Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 288 / 2013    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, Αρχή ισότητας.




Περίληψη:
Το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του και δεν ερεύνησε την ύπαρξη του δεδικασμένου, που δημιουργήθηκε από τελεσίδικη απόφαση, η οποία αφορούσε όλους τους αναιρεσείοντες, δεδομένου ότι όλοι τους ήταν ενάγοντες στη δίκη εκείνη. Αφού ο σχετικός ισχυρισμός προβλήθηκε, παραδεκτά, με λόγο έφεσης, πρέπει να αναιρεθεί η απόφαση του.




Αριθμός 288/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 22 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Δ. Γ. του Ι., κατοίκου ..., 2) Ν. Α. του Τ., κατοίκου ..., 3) Σ. Σ. του Χ., κατοίκου ..., 4) Γ. Τ. του Δ., κατοίκου ... ..., 5) Μαρίας Β. του Χ., κατοίκου ... ..., 6) Ε. Ο. του Σ., κατοίκου ..., 7) Η. Λ. του Β., κατοίκου ... ..., 8) Χ. Π. του Κ., κατοίκου ... ..., 9) Α. Σ. του Δ., κατοίκου ... ..., 10) Ν. Μ. του Κ., κατοίκου ... ..., 11) Χ. Μ. του Α., κατοίκου ... ..., 12) Δ. Π. του Ν., κατοίκου ... ..., 13) Γ. Μ. του Π., κατοίκου ... ..., 14) Κ. Μ. του Ν., κατοίκου ... ..., 15) Κ. Λ. του Α., κατοίκου ... ..., 16) Μ. - Α. Α. του Γ., κατοίκου ..., 17) Γ. Λ. του Ι., κατοίκου ... ..., 18) Σ. Δ. του Σ., κατοίκου ... ..., 19) Ε. Μ. του Α., κατοίκου ... ..., 20) Χ. Π. του Ι., κατοίκου ..., 21) Χ. Ξ. του Σ., κατοίκου ... ... και 22) του Δ. Σ. του Ν., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Ξανάλατο.
Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Θεόδωρο Ράπτη, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-11-2004 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2307/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5375/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 30-3-2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 10-1-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως και να απορριφθούν οι λοιποί. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 331 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι από τελεσίδικη απόφαση παράγεται δεδικασμένο και όταν το αντικείμενο της νέας δίκης που διεξάγεται ΅εταξύ των ίδιων προσώπων είναι διαφορετικό από εκείνο της δίκης που προηγήθηκε, έχει ό΅ως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώ΅ατος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, τούτο δε συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογητική σχέση και το ίδιο νο΅ικό ζήτη΅α ΅ε αυτό που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη. Ο κανόνας αυτός δεν ισχύει αν κατά τον κρίσι΅ο για τη ΅εταγενέστερη δίκη χρόνο έχει επέλθει ΅εταβολή του νο΅ικού καθεστώτος, που διέπει την έννο΅η σχέση ή τις έννο΅ες συνέπειες, που απορρέουν από αυτή, αφού δεν υπάρχει τότε η απαιτούμενη για την ενεργοποίηση του δεδικασμένου ταυτότητα νο΅ικής αιτίας. Ειδικότερα, στην περίπτωση διαρκούς ενοχικής σχέσης από την οποία πηγάζουν πλείονες έννο΅ες συνέπειες, όπως είναι η σύ΅βαση εξαρτη΅ένης εργασίας, στην οποία η απασχόληση του ΅ισθωτού θεμελιώνει ποικίλες αξιώσεις που στηρίζονται σε διάφορους ουσιαστικούς νό΅ους, συλλογικές συ΅βάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, το δεδικασ΅ένο των αποφάσεων που κρίνουν επί ΅έρους αξιώσεις του ΅ισθωτού, ως έννο΅ες συνέπειες της εν λόγω διαρκούς έννο΅ης σχέσης, τελεί υπό την προϋπόθεση ότι το νο΅οθετικό καθεστώς, που ισχύει κατά τον κρίσι΅ο χρόνο, θα παρα΅είνει αναλλοίωτο και στο ΅έλλον.
Συνεπώς, η τελεσίδικη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι η συνιστώσα προδικαστικό ζήτη΅α για τις επί ΅έρους αξιώσεις του ΅ισθωτού σύ΅βαση εξαρτη΅ένης εργασίας διέπεται από πλέγ΅α υφιστα΅ένων τότε διατάξεων, δεν αποτελεί δεδικασ΅ένο για την εκτός του κριθέντος χρονικού διαστή΅ατος και στο ΅έλλον αναγό΅ενη χρονική περίοδο, αν κατά την περίοδο αυτή δεν παρέ΅εινε αναλλοίωτο το προηγού΅ενο νο΅οθετικό καθεστώς, δηλαδή αν οι ζητού΅ενες ΅ε νεότερη αγωγή επί ΅έρους αξιώσεις του ΅ισθωτού, που γεννήθηκαν σε ΅εταγενέστερο του ήδη κριθέντος χρονικό διάστη΅α, στηρίζονται σε νέες νο΅οθετικές διατάξεις, διάφορες εκείνων που ίσχυαν κατά την πρώτη δίκη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 16 ΚΠολΔ, υφίσταται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίσθηκε ύστερα από ένδικο μέσο ή αναγνωρίστηκε, ως ανύπαρκτη. Ο ίδιος λόγος καθιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβλέψει το δεδικασμένο προηγούμενης απόφασης. Το δεδικασμένο λαμβάνεται μεν υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, για να δημιουργηθεί όμως αυτός ο λόγος αναίρεσης πρέπει να είχε προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας ισχυρισμός για το δεδικασμένο, με λόγο έφεσης, να έχει δηλαδή προβληθεί ότι η κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για την ύπαρξη ή όχι δεδικασμένου έγινε κατά παράβαση του νόμου, το δε Εφετείο, εφόσον δεν εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση, δεν μπορεί να εξετάσει ένσταση δεδικασμένου που προβάλλεται με τις προτάσεις και όχι με λόγο έφεσης, κύριο ή πρόσθετο. Περαιτέρω, ο λόγος αναίρεσης, που προβλέπεται από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή δικαιώματος, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνονται οι λόγοι έφεσης, που περιέχουν παράπονα κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης, αφορώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς ή άρνηση αυτοτελών ισχυρισμών. Αν η απόφαση που προσβάλλεται δεν ποιείται μνεία για ύπαρξη ή όχι δεδικασμένου καθιδρύεται λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, τότε μόνον, αν ο διάδικος προσκόμισε στο δικαστήριο της ουσίας τελεσίδικη απόφαση και επικαλέστηκε το δεδικασμένο που απορρέει απ' αυτή, προς απόδειξη της βάσης της αγωγής ή την απόκρουση αυτής και το δικαστήριο παρέλειψε να ερευνήσει τον ισχυρισμό αυτό, ο οποίος ασκεί ουσιώδη, επιρροή στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ 1329/1985). Τα πραγματικά περιστατικά πρέπει να προταθούν από το διάδικο στο δικαστήριο της ουσίας και, επίσης, πρέπει, για το ορισμένο του αναιρετικού λόγου, να εκτίθεται, πως είχε υποβληθεί αίτημα σχετικό από το πιο πάνω δεδικασμένο. Πρέπει, ακόμη, για το ορισμένο του αναιρετικού λόγου, να γίνεται ρητή μνεία στο αναιρετήριο, πως ο παραπάνω ισχυρισμός είχε, νόμιμα, προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας (Ολ.ΑΠ 1339/1985). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα: Με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ορισμένου χρόνου, οι αναιρεσείοντες απασχολήθηκαν στο αναιρεσίβλητο και συγκεκριμένα στη Σχολή Τεχνικών Υπαξιωματικών Αεροπορίας (ΣΤΥΑ), που εποπτεύεται από το Υπουργείο Εθνικής ’μυνας, ως ωρομίσθιο διδακτικό προσωπικό, από τα αναφερόμενα στην αγωγή ακαδημαϊκά έτη, μέχρι τον Ιούνιο του 2004. Οι διαδοχικές συμβάσεις τους διέπονται από το άρθρο 29 Ν. 1943/1991 (όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 9 επ. Ν. 2026/1992), είναι δηλαδή υποχρεωτικά ορισμένου χρόνου και λύονται αυτοδικαίως με τη λήξη κάθε ακαδημαϊκού έτους. Ως προς το μισθολογικό τους καθεστώς διέπονται από τις κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής ’μυνας και Οικονομικών (αρθρ. 29 παρ 4 Ν. 1943/91 που προστέθηκε με το αρθρ 11 παρ. 4 Ν. 2026/92) και δεν εξομοιώνονται μισθολογικά με το ωρομίσθιο διδακτικό προσωπικό της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό της Σχολής ως δευτεροβάθμιας ή ανώτερης βαθμίδας. Σε όλες δε τις έγγραφες συμβάσεις τους ρητώς ορίζεται ότι αυτοί αμείβονται με βάση την ΚΥΑ 2/76107/0022/1-12-1999, στην οποία δεν προβλέπεται η χορήγηση επιδόματος διδακτικών τριμήνων, το οποίο καταβάλλεται στο ωρομίσθιο προσωπικό των αρθρ. 1 παρ. 1 Ν. 1824/88 και 30 παρ. 15α Ν. 2083/1992. Παρά το υφιστάμενο ειδικό μισθολογικό καθεστώς των, η υπηρεσία μισθοδοσίας του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας, βασιζόμενη στην 7922/666 της 22-11-1993 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία αφορούσε τους ωρομίσθιους εκπαιδευτικούς των Κέντρων και Σχολών μαθητείας του ΟΑΕΔ και όχι τη ΣΤΥΑ ή άλλη στρατιωτική Σχολή ή Κέντρο Εκπαίδευσης, τους χορήγησε, από το ακαδημαϊκό έτος 1994 - 1995, το επίδομα διδακτικών τριμήνων. Η παροχή αυτή δόθηκε κατά παράβαση των προαναφερθεισών διατάξεων του άρθρου 29 παρ. 4 Ν. 1943/1991 και της ΚΥΑ 2/76107/0022/1-12-1999, από υπηρεσία του εναγομένου που δεν είχε εξουσία και αρμοδιότητα να προβαίνει σε παροχές μη προβλεπόμενες από το νόμο και επομένως η χορήγησή της, έστω και για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν κατέστη, ως παράνομη, συμβατική, ώστε να θεμελιώνεται υποχρέωση του εναγομένου να συνεχίσει να την καταβάλει ως μέρος των αποδοχών των εναγόντων. Η μονομερής δε ανάκλησή της, από 1-1-2002 και εντεύθεν, ανεξάρτητα από το αν έγινε με άλλη αιτιολογία, δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων των εργασιακών συμβάσεων των εναγόντων, ώστε να δικαιούνται αυτοί την ένδικη παροχή, μετά την 1-1-2002. Με τις παραδοχές αυτές, απέρριψε την έφεση των ήδη αναιρεσειόντων, κατά της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή των.
Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ.16 ΚΠολΔ, προβάλλεται, ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν δέχθηκε, ότι για την ύπαρξη και νομιμότητα των επίδικων απαιτήσεων των αναιρεσειόντων, προκλήθηκε δεδικασμένο από την 677/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, αφού το Εφετείο, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόλου δεν ερεύνησε τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων δεδικασμένου. Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, προβάλλεται από τους αναιρεσείοντες η πλημμέλεια, ότι το εφετείο δεν έλαβε υπόψη του ισχυρισμό, που προέβαλαν με τον πρώτο λόγο της έφεσής των, ότι η εκκαλούμενη απόφαση, εσφαλμένως, δέχθηκε ότι η παροχή το επίδικου επιδόματος είχε χορηγηθεί παράνομα, χωρίς την ύπαρξη θεσμικού πλαισίου που να προβλέπει την καταβολή της εν λόγω παροχής και η χορήγησή του έστω και για αρκετό χρονικό διάστημα δεν κατέστη ως παράνομη συμβατική, ώστε να θεμελιώνει υποχρέωση του εναγομένου να συνεχίσει να την καταβάλει, ως μέρος των αποδοχών των, αφού, όπως, δέχθηκε η 677/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επί αγωγής των για την καταβολή του ίδιου επιδόματος, προηγούμενου χρονικού διαστήματος, η καταβολή της ανωτέρω παροχής, μετά την κατάργηση του επιδόματος διδακτικών τριμήνων, δεν ήταν παράνομη, διότι η κατάργησή του και μόνο δεν καθιστά απαγορευτέα την καταβολή της ένδικης παροχής, την οποία επί τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα οι αρμόδιες υπηρεσίες μισθοδοσίας του εναγομένου κατέβαλλαν, ως αντάλλαγμα της προαναφερόμενης πρόσθετης απασχόλησής των, αποτελούσης, κατά τη βούληση αμφοτέρων των συμβαλλόμενων, μισθό, ώστε να μην μπορεί ν' ανακληθεί. Ότι, αν και προς απόδειξη του παραπάνω λόγου έφεσης, του σχετικού ισχυρισμού των και της βάσης της αγωγής των είχαν επικαλεστεί και προσκομίσει ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου την, ως άνω, τελεσίδικη απόφαση, όμως το Εφετείο δεν ερεύνησε την ύπαρξη του δεδικασμένου, που δημιουργήθηκε από αυτήν, η οποία αφορούσε όλους τους αναιρεσείοντες, δεδομένου ότι όλοι τους ήταν ενάγοντες στη δίκη εκείνη. Από την επισκόπηση της έφεσης και των προτάσεων των αναιρεσειόντων, προκύπτει ότι προέβαλλαν, με λόγο έφεσης, παραδεκτά, ενώπιον του Εφετείου, τον ισχυρισμό αυτό, που ασκούσε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δεδομένου ότι, όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται, επρόκειτο για την ίδια ιστορική και νομική αιτία των δύο αγωγών, προσκόμισαν δε και την απόφαση από την οποία, όπως επικαλούνται, προκύπτει δεδικασμένο. Επομένως, εφόσον δεν ερευνήθηκε και δεν ελήφθη υπόψη, από το Εφετείο, ο ισχυρισμός αυτός, που, αν γινόταν δεκτός, θα συνεπαγόταν την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, είναι βάσιμος ο παραπάνω λόγος αναίρεσης, Μετά από αυτά, πρέπει, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων, να αναιρεθεί η απόφαση, να παραπεμφθεί (κατά την αληθή έννοια του άρθρου 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 4 Ν. 4055/2012) προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, από εκείνους που την εξέδωσαν, να καταδικαστεί δε το αναιρεσίβλητο, ως ηττώμενο, στα περιοριζόμενα, κατά το μέτρο του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 5375/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή