Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Περίληψη:
Οι διαδοχικές σχέσεις εργασίας της αναιρεσίβλητης καταρτίστηκαν πριν την 18-4-2001 και μπορούσαν να προσλάβουν, ενιαία, κατά το χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόου, εφόσον αυτή κάλυπτε μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσείοντος, ο δε καθορισμός του είδους των, ως συμβάσεων ορισμένου χρόνου, εξακολουθητικά, δεν δικαιολογείται, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της αναιρεσίβλητης.
Αριθμός 20/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Εμμανουήλ Μουστάκη, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της αναιρεσίβλητης: Α. Τ. του Μ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Χρήστο Νικολουτσόπουλο και Θωμά Καμενόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-6-2005 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 899/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1478/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 7-12-2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 21-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει, αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθ. 669 § 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης, ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (ΟλΑΠ 18/2006). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε, να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής), η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα ΠΔ 81/2003 και 164/2004, που εφαρμόζεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2-4-2003 και 19-7-2004, αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του Π.Δ. 164/2004 ορίζεται ότι (α) απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών, (β) η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται, κατ' εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, αντικειμενικός δε λόγος υφίσταται όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεις συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών, που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης (γ) σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επόμενου άρθρου. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε, από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ., η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία, που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συ΅βάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή κατά ένα ΅έρος, όσο και αποζη΅ίωσης ίσης ΅ε το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζό΅ενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύ΅βασής του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Ενόψει του γεγονότος ότι το Π.Δ. 164/2004 άρχισε να ισχύει από την 19-7-2004, περιέλαβε αυτό στο άρθρο 11, ως ΅εταβατικές διατάξεις, ρυθ΅ίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν την ως άνω προσαρ΅ογή στην προαναφερόμενη Οδηγία και προβλέπουν την, κατ' εξαίρεση και με τις εκεί προϋποθέσεις, ΅ετατροπή των διαδοχικών συ΅βάσεων εργασίας ορισ΅ένου χρόνου σε σύ΅βαση αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, ΅ε το άρθρο 11 του ως άνω Π.Δ. ορίζεται ότι, διαδοχικές συ΅βάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύ΅βαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συ΅βάσεων τουλάχιστον 24 ΅ηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγ΅ατος, ανεξαρτήτως αριθ΅ού ανανεώσεων συ΅βάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύ΅βασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγ΅ατος ΅ε συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης 18 ΅ηνών ΅έσα σε συνολικό χρονικό διάστη΅α 24 ΅ηνών από την αρχική σύ΅βαση, (β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδ. α' να έχει πράγ΅ατι διανυθεί στον ίδιο φορέα, ΅ε την ίδια ή παρε΅φερή ειδικότητα και ΅ε τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύ΅βαση, (γ) το αντικεί΅ενο της σύ΅βασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και α΅έσως ΅ε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον που υπηρετεί ο φορέας αυτός, (δ) ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις, οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη της ισχύος του παρόντος διατάγματος, λογιζόμενες ως ενεργείς διαδοχικές συμβάσεις, ως την έναρξη της ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση δε του εδ. α' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης, για τη διαπίστωση της συνδρομής των, κατά την προηγούμενη παράγραφο, προϋποθέσεων. Περαιτέρω, ανεξάρτητα από την παραπάνω Οδηγία, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθ. 281, 671 ΑΚ, 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας, ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης, ως άνω, κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας, και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την προαναφερθείσα έννοια, και δη της σύμβασης εργασίας, ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον, εκ του νόμου, χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/2001, ΟλΑΠ 6/2001), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη "μετατροπή" του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (ΟλΑΠ 18/2006). Συνάγεται, περαιτέρω, από τα προαναφερθέντα, ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κ.λπ. πριν από την έναρξη ισχύος της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ Α' 85/2001) και απαγορεύουν την, ακόμη και από το νόμο, μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου, και των άρθ. 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των, κατά την έναρξη της ισχύος του ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά τη φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις. Τούτο δε διότι αυτές οι συμβάσεις εργασίας είχαν προσλάβει ήδη, κατά το χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενό της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των, ως άνω, συνταγματικών και άλλων διατάξεων, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλ. και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (ΑΠΟλ. 7/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εργασίας "ορισμένου χρόνου", που καταρτίστηκαν κατά τους κατωτέρω αναφερόμενους χρόνους μεταξύ της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης αφενός και του εναγομένου, ήδη αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου νομίμως από το διευθυντή του Κτηνιατρικού Εργαστηρίου Τριπόλεως, αφετέρου και εις εκτέλεση σχετικών αποφάσεων του Υπουργείου Γεωργίας, η πρώτη προσελήφθη την 1.9.2000 από το δεύτερο, προκειμένου να παρέχει σ' αυτό τις υπηρεσίες της ως πτυχιούχος χημικός στο Κτηνιατρικό εργαστήριο Τριπόλεως, το οποίο αποτελεί αποκεντρωμένη υπηρεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, για το χρονικό διάστημα από 1.9.2000 έως 30.4.2001. Ακολούθως, μετά την πάροδο του συμφωνηθέντος χρόνου, δι' επανειλημμένων συμβάσεων, που καταρτίστηκαν εγγράφως μεταξύ της ενάγουσας και του ανωτέρω Διευθυντού του Κτηνιατρικού Εργαστηρίου, η πρώτη συνέχισε με την ως άνω ειδικότητά της να παρέχει τις υπηρεσίες της στο τελευταίο και κατά τα χρονικά διαστήματα από 3.9.2001 έως 3.5.2002, 1.10.2002 έως 31.5.2003, 1.10.2003 έως 31.5. 2004 και 2.8.2004 έως 2.4.2005, οπότε το εναγόμενο έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες της. Η ενάγουσα, επίσης, απασχολήθηκε με την άνω ειδικότητά της στο εναγόμενο κατόπιν, ατύπως, μετ' αυτού καταρτισθεισών συμβάσεων εργασίας και κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.5.2001 έως 2.9.2001, 4.5.2002 έως 30.9.2002, 1.6.2003 έως 30.9.2003 και 1.6.2004 έως 1.8.2004. Από την αρχική πρόσληψη και καθ' όλη την διάρκεια των, ως άνω, συμβάσεων, συνέχισε να παρέχει τις υπηρεσίες της στον τομέα των χημικών αναλύσεων για ανίχνευση κατάλοιπων σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης, ήταν δε αποκλειστικά υπεύθυνη για την ανίχνευση καταλοίπων χλωραμφαινικόλης σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης, απασχολουμένη καθ' εκάστη ημέρα κατά πλήρες ωράριο, ήτοι επί 7,5 ώρες και επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, υπό τις δεσμευτικές γι' αυτήν εντολές, τις οδηγίες και τον έλεγχο του Διευθυντή του Κτηνιατρικού εργαστηρίου Τριπόλεως, το οποίο είναι το μόνο υπεύθυνο έναντι των προς τούτο εντεταλμένων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πραγματοποίηση του ελέγχου της ύπαρξης ουσιών χλωραμφαινικόλη και νιτροφουράνια σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το διέποντα την λειτουργία του άνω Κτηνιατρικού Εργαστηρίου Οργανισμό τούτο, πέραν των άλλων δραστηριοτήτων του, αποτελεί Εθνικό Εργαστήριο Αναφοράς για τον έλεγχο της χημικής ουσίας χλωραμφαινικόλη ήδη από το έτος 1998 και για τις χημικές ουσίες νιτροφουράνια από το 2000. Το έργο του Εθνικού Εργαστηρίου Αναφοράς συνίσταται στον έλεγχο των σχετικών ουσιών σε εισαγόμενα προϊόντα από κράτη - μέλη της Ε.Ε., παράλληλα δε, αποτελεί τούτο και Εθνικό κτηνιατρικό εργαστήριο που διενεργεί ελέγχους σε εγχώρια προϊόντα για επιβλαβείς ουσίες σε συγκεκριμένα τρόφιμα στα οποία παρουσιάζονται οι ουσίες αυτές (κρέας, γάλα, ιχθυρά, αυγά, μέλι). Για την εκπλήρωση του έργου των Εθνικών Εργαστηρίων Αναφοράς είναι υποχρεωτική και απαραίτητη η ύπαρξη ειδικού επιστημονικού προσωπικού, πτυχιούχων χημικών, οι οποίοι διενεργούν τους ελέγχους και αξιολογούν τα αποτελέσματα. Καθ' όλο το χρονικό διάστημα των ως άνω διαδοχικών συμβάσεων, η ενάγουσα, με την παροχή των υπηρεσιών της αυτών, κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, χωρίς τις οποίες ήταν αδύνατη η λειτουργία του εργαστηρίου του, δεδομένου ότι τούτο από την έναρξη της λειτουργίας δεν είχε στελεχωθεί με μόνιμο και τακτικό προσωπικό και ότι προς αντιμετώπιση των αναγκών λειτουργίας του και εκπλήρωση του σκοπού του απασχολούσε κυρίως την ενάγουσα και πολλές φορές και μία άλλη πτυχιούχο χημικό, με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και τέλος ότι οι αποδοχές που είχαν συμφωνηθεί, δυνάμει των ως άνω συμβάσεών της, καταβάλλονταν σ' αυτή τακτικώς στο τέλος εκάστου μηνός. Η ανωτέρω ορισμένη χρονική διάρκεια των συμβάσεων της ενάγουσας δεν εδικαιολογείτο από τη φύση, το είδος και το σκοπό των παρεχομένων απ' αυτή ως άνω υπηρεσιών, αλλ' ούτε και από οποιοδήποτε άλλο αντικειμενικό λόγο, όπως είναι η παροδική αναπλήρωση άλλης κωλυομένης συναδέλφου της χημικού ή για την εκτέλεση σωρευμένης ή παροδικού χαρακτήρος εργασίας, αλλ' αντιθέτως τέθηκε από το εναγόμενο σκοπίμως, προς καταστρατήγηση των, περί υποχρεωτικής καταγγελίας των συμβάσεών της, διατάξεων του ν. 2112/1920, με συνέπεια να καθίσταται άκυρος ο όρος των συμβάσεών της, ως προς το χρονικό περιορισμό αυτών και το σύνολο των διαδοχικών συμβάσεων να αποτελεί μία ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Δεδομένου όμως, όπως αποδείχτηκε, ότι από της ως άνω αρχικής, την 1.9.2000 πρόσληψής της και μέχρι της 19.7.2004, οπότε άρχισε η ισχύς του Π.Δ/τος 164/2004, η ενάγουσα είχε συμπληρώσει με τις ως άνω συναφθείσες διαδοχικές συμβάσεις της εργασίας ορισμένου χρόνου συνολικό χρόνο απασχόλησής της στο εναγόμενο, που υπερέβαινε τους είκοσι τέσσερις μήνες και ότι η τελευταία πριν την έναρξη της ισχύος του άνω Π.Δ/τος σύμβασή της είχε λήξει την 31.5.2004, ήτοι κατά το τελευταίο τρίμηνο πριν την έναρξη ισχύος αυτού, με συνέπεια, να θεωρούνται αυτές ως ενεργές, κατά την έναρξη της ισχύος τούτου, εφόσον συνέτρεχαν στο πρόσωπό της και οι λοιπές ως άνω αναφερό΅ενες και από το άρθρο 11 αυτού τασσόμενες προϋποθέσεις για την αναγνώριση των ως άνω αλλεπάλληλων ΅ετά του εναγο΅ένου συ΅βάσεών της ως ενιαίας σύμβασης εξαρτη΅ένης εργασίας αορίστου χρόνου, οι προαναφερθείσες διαδοχικές συ΅βάσεις εργασίας, που έγιναν ΅ε πρόθεση καταστρατήγησης των διατάξεων του Ν. 2112/1920, αποτελούν εξ αρχής ΅ία ενιαία σύ΅βαση εξαρτη΅ένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία δεν λήγει αυτοδικαίως κατά την η΅ερο΅ηνία λήξης της τελευταίας σύμβασης, αλλά εξακολουθεί να υφίσταται και ΅ετά την εν λόγω η΅ερο΅ηνία. Ενόψει του ότι, μετά την πάροδο του χρόνου της τελευταίας των ως άνω διαδοχικών συ΅βάσεών της, δηλαδή στις 2.4.2005, το εναγό΅ενο, παρά την προς αυτό προσφορά των υπηρεσιών της, αρνήθηκε να αποδεχθεί αυτές, ΅ε αποτέλεσ΅α λόγω της άρνησής του αυτής να καταστεί τούτο υπερήμερο, εντεύθεν υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα τους ΅ισθούς υπερη΅ερίας του, από 3.4.2005 ΅έχρι 3.6.2006 χρονικού διαστή΅ατος, που ανέρχονται στο ποσό των 14.378 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, δέχθηκε ότι η αγωγή της αναιρεσίβλητης είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 671, 281 Α.Κ., 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 και 11 του ΠΔ 164/2004, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος και κατ' ουσίαν βάσιμη, ακολούθως δε, αφού απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος, κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αναγνώρισε ότι η αναιρεσίβλητη συνδέεται με το αναιρεσείον, από την πρόσληψή της, με ενιαία σύμβαση εργασίας, αορίστου χρόνου. Κρίνοντας, έτσι το Εφετείο, Α) δεν παραβίασε 1) με τη μη εφαρμογή τους, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4, 22, 103 παρ. 2 του Συντάγματος και 21 ν. 2190/1994, αφού δεν ήταν εφαρμοστέες και 2) με την εφαρμογή τους, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 και 281, 671 του Α.Κ., 5 παρ. 1, 11 του ΠΔ 164/2004 και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες, και Β) Διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχό της, ως προς την εφαρμογή των διατάξεων που προαναφέρθηκαν, διότι οι επίμαχες διαδοχικές σχέσεις εργασίας της αναιρεσίβλητης, ο χρόνος των οποίων, κατά τις παραδοχές της απόφασης, καλύπτει όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, καταρτίστηκαν πριν την 18-4-2001, και μπορούσαν να προσλάβουν, ενιαία, κατά το χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση και το αντικείμενό της, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, εφόσον, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, από τη φύση τους κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσείοντος, ο δε καθορισμός του είδους των, ως συμβάσεων ορισμένου χρόνου, εξακολουθητικά, δεν δικαιολογείται από τη φύση τους, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της αναιρεσίβλητης μισθωτού από τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος του αναιρεσείοντος, να ρυθμίζει τη διάρκεια εργασίας τους, και ανεξάρτητα από τις ρυθμίσεις της 1999/70 Οδηγίας και των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, οι οποίες δεν έχουν στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή. Επο΅ένως, ο, περί του αντιθέτου, από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 KΠολΔ, μοναδικός, λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε το αναιρεσείον, ως ηττώμενο, στα περιοριζόμενα, κατά το μέτρο του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 7-12-2012, αίτηση του αναιρεσείοντος, για την αναίρεση της 1478/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιανουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ