Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αποδεικτικά μέσα, Άσκηση πρόσθετων λόγων, Προθεσμία, Ανταλλάξιμα ακίνητα.
Περίληψη:
Πρόσθετοι λόγοι. Πρέπει κατά το αρθρ. 569 παρ.2 ΚΠολΔικ. να αφορούν στα ίδια κεφάλαια της αποφάσεως που προσβλήθηκε και σ’ αυτά που αναγκαίως συνέχονται με αυτά, ασκούνται τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης και κοινοποιούνται. Αν δεν γίνει κοινοποίηση απορρίπτονται ως απαράδεκτοι. Ανταλλάξιμες γαίες. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ΒΔ της 24.10/31.10.40 μέσα σε ένα χρόνο από την οριστικοποίηση του πρωτοκόλλου καταλήψεως του ακινήτου ως ανταλλαξίμου, αυτός που προβάλλει δικαιώματα οφείλει να υποβάλλει αίτηση στο προβλεπόμενο στο άρθρο 6 του ΒΔ της 29.9/4.10.1939. Γνωμοδοτικό Συμβούλιο το οποίο εντός 6 μηνών γνωμοδοτεί και εντός 2 μηνών από της γνωμοδοτήσεως εκδίδεται απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δέχεται ή απορρίπτει τη γνωμοδότηση. Εντός έτους, όσοι δεν αποδέχονται την ΥΑ υποχρεούνται να ασκήσουν αγωγή. Αν δεν ασκηθεί αγωγή το οικείο δικαίωμα παραγράφεται. Με το αρθρ.8 παρ.1 του Ν.930/43 ορίστηκε ότι η ενιαύσια αυτή προθεσμία είναι αποκλειστική προθεσμία. Η προθεσμία αυτή κατά το αρθρ.6 παρ.4 του ΒΔ της 29.9/4.10.39 αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο και έως την έκδοση ΥΑ. Η ετήσια αποσβεστική αυτή προθεσμία αρχίζει από της κοινοποιήσεως της ΥΑ. Αν δεν γίνει κοινοποίηση δεν αρχίζει η προθεσμία, η δε συμπλήρωση της προθεσμίας δεν επιφέρει την κύρωση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παρ.1γ του ΒΔ της 24-10/31.10.1940, ήτοι την έκπτωση από το δικαίωμα ασκήσεως της αγωγής, γιατί η διάταξη αυτή είναι ανίσχυρη γιατί θεσπίσθηκε χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση. Άρθρ. 559 αρ.11 αλυσιτελής για έγγραφο που αφορά σε ισχυρισμό που δεν αποτέλεσε αντικείμενο της δίκης.
Αριθμός 168/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Χρήστο Μητκίδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Της αναιρεσίβλητης: Π. συζ. Π. Π., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στέφανο Χατζηαποστόλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/12/1989 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 33690/2001 του ίδιου Δικαστηρίου και 2421/2003 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 12/7/2006 αίτηση και τους από 19/4/2013 προσθέτους λόγους του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 2/10/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 569 παρ.2 ΚΠολΔικ, οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως πρέπει να αφορούν τα ίδια κεφάλαια της αποφάσεως που προσβλήθηκε, καθώς και τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαίως συνέχονται με αυτά, ασκούνται δε μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, τουλάχιστον τριάντα, πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως, με σύνταξη κάτω από αυτό εκθέσεως, ενώ αντίγραφό του επιδίδεται, πριν από την ίδια προθεσμία, στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 111 παρ.1 και 2, 568 παρ.2,3,4 και 570 παρ.3 του ΚΠολΔικ, συνάγεται ότι η άσκηση των προσθέτων λόγων αναιρέσεως ολοκληρώνεται με την κατάθεση του δικογράφου αυτών στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, τουλάχιστον τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως. Για το παραδεκτό όμως της ασκήσεώς τους απαιτείται και επίδοση του δικογράφου αυτών στην ίδια ως άνω, πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως, προθεσμία. Ως ημέρα συζήτησης της αναίρεσης, η οποία αποτελεί το όριο για την κατάθεση και κοινοποίηση του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναίρεσης νοείται, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 569, 568 παρ.3 και 571 ΚΠολΔικ, εκείνη η οποία ορίζεται από τον Πρόεδρο του οικείου τμήματος του Αρείου Πάγου, όχι δε και η μεταγενέστερη που ορίζεται μετ'αναβολή από την αρχική δικάσιμο ή μετά από ματαίωση ή κήρυξη απαράδεκτη της συζήτησης. Η παράλειψη της καταθέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων, αλλά και της κοινοποιήσεώς τους πριν από την 30ήμερη αυτή προθεσμία σε όλους τους διαδίκους, επάγεται το απαράδεκτο αυτών, λόγω έλλειψης προδικασίας, με άμεση συνέπεια την απόρριψή τους. Προς τούτο το δικαστήριο ερευνά και αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό της ασκήσεως των προσθέτων λόγων. Στην προκειμένη περίπτωση οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, των οποίων το δικόγραφο κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 17.5.2013, ήτοι πριν από την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο (16.10.2013), που είναι και η αρχικά ορισθείσα, δεν προκύπτει ότι επιδόθηκαν στην αναιρεσίβλητη, καθόσον το επισπεύδον τη συζήτηση αναιρεσείον Δημόσιο δεν προσκομίζει την οικεία έκθεση επιδόσεως. Ενόψει τούτων οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι, πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.
Επειδή με τη διάταξη της παρ.2 περίοδος 2 του άρθρου 9 του α.ν.1909/1939 "περί αναλήψεως υπό του κράτους της διαχειρίσεως των εν Ελλάδι κτημάτων ανταλλαγμένων μουσουλμάνων", επιτράπηκε μεν η με βασιλικά διατάγματα επέκταση και επί των κτημάτων αυτών των περί διοίκησης, εκποίησης και προστασίας των δημόσιων κτημάτων διατάξεων του από 11 Νοεμβρίου 1929 διατάγματος, όπως αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τους ν.1539 και 1540/1938 ή ορισμένων από τις εν λόγω διατάξεις και ο καθορισμός διαδικασίας εξώδικης λύσης των εκκρεμών ή μη διαφορών, είτε ανάγονται οι τελευταίες σε πραγματικά ή ενοχικά δικαιώματα με τον περιορισμό, όμως, ότι με την εν λόγω διαδικασία δεν μπορεί να αποκλειστεί οριστικά η αρμοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 του Β.Δ/τος της 24.10/31.10.1949 "περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των περί διαχειρίσεως και εκκαθαρίσεως των ανταλλαξίμων μουσουλμανικών κτημάτων διατάξεων", που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση των άρθρων 1 και 9 του α.ν. 1909/1939", ορίζεται ότι το δικαίωμα της κυριότητας και κάθε εμπράγματο δικαίωμα, εκτός της υποθήκης και της προσημείωσης, που προβάλλονται από οποιονδήποτε τρίτο, κάτοχο ή όχι, επί των κτημάτων, που από την έναρξη ισχύος του εν λόγω ΒΔ και εφεξής καταλαμβάνονται, ως ανταλλάξιμα, από την ΥΔΑΜΚ (Υπηρεσία Διαχείρισης Ανταλλαξίμων Μουσουλμανικών Κτημάτων) πρέπει μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.5 αυτού οριστικοποίηση του πρωτοκόλλου καταλήψεως, να γνωστοποιηθούν με αίτηση αναγνωρίσεως του δικαιώματος των αιτούντων, η οποία υποβάλλεται από τους ενδιαφερομένους δια μέσου της Διευθύνσεως Δημοσίου Λογιστικού, στο κατά το άρθρο 6 του από 29.9.1939Β.Δ/τος "περί οργανώσεως της υπηρεσίας διαχειρίσεως ανταλλαξίμων μουσουλμανικών κτημάτων" Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, για απαντήσεις κατά της ανταλλάξιμης περιουσίας. Μετά την εξάντληση της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο αυτό (6) υποχρεούνται όσοι δεν αποδέχονται τη σχετική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών να εγείρουν μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την κοινοποίηση σ'αυτούς της απόφασης αυτής του Υπουργού, τακτική αγωγή περί διεκδίκησης των παραπάνω δικαιωμάτων τους. Δικαιώματα από τα παραπάνω, για τα οποία δεν υποβλήθηκε εμπρόθεσμα η παραπάνω αίτηση προς το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο ή δεν ασκήθηκε η κατά το δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σχετική αγωγή παραγράφονται". Στη συνέχεια με το άρθρο 8 παρ.1 του Ν.930/1943 ορίστηκε ότι " η αληθής έννοια των διατάξεων του άρθρου 3 του από 24.10/31.10.1940 Β.Δ. "περί τροποποιήσεως κλπ" είναι ότι αι υπ'αυτού προβλεπόμεναι προθεσμίαι γνωστοποιήσεως δικαιωμάτων τρίτων, προσφυγής εις το Γνωμοδοτικόν Συμβούλιον, εγέρσεως αγωγών και συνεχίσεως εκκρεμών δικών μετά την παρέλευσιν των οποίων κηρύσσονται παραγεγραμμένα τα σχετικά δικαιώματα και απαιτήσεις αυτών, αποτελούν αποκλειστικάς προθεσμίας και όχι παραγραφάς". Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι θεσπίστηκε βραχυπρόθεσμη αποσβεστική (αποκλειστική) προθεσμία, βάσει της οποίας αποσβέννυνται τα εμπράγματα δικαιώματα τα οποία προβάλλονται επί των ανταλλαξίμων κτισμάτων, με δύο τρόπους, δηλαδή είτε με την πάροδο έτους για την υποβολή αίτησης προς διοικητική αναγνώριση αυτών, είτε με την πάροδο έτους για την άσκηση της σχετικής αγωγής, η οποία (αποκλειστική προθεσμία) αρχίζει, στην μεν πρώτη περίπτωση από την οριστικοποίηση του πρωτοκόλλου καταλήψεως, ενώ στη δεύτερη από την κοινοποίηση της απορριπτικής αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών. Εξάλλου με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.4 του Β.Δ/τος της 29.9/4.10.1939 ορίζεται ότι "κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου και μέχρι την έκδοση της άνω αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών αναστέλλεται κάθε σχετική παραγραφή και προθεσμία". Από τις προαναφερθείσες διατάξεις συνάγεται ότι για όλες τις περιπτώσεις, αφετηρία του χρόνου της ετήσιας αποσβεστικής, κατά τα άνω προθεσμίας των αξιώσεων επί των παραπάνω κτημάτων, αποτελεί πάντοτε η γνώση από μέρους των ενδιαφερομένων της καταλήψεως των κτημάτων αυτών ως ανταλλαξίμων, η οποία να προκύπτει από τις παραπάνω κοινοποιήσεις προς αυτούς και δεν αρκεί για την έναρξη του χρόνου της προθεσμίας η με οποιοδήποτε άλλο τρόπο γνώση των ενδιαφερομένων της γενομένης καταλήψεως ή της σύνταξης του σχετικού πρωτοκόλλου ή της παρόδου των οριζομένων στην παρ.3 του άρθρου 6 του Β.Δ. προθεσμιών, για την έκδοση της γνωμοδότησης του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου και της λήψεως της αποφάσεως του Υπουργού, που ορίζεται μέσα σε έξι μήνες από της υποβολής της σχετικής αιτήσεως ως προς τη γνωμοδότηση και σε δύο μήνες από της εκδόσεως της γνωμοδοτήσεως προς τη λήψη της Υπουργικής αποφάσεως. Οι προϋποθέσεις αυτές της ενάρξεως του χρόνου της ετήσιας προθεσμίας, δεν άλλαξαν με το ν.δ. 1042/1946, με το άρθρο 4 του οποίου επιτράπηκε η έγερση της αγωγής κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος, μέσα σε έξι μήνες από της ισχύος του, ούτε και με τον ν.2283/1952, με το άρθρο 14 παρ.1 του οποίου, παρατάθηκε για ένα ακόμη έτος από την έναρξη της ισχύος του, ο χρόνος ασκήσεως της αγωγής και στη συνέχεια με το άρθρο 15 παρ.4 του ΝΔ.Δ. 547/1970 για έξι μήνες και με το άρθρο 10 παρ.3 του ν. 357/1976 για άλλους έξι μήνες η έγερση της αγωγής αυτής, αφού για να συμπληρωθεί ο νέος χρόνος λήξεως της παραγραφής, η οποία ορίστηκε με τις διατάξεις αυτές, έπρεπε να είχε αρχίσει η διαδρομή αυτού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραπάνω διατάξεις. Ειδικότερα, από τις προμνημονευόμενες διατάξεις προκύπτει, ότι μέσα στα όρια της εξουσιοδοτήσεως που χορηγήθηκε στην εκτελεστική εξουσία καθιερώθηκε από το άρθρο 3 του από 24.10.1940 Β.Δ/τος εξώδικη διαδικασία επίλυσης των διαφορών από τη διαχείριση των ανταλλάξιμων κτημάτων και τάχθηκε ετήσια προθεσμία από την έναρξη της ισχύος του πιο πάνω Β.Δ/τος στους προσφεύγοντες στα τακτικά δικαστήρια προς διεκδίκηση των κτημάτων αυτών να υποβάλουν την κατά το άρθρο 6 του από 29.9.1939 Β.Δ/τος αίτηση στο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, οι απαγγελόμενες όμως κυρώσεις της αποσβεστικής προθεσμίας του περί διεκδικήσεως δικαιώματος του αιτούντα και της καταργήσεως της εκκρεμούς δίκης, σε περίπτωση παραμέλησης των πιο πάνω προθεσμιών κείνται εκτός της εξουσιοδοτήσεως που παρασχέθηκε, για την οποία δεν χορηγείται στην εκτελεστική εξουσία τέτοιο δικαίωμα και στερούν το διάδικο οριστικά της προστασίας των τακτικών δικαστηρίων, η οποία ρητά επιφυλάσσεται από τη διάταξη του άρθρου του α.ν. 1909/1939 και, συνακόλουθα, δεν συνεπάγονται καμιά επιζήμια έννομη συνέπεια (ΑΠ 1354/2010). Tέλος κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔικ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου, είτε ερμηνεύθηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ'αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα (ΑΠ 833/2013, ΑΠ 835/2013, ΑΠ 846/2013, ΑΠ 481/2013).
Συνεπώς κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ'επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ'αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης. 'Ετσι με τον παραπάνω λόγο αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (Ολ ΑΠ 10/2011, ΑΠ1023/2013, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 568/2013). Στην προκειμένη περίπτωση το αναιρεσείον-εναγόμενο Δημόσιο, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι το Εφετείο, κατά παραβίαση του άρθρου 3 παρ.1 του ΒΔ 24.10/31.10.1940, απέρριψε την ένστασή του, περί αποσβέσεως του δικαιώματος της ενάγουσας-αναιρεσίβλητης προς άσκηση της ένδικης αγωγής, για την αναγνώριση δικαιώματος κυριότητας επί ακινήτου, για το οποίο μετά τη κατά το άρθρο 1 παρ.5 του ίδιου ΒΔ οριστικοποίηση του Πρωτοκόλλου Καταλήψεώς του ως ανταλλαξίμου και της υποβολής της από 22.4.1986 αιτήσεως προς το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, παρήλθαν οι οριζόμενες στο άρθρο 6 παρ.3 του Β.Δ/τος της 29.9/4.10.1939 προθεσμίες των έξι και δύο μηνών αντίστοιχα, προς έκδοση Γνωμοδοτήσεως και αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών και ότι εφόσον οι πράξεις αυτές της διοικήσεως δεν έλαβαν χώρα, διακόπηκε η οριζόμενη στην παρ.4 του άρθρου 6 του ΒΔ της 29.9/4.10.1939 αναστολή της αποσβεστικής προθεσμίας και άρχισε από το τέλος του 8μήνου της υποβολής της αιτήσεως, η ενιαύσια προθεσμία προς άσκηση της ένδικης από 14.12.1989 αγωγής, η οποία είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο της άσκησής της, με συνέπεια την έκπτωση από του οικείου δικαιώματος της άσκησής της.
Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔικ.) προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως προσκομισθέντων και επικληθέντων σ'αυτό αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ως προς τον παραπάνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, που κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔικ επαναφέρθηκε νόμιμα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΟλΑΠ 23/2008), τα ακόλουθα και υπαχθέντα στις επίμαχες διατάξεις πραγματικά περιστατικά: "Κατά το έτος 1960 η ενάγουσα αγόρασε ατύπως από κατοίκους της Πυλαίας Θεσσαλονίκης Α. και Π. το επίδικο ακίνητο, δηλαδή ένα αγροτεμάχιο, εμβαδού 203,4 τμ, το οποίο κείται στην περιοχή του Δήμου Τριανδρίας, επί της οδού …, εκτός του πολεοδομικού σχεδίου και συνορεύει με ακίνητα Κ. Π. και Π. Σ. και με πάροδο της οδού …. Το ακίνητο αυτό εμπίπτει στην ευρύτερη έκταση η οποία περικλείεται μεταξύ των δύο κλάδων του ρεύματος "...", γνωστή - με την ονομασία ".... Η έκταση αυτή από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 διαχωρίσθηκε από τους προαναφερόμενους κατοίκους Πυλαίας Θεσσαλονίκης σε οικόπεδα και πωλήθηκε ατύπως σε δεκάδες αγοραστές. Μεταξύ των οικοπέδων που πωλήθηκαν είναι και το επίδικο ακίνητο. Η ενάγουσα, αφότου ατύπως το αγόρασε το έτος I960, το περιέφραξε, φύτεψε δένδρα σ' αυτό και έκτισε οικία στην οποία έκτοτε κατοικεί με τον σύζυγό της, τα τρία τέκνα των και τους γονείς του συζύγου της και η οποία έχει συνδεθεί με τα δίκτυα ύδρευσης, ηλεκτροφωτισμού και τηλεφώνου. Έτσι η ενάγουσα ενέμετο με διάνοια κυρίου το εν λόγω ακίνητο, ασκώντας τις διακατοχικές αυτές πράξεις σ'αυτό. Η νομή της αυτή συνεχίστηκε αδιατάρακτη έως την άσκηση της αγωγής και πάντως έως και το έτος 1985. Με την κατά τον προεκτιθέμενο τρόπο άσκηση για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει την εικοσαετία, φυσικής εξουσίας στο επίδικο, με διάνοια κυρίου, η ενάγουσα έγινε κυρία αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Ωστόσο, το γραφείο ΔΑΠ Θεσσαλονίκης συνέταξε το υπ'αριθμ. 1545/16.9.1985 πρωτόκολλο κατάληψης, της ευρύτερης έκτασης στη θέση "...", συνολικού εμβαδού 12.540 τετρ.μέτρων, στην οποία εμπίπτει και το επίδικο ακίνητο, με την αιτιολογία ότι αυτό ανήκε σε κάποιον ανταλλαγέντα μουσουλμάνο, με το όνομα Ι. Χ. Κατά του πρωτοκόλλου αυτού, η ενάγουσα άσκησε εμπροθέσμως ένσταση, μετά την απόρριψη της οποίας, με την υπ' αριθμ. πρωτ. 6084/12.2.1986 απόφαση του αρμοδίου Εφόρου Δημοσίων Κτημάτων Θεσσαλονίκης [Τμήμα ΔΑΠ] το μεγαλύτερο ακίνητο, για το οποίο συντάχθηκε το εν λόγω πρωτόκολλο, καταχωρήθηκε στο κτηματολόγιο ανταλλαξίμων κτημάτων της ΔΑΠ Θεσσαλονίκης, με τον αριθμό 9684/Α. Κατά της αποφάσεως απορρίψεως της ενστάσεως της κατά του πρωτοκόλλου καταλήψεως, η ενάγουσα υπέβαλε εμπροθέσμως την υπ' αριθμ. πρωτ. 2488/27.4.1986 αίτηση της προς το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο του άρθρου 6 του ΒΔ 29-9/4.10.1939, προβάλλουσα το δικαίωμα κυριότητας της στο επίδικο ακίνητο και αμφισβητούσα ότι αυτό, όπως και η ευρύτερη έκταση για την οποία συντάχθηκε το πρωτόκολλο, ανήκε στον αναγραφόμενο στο πρωτόκολλο ανταλλαγέντα μουσουλμάνο και ισχυριζόμενη μάλιστα ότι αυτός ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο. Για την αίτηση αυτή δεν έχει εκδοθεί ακόμη γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου και συνεπώς δεν εκδόθηκε απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών, με την οποία να γίνεται αυτή δεκτή ή να απορρίπτεται. Ως εκ τούτου νομίμως και εμπροθέσμως άσκησε η ενάγουσα την κρινόμενη αναγνωριστική της κυριότητας της αγωγή και συνεπώς ο ισχυρισμός του εναγομένου, περί παραγραφής του δικαιώματος εκείνης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος." Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις επικαλούμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 3 παρ.1 και 5 παρ.1 του από 24.10/31.10.1940 Β.Δ/τος και 6 παρ.3 και 4 του ΒΔ της 29.9/4.10.1939, καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη η οριζόμενη το άρθρο 6 παρ.4 του ΒΔ της 29.9/4.10.1939 αναστολή προθεσμίας, διακόπτεται με την κοινοποίηση της κατά την παρ.3 του ιδίου άρθρου ( 6 του ΒΔ της 29.9/4.10.1939) λαμβανομένης Υπουργικής αποφάσεως, η μη λήψη και, η μη κοινοποίηση της οποίας δεν κινεί την ενιαύσια προθεσμία του άρθρου 3 παρ.1 του από 24.10/31.10.1940 Β.Δ/τος, προς άσκηση της περί διεκδικήσεως εμπραγμάτου δικαιώματος τακτικής αγωγής και συνακόλουθα η ένδικη αγωγή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα. Ορθά λοιπόν η προσβαλλομένη απόφαση ερμήνευσε τις παραπάνω διατάξεις και ορθά υπήγαγε σ'αυτές τα προκύψαντα, ανελέγκτως πραγματικά περιστατικά: Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, λαμβανομένου υπόψη και του ότι και αν ακόμη είχε παρέλθει η ενιαύσια αυτή προθεσμία, η αναιρεσίβλητη δεν θα είχε εκπέσει από το δικαίωμα της προς άσκηση της ένδικης αγωγής, αφού η διάταξη του άρθρου 3 παρ.1γ του Β.Δ/τος της 24.10/31.10.1940 με την οποία απαγγέλεται η εν λόγω κύρωση, σε περίπτωση παραμέλησης της ετήσιας προθεσμίας για την άσκηση της σχετικής αγωγής, είναι ανίσχυρη, γιατί κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, θεσπίστηκε χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της αποφάσεως (ΟλΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη, τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο, ήτοι επίκληση από την οποία προκύπτει η ταυτότητα του αποδεικτικού μέσου (ΟλΑΠ 23/2008, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (ΟλΑΠ 2/2008) ή κατ'άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (ΟλΑΠ 15/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 481/2013, ΑΠ 483/2013, ΑΠ 495/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω δύο έγγραφα, με το πρώτο από τα οποία προέκυπτε ότι το επίδικο ακίνητο ήταν τμήμα του μεγαλύτερου ανταλλαξίμου ακινήτου που αποτελούσε δημόσια γαία και ως μη καλλιεργήσιμο ήταν ανεπίδεκτο εξουσιάσεως για την προηγηθείσα της 20.5.1917 δεκαετία και ως εκ τούτου ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και περιήλθε στο Ελληνικό δικαιώματι πολέμου και με το δεύτερο ότι η ενάγουσα κατέλαβε το 1960 το επίδικο ακίνητο και δεν το αγόρασε άτυπα από τους επικαλουμένους δικαιοπαρόχους της. Τα έγγραφα αυτά είναι α) η υπ'αριθμ. πρωτ. ΔΔ 2895/8.10.2001 έκθεση ερμηνείας αεροφωτογραφίας της Δ/νσης Δασών Θεσ/κης (Τμήμα Δασικών Χαρτογραφήσεων) και β) η από 22.4.1986 αίτηση του συζύγου της αναιρεσίβλητης Π. Π. προς το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Διαχειρίσεως Ανταλλαξίμων Κτημάτων. Ο λόγος αυτός όσο αφορά το δεύτερο έγγραφο είναι αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλόμενη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχόμενη σ'αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν καταλείπεται καμμιά αμφιβολία ότι το έγγραφο αυτό λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε με τις λοιπές αποδείξεις (μαρτυρικές καταθέσεις κλπ, ως και τις άλλες παρομοίου περιεχομένου αιτήσεις, που υποβλήθηκαν από τους κατόχους γειτονικών ακινήτων) για τη βασιμότητα του έχοντος ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ζητήματος του χρόνου αποκτήσεως από την ενάγουσα της νομής του επιδίκου, ενώ ο τρόπος αποκτήσεως της νομής, αν δηλαδή είναι με κατάληψη που αναφέρει το έγγραφο αυτό ή με άτυπη αγορά που αναφέρει η αγωγή και δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, δεν ασκεί επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή δεν διαφοροποιεί το διατακτικό της αποφάσεως, ενόψει της συμπληρώσεως του χρόνου της έκτακτης χρησικτησίας κατά την άσκηση της αγωγής, ως και των περαιτέρω παραδοχών της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με το ότι η υποβολή της αιτήσεως δεν αποδεικνύει έλλειψη πεποιθήσεως για την κυριότητα της αναιρεσίβλητης. 'Οσο αφορά το πρώτο έγγραφο, που το πρώτον προσκομίστηκε από το αναιρεσείον στο Εφετείο (άρθρ. 527 ΚΠολΔικ-ΑΠ 609/2013) ο ερευνώμενος λόγος είναι αλυσιτελής γιατί αναφέρεται σε αποδεικτό μέσο που αφορά σε ισχυρισμό που δεν αποτέλεσε αντικείμενο της δευτεροβάθμιας δίκης. Ειδικότερα με την προσβαλλομένη απόφαση έγινε δεκτό ότι ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος "ότι το επίδικο αποτελούσε δημόσια γαία κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας και ότι μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας περιήλθε, κατά πρωτότυπο τρόπο στην κυριαρχία του Ελληνικού Δημοσίου, ως διαδόχου του Τουρκικού, σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ.1 της από 24.7.1923 Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης, η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ της 23/25.8.1923" προτάθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο απαράδεκτα και συγκεκριμένα με τις προτάσεις της δεύτερης συζήτησης και χωρίς να συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 269 παρ.2 ΚΠολΔικ και γιαυτό το Εφετείο, κατ'αποδοχή της εφέσεως, εξαφάνισε την εκκαλουμένη, που κατ'εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων είχε απορρίψει την αγωγή λόγω αποδοχής του απαραδέκτου αυτού ισχυρισμού και αφού δίκασε εκ νέου την αγωγή την έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος λόγος καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ.18 του ΕισΝΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει, μετά την υπ'αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β'11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν.1738/1987 (ΑΠ 481/2013).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12.7.2006 αίτηση και τους από 19.4.2013 πρόσθετους λόγους του Ελληνικού Δημοσίου κατά της Π. συζ. Π. Π. για αναίρεση της υπ'αριθμ. 2421/2003 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ