Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1194 / 2014    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Επίδοση εγγράφου .




Περίληψη:
Επίδοση εγγράφων (δικαστικής απόφασης) σε νομικό πρόσωπο. Πως γίνεται. Στοιχεία που πρέπει να αναφέρονται στη σχετική έκθεση επιδόσεως. Αναίρεση. Λόγοι από τους αρ. 8, 14 άρθρου 559 ΚΠολΔ αβάσιμοι. Νόμιμη (έγκυρη) η επίδοση σε οικοδομικό συνεταιρισμό στο απερχόμενο ΔΣ που έληξε η θητεία του και πριν από το διορισμό ή εκλογή άλλου (Επικυρώνει ΕφΑθ 3618/2005).




Αριθμός 1194/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων - καθών οι κλήση: 1) Οικοδομικού Συνεταιρισμού Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία "ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΚΑΙ ΘΡΑΚΩΝ - Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - Συν. Π.Ε", που εδρεύει στην τέως Κοινότητα Θρακομακεδόνων Αττικής και νυν Δήμο Αχαρνών Αττικής, νόμιμα εκπροσωπουμένου, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κωτσόγιαννη, και 2) του Δήμου τέως Θρακομακεδόνων και νυν Αχαρνών Αττικής, νόμιμα εκπροσωπουμένου από το Δήμαρχό του Σ. Ν., ο οποίος παραστάθηκε και διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο του τον Γεώργιο Νικολέρη.
Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: Α’ 1) Κ. Κ. Σ., κατοίκου ..., ως κληρονόμου της αποβιωσάσης διαδίκου Ε. χας Κ. Ρ., το γένος ..., 2) Ε. συζ. Θ. Κ., το γένος Κ. Ρ., κατοίκου ..., 3) Β. Κ. Ρ., κατοίκου ..., των ανωτέρω με αριθμούς 2 και 3 ως κληρονόμων των αποβιωσάντων αρχικών διαδίκων Κ. Λ. Ρ. και Ε. χας Κ. Ρ., το γένος ..., 4) Α. Θ. Π., κατοίκου ..., ως κληρονόμου της αποβιωσάσης διαδίκου Μ. συζ. Θ. Π., 5) Ε. συζ. Σ. Κ., το γένος Ι. Σ., κατοίκου ..., 6) Σ. χήρας Σ. Σ., το γένος Ι. Σ., κατοίκου ..., των ανωτέρω με αριθμούς 5 και 6 ως κληρονόμων του αποβιώσαντος διαδίκου Ι. Α. Σ., 7) Β. χήρας Α. Σ., το γένος Φ. Λ., 8) Κ. Σ. του Α., 9) Φ. Σ. του Α., κατοίκων ..., των ανωτέρω με αριθμούς 7, 8, και 9 συνεχιζόντων τη δίκη τόσο ως κληρονόμων του αποβιώσαντος διαδίκου Α. Κ. Σ., όσο και ως καθολικού διαδόχου τούτου (μαζί μετά των κατωτέρω αναφερομένων με αριθμούς 10, 11 και 12) του αποβιώσαντος αρχικού διαδίκου του Κ. Α. Σ., 10) Α. Κ. Σ., κατοίκου ..., 11) Κ. συζ. Ε. Κ., το γένος Κ. Σ., κατοίκου ..., 12) Α. Κ. Σ., κατοίκου ..., των ανωτέρων με αριθμούς 10, 11 και 12 ως κληρονόμων του αποβιώσαντος διαδίκου Κ. Α. Σ., 13) Σ. Ι. Π., κατοίκου ..., ως κληρονόμου τόσο της αποβιωσάσης διαδίκου Σ. συζ. Ι. Π., όσο και του αποβιώσαντος διαδίκου Ι. Σ. Π., 14) Π. Α. Τ., κατοίκου ..., 15) Ν. Α. Τ., κατοίκου ..., 16) Α. συζ. Θ. Σ., το γένος Ν. Σ., κατοίκου ..., 17) Φ. χήρας Ν. Β., το γένος Ν. Σ., κατοίκου ..., των ανωτέρω με αριθμούς 14,15,16 και 17 ως κληρονόμων της αποβιωσάσης διαδίκου Ε. χας Ν. Σ., 18) Θ. Γ. του Ν., 19) Ε. συζ. Μ. Μ., το γένος Ν. Γ., κατοίκων ..., των ανωτέρω με αριθμούς 18 και 19 ως κληρονόμων της αρχικής διαδίκου Α. χήρας Ν. Γ., το γένος Α. Μ., η οποία ήταν κληρονόμος τόσο του αποβιώσαντος διαδίκου Α. Μ., όσο και της αποβιωσάσης διαδίκου Δ. χας Α. Μ., 20) Α. Θ. Μ., κατοίκου ..., 21) Ε. συζ. Δ. Ζ., το γένος Θ. Μ., κατοίκου ..., των ανωτέρω με αριθμούς 20 και 21 συνεχιζόντων τη δίκη, τόσο ως κληρονόμων της αποβιωσάσης διαδίκου Ε. χας Θ. Μ., το γένος Α. Σ., όσο και ως καθολικών διαδόχων (μαζί με της ανωτέρω αποβιωσάσης μητρός των Ε. χας Θ. Μ.) του αποβιώσαντος διαδίκου Θ. Α. Μ., 22) Α. Π. Μ., κατοίκου ..., 23) Ε. Π. Μ., κατοίκου ..., 24) Δ. συζ. Π. Π., το γένος Π. Μ., κατοίκου ..., των ανωτέρω με αριθμούς 22, 23 και 24 ως κληρονόμων των αποβιωσάντων διαδίκων Π. Μ. και Ε. χας Π. Μ., 25) Σ. Π. Μ., συζ. Δ. Χ., κατοίκου ..., 26) Γ. Π. Μ., συζ. Α. Μ., κατοίκου ..., των ανωτέρω με αριθμούς 25 και 26 ως κληρονόμων του αποβιώσαντος διαδίκου Π. Μ., 27) Κ. Ο. Μ., κατοίκου ..., ως κληρονόμου του Ο. Μ., 28) Γ. Ε. Σ., κατοίκου ..., ως κληρονόμου του Γ. Σ., 29) Ά. θυγ. Δ. Ν., συζ. Α. Λ., κατοίκου ..., 30) Ν. θυγ. Δ. Ν., συζ. Γ. Κ., κατοίκου ..., των ανωτέρω με αριθμούς 29 και 30 ως κληρονόμων του αποβιώσαντος Δ. Ν., 31) Σ. Π. Ν., χήρας Χ. Δ., κατοίκου ..., 32) Κ. Γ. του Α., κατοίκου ..., 33) Ν. Γ. του Δ., 34) Λ. Γ. του Δ., 35) Σ. Γ. του Ι., 36) Ε. Γ. του Ι., κατοίκων ..., των ανωτέρω με αριθμούς 32, 33, 34, 35 και 36 συνεχιζόντων τη δίκη ως κληρονόμων της Ε. χήρας Χ. Ν., η οποία συνεχίζει τη δίκη ως κληρονόμος του Χ. Π. Ν., 37) Ε. χήρας Π. Μ., το γένος Π. Ν., κατοίκου ..., των ανωτέρω με αριθμούς 31 και 37 ως κληρονόμων των αποβιωσάντων διαδίκων Π. Ν. και Ά. χας Π. Ν., 38) Χ. συζύγου Π. Ν., το γένος Π. Π., κατοίκου ..., συνεχιζούσης την δίκη ως κληρονόμου της αποβιωσάσης διαδίκου Μ. χήρας Π. Π., το γένος Σ. Μ., 39) Α. συζύγου Χ. Π., το γένος Σ. Μ., κατοίκου ..., των ανωτέρω με αριθμούς 38 και 39 ως κληρονόμων των διαδίκων Σ. και Τ. Μ., 40) Α. Ο. Σ., κατοίκου ..., 41) Α. Ο. Σ., κατοίκου ..., 42) Μ. συζ. Α. Π., το γένος Ο. Σ., κατοίκου ..., 43) Π. Ο. Σ., κατοίκου ..., 44) Κ. συζ. Κ. Β., το γένος Ο. Σ., κατοίκου ..., 45) Φ. Ο. Σ., κατοίκου ..., 46) Ν. Γ. Σ., 47) Γ. συζ. Γ. Σ., το γένος Γ. Σ., κατοίκων ..., των ανωτέρω με αριθμούς 46 και 47 ως κληρονόμων της αποβιωσάσης διαδίκου Μ. χας Ε. Σ. και 48) Ι. Κ. Μ. - Μ., κατοίκου ..., ως κληρονόμου της αποβιωσάσης διαδίκου Α. χας Ο. Χ. Ρ., και Β’ 49) Ν. Κ. Ν., 50) Γ. Κ. Ν., συζ. Δ. Π., κατοίκων ..., των ανωτέρω με αριθμούς 49 και 50 ατομικώς και ως καθολικών διαδόχων των αποβιωσάντων διαδίκων Γ. χας Κ. Ν. και Α. Κ. Ν. - Π., 51) Κ. Μ. Ν., κατοίκου ..., συνεχίζοντος τη δίκη τόσο ως κληρονόμου της αποβιωσάσης διαδίκου Μ. Κ. Ν., όσο και ως καθολικού διαδόχου της, και (μετά των ως άνω αναφερομένων με αριθμούς 49 και 50) των αποβιωσάντων διαδίκων Γ. χας Κ. Ν. και Α. Κ. Ν. - Π.. Οι 1ος, 2η, 3ος, 4ος, 5η, 6η, 7η, 9η, 10ος, 11η, 12ος, 14ος, 15ος, 17η, 19η, 20ος, 21η, 22ος, 23η, 24η, 25η, 26η, 27ος, 28ος, 38η, 39η, 41ος, 42η, 48ος, 49ος, 50η και 51ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ελευθέριο Κουρτέση. Οι 8ος, 13ος, 16η, 43ος, 44η, 45ος και 47η παραστάθηκαν με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος δήλωσε ότι: α) η 37η (Ελένη χήρα Π. Μ., το γένος Π. Ν.) απεβίωσε και συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη η μόνη εξ αδιαθέτου κληρονόμος της Π. Κ., κάτοικος ..., η οποία εκπροσωπείται από τον ίδιο και β) ο 46ος (Ν. Γ. Σ.) απεβίωσε και συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη οι μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του: Ε. χήρα Ν. Σ., κάτοικος ..., Γ. Ν. Σ., κάτοικος ..., Χ. Ν. Σ. και Ε. Ν. Σ., κάτοικοι ..., η 1η εκ των οποίων παρίσταται με τον ίδιο και οι λοιποί εκπροσωπούνται από τον ίδιο. Οι 29η, 30η και 40ος παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ελένη Γλύκα και οι 31η, 32ος, 33ος, 34ος, 35, 36η εκπροσωπήθηκαν από την ίδια ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο. Ο 18ος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Οι ως άνω δικηγόροι (Ελευθέριος Κουρτέσης και Ελένη Γλύκα) δήλωσαν ότι διορίζουν και δεύτερο πληρεξούσιο δικηγόρο όλων των παραστάντων αναιρεσειόντων - καλούντων τον Γρηγόριο Παπαδογιάννη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-3-1959 αγωγή των αναιρεσιβλήτων και με την από 16-10-1998 πρόσθετη παρέμβαση της Κοινότητας Θρακομακεδόνων Αττικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2908/1986 μη οριστική, 9762/1995 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε ανακοπή ερημοδικίας και εκδόθηκε η 7324/1997 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Επί της τελευταίας αποφάσεως ασκήθηκε έφεση και εκδόθηκαν οι 3428/2000 μη οριστική και 3618/2005 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν δύο αναιρέσεις, με τους αντίστοιχους προσθέτους λόγους, επί των οποίων εκδόθηκε η 986/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια.
Εκδόθηκε η 8/2010 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία απέρριψε τον παραπεμφθέντα στην Ολομέλεια δεύτερο πρόσθετο λόγο αναίρεσης και ανέπεμψε την υπόθεση στο Γ’ Τμήμα Αρείου Πάγου για να αποφασίσει κατά τα λοιπά. Την υπόθεση επαναφέρουν προς συζήτηση οι υπό στοιχεία Α’ και Β’ καλούντες, με τις από 1/12/2011 και από 19/11/2013 κλήσεις τους, αντίστοιχα.
Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε τις από 7-2-2007 εκθέσεις του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Σταύρου Γαβαλά, με τις οποίες εισηγήθηκε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.
Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή των αιτήσεων και των προσθέτων λόγων, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Φέρονται προς συζήτηση α) η από 25-7-2005 αίτηση και οι από 28-12-2006 πρόσθετοι λόγοι του Οικοδομικού Συνεταιρισμού με την επωνυμία "ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΚΑΙ ΘΡΑΚΩΝ Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - Συν.Π.Ε." και β) η από 14-12-2006 αίτηση και οι από 15-1-2007 πρόσθετοι λόγοι της πρώην κοινότητας και ήδη Δήμου Αχαρνών Αττικής για αναίρεση της υπ’ αριθμ.3618/2005 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ.8/2010 αποφάσεως της Ολομέλειας του Αρείου, με την οποία απορρίφθηκε ο δεύτερος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, του αναιρεσείοντος Οικοδομικού Συνεταιρισμού, που είχε παραπεμφθεί στην Ολομέλεια με την υπ’ αριθμ. 986/2007 απόφαση του παρόντος Τμήματος, και την αναπομπή της υποθέσεως στο ίδιο Τμήμα, προκειμένου να κριθούν οι υπόλοιποι λόγοι αναιρέσεως που προβάλλονται με τα προαναφερόμενα δικόγραφα.
ΙΙ. Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά προκύπτει ότι ο υπό τον αριθμό 18 από τους αναιρεσιβλήτους - καλούντες, που επισπεύδουν τη συζήτηση, Θ. Ν. Γ. δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Από τα στοιχεία δε της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσίβλητος αυτός είχε δώσει εντολή στον υπογράφοντα την κλήση δικηγόρο για να επισπεύσει και γι’ αυτόν (αναιρεσίβλητο) τη συζήτηση, ούτε (προκύπτει) ότι ο ίδιος αναιρεσίβλητος έχει κληθεί από κάποιο διάδικο μέρος να λάβει μέρος στη συζήτηση κατά την ανωτέρω δικάσιμο ή την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 6-3-2013, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε εκ του πινακίου για την παρούσα. Επομένως και σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ.3 εδ.β’ του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 62 του ν. 4139/2013, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση ως προς τον απουσιάζοντα ως άνω αναιρεσίβλητο, απλό ομόδικο των λοιπών, και να συζητηθεί η υπόθεση ως προς τους παρισταμένους λοιπούς αναιρεσιβλήτους.
ΙΙΙ. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα. Οι αναιρεσίβλητοι, πολλοί από τους οποίους έχουν υπεισέλθει στη θέση των αποβιωσάντων δικαιοπαρόχων τους - εναγόντων, όπως αναφέρεται στα πρακτικά, με την από 3-5-1959 αγωγή τους κατά του αναιρεσείοντος Συνεταιρισμού ζήτησαν να αναγνωρισθούν συγκύριοι εξ αδιαιρέτου κατά τα αναφερόμενα ποσοστά ο καθένας των επίσης αναφερομένων ακινήτων, η αγωγή δε αυτή έγινε εν τέλει δεκτή με την υπ’ αριθμ. 9762/1995 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε σε δεύτερη (μετ’ απόδειξη) συζήτηση ερήμην του εναγομένου. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως ο αναιρεσείων συνεταιρισμός άσκησε την από 25-3-1996 ανακοπή ερημοδικίας, με αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, η οποία και απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 7324/1997 απόφαση του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την προσβαλλόμενη δε ήδη υπ’ αριθμ. 3618/2005 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί της από 26-3-1998 εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά της ως άνω υπ’ αριθμ. 7324/1997 αποφάσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών και της από 16-10-1998 πρόσθετης παρέμβασης που άσκησε στο Εφετείο ο δεύτερος αναιρεσείων Δήμος ήδη Αχαρνών υπέρ του πρώτου - συνεταιρισμού, απορρίφθηκε εν τέλει η ένδικη ανακοπή ερημοδικίας και το αίτημα του πρώτου αναιρεσείοντος για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Την αναίρεση της ανωτέρω υπ’ αριθμ.3618/2005 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών ζητούν ήδη οι αναιρεσείοντες, για τους λόγους που αναφέρονται στα προαναφερθέντα (ανωτ. από Ι) δικόγραφά τους.
IV. Επί της αιτήσεως του αναιρεσείοντος Οικοδομικού Συνεταιρισμού και των προσθέτων λόγων του. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 126 παρ. 1 στοιχ. δ’, 127παρ. 1, 128 παρ. 4, 129 και 139 παρ. 1 στοιχ. δ’ του ΚΠολΔ, που αφορούν επιδόσεις στην ημεδαπή, η επίδοση γίνεται για νομικά πρόσωπα ή άλλες ενώσεις προσώπων στον κατά τον νόμο ή το καταστατικό εκπρόσωπό τους, συνίσταται δε στην παράδοση του εγγράφου στα χέρια του προσώπου στο οποίο γίνεται. Αν ο παραλήπτης της επίδοσης δεν βρίσκεται στο κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο που προβλέπει το άρθρο 124 παρ. 2, το έγγραφο παραδίδεται στα χέρια του διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε έναν από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεων τούς και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επίδοσης. Αν κανένα από τα πρόσωπα αυτά δεν βρίσκεται στο κατάστημα, στο γραφείο ή στο εργαστήριο, εφαρμόζονται όσα ορίζονται στο άρθρο 128 παρ. 4, δηλαδή γίνεται θυροκόλληση του εγγράφου, παράδοση αντιγράφου του στα χέρια του προϊσταμένου του οικείου αστυνομικού τμήματος ή σταθμού ή στα κατά σειράν αναφερόμενα στο άρθρο αυτό πρόσωπα και ταχυδρόμηση σε εκείνον προς τον οποίο το έγγραφο απευθύνεται έγγραφης ειδοποίησης σχετικά με την επίδοση που έγινε με τον τρόπο αυτό. Για την επίδοση συντάσσεται από εκείνον που την ενήργησε έκθεση, η οποία, εκτός των άλλων, πρέπει να περιέχει και α) την παραγγελία για επίδοση, β) σαφή καθορισμό (και) των προσώπων που αφορά, γ) μνεία του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και τον τρόπο που επιδόθηκε σε περίπτωση απουσίας ή άρνησης του παραλήπτη ή των προσώπων που ορίζονται στα άρθρα 128 έως 135 και 138. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι αν πρέπει να γίνει επίδοση προς νομικό πρόσωπο, αυτό πρέπει να αναγράφεται στην κατά το άρθρο 123 παρ. 4 του ΚΠολΔ παραγγελία προς επίδοση, το οποίο αυτή αφορά, δεν απαιτείται δε στην παραγγελία προς επίδοση, εκτός από το νομικό πρόσωπο το οποίο αφορά η επίδοση, να αναφέρεται και το όνομα του φυσικού προσώπου που είναι ο παραλήπτης του εγγράφου. Διαφορετικό και από το πρόσωπο του παραλήπτη είναι το πρόσωπο στα χέρια του οποίου, αν δεν βρεθεί ο παραλήπτης, παραδίδεται το έγγραφο. Στη σχετική έκθεση επίδοσης, όταν ή επίδοση έγινε με παράδοση του εγγράφου στα χέρια του παραλήπτη, εκπροσώπου του νομικού προσώπου, πρέπει να μνημονεύεται το ονοματεπώνυμο του τελευταίου, εάν όμως αυτός δεν βρέθηκε στο προβλεπόμενο στο άρθρο 124 παρ. 2 του ΚΠολΔ κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο και η επίδοση έγινε σε ένα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 129 παρ. 1 του ΚΠολΔ πρόσωπα, αρκεί η αναγραφή στην έκθεση επίδοσης της ιδιότητας και του ονοματεπωνύμου του προσώπου αυτού, χωρίς να απαιτείται προσθέτω, για την εγκυρότητα της επίδοσης (πέραν από την αναγραφή της επωνυμίας του νομικού προσώπου το οποίο αφορά η επίδοση) και η αναγραφή του ονοματεπωνύμου του εκπροσώπου του νομικού προσώπου, που δεν βρέθηκε από τον δικαστικό επιμελητή (ολΑΠ 900/1985) . Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 και 5 στοιχ. β’, γ’ και 6 II 1 του Π.Δ. 93/1987 "Σύσταση -οργάνωση - διοίκηση - λειτουργία οικοδομικών συνεταιρισμών", όπως η παράγραφος 5 αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 1 του Π.Δ. 448/1991, το διοικητικό συμβούλιο, το οποίο εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως τον οικοδομικό συνεταιρισμό και μετά τη λήξη της θητείας του, έως την εκλογή από τη γενική συνέλευση και την ανάληψη των καθηκόντων τού νέου διοικητικού συμβουλίου, αλλά και, σε περίπτωση που ζητήθηκε ο διορισμός από το δικαστήριο προσωρινής διοίκησης, έως την έκδοση της απόφασης με την οποία διορίζεται προσωρινή διοίκηση, διενεργεί "μόνο τις κατεπείγουσες ή απλές διαδικαστικές πράξεις που είναι απολύτως απαραίτητες για τις τρέχουσες ανάγκες λειτουργίας του οικοδομικού συνεταιρισμού". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών στις κατεπείγουσες ή απλές διαδικαστικές πράξεις, που είναι απολύτως απαραίτητες για τις τρέχουσες ανάγκες λειτουργίας του οικοδομικού συνεταιρισμού, περιλαμβάνεται τόσο η άσκηση ένδικου μέσου, προκειμένου να μην παρέλθει άπρακτη η προβλεπόμενη από το νόμο προθεσμία προς άσκησή του, όσο και η παραλαβή δικογράφων απευθυνομένων προς το νομικό πρόσωπο, αφού αυτή είναι "απλή" πράξη και απαραίτητη για τις τρέχουσες ανάγκες λειτουργίας του συνεταιρισμού, ο οποίος, υπό αντίθετη εκδοχή, θα θεωρούνταν ότι ήταν σε πλήρη αδράνεια και είχε πάψει τη λειτουργία του. Άλλωστε, θα υπήρχε αδικαιολόγητα δυσμενής και άνιση μεταχείριση εις βάρος των τρίτων, οι οποίοι επίσης είναι ενδεχόμενο να κινδυνεύουν με απώλεια προθεσμιών, εάν δεν είχε εξουσία στο ανωτέρω ενδιάμεσο διάστημα το απερχόμενο διοικητικό συμβούλιο να παραλαμβάνει δικόγραφα, οπότε και θα ήταν αδύνατη σε αυτούς η ενέργεια επιδόσεων προς το νομικό πρόσωπο, με αποτέλεσμα να στερούνται ακόμη και τη δυνατότητα άμυνας κατά των ένδικων μέσων τα οποία θα ασκούσε κατά το ίδιο διάστημα ο συνεταιρισμός (π.χ. έγκαιρη άσκηση αντέφεσης, επίδοση κλήσεων προς λήψη ένορκων βεβαιώσεων κ.λ.π.) - Η επίδοση συνεπώς δικογράφου προς το διοικητικό συμβούλιο του οικοδομικού συνεταιρισμού, η οποία μάλιστα, σύμφωνα με το άρθρο 126 παρ. 2 του ΚΠολΔ, μπορεί να γίνει και σε ένα μόνο μέλος του, είναι νόμιμη και αφετηριάζει την άσκηση ένδικων μέσων εάν έγινε μετά τη λήξη της θητείας του και πριν από τη ανάληψη των καθηκόντων του νέου διοικητικού συμβουλίου που εκλέχτηκε από τη γενική συνέλευση ή διορίστηκε ως προσωρινή διοίκηση από το δικαστήριο. Το γεγονός ότι η επίδοση έγινε στο διάστημα αυτό δεν συνιστά περιστατικό ανώτερης βίας, που μπορεί να στηρίξει αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, κατά το άρθρο 152 παρ. 1 του ΠολΔ, προκειμένου να θεωρηθεί εμπρόθεσμο ένδικο μέσο που ασκήθηκε εκπρόθεσμα, αφού ο συνεταιρισμός, δια του απερχόμενου διοικητικού του συμβουλίου, έχει τη δυνατότητα να ασκήσει εγκαίρως το ένδικο μέσο. Ενόψει δε της δυνατότητας αυτής του οικοδομικού συνεταιρισμού, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκείνος που ενήργησε επίδοση της απόφασης στον συνεταιρισμό, ενώ εγνώριζε ότι είχε λήξει η θητεία του διοικητικού του συμβουλίου, ενήργησε δολίως προκειμένου να απολέσει ο συνεταιρισμός την προθεσμία προς άσκηση ένδικου μέσου, ούτε ότι ενήργησε κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη, την τήρηση των οποίων επιβάλλει στους διαδίκους το άρθρο 116 του ΚΠολΔ, αφού η έγκαιρη άσκηση ένδικου μέσου ήταν δυνατή και συνεπώς αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων δεν μπορεί να θεμελιωθεί, στην περίπτωση αυτή, σε δόλο του αντιδίκου του συνεταιρισμού. Τέλος, προϋπόθεση για την ίδρυση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β’ του ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεως για παρά τον νόμο μη λήψη υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αποτελεί να είναι νόμιμος ο σχετικός ισχυρισμός που δεν λήφθηκε υπόψη, αφού διαφορετικά ο ισχυρισμός αυτός δεν θεωρείται ουσιώδης, διότι δεν ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης, ο ίδιος δε αυτός λόγος δεν στοιχειοθετείται επίσης όταν το δικαστήριο, έστω και σιωπηρά, απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, με αυτήν το Εφετείο δέχτηκε τα ακόλουθα : Η 9762/1995 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε ερήμην του αναιρεσείοντος, ως εναγομένου, κατά τη δεύτερη (τη μετ’ απόδειξη) συζήτηση της υπόθεσης, επιδόθηκε στον εναγόμενο και ανακόπτοντα οικοδομικό συνεταιρισμό στις 19-4-1996. Σύμφωνα με την 6507/19-4-1996 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών ..., αυτός μετέβη στους Θρακομακεδόνες Αττικής στις 13.30’ της 19-4-1996 για να επιδώσει στον εν λόγω συνεταιρισμό ακριβές αντίγραφο από πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ανωτέρω απόφασης (9762/1995) και επειδή δεν βρήκε κανέναν στο κατάστημα του συνεταιρισμού που βρίσκεται στην Πλατεία Αριστοτέλους, αλλά τη θύρα κλειστή, την οποία έκρουσε κατ’ επανάληψη και με δύναμη χωρίς κανείς ν’ αποκριθεί, θυροκόλλησε την ανωτέρω απόφαση παρουσία του μάρτυρα Ε. Π., τήρησε δε περαιτέρω όλες τις διατυπώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 128 παρ. 4 του ΚΠολΔ, κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση. Επίσης δέχτηκε το Εφετείο ότι η θητεία του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου - ανακόπτοντος συνεταιρισμού είχε λήξει στις 19-3-1995, δηλαδή πριν από την ανωτέρω επίδοση, αργότερα δε διορίσθηκε προσωρινή διοίκηση του συνεταιρισμού με την 3034/1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι νομίμως επιδόθηκε, κατά τον ανωτέρω τρόπο, προς τον εναγόμενο - ανακόπτοντα οικοδομικό συνεταιρισμό η 9762/1995 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και απέρριψε ως εκπρόθεσμη την ανακοπή ερημοδικίας του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος οικοδομικού συνεταιρισμού, η οποία κατατέθηκε στον αρμόδιο γραμματέα την 4-6-1996, δηλαδή μετά την πάροδο της προβλεπόμενης από το άρθρο 503 παρ. 1 δεκαπενθήμερης προθεσμίας, αφού έκρινε απορριπτέα και την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, που είχε ενώσει στο δικόγραφο της ανακοπής ο ανακόπτων, δεχόμενο μάλιστα ότι από τις 20-4-1996 είχαν λάβει γνώση της εν λόγω επίδοσης τα καταστατικά του όργανα στο προαναφερόμενο κατάστημα του οποίου καθημερινώς εργαζόταν ως υπάλληλος του συνεταιρισμού η E. Ν.. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, έλαβε υπόψη και απέρριψε τον ισχυρισμό του ανακόπτοντος ότι η ανωτέρω επίδοση της ανακοπτόμενης απόφασης δεν ήταν νόμιμη επειδή έγινε σε χρόνο που αυτός δεν είχε εκπρόσωπο, μετά τη λήξη της θητείας του διοικητικού του συμβουλίου και πριν από τον διορισμό προσωρινής διοίκησης σε αυτόν, και επίσης ότι πάντως, λόγω του γεγονότος αυτού, το οποίο εγνώριζαν οι αναιρεσίβλητοι, εξαιτίας ανώτερης βίας, αλλά και δόλου των αναιρεσιβλήτων, απώλεσε την προθεσμία άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, ώστε να δικαιολογείται η αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, ενόψει και του ότι μόλις, μετά τον διορισμό τους, τα μέλη της προσωρινής διοίκησης του πληροφορήθηκαν την ύπαρξη της εν λόγω απόφασης άσκησαν την ανακοπή ερημοδικίας κατ’ αυτής. Είναι συνεπώς απορριπτέοι, ως αβάσιμοι, οι πρώτος και τρίτος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β’ του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι παρά τον νόμο το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του αυτό. Ο λόγος αυτός εξάλλου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και διότι ο ανωτέρω ισχυρισμός δεν ήταν νόμιμος και συνεπώς δεν ασκούσε επίδραση στην έκβαση της δίκης, αφού και πριν από το διορισμό προσωρινής διοίκησης το απερχόμενο διοικητικό συμβούλιο του αναιρεσείοντος μπορούσε εγκύρως να παραλαμβάνει δικόγραφα και να ασκεί ένδικα μέσα. Περαιτέρω και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, το Εφετείο, με το να κρίνει έγκυρη την ανωτέρω επίδοση της ανακοπτόμενης απόφασης, που έγινε μετά τη λήξη της θητείας του απερχόμενου διοικητικού συμβουλίου του αναιρεσείοντος οικοδομικού συνεταιρισμού και πριν από το διορισμό προσωρινής διοίκησης, στη δε σχετική παραγγελία προς επίδοση φερόταν το νομικό πρόσωπο του αναιρεσείοντος συνεταιρισμού και όχι ο εκπρόσωπός του, ως το πρόσωπο προς το οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει ακυρότητα, όπως δεν κήρυξε παρά τον νόμο ακυρότητα, ούτε παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 152 παρ.1 του ΚΠολΔ ως προς την έννοια του δόλου ή της ανώτερης βίας που δικαιολογούν την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, με το να απορρίψει ακολούθως, ως εκπρόθεσμη, την ανακοπή ερημοδικίας του αναιρεσείοντος, απορρίπτοντας ως αβάσιμη και την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, Επομένως είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι οι δεύτερος, σκέλος α, β και γ’ λόγοι του κυρίου δικογράφου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και πρώτος και τρίτος λόγοι του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αναίρεσης, με τους οποίους ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες α) αφενός από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 περ. α’ του ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο δεν κήρυξε άκυρη, παρά τη συνδρομή των προαναφερόμενων περιπτώσεων, την ανωτέρω επίδοση, και β) αφ’ ετέρου από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.14 περ.β’ και αρ.1 του ΚΠολΔ, επειδή απέρριψε την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση που είχε συνυποβάλει ο αναιρεσείων, επικαλούμενος ανώτερη βία και δολία και αντίθετη προς τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη συμπεριφορά των αντιδίκων του, και απέρριψε ως εκπρόθεσμη την ανακοπή ερημοδικίας κατά της υπ’ αριθμ. 9762/1995 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
V. Επί της αιτήσεως της κοινότητας Θρακομακεδόνων και ήδη Δήμου Αχαρνών Αττικής και των πρόσθετων λόγων της. i. Με τον πρώτο, από τον αρ.14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο του αναιρετηρίου ο αναιρεσείων Δήμος υποστηρίζει ότι παρά τον νόμο το Εφετείο δεν κήρυξε άκυρη την κατά τα προεκτεθέντα (ανωτ. υπό IV) επίδοση με θυροκόλληση στον εναγόμενο Οικοδομικό Συνεταιρισμό, υπέρ του οποίου ο αναιρεσείων Δήμος (τότε κοινότητα) είχε παρέμβει στο Εφετείο, της πρωτόδικης υπ’ αριθμ.9762/1995 ερήμην απόφασης, με αποτέλεσμα να απορρίψει ως εκπρόθεσμη την κατά της αποφάσεως αυτής ανακοπή ερημοδικίας του Συνεταιρισμού και την αίτησή του για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, χωρίς να βεβαιώνεται στη σχετική υπ’ αριθμ. 6507/19-4-1996 έκθεση επιδόσεως ότι ο επιδώσας δικαστικός επιμελητής αναζήτησε προηγουμένως τον νόμιμο εκπρόσωπο του παραλήπτη (προς τον οποίο η επίδοση) συνεταιρισμού, τον οποίο (εκπρόσωπο) και δεν κατονομάζει ο δικαστικός επιμελητής. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι ταυτόσημος με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο του αναιρεσείοντος - εναγομένου Οικοδομικού Συνεταιρισμού, ο οποίος απορρίφθηκε ως αβάσιμος με την προειρημένη (ανωτ. υπό Ι) υπ’ αριθμ.8/2010 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε ότι από τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 126 παρ.1δ’, 127 παρ.1, 128 παρ.1 και 4, 129 και 139 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι (και) όταν η επίδοση γίνεται με θυροκόλληση στο γραφείο ή κατάστημα του νομικού προσώπου - παραλήπτη δεν είναι αναγκαία η αναζήτηση και η αναφορά από τον δικαστικό επιμελητή του προσώπου που είναι νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου. Επομένως για τον λόγο αυτό είναι απορριπτέος και ο εξεταζόμενος ήδη πρώτος λόγος αναιρέσεως του Δήμου Αχαρνών. Ο ίδιος δε αυτός λόγος, κατά το μέρος του με το οποίο προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλομένη η ίδια πλημμέλεια από τον αρ.14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ότι το Εφετείο έκρινε νόμιμη και δεν κήρυξε άκυρη την ανωτέρω επίδοση παρότι αυτή έγινε "στο κατάστημα" και όχι στο γραφείο του Οικοδομικού Συνεταιρισμού, όπως και ο τρίτος, με όμοιο περιεχόμενο, πρόσθετος λόγος, είναι αβάσιμος, αφού σύμφωνα με όσα έχουν προαναφερθεί (ανωτ. υπό IV), η προσβαλλόμενη επίδοση ήταν νόμιμη και έγκυρη. Περαιτέρω, με τους δεύτερον, του αναιρετηρίου, και δεύτερον, του δικογράφου πρόσθετων λόγων, από τους αρ.1 και 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους αναιρέσεως προσβάλλεται η παραδοχή του Εφετείου ότι η προειρημένη επίδοση της ερήμην απόφασης στον εναγόμενο Οικοδομικό Συνεταιρισμό καθ’ ην στιγμή είχε λήξει η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου του και προτού διορισθεί προσωρινό Διοικητικό Συμβούλιο με απόφαση του δικαστηρίου ήταν νόμιμη και κινούσε την προθεσμία για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας από τον Συνεταιρισμό. Οι λόγοι αυτοί, ταυτόσημοι με τους αντίστοιχους λόγους του αναιρεσείοντος Συνεταιρισμού που προαναφέρθηκαν (ανωτ. υπό IV), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο ίδιο μέρος για τους ανωτέρω όμοιους λόγους του αναιρεσείοντος Οικοδομικού Συνεταιρισμού. ii. Κατά το άρθρο 562 παρ.2 του ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη.
Εν προκειμένω ο αναιρεσείων Δήμος υποστηρίζει με τον πρώτο, από τον αρ.14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, πρόσθετο λόγο αναιρέσεως ότι όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ.6507/19-4-1996 έκθεση επιδόσεως η πρωτόδικη υπ’ αριθμ.9762/1995 ερήμην απόφαση επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα συνεταιρισμό - εναγόμενο μόνον από τους αναφερόμενους σ’ αυτήν πέντε εκ των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων Γ. Ν., Μ. Ν., Γ. Ν. - Π., Α. Ν. - Π. και Ν., οι οποίοι είχαν δώσει τη σχετική εντολή στον επιδώσαντα δικαστικό επιμελητή, όχι δε και από τους λοιπούς εκ των 36 εν συνόλω ενάγοντες, καθ’ ων η ανακοπή, ως προς τους οποίους (λοιπούς) επομένως, ενόψει της απλής ομοδικίας των εναγόντων και σύμφωνα με τα άρθρα 75, 123, 144 παρ.1-2 του ΚΠολΔ, δεν άρχισε, από την επομένη της επίδοσης αυτής, η κατά το άρθρο 503 παρ.1 προθεσμία για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας από τον εναγόμενο συνεταιρισμό. Έτσι, υποστηρίζει ο αναιρεσείων Δήμος, έπρεπε το Εφετείο να μην απορρίψει ως απαράδεκτη (εκπρόθεσμη) την ανακοπή του συνεταιρισμού τουλάχιστον ως προς τους μη επιδώσαντες την πρωτόδικη απόφαση ενάγοντες, ως προς τους οποίους και δεν άρχισε, με την προειρημένη επίδοση, η προθεσμία της ανακοπής και ως προς τους οποίους η ανακοπή ήταν εμπρόθεσμη, υποπίπτοντας (το Εφετείο) με την αντίθετη παραδοχή του στην αναιρετική πλημμέλεια του αρ. 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτει ότι ούτε ο εναγόμενος - ανακόπτων συνεταιρισμός πρότεινε με την ανακοπή του ή στο Εφετείο, ως εκκαλών, τον ανωτέρω ισχυρισμό, ούτε ο αναιρεσείων Δήμος, στο Εφετείο, όπου παρενέβη υπέρ του συνεταιρισμού, πράγμα άλλωστε που και ο ίδιος αναιρεσείων δεν επικαλείται με τον εξεταζόμενο πρόσθετο λόγο του, συνεχίζοντας (οι αναιρεσείοντες) τις σχετικές δίκες έναντι όλων των εναγόντων - καθών η ανακοπή. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, αφού δε δεν συντρέχει εν προκειμένω καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ.2 του ΚΠολΔ, ο εξεταζόμενος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος.
VI. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, όπως διαμορφώθηκαν με τους πρόσθετους λόγους, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 281 παρ.2 ν.3463/2006 -ΚΔΚ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τον αναιρεσίβλητο Θ. Ν.Γ..
Απορρίπτει τις από 25-7-2005 και 14-12-2006 αιτήσεις αναιρέσεως του οικοδομικού συνεταιρισμού με την επωνυμία "ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΚΑΙ ΘΡΑΚΩΝ Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - Συν.Π.Ε." και της κοινότητας Θρακομακεδόνων και ήδη Δήμου Αχαρνών Αττικής, αντίστοιχα, όπως διαμορφώθηκαν με τους πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ’ αριθμ.3618/2005 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των 2.700 ευρώ για τον πρώτο, και στο ποσό των 600 ευρώ για τον δεύτερο από τους αναιρεσείοντες.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 6η Μαΐου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Ιουνίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή