Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αποδεικτικά μέσα, Χρησικτησία.
Περίληψη:
Αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή. Προϋποθέσεις παραγώγου και πρωτοτύπου τρόπου αιτήσεως. Τακτική, έκτακτη χρησικτησία, νομής πράξεις νομής ακινήτου. Άρθρο 559 αρ. 19 Ελλείψεις ως προς την αξιολόγηση των αποδείξεων δεν ιδρύουν το λόγο αυτό. Η έλλειψη αιτιολογιών πρέπει να αφορά στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά. Άρθρο 559 11 11 περ. γ τα αποδεικτικά μέσα δεν είναι «πράγματα» κατά 8 εδ. β. Προϋποθέσεις των διατάξεων του αρ.11 εδ. γ
Αριθμός 1454/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ι. Π. του Μ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διονύσιο Μπουλούκο.
Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Κ. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξουσία δικηγόρο του Αλεξάνδρα Σιούλη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/11/2002 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1649/2005 μη οριστική, 1632/2007 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 3176/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 4/11/2009 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 10/5/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Δημάδη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ενδίκου αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου του την αποκτά, ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση με τον παράγωγο αυτό τρόπο της κυριότητας του ακινήτου, αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1041, 1045, 1051 και 974 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική μεν χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μία δεκαετία, με έκτακτη δε χρησικτησία άσκηση νομής, επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα και στις δύο περιπτώσεις του νομέα να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας, στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του, νομή δε συνιστούν οι εμφανείς υλικές πράξεις επάνω στο ακίνητο που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να έχει το ακίνητο για δικό του, ως τέτοιες δε πράξεις θεωρούνται μεταξύ άλλων η εποπτεία, η επίσκεψη, η επίβλεψη, η καλλιέργεια, η φύλαξη, η χρήση του ακινήτου, η παραχώρησή του σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του, η ανάθεση σύνταξης τοπογραφικών διαγραμμάτων κ.ά. χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων, μέσα στο χρόνο χρησικτησίας (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 847/2013). Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 179/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 567/2013). Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας της (ΑΠ 481/2013, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 834/2013). Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 835/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό προσκομισθέντων και επικληθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά αναφορικά με την ένδικη περί αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγή: "Με το .../11-10-1990 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Μαραθώνα Κοσμά Παυλή που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Μαραθώνα, στις 3-12-1990, στον τόμο 183 και με αυξ. αριθμ. ..., ο αληθινός κύριος Κ. Α. Χ. πούλησε και μεταβίβασε, κατά κυριότητα, στον ενάγοντα ένα ακίνητο (αγρό), που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του δήμου Μαραθώνα Αττικής και στη θέση "ΑΡΝΟΣ", εκτός σχεδίου, εμβαδού 2811,94 τ.μ., όπως εμφαίνεται στο από 9-2-1990 τοπογραφικό διάγραμμα του τεχνολόγου μηχανικού Ι. Κ., που έχει προσαρτηθεί στο συμβόλαιο αυτό, με τα αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Α. Το εν λόγω ακίνητο συνορεύει, βόρεια, σε πλευρά Β - Γ - Δ - Ε, μήκους 236,98 μ., με ιδιοκτησία πρώην κληρονόμων Μ. Π. και ήδη Σ. Χ., Σ. Π. και Α. χήρας Γ. Π., νότια, σε πλευρά Α - Θ - Η - Ζ, μήκους 216,07 μ., με ιδιοκτησία πρώην Ι. Κ. (πατέρα του ενάγοντος) και ήδη ενάγοντος, ανατολικά, σε πλευρά Ε - Ζ, μήκους 16,48 μ., με ιδιοκτησία Σ. Μ., πρώην κληρονόμων Κ. Χ., ήδη Γ. Κ. και δυτικά, σε πλευρά Α - Β, μήκους 7,33 μ., με ιδιοκτησία Δ. Μ.. Ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος Κ. Χ. είχε αποκτήσει το ακίνητο αυτό από κληρονομιά του πατέρα του Α. Γ. Χ., που πέθανε, χωρίς ν' αφήσει διαθήκη, στις 26-4-1926 και ύστερα από άτυπη διανομή, που έγινε το έτος 1930, μεταξύ αυτού και των μοναδικών συγκληρονόμων Σ. Χ. (μητέρας του) και Φ. χήρας Α. Κ. (αδελφής του). Από τότε (έτος 1930) ο Κ. Α. Χ. νεμήθηκε το ακίνητο με καλή πίστη και, από τις 23-2-1946, ανεξάρτητα από την καλή του πίστη, και ειδικότερα το καλλιεργούσε με δημητριακά και συνέλεγε τους καρπούς, ενώ μετά το έτος 1960 φύτεψε σ' αυτό και καλλιεργούσε αμπέλι, προβαίνοντας στις σχετικές καλλιεργητικές εργασίες (κλάδεμα, σκάψιμο, ράντισμα, κλπ), είτε ο ίδιος προσωπικά, είτε χρησιμοποιώντας εργάτες για το σκοπό αυτό. Κατά το έτος I984, ο Κ. Χ. εκρίζωσε το αμπέλι και φύτεψε σ' αυτό κηπευτικά, τα οποία και καλλιεργούσε. Γενικά, κατά τη διάρκεια του προαναφερόμενου χρονικού διαστήματος (από 1930 μέχρι τις 11-10-1990 που το πούλησε και μεταβίβασε, κατά κυριότητα, στον ενάγοντα) είχε την επίβλεψη και εποπτεία του. Την ίδια καλλιέργεια (με κηπευτικά) συνέχισε ο ενάγων, μετά τις 11-10-1990 που αγόρασε το ακίνητο, ο οποίος, επίσης, είχε την επίβλεψη και εποπτεία του, συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι την άσκηση της αγωγής. Για τα περιστατικά αυτά σαφής και κατηγορηματική είναι η κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος Β. Χ. στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπως επίσης αξιόπιστες είναι και οι μαρτυρίες των Δ. Π., Ν. Λ. και Ι. Κ. (πατέρα του ενάγοντος) στις παραπάνω ένορκες βεβαιώσεις τους, οι οποίες δεν αναιρούνται από την κατάθεση του μάρτυρα του εναγομένου Γ. Π., ούτε από τις ..., ... και ... από 24-11-2003 ένορκες βεβαιώσεις των Μ. θυγ. Μ. Π., Κ. Γ. και Ε. Ν., αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Μαραθώνα, που δόθηκαν για να χρησιμοποιηθούν σε άλλη δίκη και, επομένως, μπορεί να ληφθούν υπόψη από το παρόν Δικαστήριο προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 833/2007 ΝοΒ 56.903, ΑΠ 1148/2002 ΕλλΔνη 45.408, ΑΠ 688/2002 ΕλλΔνη 44.725, ΑΠ 1490/2001 ΕλλΔνη 44.961, ΑΠ 1132/2000 ΕλλΔνη 41. 1664, ΑΠ 55/1995 ΝοΒ 44. 623), ούτε από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται και προσκομίζει ο εναγόμενος. Με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έγινε κύριος του προπεριγραφόμενου ακινήτου με παράγωγο τρόπο, δηλαδή από αγορά με το νόμιμα μεταγεγραμμένο πιο πάνω συμβόλαιο από τον (αληθινό) κύριο Κ. Χ., ο οποίος είχε αποκτήσει την κυριότητα του με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αλλιώς, σε κάθε περίπτωση, και με πρωτότυπο τρόπο (τακτική, αλλιώς έκτακτη χρησικτησία), καθόσον ο ίδιος (ενάγων) το νεμήθηκε με καλή πίστη, με βάση το παραπάνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο ως νόμιμο τίτλο, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας, αλλιώς, ανεξάρτητα από την καλή του πίστη και το νόμιμο τίτλο, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, με το συνυπολογισμό στο δικό του χρόνο νομής και εκείνου του δικαιοπαρόχου του (αρθρ. 1041, 1042, 1044, 1045, 1051 ΑΚ). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατά τα μέσα Μαΐου 1996, ενώ ο ενάγων επιχείρησε να περιφράξει το ακίνητο του και ως προς τη βόρεια πλευρά του, ο εναγόμενος, υποστηρίζοντας ότι είναι κύριος του προς βορρά κείμενου ακινήτου, εμβαδού 15.766 τ.μ. (ήδη, κατά την παρούσα, κατ' έφεση, δίκη, υποστηρίζει ότι η έκτασή του ανέρχεται σε 17.449,40 τ.μ.), με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού νεμήθηκε τούτο από το έτος 1957 που του το δώρισε άτυπα ο πατέρας του Μ. Π., ισχυρίστηκε ότι ο ενάγων μετατόπισε το όριο του ακινήτου του μέσα στη δική του ιδιοκτησία, καταλαμβάνοντας μία εδαφική λωρίδα, εμβαδού 1361,25 τετρ. μέτρων, την οποία και προσάρτησε στο ακίνητο του, αποβάλλοντας, έτσι, αυτόν από τη νομή της, παράνομα και χωρίς τη θέλησή του. Μάλιστα, ο εναγόμενος άσκησε, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Μαραθώνα, την από 18-6-1996 και με αύξ. αριθμ. κατάθ. 115/1996 αίτηση του, για την προστασία της νομής του, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (αρθρ. 686 επ., 733 επ. ΚΠολΔ), η οποία και έγινε δεκτή με τη 251/1996 απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου και ο εναγόμενος αναγνωρίστηκε, προσωρινά, νομέας της επίδικης εδαφικής λωρίδας και διατάχθηκε ο ενάγων να του την αποδώσει. Ο τελευταίος άσκησε έφεση (από 31-1-1997 και με αύξ. αριθμ. κατάθ. 291/1997), η οποία όμως, απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, με την 3495/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επίσης, ο εναγόμενος κηρύχθηκε αθώος, με την 96242/2001 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για το έγκλημα της απάτης στο δικαστήριο, για το οποίο είχε ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη, κατόπιν σχετικής εγκλήσεως του ενάγοντος, σε σχέση με όσα ισχυρίστηκε στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων νομής στο Ειρηνοδικείο Μαραθώνα με την παραπάνω από 18-6-1996 αίτησή του. Αποδείχθηκε, όμως, ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα, που συνορεύει, βόρεια, σε πλευρά 238,59 μ., με πρώην ιδιοκτησία κληρονόμων Μ. Π. και ήδη Σ. Π., Σ. Χ. και Α. χήρας Γ. Π. (με την επισήμανση, ότι ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι το ακίνητο αυτό του ανήκει κατά κυριότητα, πράγμα που αποτελεί αντικείμενο άλλης δίκης που άνοιξε με την από 2-2-2008 και με αύξ. αριθμ. καταθ. 1283/5-2-2008 αγωγή του, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά των α) Α. χήρας Γ. Π., β) Σ. Χ. και γ) τωρινού ενάγοντος ), νότια, σε πλευρά 216 μ., με ιδιοκτησία ενάγοντος, ανατολικά, σε πλευρά 10 μ., με ιδιοκτησία Γ. Κ., πρώην Σ. Μ. και κληρονόμων Κ. Χ. και δυτικά, σε πλευρά 1 μ., με ιδιοκτησία Δ. Μ., περιλαμβάνεται, ολικά, στο προπεριγραφόμενο ακίνητο των 2811,94 τ.μ. που αγόρασε ο ενάγων με το πιο πάνω .../1990 συμβόλαιο από τον Κ. Α. Χ.. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε και ο πραγματογνώμονας Κ. Α. με την, αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη, έκθεση πραγματογνωμοσύνης του, ο οποίος, ύστερα από ενδελεχή εξέταση των αναφερόμενων στην έκθεσή του στοιχείων (τοπογραφικών διαγραμμάτων, αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, αεροφωτογραφιών έτους πτήσης 1984 του ΟΚΧΕ με αριθμούς 159-600 και 159-601 και έτους πτήσης 2001 του ΟΚΧΕ με αριθμούς 13161 και 13162 και μάλιστα σε μεγέθυνση κλπ) και την επί του εδάφους εφαρμογή των ορίων του ακινήτου που περιγράφεται στον παραπάνω τίτλο του ενάγοντος, γνωμοδότησε, 1) ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα περιλαμβάνεται, ολικά, στο ακίνητο των 2811,94 τ.μ. που αγόρασε ο ενάγων με το εν λόγω συμβόλαιο και 2) ότι το ακίνητο αυτό, των 2811,94 τ.μ., παραμένει, στο σύνολο του, αναλλοίωτο, ως προς το σχήμα, τα όρια και το εμβαδόν του, χωρίς, μεταβολή και ειδικότερα ότι το κοινό όριο των δύο όμορων ακινήτων δεν έχει μετακινηθεί, προς βορρά, σε βάρος του κτήματος που ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι είναι δικό του. Μάλιστα, από τη φωτοερμηνεία των αεροφωτογραφιών του ΟΚΧΕ (με ημερομηνίες λήψης 5-4-1984 και 25-6-2001), όπως και ο πραγματογνώμονας αναφέρει, προκύπτει, ότι κοντά στο όριο των δύο αυτών ακινήτων υπάρχουν δύο δένδρα (ελιές) και στο νοτιοανατολικό άκρο του βόρεια κείμενου ακινήτου μία βελανιδιά και ότι τα δένδρα αυτά οριοθετούν τα δύο ακίνητα, τα οποία, έτσι, διαχωρίζονται από ευκρινέστατο διαχωριστικό όριο. Τα ίδια, αναφορικά με το ότι το κοινό όριο των δύο ιδιοκτησιών παρέμεινε σταθερό κατά την εικοσαετία 1977 -1997, αναφέρονται και στην από 20-2-1997 έκθεση φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών του δασοπόνου -φωτοερμηνευτή Δ. Π. (που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων), ο οποίος διαπίστωσε το γεγονός αυτό και το βεβαίωσε ενόρκως στην παραπάνω 17686/2003 ένορκη βεβαίωση του, αφού πραγματοποίησε φωτοερμηνεία σε πέντε στερεοσκοπικά ζεύγη αεροφωτογραφιών, ήτοι των α) 105513. 514 του ΥΠΕΧΩΔΕ, φωτοληψίας 15-6-1978, β) 159600-601 του ΥΠΕΧΩΔΕ, φωτοληψίας 5-4-1984, γ) 185684-685 της ΓΥΣ, φωτοληψίας 19-5-1988, δ) 219210-211 της ΓΥΣ, φωτοληψίας 8-9-1992 και ε) 239384-385 του ΥΠΕΧΩΔΕ, φωτοληψίας 2-6-1993. Στο ίδιο συμπέρασμα, όπως και ο πραγματογνώμονας, κατέληξε και ο Α. Σ., αγρονόμος - τοπογράφος μηχανικός, με την από 14-7-2005 "έκθεση πραγματογνωμοσύνης", που διορίστηκε τεχνικός σύμβουλος του ενάγοντος κατ' αρθρ. 391 επ. ΚΠολΔ (βλ. τη σχετική 198/9-6-2005 πράξη ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), η τεχνική έκθεση του οποίου εκτιμάται ελεύθερα από το Δικαστήριο (αρθρ. 390 ίδιου Κώδικα), όπως, και η πραγματογνωμοσύνη. Είναι, λοιπόν, απορριπτέα, ως κατ' ουσίαν αβάσιμα, όσα για το αντίθετο υποστηρίζει ο εναγόμενος, ο οποίος επικαλείται και προσκομίζει, για την απόδειξη του ισχυρισμού του ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα δεν περιλαμβάνεται μέσα στα όρια του ακινήτου του ενάγοντος αλλά στο προς βορρά αυτού κείμενο ακίνητο που νέμεται, κατά τους ισχυρισμούς του, από το έτος 1957, την από 16-3-2009 "τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας" του αγρονόμου - τοπογράφου μηχανικού Ν. Ζ. που δεν κρίνεται, ενόψει των όσων έχουν προπαρατεθεί, πειστική. Χαρακτηριστικό, άλλωστε, γι' αυτό είναι το γεγονός ότι ο εναγόμενος με τις πρωτόδικες, από 15-1-2005, προτάσεις του συνομολόγησε ότι ".. ο αντίδικος αγόρασε το 1990 από τον Κ. Χ. μία λωρίδα γης 2800 περίπου τετραγωνικών μέτρων, ευρισκομένη νοτίως του αγρού μου και βορείως του εκεί υπάρχοντος κτήματός του, δηλαδή η λωρίδα αυτή ήταν μεταξύ των κτημάτων μας .. κατά τον Απρίλιο του 1996 ο αντίδικος ... προέβη στην καταστροφή του οροσήμου και την είσοδο του εντός του κτήματός μου και επαύξησε την ιδιοκτησία του εκ 2.800 τ.μ. κατά την ανωτέρω επίδικη λωρίδα. Δηλαδή ενώ ο αντίδικος έχει στην πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή του τον ανωτέρω εκ μέτρων τετραγωνικών 2800 αγρόν του, κατέχει σήμερα κατά τον ανωτέρω τρόπο και την επίδικη λωρίδα εκ μέτρων τετραγωνικών 1361,15, η οποία ανήκει εις εμέ κατά πλήρη κυριότητα και ούτος ουδέν δικαίωμα έχει επ' αυτής ...", όπως, κατά λέξη, αναγράφεται στην 5η σελίδα αυτών.
Συνεπώς, σε μία τέτοια περίπτωση που ο ενάγων είχε καταλάβει την επίδικη εδαφική λωρίδα, το ακίνητο του θα είχε έκταση 4.173,19 τ.μ. (2811,94 + 1361,25), πράγμα, όμως, που δε συμβαίνει, αφού το ακίνητό του παραμένει, στο σύνολό του, αναλλοίωτο ως προς το σχήμα, τα όρια και το εμβαδόν του, χωρίς μεταβολή, όπως προαναφέρθηκε. Στην παρούσα, βέβαια, δευτεροβάθμια δίκη ο εναγόμενος ισχυρίζεται, αντιφατικά με όσα υποστήριξε πρωτοδίκως, ότι ο ενάγων αγόρασε από τον Κ. Χ., με το παραπάνω συμβόλαιο, έκταση μόνο 1450 τ.μ., την οποία ο τελευταίος "αναβίβασε" στο συμβόλαιο σε 2811,94 τ.μ., με σκοπό να καταπατηθεί, μελλοντικά, το δικό του - προς βορρά - ακίνητο κατά 1361,25 τ.μ. Μάλιστα, συνεχίζει ο εναγόμενος, προς υλοποίηση του σχεδίου καταπάτησης της ιδιοκτησίας του, οι Σ. Χ. και Α. χήρα Γ. Π. πούλησαν και μεταβίβασαν, κατά κυριότητα, στον ενάγοντα, κατά ποσοστό 4,33/16 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, το ακίνητό του αυτό, εμβαδού 17.449,90 τ.μ., μέσα στο οποίο περιλαμβάνεται και η επίδικη εδαφική λωρίδα με το .../3-8-2007 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευμορφίας Μασουρίδη-Δασαργύρη και για το λόγο αυτό, αφενός μεν άσκησε την προαναφερόμενη, από 2-2-2008, αγωγή εναντίον τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αφετέρου δε υπέβαλε κατ' αυτών (και άλλων τριών προσώπων), στις 5-2-2008, στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την από 4-2-2008 έγκληση του. Οι ισχυρισμοί του αυτοί, σε κάθε περίπτωση, είναι αβάσιμοι, αφού αποδείχθηκε, όπως προεκτέθηκε, ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα περιλαμβάνεται στο ακίνητο που περιγράφεται στον τίτλο κυριότητας του ενάγοντος και ότι το ακίνητο αυτό νεμήθηκαν, συνεχώς και αδιαλείπτως, από το έτος 1930 μέχρι την άσκηση της αγωγής, ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος Κ. Α. Χ. και ο ενάγων, ενώ, αντίθετα, δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος νεμήθηκε, με οποιοδήποτε τρόπο, το επίδικο εδαφικό τμήμα, με την επισήμανση ότι στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων νομής κρίθηκε μόνο, προσωρινά, το "δικαίωμα νομής" του εναγομένου κατά το χρόνο της επικαλούμενης αποβολής το μήνα Μάιο 1996. Με βάση τις παραδοχές αυτές, η κρινόμενη αγωγή έπρεπε να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, αφού ο εναγόμενος αμφισβητεί το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος στην επίδικη εδαφική λωρίδα, μετ' απόρριψη, ως ουσιαστικά αβάσιμης, της ένστασης ίδιας κυριότητας του εναγομένου με έκτακτη χρησικτησία. Το πρωτοβάθμιο, συνεπώς, δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων που τέθηκαν υπόψη του. Όσα, λοιπόν, για το αντίθετο ισχυρίζεται ο εναγόμενος, με τους σχετικούς λόγους της έφεσης του, πρέπει ν' απορριφθούν ως αβάσιμα"... Ακολούθως το Εφετείο επικύρωση την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως.
Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της αποκτήσεως από τον ενάγοντα - αναιρεσίβλητο της κυριότητας του επιδίκου με παράγωγο (αγοραπωλησία), αλλά και με πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία), οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των παραπάνω μνημονευθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Ειδικότερα διαλαμβάνονται στην απόφαση όλα τα περιστατικά της κατά παράγωγο τρόπο αποκτήσεως από τον ενάγοντα της κυριότητας του επιδίκου και δη με αγορά, με το νόμιμο μεταγεγραμμένο υπ' αριθμ. .../11-10-1990 συμβόλαιο του συμβ/φου Μαραθώνα Κοσμά Παυλή, από τον αληθή κύριο Κ. Α. Χ., ο οποίος είχε καταστεί κύριος με έκτακτη χρησικτησία, ως νεμηθείς το επίδικο από το 1930 που περιήλθε στην κατοχή του, από άτυπη διανομή με τη μητέρα και την αδελφή του, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη μέχρι τις 23-2-1946 και έκτοτε με διάνοια κυρίου (11-10-1990) που το μεταβίβασε, αιτία πωλήσεως, στον ενάγοντα-αναιρεσίβλητο, ο οποίος κατέστη προσέτι κύριος και πρωτοτύπως, ως νεμηθείς το ακίνητο από της αγοράς του μέχρι του χρόνου ασκήσεως της αγωγής (2002) με τα προσόντα της τακτικής, αλλά και της έκτακτης χρησικτησίας και με την προσμέτρηση στο δικό του χρόνο νομής και εκείνου του δικαιοπαρόχου του, ενώ προσέτι απέρριψε ως αβάσιμη την ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγομένου-αναιρεσείοντος, με την παραδοχή ότι αυτός ουδέποτε νεμήθηκε το επίδικο, το οποίο περιλαμβάνεται στον αγοραπωλητήριο τίτλο ιδιοκτησίας του ενάγοντα. Είναι συνεπώς αβάσιμος ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως, από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την αιτίαση της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών. Ο ίδιος λόγος αναιρέσεως κατά τις αιτιάσεις του α) ότι ουδέποτε ο ενάγων - αναιρεσίβλητος άσκησε φυσική εξουσία επί της δημιουργηθείσας "στα χαρτιά" επίδικης εδαφικής λωρίδας των 1361 τμ και ότι γιαυτό δεν πληρούται η συντέλεση του επικαλουμένου, από αυτόν, παραγώγου τρόπου κτήσεως κυριότητας, β) ότι δεν αιτιολογείται η προκύψασα καλή πίστη και η άσκηση φυσικής εξουσιάσεως επί του επιδίκου και γ) ότι δεν αιτιολογείται η οριοθέτηση του επιδίκου, μεταξύ της ιδιοκτησίας του ενάγοντος και του προς νότον συνορείτη του, είναι απαράδεκτος και δη κατά την υπό στοιχ. α αιτίαση, γιατί με αυτήν πλήττεται η περί τα πράγματα, αναιρετικά ανέλεγκτη, κρίση του δικαστηρίου, κατά δε τις υπό στοιχ. β και γ αιτιάσεις, γιατί αυτές αναφέρονται σε ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση των αποδειχθέντων ήτοι του πορίσματος που εξήχθη από τις αποδείξεις, οι οποίες όμως (ελλείψεις), κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν ιδρύουν τον ερευνώμενο λόγο, αφού μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και ότι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα, όπως δεν αμφισβητείται, εκτίθεται πλήρως και σαφώς. Ενόψει τούτων ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει, στο σύνολό του, να απορριφθεί.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ' του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από την διάδικο (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013, ΑΠ 835/2013). Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, ενώ οι εκθέσεις των, κατά το άρθρο 391 ΚΠολΔικ, τεχνικών συμβούλων δεν είναι ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, αλλά έγγραφα που ρυθμίζονται "ειδικά" και η μνεία της απόφασης "ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα" καλύπτει και τις εκθέσεις αυτές (Ολ.ΑΠ 8, 12/2005, ΑΠ 483/2013, ΑΠ 1022/2013). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (ΟλΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 13-14-2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 483/2013). Εξάλλου η παράβαση της εν λόγω, κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ ΚΠολΔικ υποχρεώσεως, τελεί υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης (ΟλΑΠ 14/2005), πλην όμως η μη λήψη υπόψη των περιοριστικά αναφερομένων στο άρθρο 339 ΚΠολΔικ αποδεικτικών μέσων (καθώς και των κατά τα άρθρα 270 παρ. 2 και 671 παρ. 1 του ίδιου κώδικα ενόρκων βεβαιώσεων, που ήδη κατά το άρθρο 36 του ν. 3994/2011 έχουν και αυτές ενταχθεί στο 339) δεν ιδρύει και τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 8 εδ. β του άρθρου 559, καθόσον τα αποδεικτικά μέσα πρέπει μεν να αναφέρονται σε απόδειξη ισχυρισμών, αλλά δεν αποτελούν ισχυρισμούς ήτοι "πράγματα" κατά την απαιτούμενη κατά την εν λόγω διάταξη έννοια (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 609/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11 περ. γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι το Εφετείο, κατά τον σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, ως προς την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, αναφέρεται γενικά και αόριστα στα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη, χωρίς να τα εξειδικεύει, χρησιμοποιώντας τις γενικόλογες εκφράσεις "από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζει ο εναγόμενος" και "χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα (αποδεικτικό μέσο) κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης", ενώ δεν έλαβε υπόψη τα ακόλουθα έγγραφα, που συνιστούν και "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 8 εδ. β του ίδιου άρθρου και δη α) την υπ' αριθμ. 2561/1996 απόφαση του Ειρηνοδικείου Μαραθώνος, β) την υπ' αριθμ. 3495/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, γ) την υπ' αριθμ. 96242/2001 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δ) την από 16-3-2009 τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας του Αγρονόμου - Τοπογράφου Ν. Ζ., ε) την από 2-2-2008 αγωγή του αναιρεσείοντα και στ) την από 5-2-2008 μήνυση του αναιρεσείοντα κατά των εναγομένων της προαναφερθείσας αγωγής. Ο λόγος αυτός κατά τις αιτιάσεις του περί μη ξεχωριστής μνείας των αποδεικτικών μέσων και περί του ότι τα επικαλούμενα έγγραφα συνιστούν και "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 8 εδ. β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτος, αφού η ξεχωριστή μνεία δεν απαιτείται και αρκεί η και γενομένη στην προσβαλλομένη απόφαση γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, τα οποία δεν αποτελούν "πράγματα" κατά την έννοια της επικαλουμένης διατάξεως του αριθμού 8 εδ. β. Περαιτέρω από την προσβαλλομένη απόφαση και ειδικότερα την περιεχόμενη σ' αυτήν αναφορά ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα προσκομισθέντα, με επίκληση, έγγραφα (φύλλο 3β) - και η οποία αναφορά, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη περιελάμβανε και την επίμαχη ως άνω, υπό στοιχ. δ' έκθεση φωτοερμηνείας - και την ειδική αναφορά και αξιολόγηση των υπό στοιχ. γ (φύλλο 6α), δ (φύλλο 7β), ε (φύλλο (6β, 8β, 9β) και στ (φύλλο 8β, 9β) ως άνω εγγράφων σε συνδυασμό με το περιεχόμενό της και το σύνολο των αιτιολογιών της, ουδεμία καταλείπεται αμφιβολία ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα, που νόμιμα προσκομίσθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναπροσκομίσθηκαν στο Εφετείο (ΟλΑΠ 23/2008, ΑΠ 1022/2013), αλλά και προσκομίζονται στην παρούσα αναιρετική δίκη (ΑΠ 609/2013, ΑΠ 1358/2012) προς διαπίστωση της βασιμότητας της επικαλουμένης πλημμέλειας, λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για την στήριξη του εξαχθέντος αποδεικτικού πορίσματος. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4-11-2009 αίτηση του Ι. Π. του Μ. κατά του Σ. Κ. του Ι., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3176/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 4 Ιουνίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Ιουλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ