Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1173 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Ακύρωση δικαιοπραξίας.




Περίληψη:
Αναγνωριστική αγωγή ακύρωσης δικαιοπραξίας λόγω φρενοβλαβίας. Λόγοι αναίρεσης: Πρώτος: από 1 και 19, Δεύτερος: από 1 και 8β, Τρίτος: από 1 και 8, Τέταρτος: από 11γ, Πέμπτος: 11β και 10, Έκτος: από 1 ως προς τα δικαστικά έξοδα




Αριθμός 1173/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειουσών: 1) Μ. χήρα Κ. Μ. και 2) Θ. Μ. του Κ., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Αικατερίνη Καπούδα.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Μ. του Α., 2) Α. Μ. του Α., κατοίκων ..., 3) Ι. συζ. Σ. Κ., το γένος Α. Μ., και 4) Δ. συζ. Κ. Κ., το γένος Α. Μ., κατοίκων ... . Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Κρανιδιώτη, ο 2ος παραστάθηκε με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, η 3η και η 4η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Χατζηγιάννη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/12/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6144/2009 του ιδίου Δικαστηρίου και 5309/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 13/1/2012 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 8/4/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξουσία των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 131 Α.Κ., όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 16 του ν. 2447/1996 "η δήλωση βούλησης είναι άκυρη αν, κατά το χρόνο, που έγινε το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεων του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική ταραχή, που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του (εδ. 1). Οι κληρονόμοι μπορούν, μέσα σε μία πενταετία από την επαγωγή, να προσβάλουν για έναν από τους λόγους της προηγούμενης παραγράφου τις μη χαριστικές δικαιοπραξίες, που έγιναν από τον κληρονομούμενο ή προς αυτόν τότε μόνο: 1. αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας εκκρεμούσε διαδικασία για την υποβολή του κληρονομούμενου σε δικαστική συμπαράσταση, λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί ή αν μετά την κατάρτιση ο κληρονομούμενος υποβλήθηκε σε δικαστική συμπαράσταση για την παραπάνω αιτία. 2. αν η δικαιοπραξία καταρτίστηκε ενόσω αυτός βρισκόταν έγκλειστος σε ειδική για την κατάστασή του μονάδα ψυχικής υγείας. 3. αν η κατάσταση, που επικαλούνται οι κληρονόμοι προκύπτει από την ίδια τη δικαιοπραξία, που προσβάλλεται" (εδ. 2). Όσον αφορά την τελευταία ως άνω περίπτωση, πρέπει η απόδειξη της φρενοβλάβειας να προκύπτει από αυτό τούτο το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας και όχι από το σύνολο των συνθηκών, που περιβάλλουν την κατάρτισή της (ΑΠ 352/2003). Τις μη χαριστικές δικαιοπραξίες έχουν δικαίωμα να προσβάλουν μόνο οι εξ αδιαθέτου και οι εκ διαθήκης κληρονόμοι του ψυχικά ή διανοητικά διαταραγμένου.
Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ,Δ. προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνησή της.
Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγουσες και ήδη αναιρεσείουσες, άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 1-12-2007 (αριθ. κατ. δικ. 11.621/2007) αγωγή, με την οποία ισχυρίστηκαν ότι στις 17-4-1997 πέθανε ο πεθερός της πρώτης και παππούς της δεύτερης εξ αυτών Α. Κ. Μ., που κατέλειπε μόνους πλησιέστερους συγγενείς του τα παιδιά του: Κ. Μ. (σύζυγο και πατέρα τους, αντίστοιχα), Α. Μ., Δ. Μ., Ι. Μ.. Ότι ο Α. Μ. είχε εγκαταστήσει μοναδικούς κληρονόμους του, δυνάμει της υπ' αριθ. .../21-10-1994 δημόσιας διαθήκης ενώπιον του Συμ/φου Τριπόλεως Κων/νου Μητροπούλου, που δημοσιεύτηκε νόμιμα, την τρίτη και τέταρτη εναγόμενες καθεμία στο μισό εξ αδιαιρέτου σε δύο αγρούς στη θέση "Παλαιά Επισκοπή" Αρκαδίας, τον δε δικαιοπάροχο των εναγουσών Κ. Μ. και τον δεύτερο εναγόμενο Α. Μ., καθέναν στο μισό εξ αδιαιρέτου μιας οικίας με το συνεχόμενο περιβόλι στην "Παλαιά Επισκοπή" Αρκαδίας και οποιαδήποτε άλλη περιουσία ευρεθεί κατά το χρόνο του θανάτου του στην κυριότητά του. Ότι δια του υπ' αριθ. .../17-3-1997 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμ/φου Αθηνών Αριστομένους Δέδε, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβιβάστηκε από τον ως άνω Α. Μ. του Κ. στον εγγονό του Α. Μ. του Α. -πρώτο εναγόμενο - η οικία με το συνεχόμενο περιβόλι στην "Παλαιά Επισκοπή" Αρκαδίας, που αναφέρεται στην ως άνω δημόσια διαθήκη, καθώς και έτερο αγροτεμάχιο στην ίδια θέση, επιφανείας 2.750 τ.μ., που δεν ανήκε ολόκληρο στον πωλητή αλλά είχε κληρονομήσει το ένα τέταρτο αυτού από την προαποβιώσασα σύζυγο του Σ., η δε αξία των μεταβιβασθέντων κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής ανέρχεται σε 198.890 Ε. Ότι κατά το χρόνο καταρτίσεως της ως άνω δικαιοπραξίας ο αναφερθείς πωλητής δεν είχε συνείδηση των πράξεων του, λόγω διανοητικής διαταραχής από πολλαπλά προβλήματα υγείας και από γεροντική άνοια, η διανοητική δε διαταραχή προκύπτει από την ίδια τη δικαιοπραξία, καθόσον η αυθαίρετη από αυτόν συνένωση στο πωλητήριο συμβόλαιο του δικού του ακινήτου, με την οικία με το ακίνητο, που κληρονόμησε από τη σύζυγο του Σ. μόνο σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου (και όχι ολόκληρο) σε ένα ενιαίο ακίνητο 5.000 τ.μ., είναι δείγμα της παράνοιας του. Ακολούθως ζητούσαν να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ως άνω πωλήσεως. Η αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα είναι μη νόμιμη, αφού τα επικαλούμενα ως άνω περιστατικά της διανοητικής διαταραχής του κληρονομουμένου δεν προκύπτουν από το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, αφού η μεταβίβαση πράγματος που δεν ανήκει αποκλειστικά στον πωλητή δεν περιέχει από μόνη της ανικανότητα προς δικαιοπραξία λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής του. Επομένως το Εφετείο που απέρριψε την ένδικη αγωγή ως νόμω αβάσιμη δεν υπέπεσε στην επικαλούμενη στον πρώτο λόγο αναίρεσης πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και κατ' ακολουθία ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Η περιεχόμενη στον ίδιο λόγο αναίρεσης πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ότι το Εφετείο απέρριψε την ένδικη αγωγή κατά τη βάση της από το άρθρο 131 Α.Κ. ως μη νόμιμη με ανεπαρκή, ασαφή και εσφαλμένη αιτιολογία, είναι απαράδεκτη, αφού για την ίδρυση του λόγου αυτού προϋποτίθεται ότι το Δικαστήριο εξέτασε την ουσία της υπόθεσης και διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα, πράγμα που δε συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, αφού η αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη.
Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείουσες αποδίδουν αιτιάσεις από τους αριθ. 1 και 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., διότι το εφετείο απορρίπτοντας την αναγνωριστική της κυριότητας τους αγωγή ως αόριστη, επειδή δεν αναφερόταν σ' αυτήν ότι ο δικαιοπάροχος τους Κ. Μ. ήταν κύριος των επιδίκων ακινήτων μετά από αποδοχή της κληρονομιάς του πατέρα του Α. Μ. και μεταγραφή αυτής, ενώ στην αγωγή τους οι αναιρεσείουσες εξέθεταν ότι αυτές αποδέχθηκαν και την κληρονομιά του δικαιοπαρόχου τους και μετέγραψαν αυτή και αυτό προκύπτει ότι ανέφεραν στην αγωγή τους ότι η αποδοχή τους μεταγράφηκε στον τόμο 203 και με αριθμό ..., ... και ..., παραβίασε τις διατάξεις περί αποδοχής κληρονομιάς, ερμηνεύοντας αυτές εσφαλμένως και δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στη δίκη. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης κατά το μέρος που περιέχει την αιτίαση από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 κ.Πολ.Δ. είναι αόριστος, αφού στο αναιρετήριο δεν αναφέρονται ενάριθμα oι παραβιασθείσες διατάξεις, πως πρέπει και δεν αρκεί η αόριστη αναφορά ότι παρέβη τις διατάξεις περί αποδοχής κληρονομιάς, ενώ κατά το μέρος που περιέχει την αιτίαση από τον αριθ. 8β του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμος, αφού όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ο ανωτέρω αγωγικός ισχυρισμός των αναιρεσειουσών που απετέλεσε και λόγο έφεσης το Εφετείο τον έλαβε υπόψη και τον απέρριψε.
Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση διότι το Εφετείο απορρίπτοντας ως αβάσιμη κατ' ουσίαν την βάση της ένδικης αγωγής κατά το άρθρο 147 Α.Κ. (ακύρωση λόγω απάτης), δεχόμενο ότι κανένας μάρτυρας δεν κατέθεσε ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος εξαπάτησε τον κληρονομούμενο, ενώ από το σύνολο των μαρτυρικών καταθέσεων και τα διδάγματα της κοινής πείρας προέκυψε η ένδικη απάτη, υπέπεσε στις από τους αριθ. 1 και 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλειες. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι με αυτόν πλήττεται η εκτίμηση από το δικαστήριο των αποδείξεων, που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).
Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση διότι το Εφετείο με το αιτιολογικό ότι δεν προκύπτει κοινοποίηση κλήσης στους αντιδίκους για να παραστούν κατά τη λήψη τους, δεν έλαβε υπόψη 11 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, τις οποίες οι αναιρεσείουσες είχαν επικαλεστεί και προσκομίσει στο Εφετείο με τις προτάσεις τους κατά τη συζήτηση της έφεσης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προς απόδειξη της βάσης της αγωγής που στηριζόταν στο άρθρο 131 εδ. 2 Α.Κ., ενώ κλήση στους αντιδίκους προέκυπτε από τις εκθέσεις επιδόσεως που οι αναιρεσείουσες επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 11γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι απαράδεκτος, αφού μετά την κατά τα ανωτέρω απόρριψη της ένδικης αγωγής κατά τη βάση της στο άρθρο 131 Α.Κ. ως μη νόμιμης, ήταν μάταιη η προσκόμιση των ως άνω ενόρκων βεβαιώσεων για την απόδειξη της ιστορικής βάσης αυτής.
Με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι από τους αριθ. 11β και 10 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλειες, διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του τις 884/2008, 2/2009 και 12894/2008 ένορκες βεβαιώσεις τις οποίες όμως δεν είχαν επικαλεστεί οι αναιρεσίβλητοι με τις προτάσεις τους στο Εφετείο κατά τη συζήτηση της έφεσης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού όπως προκύπτει από τις προτάσεις του πρώτου αναιρεσιβλήτου στο Εφετείο κατά τη συζήτηση της έφεσης αυτός επικαλέστηκε τις ένορκες βεβαιώσεις με τις προτάσεις του στο Εφετείο (βλ. 20 σελ. αριθ. 16) με παραπομπή στις πρωτόδικες προτάσεις του, που περιείχετο επίκληση των ενόρκων αυτών βεβαιώσεων με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες αυτών.
Με τον έκτο λόγο αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση με την από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αιτίαση, διότι το Εφετείο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 179 και 189 Κ.Πολ.Δ. αφού δεν συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των αναιρεσειουσών και των αναιρεσιβλήτων λόγω βαθμού συγγένειας και άλλως δεν επιδίκασε μία και μόνο δικαστική δαπάνη υπέρ όλων των αναιρεσιβλήτων, αφού δεν ήταν αναγκαία η χωριστή δια πληρεξουσίων δικηγόρων εκπροσώπηση τους. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος αφού ο συμψηφισμός των εξόδων κατά το άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ. είναι δυνητικός και εναπόκειται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου καθώς και η κρίση του δικαστηρίου για το αναγκαίο των εξόδων κατά το άρθρο 189 Κ.Πολ.Δ. είναι επίσης αναιρετικά ανέλεγκτη.
Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει οι κατηγορηθείσες αναιρεσείουσες να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων κατά το βάσιμο αυτών αίτημα (άρθρο 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13-1-2012 αίτηση των Μ. Μ. κλπ για αναίρεση της 5309/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει το ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή