Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2092 / 2014    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.




Περίληψη:
Με την κρίση του το Δικαστήριο δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διότι τα επικαλούμενα, πραγματικά περιστατικά στο σύνολό τους δεν θεμελιώνουν πράγματι τη διάταξη αυτή και δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας.




Αριθμός 2092/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ανδρέα Δουλγεράκη, κωλυομένου του Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου Νικόλαο Λεοντή, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα, Χρήστο Βρυνιώτη, και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Ελληνικό Καζίνο Πάρνηθος Α.Ε." που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Αντωνίου, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Β. Κ. του Ι., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Κούλα και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-3-2010 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 950/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6716/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 26-2-2014 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης ανέγνωσε την από 9-10-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 281 Α.Κ., το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, εκτός των άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της άσκησής του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τότε, δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου δεν αρκεί, αλλ' απαιτείται επιπρόσθετα να συντρέχουν περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και εκείνου που αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία γεννιέται στον τελευταίο η πεποίθηση, ότι το δικαίωμα δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ' αυτού, έτσι ώστε η, με τη μεταγενέστερη άσκηση, επιδίωξη ανατροπής της κατάστασης που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο συνέπειες (Ολ. ΑΠ 62/1990). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει, ότι η εναγομένη πρότεινε παραδεκτά, πρωτοδίκως και επανέφερε ενώπιον του Εφετείου, την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας, για καταβολή συμπληρωματικής αποζημίωσης απόλυσης, επικαλούμενη για τη θεμελίωση της ότι 1) η ενάγουσα, αν και είχε προσκληθεί επανειλημμένα από τα μέσα του έτους 2009 να προσκομίσει στοιχεία για τον ακριβή αριθμό των ενσήμων της, ώστε να προσδιορισθεί ο χρόνος θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στην άνω πρόσκληση, 2) ότι η ίδια προσκλήθηκε και εγγράφως πριν την απόλυσή της να γνωστοποιήσει τον αριθμό των ενσήμων της, αλλά αρνήθηκε και πάλι να το πράξει, 3) ότι μετά την ένδικη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της με την από 3-3-2010 εξώδικη δήλωση της, κλήθηκε και πάλι να προσκομίσει βεβαίωση του ΙΚΑ, για τον ακριβή αριθμό των ενσήμων της, προκειμένου να την επαναπασχολήσει μέχρι τη συμπλήρωση του απαιτούμενου αριθμού ενσήμων, αλλά η ενάγουσα αγνόησε την πρόσκληση αυτή 4) ότι η ενάγουσα αν και γνώριζε την πρόθεση της να καταγγείλει, λόγω συνταξιοδότησης, τη σύμβαση εργασίας της, με μειωμένη αποζημίωση, εν τούτοις ουδέποτε γνωστοποίησε, ούτε και διέψευσε την εκτίμηση της για το χρόνο συμπλήρωσης του αριθμού αυτών των ενσήμων, αλλά αντίθετα την ενίσχυσε με την παρελκυστική της συμπεριφορά, 5) ότι η ενάγουσα με τη συμπεριφορά της και την πρωτοφανή αδράνειά της να ενημερώσει την εργοδότρια της περί τον ακριβή χρόνο θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού της δικαιώματος, δημιούργησε σ' αυτήν την εύλογη πεποίθηση ότι είχε, κατά το χρόνο της ένδικης καταγγελίας, δικαίωμα πλήρους συνταξιοδότησής της 6) ότι η ενάγουσα, γνωρίζοντας την πρόθεση της να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας της με μειωμένη αποζημίωση, με την παρελκυστική συμπεριφορά της επεδίωκε είτε την παράταση της παραμονής της στην εργασία της, είτε τη θεμελίωση αξιώσεων από τη μη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης της, 7) ότι αν η ενάγουσα είχε ενημερώσει επακριβώς την εναγομένη για τον αριθμό των ενσήμων της, η τελευταία θα συνέχιζε να την απασχολεί μέχρι τη συμπλήρωσή τους, χωρίς να κινδυνεύει από την έγερση των ενδίκων υπέρογκων απαιτήσεων της, 8) ότι η ενάγουσα λίγο μετά την ένδικη καταγγελία συνταξιοδοτήθηκε και 9) ότι η ικανοποίηση των ένδικων απαιτήσεων της θα έχει ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις για την ίδια, που πλήττεται από την παρατεινόμενη οικονομική κρίση. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε ότι όλα τα παραπάνω περιστατικά, ακόμα και αν θεωρηθούν αληθινά, δεν επαρκούν για να καταστήσουν την άσκηση του ένδικου αγωγικού δικαιώματος της ενάγουσας καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 281 του Α.Κ, ως υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και συνεπώς η ένσταση αυτή της εναγομένης είναι απορριπτέα, ως μη νόμιμη. Περαιτέρω, δέχθηκε, ότι, σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω ένσταση είναι απορριπτέα και ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον ουδόλως αποδείχθηκε ότι η άσκηση του αγωγικού δικαιώματος της ενάγουσας, αλλά και η ως άνω συνολική συμπεριφορά της υπερβαίνουν προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και οι κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος της, αφού, αποδείχθηκε, ότι η ενάγουσα κατά την πρώτη συζήτηση τον Ιούλιο του 2009 με τους αρμοδίους υπαλλήλους της εναγομένης, σχετικά με την αποχώρησή της, λόγω συνταξιοδότησης, δεν επιβεβαίωσε ούτε διέψευσε ότι συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, καθόσον απαιτείτο ακριβής καταμέτρηση των ενσήμων της από τον ασφαλιστικό της φορέα και δη το ΙΚΑ, η οποία κατά το χρόνο εκείνο δεν είχε πραγματοποιηθεί, ακολούθως κατά τη γενόμενη συζήτηση το Δεκέμβριο του ίδιου έτους 2009, ούτε αρνήθηκε να αναφέρει τον ακριβή αριθμό των ενσήμων της, ούτε παραπλάνησε την εναγομένη περί του πραγματικού αριθμού αυτών, αλλά αντίθετα ανέφερε στο Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού της εναγομένης, το αληθές γεγονός ότι δεν είναι βέβαιη για τον ακριβή αριθμό των ενσήμων της, καθόσον απαιτείτο προς τούτο ασφαλής καταμέτρηση τους από το ΙΚΑ, οπότε τότε της ζητήθηκε η σχετική βεβαίωση του εν λόγω ασφαλιστικού της οργανισμού, την οποία επίσης δεν αρνήθηκε, αλλά αντίθετα υποσχέθηκε να την προσκομίσει, στη συνέχεια μετά τη, σε σύντομο χρονικό διάστημα από την αμέσως προαναφερόμενη συζήτηση, επίδοση σ' αυτήν της από 26-1-2010 έγγραφης επιστολής της εναγομένης, η ενάγουσα και πάλι ούτε αρνήθηκε, ούτε αγνόησε, ούτε αδιαφόρησε, αλλά ενημέρωσε και πάλι την εναγομένη ότι δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία καταμέτρησης των ενσήμων της στο ΙΚΑ και αυτό δεν μπόρεσε να γίνει μέσα στην ταχθείσα προθεσμία των 15 ημερών, χωρίς δική της υπαιτιότητα, αλλά γιατί η σχετική διαδικασία είναι πολύμηνη και χρονοβόρα, ενώ και πριν την υπογραφή της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της η ενάγουσα τηρώντας τις αρχές της καλής πίστης και της υποχρέωσης ενημέρωσης της εργοδότριας της, ανέφερε και ενημέρωσε την τελευταία ότι δεν έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις πλήρους σύνταξης γήρατος (γεγονός που πράγματι ήταν αληθές), πλην όμως η εναγομένη αγνόησε πλήρως τους αληθινούς ισχυρισμούς της αυτούς και τις σχετικές διαμαρτυρίες της για την πρόωρη απόλυσή της και προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας της χωρίς να αναμένει τη σχετική βεβαίωση του ΙΚΑ, ούτε να ζητήσει η ίδια τέτοια βεβαίωση για vα έχει έγκυρη και ασφαλή γνώση περί του εάν η ενάγουσα πληρούσε τις ανωτέρω προϋποθέσεις, αλλά στηριζόμενη μόνο στο όχι ασφαλές κριτήριο του συνολικού χρόνου εργασίας της ενάγουσας και παρά, όπως προαναφέρθηκε, την αντίθετη προειδοποίηση της τελευταίας ότι δεν πληρούσε κατά το χρονικό εκείνο σημείο τις εν λόγω προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης επέμεινε στην απόλυσή της. Κατ' ακολουθίαν η ενάγουσα, ούτε αγνόησε τις ως άνω προσκλήσεις της εναγομένης, ούτε αρνήθηκε να προσκομίσει τη σχετική βεβαίωση του ΙΚΑ περί του ακριβούς αριθμού των ενσήμων της και του χρόνου συμπλήρωσης των προϋποθέσεων λήψης πλήρους σύνταξης, γήρατος, ούτε ενήργησε παρελκυστικά και παραπλανητικά, αλλά και πριν την απόλυσή της προέβη σε καλοπροαίρετη ενημέρωση της εναγομένης ότι δεν πληρούσε κατά το χρονικό εκείνο σημείο (11-2-2010) τις προϋποθέσεις λήψης πλήρους σύνταξης γήρατος, χωρίς όμως αποτέλεσμα, αφού η εναγομένη επέμενε και τελικά προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, ενώ εξάλλου η ενάγουσα, ουδόλως αποδείχθηκε ότι δημιούργησε την πεποίθηση στην εναγομένη ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το ένδικο αγωγικό της δικαίωμα, αφού και αμέσως πριν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της διαμαρτυρήθηκε γι' αυτή και προειδοποίησε την εναγομένη ότι η απόλυσή της είναι πρόωρη, γιατί δεν πληροί τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και υπόγραψε το έγγραφο της εν λόγω καταγγελίας με επιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματος της και μετά την απόλυση της, με την από 22-2-2010 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία της, επίσης επιφυλάχθηκε κάθε νομίμου δικαιώματος της από την εν λόγω πρόωρη απόλυσή της.
Συνεπώς, όλα τα παραπάνω, με στοιχεία 1,2,3,4,5,6 και 7 επικαλούμενα περιστατικά είναι κατ' ουσίαν αβάσιμα, ενώ τα υπόλοιπα υπό στοιχεία 8 και 9 περιστατικά και δη ότι η ενάγουσα λίγο μετά την ένδικη καταγγελία συνταξιοδοτήθηκε και ότι η ικανοποίηση της ένδικης απαίτησή της θα έχει ιδιαίτερα δυσμενείς συνέπειες για την εναγομένη, δεν αρκούν από μόνα τους να θεμελιώσουν καταχρηστική άσκηση του αγωγικού δικαιώματος της ενάγουσας. Επομένως, καταλήγει το Εφετείο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε το αγωγικό αίτημά της ενάγουσας, για καταβολή συμπληρωτικής αποζημίωσης απόλυσης, επειδή έκρινε αυτό ως καταχρηστικώς ασκούμενο, έσφαλε και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως και κατ' ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά τη διάταξή της με την οποία απορρίφθηκε το αγωγικό αίτημα για καταβολή συμπληρωματικής αποζημίωσης απόλυσης της ενάγουσας. Ακολούθως, πρέπει α) να υποχρεωθεί η εναγο΅ένη να καταβάλει στην ενάγουσα το-ποσό των 12.000 ευρώ και β) να αναγνωρισθεί ότι οφείλει να της καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των 78.720 ευρώ για την προαναφερό΅ενη αιτία. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και επιδίκασε στην ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη τα παραπάνω ποσά. Με την κρίση του αυτή δεν παραβίασε την παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη, διότι, τα επικαλούμενα, ως άνω, πραγματικά περιστατικά, στο σύνολο τους, δεν θεμελιώνουν, πράγματι, τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. και δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας. Επομένως είναι αβάσιμος ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης από τον αρ. 19 του ίδιου άρθρου, είναι απαράδεκτος, εφόσον, με την κυρία παραδοχή της απόφασης, η οποία στηρίζει αυτοτελώς και επαρκώς την απόρριψη του, ο ίδιος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, δεν ήταν δε αναγκαία και η κατ' ουσίαν έρευνα του, στην οποία, εκ περισσού, προέβη το δικαστήριο. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 26-2-2014,αίτηση αναίρεσης της 6716/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 3 Νοεμβρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 19 Νοεμβρίου 2014.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή