.3127/2003 για την "τροποποίηση και συμπλήρωση των νόμων 2308/1995 και 2644/1998 για τη κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις", σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφόσον α) νέμεται μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (17-3-2003) αδιαταράκτως για δέκα έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-2-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη ή β) νέμεται, μέχρι της έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα 30 ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στον χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α' και β' προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 ΑΚ. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο μέχρι 2000 τ.μ. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλυτέρου των 2000 τμ, οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται, μόνον εφόσον στο ακίνητο υφίσταται, κατά την 31-12-2002, κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον 30% του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή. Περαιτέρω κατά το άρθρο 1042 ΑΚ, ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη, όταν χωρίς βαρειά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου που ανήκει στο Δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν.3127/2003, πρέπει ο νομέας μεταξύ άλλων, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, να έχει την πεποίθηση, χωρίς να τον βαρύνει βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου και η πεποίθησή του αυτή πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο κτήσης της νομής του ακινήτου (ΑΠ 1023/2013). Ο νομέας θεωρείται κακής πίστεως μόνο αν γνωρίζει ότι δεν έγινε κύριος ή αγνοεί τούτο από βαριά αμέλεια. Αν μεσολάβησε διαδοχή στη νομή, ο χρόνος νομής που διανύθηκε, με τις ίδιες προϋποθέσεις, στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου, συνυπολογίζεται στο χρόνο νομής του διαδόχου (ΑΠ 40/2014). Εξάλλου με τον μεταγενέστερο Ν.3147/2003 "Ρύθμιση ζητημάτων αποκατασταθέντων και αποκαθιστάμενων κτηνοτρόφων και άλλες διατάξεις" και ειδικότερα με το άρθρο 5 αυτού, υπό τον τίτλο "Παραχώρηση κατεχόμενων εκτάσεων" ορίζονται τα ακόλουθα: "1. Αυθαίρετοι κάτοχοι δημοσίας εποικιστικής έκτασης, κοινόχρηστης ή διαθέσιμης, η οποία δεν έχει τη μορφή δάσους ή δασικής έκτασης, ή δεν έχει κηρυχθεί αναδασωτέα, δικαιούνται να υποβάλουν στην αρμόδια Υπηρεσία Γεωργίας μέσα σε ένα έτος από την έναρξη ισχύος του παρόντος αίτηση για την εξαγορά της έκτασης εφόσον καλλιεργούν αυτή με συστηματική φυτεία αμπέλου, ελαίων ή οπωροφόρων δένδρων που έχουν ηλικία μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος τουλάχιστον δέκα ετών ή έχουν οικοδομήσει επ' αυτής κτίσματα τουλάχιστον πριν από μία δεκαετία .... Η παραχωρούμενη έκταση εφόσον βρίσκεται εντός ρυμοτομικού σχεδίου ή ορίων οικισμού, δεν μπορεί να υπερβαίνει το εμβαδόν ενός αρτίου οικοπέδου, εκτός εάν η τυχόν ύπαρξη κτίσματος προϋποθέτει μεγαλύτερο εμβαδόν οικοπέδου κατά τους ισχύοντες όρους δόμησης, οπότε είναι δυνατή η παραχώρηση της επιπλέον αναγκαίας έκτασης. Εάν η παραχωρούμενη έκταση βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως ή ορίων οικισμού δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δέκα στρέμματα. 2. ..... 3. Για την εξαγορά της έκτασης οφείλεται τίμημα το οποίο ισούται με την αντικειμενική της αξία. 'Οπου δεν έχει καθορισθεί αντικειμενική αξία, η εξαγορά γίνεται με την αγοραία αξία της έκτασης .... Η εξαγορά έκτασης σε κάθε περίπτωση είναι δυνητική για το Δημόσιο, το οποίο μπορεί να την αρνηθεί αν κρίνει ότι η έκταση είναι απαραίτητη για λόγους δημοσίου συμφέροντος .....". Από την αντιπαράθεση των δύο αυτών διατάξεων προκύπτει ότι ο Ν. 3127/2003 έχει θεσπισθεί προκειμένου να ικανοποιηθούν αιτήματα ιδιωτών που επικαλούνται κυριότητα επί δημοσίων ακινήτων που διαχειρίζεται το Ελληνικό Δημόσιο, είτε δια του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, είτε δια του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, την οποία στηρίζουν σε 10ετή νομή με νόμιμο τίτλο ή σε 30ετή νομή χωρίς νόμιμο τίτλο και στις δύο όμως περιπτώσεις με καλή πίστη κατά την κτήση της νομής. Αντίθετα ο Ν.3147/2003 προσδίδει κυριότητα στον κάτοχο μόνο με εξαγορά, με λιγότερες προϋποθέσεις και ειδικότερα με 10ετή καλλιέργεια ή με ανοικοδόμηση πριν από μία δεκαετία ανεξαρτήτως καλής ή κακής πίστεως. Με τις διατάξεις του Ν.3127 αναγνωρίζεται πλέον σε ιδιώτες το δικαίωμα, να επικαλεσθούν ως τρόπο κτήσης κυριότητας, την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία βάρος του Δημοσίου, από τους ειδικούς όρους των προαναφερθεισών διατάξεων του άρθρου 4, κατ' απόκλιση της γενικής αρχής ότι δεν χωρεί χρησικτησία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, αφορά δε δημόσια κτήματα, χωρίς να εξαιρεί εκείνα της εποικιστικής νομοθεσίας, ούτε εξάλλου από καμμιά διάταξη του Ν.3147 προκύπτει ότι η συνδρομή των προϋποθέσεων του αποκλείει την εφαρμογή του Ν.3127, δεδομένου ότι ο σκοπός των νομοθετημάτων αυτών είναι διαφορετικός και δη ο Ν. 3127 απέβλεψε στην άρση των αμφισβητήσεων που είχαν προκύψει κατά τη σύνταξη του κτηματολογίου μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των ιδιωτών σε ακίνητα που κατείχαν από πολλών ετών, ενώ ο Ν. 3147 απέβλεψε στην αποκατάσταση, με εξαγορά, των κατεχομένων εκτάσεων της εποικιστικής νομοθεσίας, ώστε και το Δημόσιο να εισπράξει έσοδα από την εξαγορά και οι κάτοχοι να αποκατασταθούν αιρομένης της υφισταμένης εκκρεμότητας, οι μεν αυθαιρετήσαντες, ανεξάρτητα της καλής ή κακής τους πίστεως να μη νομιμοποιούνται για αναγνώριση κυριότητας, αλλά και να μην απομακρύνονται από τις εκτάσεις, το δε Δημόσιο να βρίσκεται σε συνεχή σύγκρουση μαζί τους. Συναφή σκοπό με τον 3147/2003 έχει και ο μεταγενέστερος Ν.4061/22-3-2012 περί "Διαχείρησης και Προστασίας ακινήτων Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων", που τροποποιεί τον Ν.3247 και ο οποίος αντί για εξαγορά, μεταξύ άλλων και των εποικιστικών εκτάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 5 του ν.3147/2003, προβλέπει μόνο τη δυνατότητα χρήσης αυτών, έναντι τιμήματος κατόπιν δημοπρασίας ή δωρεάν για κοινωφελείς σκοπούς, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο άρθρο 4 αυτού, ώστε αφενός μεν να μην ελαττώνεται η δημόσια περιουσία, όπως συνέβαινε με την αντί τιμήματος παραχώρηση του Ν.3147, αφετέρου δε το Δημόσιο να εξασφαλίζει έσοδα ή ωφέλειες. Τέλος κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμόσθηκε εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 20/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατ' ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας αγωγή, κατ' άρθρο 4 παρ. 1 περ. β' του Ν.3127/2003 και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το έτος 1936 περιήλθε, μεταξύ άλλων, στο Θ. Κ. του Σ., παππού των 2ης,3ου, 4ης, 5ης, 6ου, 7ης 8ου, 9ης και 10ου των εναγόντων (πατέρα του πατέρα των 2ου και 3ου και της μητέρας των λοιπών) και παππού των δικαιοπαρόχων- συζύγων της 1ης και 11ης, το με αριθμό ... οικόπεδο του ... ΟΤ, εμβαδού 2.500 τμ, το οποίο βρίσκεται στο συνοικισμό "40 Μάρτυρες-Σφαγγεία", στην πόλη των Σερρών. Ειδικότερα κατά τη διανομή των γαιών του αγροκτήματος Σερρών, που έλαβε χώρα το έτος 1936, παραχωρήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο στον προαναφερθέντα Θ. Κ., ως πρόσφυγα, γεωργικός κλήρος, αποτελούμενος από 5 αγρούς, συνολικής έκτασης 15.528 τμ, εκδόθηκε δε για το λόγο αυτό και ο υπ' αριθμ. .../1957 οριστικός τίτλος κυριότητας. Παράλληλα, ο πιο πάνω κληρούχος, λόγω της ιδιότητας του, ως παλαιού κληρούχου δικαιούνταν και ένα οικόπεδο ως παρακολούθημα του γεωργικού κλήρου, έκτασης 2.500 τμ στο συνοικισμό Σαράντα Μαρτύρων-Σφαγεία της πόλης των Σερρών (βλ υπ' αριθμ 5604/24-9-2007 βεβαίωση του τμήματος εποικισμού-αναδασμού της δ/νσης πολιτικής γης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Σερρών). Έτσι παράλληλα με τον γεωργικό κλήρο, παραχωρήθηκε στον πιο πάνω, το με αριθμό ... αρχικά οικόπεδο και μετά την επικύρωση της πράξης εφαρμογής 04, που συνορεύει βόρεια με την οδό ..., νότια και νοτιοανατολικά με την οδό ..., ανατολικά με τη συμβολή των οδών ... και ... και δυτικά με κοινόχρηστη έκταση και ιδιοκτησία Χ. Ν.. Για το ακίνητο αυτό δεν εκδόθηκε τίτλος κυριότητας, διότι στο συνοικισμό στον οποίο κείται, δεν έγινε ακόμη η οριστική διανομή και ρυμοτομία. Ο Θ. Κ. του Σ., ο οποίος είχε εγκατασταθεί στο ακίνητο αυτό με την οικογένεια του, με το από 17-4-1961 ιδιωτικό συμφωνητικό, το μεταβίβασε άτυπα, λόγω δωρεάς, στα τέκνα του, Ν., Χ. συζ. Γ. Γ. και Α. συζ. Γ. Γ., κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου τον καθένα, η πιο πάνω δε ανωμάλως συσταθείσα μεταβιβαστική δικαιοπραξία, επικυρώθηκε με την υπ' αριθμ 166/2008 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σερρών. Ο Ν. Κ., απεβίωσε την 20-1-1989 και κληρονομήθηκε από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγο του Ρ. χα Ν. Κ., και τα τέκνα του Α. Κ. και Β. Κ., στις 30-7-1989 απεβίωσε η Α. χα Γ. Γ. και κληρονομήθηκε από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, τα τέκνα της, Μ. συζ. Γ. Δ., Α. συζ. Γ. Γ., Κ. Γ. και Π. χήρα Β. Β. και τέλος στις 24-10-1998 απεβίωσε η Χ. χήρα Γ. Γ. και κληρονομήθηκε από τα τέκνα της, Ι. Γ., Α. Γ. και Ε. Γ., καθώς και τη σύζυγο του προαποβιώσαντος υιού της Θ., Μ.-Π. Β.. Όλοι οι πιο πάνω κληρονόμοι των τέκνων του αρχικού κυρίου του επιδίκου ακινήτου, προέβησαν ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Σερρών, σε δήλωση αποδοχής κληρονομίας της καταληφθείσας σ' αυτούς κληρονομίας και συντάχθηκαν οι υπ' αριθμ. ..., ... και .../19-6-2008 δηλώσεις αποδοχής κληρονομίας, με τις πιο πάνω δε δηλώσεις αποδέχθηκαν μεταξύ των άλλων και το επίδικο ακίνητο κατά ποσοστό 12,50% εξ αδιαιρέτου καθένας από τους δεύτερη και τρίτο των εναγόντων και κατά ποσοστό 8,33% εξ αδιαιρέτου, καθένας από τους υπολοίπους ενάγοντες. Εντός του οικοπέδου αυτού, υπήρχε δυόροφη οικία και ισόγεια αποθήκη, κτίσματα που είχαν ανεγερθεί από τον Ν. Κ., ο οποίος διέμενε σ' αυτά με την οικογένεια του μέχρι του θανάτου του το έτος 1962, εν συνεχεία τόσο οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων όσο και οι ίδιοι οι ενάγοντες, μετά το θάνατο των δικαιοπαρόχων τους, κατείχαν και νεμόνταν το επίδικο, φροντίζοντας το και επιβλέποντας το, με αποτέλεσμα να έχουν αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά καθένας απ' αυτούς, ασκώντας από τον ανωτέρω χρόνο επ' αυτού καλόπιστα πράξεις νομής με διάνοια κυρίου, όπως ασκούσε στο προηγούμενο διάστημα, από την εγκατάσταση του προαναφερόμενου αρχικού κληρούχου, καθένας από τους δικαιοπαρόχους τους, ήτοι οικήσεως, καλλιέργειας, περιποίησης και επίβλεψης. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε όχλησε τους εφεσίβλητους-ενάγοντες στην, κατά τα ανωτέρω, άσκηση της νομής τους στο επίδικο οικόπεδο, ούτε άσκησε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη σ' αυτό. Τέτοια όχληση ή άσκηση οποιασδήποτε διακατοχικής πράξεως στο επίδικο δεν επικαλείται ούτε το ίδιο το Ελληνικό Δημόσιο, απλώς ισχυρίζεται ότι κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Α.Ν. 1539/1938 επί των δημοσίων κτημάτων νομέας θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν ουδεμία ενήργησε επ' αυτών πράξη νομής. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον στην υπό κρίση υπόθεση ερευνητέον τυγχάνει εάν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις κτήσεως κυριότητος έναντι του Δημοσίου ακινήτων που βρίσκονται μέσα σε οικισμό προϋφιστάμενο του έτους 2003, σύμφωνα με τις διατάξεις του εφαρμοζομένου Ν. 3127/2003 (άρθρο 4 παρ. 1 και 2). Άλλωστε στο υπ' αριθμ. 1154/1990 πρωτόκολλο αυτοψίας επικίνδυνης οικοδομής του τμήματος πολεοδομίας της νομαρχίας Σερρών, φερόμενοι ιδιοκτήτες της διόροφης οικοδομής και ισόγειας αποθήκης στην οδό ... 21 στην πόλη των Σερρών, είναι οι κληρονόμοι Ν. Κ.. Εφόσον λοιπόν η ως άνω Υπηρεσία βεβαιώνει, ότι φερόμενοι ιδιοκτήτες του επιδίκου οικοπέδου είναι οι κληρονόμοι του Ν. Κ., δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι οι αιτούντες από βαριά αμέλεια είχαν την πεποίθηση ότι είναι συγκύριοι αυτού, ενόψει του ότι, κατά τα προαναφερόμενα, ουδέποτε οχλήθηκαν στην άσκηση της νομής τους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πενήντα (50) ετών. Κατά συνέπεια οι αιτούντες έγιναν συγκύριοι του επιδίκου οικοπέδου πρωτοτύπως με χρησικτησία, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 και 2 του Ν. 3127/2003, αφού αποδείχθηκε ότι νεμόταν αυτό μέχρι την έναρξη ισχύος του άνω νόμου αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, τελούσαν δε σε καλή πίστη, έχοντας την πεποίθηση, χωρίς να τους βαρύνει βαριά αμέλεια, ότι απέκτησαν την κυριότητα του άνω ακινήτου, της πεποιθήσεώς τους αυτής υφισταμένης κατά τον χρόνο κτήσεως της νομής αυτού, λόγο για τον οποίο άλλωστε προέβησαν και σε δηλώσεις αποδοχής της κληρονομίας, ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Σερρών και την επικύρωση της ανωμάλως συσταθείσας μεταβιβαστικής στους δικαιοπαρόχους τους δικαιοπραξίας. Οι επικαλούμενες από το εκκαλούν με τον σχετικό λόγο εφέσεώς του διατάξεις του άρθρου 21 του από 22-4-16-5-1926 ΝΔ "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της αεροπορικής αμύνης" δεν έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση, καθόσον η ένδικη αίτηση στηρίζεται στο άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Ν. 3127/2003, οι ευνοϊκές για τον ιδιώτη αυτές διατάξεις περί 30ετούς νομής και, βάσει αυτής, κτήσης κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας επί δημόσιων κτημάτων, αφορούν, όπως αναφέρθηκε και στη μείζονα νομική σκέψη τα ακίνητα του Ελληνικού Δημοσίου. Με την άνω ρύθμιση εισάγεται μια σημαντική τομή στις διατάξεις για την προστασία των δημοσίων κτημάτων, καθώς υπό τους εκεί ειδικά προβλεπόμενους όρους θεσπίζεται είδος χρησικτησίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου σε αστικά ακίνητα. Οι παραπάνω διατάξεις τέθηκαν κατά τροποποίηση των Ν. 2308/1995 και 2664/1998 προκειμένου να αρθούν οι αμφισβητήσεις που είχαν προκύψει κατά τη σύνταξη του κτηματολογίου των διαφορών κυριότητας μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των ιδιωτών σε ακίνητα που κατείχαν από πολλών ετών και αμφισβητούσε την κυριότητά τους το Ελληνικό Δημόσιο και με αυτές αναγνωρίζεται πλέον σε ιδιώτες το δικαίωμα να επικαλεστούν ως τρόπο κτήσης κυριότητας την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του Δημοσίου, υπό τους ειδικούς όρους του εν λόγω άρθρου, κατ' απόκλιση της γενικής αρχής ότι δεν χωρεί χρησικτησία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου. Κατ' ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης με τον οποίο το εκκαλούν υποστηρίζει τα αντίθετα. Περαιτέρω, το ως άνω ακίνητο καταχωρήθηκε στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σερρών με ΚΑΕΚ ... ως γεωτεμάχιο εμβαδού 625 τ.μ. και με αναγραφόμενο δικαιούχο κυριότητας το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, εγγραφή η οποία, κατά τα ανωτέρω, είναι ανακριβής, διότι οι ενάγοντες κατά την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου στην περιοχή των Σερρών, ήταν ήδη αποκλειστικοί κύριοι αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, χωρίς μάλιστα μέχρι τότε να αμφισβητηθεί η κυριότητά τους από το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο ούτε και με τις υποβληθείσες προτάσεις του ουσιαστικά αμφισβητεί αυτή κατ' ουσίαν. Κατόπιν, όλων των προαναφερομένων, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατά την ουσία της, να αναγνωρισθεί (ήδη από την έναρξη ισχύος του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή Σερρών) το δικαίωμα της κυριότητας των εναγόντων επί του ακινήτου που προσβάλλεται με την ανακριβή ως άνω πρώτη εγγραφή και να διορθωθεί αυτή, ώστε στην ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ... να αναγραφούν οι ενάγοντες συγκύριοι αυτού, κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά καθένας απ' αυτούς, αντί του εναγόμενου, με αιτία κτήσης την έκτακτη χρησικτησία". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 περ. β του Ν.3127/2003, στις οποίες στηριζόταν η ένδικη αγωγή (που την εφαρμογή τους δεν απέκλειε το άρθρο 5 του Ν.3147/1983 ούτε ο μεταγενέστερος Ν.4061/2012 δεδομένου του ότι το επίδικο ήταν εποικιστική έκταση) ενόψει του ότι υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτό και υπήχθησαν στην παραπάνω διάταξη, όπως η έννοια αυτής αναλύθηκε στη νομική σκέψη και του συμπεράσματος του νομικού της συλλογισμού. Ενόψει τούτων ο περί του αντιθέτου και εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ μοναδικός λόγος της αναιρέσεως, κατά τον οποίο επί του επιδίκου ακινήτου ως εποικιστικού αποκλειόταν η εφαρμογή του Ν.3127/2003, ενόψει της ειδικής ρυθμίσεως του Ν.3147/1983 πρέπει, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ' αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β' 11/20-1-1993) που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-10-2013 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 954/2013 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Οκτωβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ