Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Χρησικτησία, Χρησικτησία έκτακτη, Αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης ειρηνοδικείου/πρωτοδικείου.
Περίληψη:
Η επανάληψη της βιαίως διακοπείσας δίκης γίνεται από όλους τους κληρονόμους. Αν γίνει μόνο από κάποιους, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τον φερόμενο ως αποβιώσαντα και επί απλής ομοδικίας δεν επηρεάζει τη δίκη ως προς τους λοιπούς ομόδικους. Απόκτηση κυριότητας ακινήτου παραγώγως από κληρονομική διαδοχή και πρωτοτύπως από έκτακτη χρησικτησία. Αν η νομή αποκτήθηκε με άτυπη διανομή στο όλο ακίνητο δε συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των περί κοινωνίας διατάξεων, ούτε υφίσταται αντιποίηση νομής. Οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων, καθως και οι εκδιδόμενες επί εφέσεων κατά των αποφάσεων αυτών, υπόκεινται σε αναίρεση μόνο για τους περιοριστικά αναφερόμενους στο αρθ 560 ΚΠολΔ λόγους. Ο λόγος περί καθ’ υλην αναρμοδιότητας του αρθ 560 παρ 3 ιδρύεται μόνο επί καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου και όχι του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Ο λόγος του αρθ 560 παρ 2 περί κακής συγκροτήσεως ιδρύεται και στην περίπτωση του αρθ 254 παρ 3 εδβΚΠολΔ. Μόνο η έλλειψη κυριότητας του μεταβιβάζοντος πωλητή δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της συμβάσεως πλην όμως έναντι του αληθινού κυρίου, δεν είναι ισχυρή η μεταβίβαση (ΑΚ 239,513επ1033 και 1192)
Αριθμός 1338/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Διονυσία Μπιτζούνη και Πέτρο Σαλίχο Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Θ. Κ. του Α., κατοίκου ..., 2) Α. Κ. του Θ., κατοίκου ... 3)Δ. Κ. του Θ., κατοίκου .... Ο 2ος και 3ος των αναιρεσειόντων εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Παναγιώτα Δαμουλή, η οποία δήλωσε ότι α)ο 1ος των αναιρεσειόντων απεβίωσε την 1-3-2015, (όπως προκύπτει από την προσκομισθείσα υπ’ αριθ. 84/1/2015 ληξιαρχική πράξη θανάτου) και κληρονομήθηκε από τους 2ο και 3ο των αναιρεσειόντων, οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη (υπ. αριθμ. 23/2015 πρακτικό ΒΔ), β) ο 3ος των αναιρεσειόντων έχει προβεί σε αλλαγή του επωνύμου του από "Κ." σε "Κ.", σύμφωνα με την υπ’ αριθμ πρωτ. .../29-9-2014 απόφαση του Δημάρχου Κηφισιάς Αττικής.
Της αναιρεσίβλητης: Α. συζ. Φ. Μ., το γένος Γ. Κ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δ. Λιάκου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 48/2003 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ελασσόνας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις 1/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 341/2006 μη οριστική και 9/2008 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 11-3-2008 αίτησή τους και τους από 22-7-2014 πρόσθετους λόγους επ’ αυτής. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 11-11-2014 έκθεση της κωλυομένης να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου Αρεοπαγίτη Ασπασίας Μαγιάκου, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή αν επέλθει διακοπή της δίκης λόγω θανάτου του διαδίκου, οι εκ διαθήκης ή εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, μπορούν μετά τη γνωστοποίηση του γεγονότος αυτού (αρθρ. 286 και 287 ΚΠολΔικ) να υπεισέλθουν στη θέση του δικαιοπαρόχου τους, με την άσκηση των επιτρεπομένων από το νόμο ενδίκων μέσων ή με δήλωση συνέχισης της εκκρεμούς δίκης ή με την κοινοποίηση κλήσης για συζήτηση. Η δήλωση της εκούσιας επανάληψης της δίκης μπορεί να γίνει ενιαία με τη γνωστοποίηση του λόγου διακοπής, με ένα δηλ. έγγραφο ή δήλωση στο ακροατήριο (αρθρ. 287 και 290 ΚΠολΔικ). Η δήλωση εκούσιας επανάληψης της δίκης από τους κληρονόμους (αρθρ. 292 ΚΠολΔικ) δεν προϋποθέτει παρέλευση της προθεσμίας για αποποίηση της κληρονομίας, ούτε μεταγραφή της δήλωσης αποδοχής, αφού η δήλωση επανάληψης της δίκης ενέχει σιωπηρή αποδοχή της κληρονομιάς, ούτε υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομιάς, εξ αντιδιαστολής δε του άρθρου 288 ΚΠολΔικ συνάγεται ότι επί απλής ομοδικίας η διακοπή που επέρχεται στο πρόσωπο του ενός ομοδίκου δεν επηρεάζει τη δίκη ως προς τους λοιπούς. Εξάλλου οι διατάξεις των ως άνω άρθρων, εφαρμόζονται και στην αναιρετική διαδικασία. Στην προκειμένη περίπτωση κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το πινάκιο, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως συνεδρίαση εμφανίστηκαν δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου ο δεύτερος και ο τρίτος από τους αναιρεσείοντες (ο οποίος (τρίτος) έχει προβεί σε αλλαγή του επωνύμου του από Κ. σε Κ., σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. .../29-9-2014 απόφαση του Δημάρχου Κηφισιάς) και δήλωσαν ότι ο πρώτος αναιρεσείον και πατέρας τους Θ. Κ. του Α., πέθανε στις 1-3-2015, ήτοι μετά την άσκηση της αναίρεσης (12-3-2008) και των προσθέτων αυτής λόγων (22-7-2014) - βλ. υπ’ αριθμ. πρωτ. .../2-3-2015 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξεως θανάτου ληξιάρχου Κηφισιάς. -Ωστόσο, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από αυτούς, υπ’ αριθμ. .../11-3-2015 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών του Δήμου Ελασσόνας Λάρισας, εκτός από τους ίδιους φέρεται ως επιζώσα και μητέρα τους και σύζυγος του αποβιώσαντα, Σ. Κ., το γένος Ι. Γ., η οποία είναι και αυτή κατά νόμο εξ αδιαθέτου κληρονόμος του (αρθρ. 1820 ΑΚ). Δεδομένου όμως του ότι δεν έχει και αυτή προβεί σε επανάληψη της βιαίως διακοπείσας δίκης, η συζήτηση πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα, και να συνεχισθεί ως προς τους λοιπούς, καθόσον η ένδικη υπόθεση αφορά σε αναγνωριστική κυριότητας αγωγή και η εξ αυτής συνδέουσα τους ομοδίκους αναιρεσείοντες - εναγομένους σχέση, είναι εκείνη της απλής ομοδικίας. Επειδή κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατ’ αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολΔικ και ειδικότερα: 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο εσωτερικούς ή διεθνούς δικαίου. Η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν σε εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ’ αυτούς, 2) εάν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος ή δίκασε Ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ‘ η δεν είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα και 4) αν παράνομα αποκλείσθηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας. Οι λόγοι αυτοί της αναιρέσεως που είναι τέσσερεις, ορίζονται περιοριστικώς στο ως άνω άρθρο - NYMERUS CLAUSUS - και αντιστοιχούν προς τους λόγους των άρθρων 1, 2, 4, 5 και 7 του άρθρου 559, με τους οποίους όμως δεν ταυτίζονται απολύτως και συνεπώς δεν συγχωρείται αναίρεση κατά των ανωτέρω αποφάσεων, εάν αυτές στερούνται νομίμου βάσεως και ιδίως αν στερούνται παντελώς αιτιολογιών ή είχαν αντιφατικώς ή ανεπαρκείς αιτιολογίες επί ζητήματος που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης ή αν η απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις, ή αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή αν παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με την αποδεικτική τους δύναμη ή αν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν ή αν παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε απαράδεκτο ή εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της αποδείξεως. Η διάταξη αυτή του άρθρου 560 του ΚΠολΔικ δεν αντίκειται, ως ρυθμίζουσα ουσιωδώς όμοια πράγματα κατ’ όμοιο τρόπο, στις διατάξεις των άρθρων 4 και 20 του Συντάγματος, καθόσον η συνταγματικώς κατοχυρωμένη αξίωση κατά της πολιτείας για την παροχή έννομης προστασίας, υπό την μορφή εκδόσεως δικαστικών αποφάσεων, δεν περιλαμβάνει και αξίωση για καθιέρωση ενδίκων μέσων κατ’ αυτών. Επίσης η ως άνω διάταξη δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος, καθόσον με τη διάταξη του τελευταίου αυτού άρθρου δεν επιβάλλεται η δημιουργία ενδίκων μέσων γενικώς για την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της δικαστικής αποφάσεως, αλλά η υποχρέωση απαντήσεως επί του παραδεκτού και βασίμου των υποβληθέντων αιτημάτων. Ενόψει τούτων α) ο δεύτερος από το άρθρο 559 αρ. 17 ΚΠολΔικ λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη και εκδοθείσα επί εφέσεως κατά αποφάσεως Ειρηνοδικείου απόφαση, η ύπαρξη αντιφατικών διατάξεων, β) ο τρίτος, από τον αριθμό 14 του ίδιου άρθρου, λόγος, για την μη απόρριψη από την συμπροσβαλλομένη μη οριστική απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, της αγωγής λόγω ποσοτικής (ποιοτικής) αοριστίας, γ) ο πέμπτος από τον αριθμό 11α’ για τη λήψη υπόψη από την προσβαλλομένη αποδεικτικών μέσων που ο νόμος δεν επιτρέπει, δ) ο έκτος από τους αριθμούς 11γ’ και 13 για τη μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που οι αναιρεσείοντες επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου ως προς το βάρος της αποδείξεως, καθώς και αυτό τους προσθέτους λόγους α) ο πρώτος από τον αριθμό 20 του ίδιου άρθρου για παραμόρφωση εγγράφων, β) ο δεύτερος από τους αριθμούς 11γ’ και 12 για την μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων, που οι αναιρεσείοντες επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν και για παραβίαση των ορισμών του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, γ) ο τρίτος από τον αριθμό 19 για έλλειψη νομίμου βάσεως λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών και δ) ο τέταρτος από τον αριθμό 11γ’ για την μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων, που οι αναιρεσείοντες επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, πρέπει να απορριφθούν. Ο πρώτος και από τον αριθμό 2 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ για κακή σύνθεση του δικαστηρίου λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως, ο οποίος ταυτίζεται (εκτός από την αγωγή κακοδικίας) με τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 2 του άρθρου 560 και ο τέταρτος από τον αριθμό 5 του ίδιου άρθρου λόγος για καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο οποίος ταυτίζεται με τον αριθμό 3 του άρθρου 560, θα ερευνηθούν στην ουσία τους, καθόσον κρίνεται από την εκτίμηση του περιεχομένου τους ότι αποδίδουν στην προσβαλλομένη απόφαση τις προαναφερθείσες αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 560 ΚΠολΔικ.
Επειδή κατά το άρθρο 560 παρ. 2 του ΚΠολΔικ αναίρεση κατά των προαναφερθεισών αποφάσεων, ήτοι των Ειρηνοδικείων και εκείνων που εκδόθηκαν επί εφέσεων κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε, όπως ο νόμος ορίζει. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 254 παρ. 3 εδ. β του ΚΠολΔικ, σε περίπτωση που διατάχθηκε επανάληψη συζητήσεως "η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή και από την ίδια σύνθεση δικαστών επί πολυμελών δικαστηρίων, εκτός αν τούτο είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αν η επαναλαμβανόμενη συζήτηση γίνει με διάφορη σύνθεση του δικαστηρίου, χωρίς να συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι, που να βεβαιώνονται στην απόφαση, όπως προαγωγή, μετάθεση, θάνατος, παραίτηση, απόλυση του δικαστή, θεωρείται κακή σύνθεση και ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του αρ. 2 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ και του, κατά τούτο, ταυτιζόμενου με αυτόν αρ. 2 του παραπάνω άρθρου 560 του ίδιου κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, με τον πρώτο λόγο του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως και κατ’ εκτίμηση, όπως προαναφέρθηκε, του περιεχομένου του, η από την παραπάνω διάταξη του αρ. 2 του άρθρου 560 του ΚΠολΔικ πλημμέλεια (και όχι η επικαλούμενη του αρ. 2 του άρθρου 559), κατά την οποία η σύνθεση του ως άνω Εφετείου δικάσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου, που εξέδωσε την οριστική απόφαση, μετά από επανάληψη συζητήσεως που διατάχθηκε με την συμπροσβαλλομένη μη οριστική υπ’ αριθμ. 341/2006 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει το άρθρο 254 παρ. 3 εδ. β του ίδιου κώδικα, ήτοι με την ίδια σύνθεση δικαστών, που εξέδωσε την διατάξασα την επανάληψη της συζητήσεως μη οριστική απόφαση. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Ειδικότερα το εκδόσαν την συμπροσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 341/2006 μη οριστική απόφαση, που διέταξε την επανάληψη της συζητήσεως, συγκροτήθηκε από την Πρόεδρο Πρωτοδικών Αγγελική Παναγιώτου και τις Πρωτοδίκες Μαρία - Μάριον Δερεχανή (Εισηγήτρια) και Χρυσούλα Παπαδοπούλου. Η απόφαση, που κρίθηκε από την ίδια σύνθεση στις 11-9-2006, δημοσιεύθηκε μετά από τρείς μήνες και συγκεκριμένα στις 12-12-2006 από άλλη σύνθεση δικαστηρίου και δη τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Ιωάννη Ζώη και τις Πρωτοδίκες Ειρήνη Γκορτζίλα και Χρυσούλα Παπαδοπούλου γιατί, όπως βεβαιώνεται στην εν λόγω απόφαση τα δύο πρώτα μέλη, που συγκρότησαν το δικαστήριο που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, έπαψαν να υπηρετούν σ’ αυτό γιατί η Πρόεδρος Πρωτοδικών Αγγελική Παναγιώτου προήχθη σε Εφέτη και τοποθετήθηκε σε άλλο δικαστήριο και το μέλος της συνθέσεως Μαρία - Μάριον Δερεχάνη προήχθη σε Πρόεδρο Πρωτοδικών και επίσης τοποθετήθηκε σε άλλο δικαστήριο. Ενόψει των εν λόγω αναφορών της απόφασης αυτής είναι φανερό ότι το δικαστήριο που στη συνέχεια εξέδωσε την προσβαλλομένη οριστική απόφαση, δεν μπορούσε να έχει ως μέλη του τους προαχθέντες και μετατεθέντες δικαστές, ενώ αποτέλεσε μέλος του η συνεχίσασα να υπηρετεί σ’ αυτό Χρυσούλα Παπαδοπούλου. Η αναγραφή και στην οριστική απόφαση των λόγων που κωλυόταν η προηγούμενη σύνθεση ήταν περιττή, αφού τούτο προέκυπτε από το περιεχόμενο της μη οριστικής απόφασης που αποτελεί ένα όλο με την οριστική. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 3 του άρθρου 560 ΚΠολΔικ αναίρεση κατά των παραπάνω αποφάσεων επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως δημιουργείται μόνον όταν το προαναφερόμενο σφάλμα αφορά την αρμοδιότητα του ίδιου του Πολυμελούς Πρωτοδικείου που δίκασε ως Εφετείο και εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση και όχι όταν το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, επιλαμβανόμενο της εφέσεως, που υπάγεται κατά το άρθρο 18 αρ. 2 ΚΠολΔικ στην αρμοδιότητά του, κρίνει εσφαλμένως, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση, ήταν ή δεν ήταν αρμόδιο καθ’ ύλην (Ολ ΑΠ 5/2003, Ολ ΑΠ 30/1995, Ολ ΑΠ 3/1991). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως και κατ’ εκτίμηση, όπως προαναφέρθηκε, του περιεχομένου του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 3 του άρθρου 560 του ΚΠολΔικ πλημμέλεια (και όχι η επικαλούμενη του αριθμού 5 του άρθρου 559), κατά την οποία το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, εσφαλμένα απέρριψε την προβληθείσα από τους αναιρεσείοντες - εναγόμενους, με λόγο εφέσεως, ένσταση για καθ’ ύλην αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και δέχθηκε ότι το τελευταίο ήταν αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση λόγω της αξίας του διεκδικουμένου από κάθε εναγόμενο ποσοστό εξ αδιαιρέτου του ενδίκου ακινήτου, ενώ η αρμοδιότητα αυτή προσδιοριζόταν, κατά τους αναιρεσείοντες, από την αξία του όλου ακινήτου και γι’ αυτό θα έπρεπε η υπόθεση να παραπεμθεί προς εκδίκαση στο αρμόδιο καθ’ ύλην Μονομελές Πρωτοδικείο. Η αιτίαση αυτή, ενόψει των αναφερομένων στη νομική σκέψη, εφόσον δεν αφορά σε σφάλμα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ως προς την δική του αρμοδιότητα, είναι απαράδεκτος και γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή κατά το άρθρο 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση, με τον παράγωγο αυτό τρόπο της κυριότητας του ακινήτου, αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της. Παράγωγο τρόπο μεταβιβάσεως της κυριότητας ακινήτου, όπως προκύπτει από της διατάξεις των άρθρων 1710, 1846, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ αποτελεί και καθολική διαδοχή από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, εφόσον ο κληρονομούμενος ήταν κύριος του ακινήτου κατά το χρόνο του θανάτου του και ο κληρονόμος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ’ αυτόν κληρονομιά, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Εξ ετέρου από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045 και 1051 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με δυνατότητα του νομέα, αν χρειάζεται, να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας, στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής αποτελούν, όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς, πάνω σ’ αυτά πράξεις, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του, τέτοιες δε πράξεις, μεταξύ άλλων, είναι, εφόσον πρόκειται για οικία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η χρήση, η κατοίκηση, η συντήρηση, η επισκευή, η ανοικοδόμηση βοηθητικών χώρων και εφόσον πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο, η αποδοχή της κληρονομιάς και η μεταγραφή της, καθώς και η καταβολή του οικείου φόρου, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 983 ΑΚ του ίδιου κώδικα, η νομή, ως δικαίωμα μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στους κληρονόμους του νομέως, από δε τις διατάξεις των άρθρων 787, 974, 980-984 και 994 ΑΚ, οι οποίες κατά τα άρθρα 1113 και 1884 ΑΚ εφαρμόζονται και στην κοινωνία μεταξύ των συγκυρίων ή των συγκληρονόμων επί ιδίου πράγματος, συνάγεται ότι ο κοινωνός, όπως και ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος ή συγκληρονόμος του ακινήτου, αν έχει στη νομή του ολόκληρο το κοινό πράγμα, λογίζεται ότι το κατέχει στο όνομα και των λοιπών κοινωνιών συγκυρίων - συγκληρονόμων και επομένως δεν μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία), πριν καταστήσει σ’ αυτούς γνωστό ότι νέμεται ποσοστό μεγαλύτερο της μερίδας του ή ολόκληρο το κοινό πράγμα, αποκλειστικά στο όνομά του, ως κύριος για δικό του αποκλειστικά λογαριασμό. Τέτοια γνωστοποίηση δεν απαιτείται στην περίπτωση εκούσιας παράδοσης της νομής μετά από άτυπη δωρεά, διανομή ή πώληση μεταξύ των συγκυρίων, εφόσον έκτοτε ο κάτοχος του κοινού σαφώς εκδηλώνει τη βούλησή του να νέμεται αυτό αποκλειστικά για δικό του λογαριασμό, οι δε λοιποί που μετείχαν στη σχετική συμφωνία αποδέχθηκαν τη βούλησή του αυτή (ΑΠ 1378/2014). Εξ ετέρου από τις διατάξεις των άρθρων 239, 513 επ., 1033 και 1192 ΑΚ προκύπτει ότι η πώληση ξένου ακινήτου είναι έγκυρη, δηλαδή, μόνο η έλλειψη κυριότητας στο ακίνητο δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της συμβάσεως, πλην όμως, έναντι του αληθινού κυρίου, δεν είναι ισχυρή η εν λόγω μεταβίβαση, αφού γι’ αυτήν απαιτείται να είναι κύριος αυτός που μεταβιβάζει.
Συνεπώς εκείνος, προς τον οποίο μεταβιβάστηκε ξένο ακίνητο, δεν αποκτά την κυριότητα, εφόσον του μεταβιβάστηκε από μη κύριο. Περαιτέρω ο αναιρετικός λόγος του αριθμού 1α της προδιαληφθείσας διατάξεως του άρθρου 560 ΚΠολΔ στοιχειοθετείται αν ο κανόνας δικαίου δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, ή δε παραβίαση αυτή εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 10/2011). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υποθέσεως που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιόν του, νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την αναγνωριστική κυριότητας αγωγή της αναιρεσίβλητης κατά των αναιρεσειόντων "Δυνάμει της υπ’ αρ. .../29-10-1996 δημόσιας διαθήκης του πατέρα της Γ. Κ. του Α., που απεβίωσε στις 26-6-2003, η οποία δημοσιεύθηκε με το με αριθμό 365/22-7-2003 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, περιήλθε στην ενάγουσα, κατόπιν της υπ’ αρ. .../29-8-2003 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Ελασσόνας Δ. Μαστροευθυμίου, νόμιμα μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ελασσόνας στον τόμο ... και αριθμό ..., το επίδικο ακίνητο, δηλαδή ένα οικόπεδο εμβαδού 150 τ.μ. περίπου με την ευρισκόμενη σ’ αυτό παλαιά διώροφη οικία, που αποτελείται από το ισόγειο τμήμα της και τον όροφο πάνω από αυτό, εμβαδού 33 τ. μ. περίπου το καθένα, και ένα επίσης βοηθητικό κτίσμα (αποθήκη και πλυσταριό) εμβαδού 26 τ.μ. περίπου, το οποίο βρίσκεται εντός του δημοτικού διαμερίσματος ... του διευρυμένου Δήμου Ελασσόνας, στη συνοικία "...". Το εν λόγω ακίνητο είναι τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου και ειδικότερα ενός οικοπέδου έκτασης 238 τ.μ. περίπου, με την υπάρχουσα σ’ αυτό οικία, το οποίο αποτελεί μέρος της πατρικής περιουσίας του πατέρα της ενάγουσας και του πρώτου εναγομένου, που ήταν αδελφοί, και διανεμήθηκε άτυπα μεταξύ αυτών, του τρίτου αδελφού Β. Κ. και της μητέρας τους το έτος 1956. Συγκεκριμένα, το 1956 και μετά το θάνατο του πατέρα του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας Α. Κ. (παππού της ενάγουσας), μεταξύ των κληρονόμων του, δηλαδή των τέκνων του Γ. Κ., Θ. Κ., Β. Κ. και της χήρας Π. Κ., έγινε άτυπη διανομή της περιουσίας του ως άνω αποβιώσαντος, στην οποία περιλαμβανόταν ένα οικόπεδο έκτασης 238 τ.μ. με την υπάρχουσα οικία, του οποίου τμήμα αποτελεί το επίδικο ακίνητο. ο Γ. Κ., που ήταν ήδη παντρεμένος και είχε ένα παιδί, έλαβε το επίδικο, όπως περιγράφεται πιο πάνω, καθώς είχε άμεσες ανάγκες να στεγάσει την οικογένεια του. Αντίθετα, οι δύο άλλοι αδελφοί του Γ., που ήταν κατά πολύ νεότεροι του στην ηλικία και δεν είχαν δημιουργήσει οικογένεια, παρέμειναν μαζί με τη μητέρα τους στο υπόλοιπο μέρος της οικίας, μέχρι που ο Θ. το 1959 παντρεύτηκε και αργότερα το 1964 έφυγε και εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στην Αθήνα, ενώ ο Β. παρέμεινε στην οικία με τη μητέρα του έως το 1970, οπότε αποχώρησε από αυτή. Επομένως, στον πατέρα της ενάγουσας περιήλθε το νότιο τμήμα του οικοπέδου, που συνορεύει βόρεια και επί πλευράς μήκους 14 μέτρων με οικόπεδο των εναγομένων, καθώς επίσης και επί πλευράς μήκους 3,20 μέτρων με δημοτικό δρόμο, βορειοδυτικά και επί πλευράς μήκους 7,500 μέτρων με οικόπεδο των εναγομένων, νότια και επί πλευράς μήκους 16 μέτρων με άλλο οικόπεδο της ενάγουσας και οικόπεδο κληρονόμων Ε. Κ. και Σ. Λ. και δυτικά και επί πλευράς 7 μέτρων με οικόπεδο Χ. Κ.. Μετά τη διανομή του ως άνω ακινήτου ο Γ. Κ. προέβη σε εργασίες διαμόρφωσης του επιδίκου οικοπέδου και της οικίας, ώστε να κατοικηθεί από τον ίδιο και την οικογένεια του, οι οποίες εκτελέστηκαν από τον Θ. Ψ. και πληρώθηκαν από τον ίδιο τον δικαιοπάροχο της ενάγουσας (Γ. Κ.), τη μεταφορά δε των υλικών για τις εργασίες εκτέλεσε ο Α. Χ.. Τότε κατασκευάστηκε και ο τοίχος στο σημείο που εφάπτεται η βόρεια πλευρά της οικίας του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας με τη νότια πλευρά της υπόλοιπης οικίας που διέμεναν η μητέρα με τους δύο αδελφούς του, ώστε από τότε να χωριστούν οριστικά τα δύο τμήματα της οικίας, χωρίς να υπάρχει κοινή πόρτα ή να επικοινωνούν με οποιονδήποτε τρόπο μεταξύ τους. Επίσης, η στέγη που κατασκεύασε ο Γ. Κ. έχει μικρότερο ύψος από τη στέγη του υπόλοιπου κτίσματος και μάλιστα στο σημείο που χωρίζεται με την οικία του Θ. Κ.. Ως εκ τούτου, ο Γ. Κ. από το έτος 1956, έως το θάνατο του το 2003, ασκούσε αδιαλείπτως και αποκλειστικώς για χρονικό διάστημα άνω των είκοσι ετών πράξεις νομής στο προπεριγραφόμενο οικόπεδο, αφού χρησιμοποιούσε την οικία σαν οικογενειακή κατοικία το δε οικόπεδο το είχε τσιμεντοστρώσει και διαμορφώσει κατάλληλα, ως αυλή της οικίας και το βόρειο ανατολικό τμήμα ως δίοδο επικοινωνίας του ακινήτου με τον κεντρικό δημοτικό δρόμο. Όπως δε προκύπτει από το υπ’ αρ. .../2000 έγγραφο της διεύθυνσης Πολεοδομίας Ελασσόνας, που εκδόθηκε μετά από σχετική αίτηση του Γ. Κ. και απαντά σ αυτή πληροφορώντας τον ότι δεν απαιτείτο η έκδοση οικοδομικής άδειας, ο τελευταίος αντικατέστησε την κεραμοσκεπή της οικίας του με καινούρια. Επομένως, αυτός κατέστη κύριος του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και ως κύριος αυτού κατέλιπε με δημόσια διαθήκη που συνέταξε το έτος 1996 το ακίνητο στην θυγατέρα και κληρονόμο του, η οποία, μετά την κήρυξη της σε κυρία και την αποδοχή της κληρονομά του πατέρα της, ως προεκτέθηκε, κατέστη κυρία του επιδίκου, στο οποίο ασκεί από το έτος 2003 πράξεις νομής και κατοχής που προσιδιάζουν στον κύριο και νομέα ακινήτου. Από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι το όλο ακίνητο, συμπεριλαμβανομένου και του επιδίκου τμήματος του, πωλήθηκε το έτος 1969 από το Γ. Κ. και τους λοιπούς συγκληρονόμους του Α. Κ. στον Θ. Κ., αφού στο επικαλούμενο υπ’ αρ. .../1969 πωλητήριο ακινήτων, ο Γ. Κ. συμβλήθηκε με τους λοιπούς συγκληρονόμους του ως πωλητής του 1/4 εξ αδιαιρέτου του εναπομείναντος μετά την άτυπη διανομή τμήματος του ακινήτου των 240 τ.μ. με την παλαιά οικία, για το λόγο δε αυτό, περιγράφεται στο συμβόλαιο ως ισόγειος οικία με δύο δωμάτια και όχι τρία δωμάτια που είχε η προϋπάρχουσα κατά το θάνατο του Α. Κ.. ήδη παλαιά οικία μετά της πέριξ αυλής των 50 τ.μ.. Ωστόσο, αν αυτός πωλούσε όλο το μερίδιο του επί όλου του ακινήτου, θα έπρεπε υποχρεωτικά να περιγραφεί στη σχετική συμβολαιογραφική πράξη όλο το ακίνητο με την έκταση του και τα υπάρχοντα επ’ αυτού κτίσματα, δηλαδή την οικία των τριών δωματίων, με κουζίνα και σάλα καθώς και μία αποθήκη. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι ο Θ. Κ. από το έτος 1969 χρησιδάνειζε στον Γ. Κ. και από το 1987 έως το έτος 1991 εκμίσθωνε το επίδικο τμήμα του όλου ακινήτου ως οικογενειακή κύρια κατοικία του ουδόλως αποδέχθηκε ως ουσία βάσιμος. Ειδικότερα, ο Γ. Κ. από την άτυπη διανομή του ακινήτου το 1956 και μέχρι το θάνατο του νεμόταν και κατείχε το επίδικο ακίνητο διανοία κυρίου, ασκώντας συνεχώς και αποκλειστικώς τις διακατοχικές πράξεις που προαναφέρθηκαν, χωρίς να ενοχληθεί, όλο αυτό το διάστημα, από το Θ. Κ. και ιδιαίτερα μέχρι το 1969, που κατά τους. ισχυρισμούς του τελευταίου καμία έννομη σχέση από τις παραπάνω δεν τους συνέδεε. Αντιθέτως, το 2000 ο Θ. Κ., βλέποντας τις διαθέσεις του αδελφού του να σταματήσει τις διάφορες αυθαίρετες κατά τον ίδιο επισκευές που άρχισε να εκτελεί στο επίδικο, άσκησε αίτηση στο Ειρηνοδικείο Ελασσόνας, ζητώντας να αναγνωριστεί προσωρινά νομέας, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αρ. 8/2001 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων νομής, η οποία απέρριψε την αίτηση του. Ο ίδιος δε, αν και, όπως ισχυρίζεται, ο Γ. Κ. δεν του κατέβαλε το μίσθωμα, δεν προέβη μετά από τόσα έτη εκ των υστέρων σε σύνταξη μισθωτηρίου συμβολαίου για καλύτερη διασφάλιση του ,ούτε ποτέ άσκησε εναντίον του τελευταίου αγωγή αποδόσεως του μισθίου και καταβολής των τυχόν καθυστερούμενων και οφειλομένων προς αυτόν μισθωμάτων. Εξάλλου, η προσκομιζόμενη υπεύθυνη δήλωση με την φερόμενη υπογραφή του Γ. Κ. δεν απευθύνεται σε κανένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, πρόκειται για φωτοτυπία της πρωτότυπης δήλωσης το περιεχόμενο της οποίας δεν αποδείχθηκε κάτω από ποιες συνθήκες και για ποιο λόγο συντάχθηκε. Επίσης, ο ισχυρισμός ότι αρχικά υπήρχε σχέση χρησιδανείου και έπειτα μισθώσεως, διότι ο Γ. Κ. δεν είχε οικονομική δυνατότητα να καταβάλει μίσθωμα στον αδελφό του, αναιρεί το γεγονός, που δεν αμφισβητούν οι εκκαλούντες, ότι δηλαδή ο Γ. Κ. είχε αγοράσει με δικά του χρήματα το γειτνιάζον με το επίδικο ακίνητο οικόπεδο από τον Α. Κ.. Τέλος, το γεγονός της συντάξεως του υπ’ αρ. .../2001 συμβολαίου πωλήσεως ακινήτου του συμβολαιογράφου Ελασσόνας Αλεξάνδρου Παπαλεξανδρή, που μεταγράφηκε νόμιμα, βάσει του οποίου ο πρώτος των εκκαλούντων, που δεν ήταν κύριος του επιδίκου, μεταβίβασε στους λοιπούς το επίδικο κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, δεν ασκεί καμία επιρροή στο δικαίωμα τη ενάγουσας, καθόσον, κατά το χρόνο της σύνταξης του συμβολαίου και της μεταγραφής του, ο δικαιοπάροχος της τελευταίας είχε καταστεί ήδη κύριος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία". Ακολούθως, το, ως Εφετείο δικάσαν, Πολυμελές Πρωτοδικείο, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις επικαλούμενες και προδιαληφθείσες περί έκτακτης χρησικτησίας και περί κοινωνίας, συγκυριότητας και συγκληρονομίας διατάξεις των άρθρων 974, 1045. 785, 787, 980-984, 994, 1113 και1884 ΑΚ καθώς και τις αυτεπαγγέλτως προστιθέμενες (άρθρο 562 παρ. 4 ΚΠολΔικ) και αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις περί αποκτήσεως κυριότητας από κληρονομική διαδοχή και περί μη αποκτήσεως έναντι του αληθούς κυρίου της κυριότητας ξένου πράγματος, αιτία αγοράς (ΑΚ 1710, 1846, 1193, 1195, 1198, 1199, 239, 513 επ. 1033, 1192) αφού υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά περιστατικά συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους ως προς όλες, πλην εκείνων της κοινωνίας - συγκυριότητας - συγκληρονομίας, ως προς τις οποίες δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές. Ειδικότερα αναφέρονται στην απόφαση ότι η ενάγουσα - αναιρεσίβλητη κατέστη κυρία του ενδίκου ακινήτου παραγώγως από εκ διαθήκης, του πατέρα της, κληρονομιά, την οποία αποδέχθηκε και μετέγραψε και ότι ο πατέρας της είχε αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου πρωτοτύπως με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον από το 1956 που απέκτησε τη νομή του, λόγω άτυπης διανομής με τα αδέλφια και τη μητέρα του της κληρονομιάς του πατέρα του, το νεμήθηκε με τα οικεία προσόντα έως το χρόνο του θανάτου στις 26-6-2003, που τούτο περιήλθε στην ενάγουσα, αιτία κληρονομίας και ότι οι δεύτερος και τρίτος των αναιρεσειόντων, στους οποίους μεταβιβάστηκε το επίδικο, αιτία αγοράς, από τον πατέρα τους πρώτο αναιρεσείοντα δεν κατέστησαν κύριοι έναντι της ενάγουσας, γιατί απέκτησαν από μη κύριο. Εξάλλου ως προς το επίδικο δεν συνέτρεξε περίπτωση εφαρμογής των περί κοινωνίας - συγκυριότητας - συγκληρονομίας διατάξεων, αφού ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας, με άτυπη διανομή με τους συγκληρονόμους του πατέρα του, ήτοι τα αδέλφια και τη μητέρα του, απέκτησε τη νομή του όλου επιδίκου και άσκησε αυτοπροσώπως και εν γνώσει την μετασχόντων στην περί άτυπης διανομής συμφωνία λοιπών συγκληρονόμων και για διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας νομή επ’ αυτού, ήτοι επί του όλου επιδίκου και όχι επί του εξ αδιαιρέτου ποσοστού του. Ενόψει τούτων ο από τη διάταξη του αριθμού 1α του άρθρου 560 του ΚΠολΔικ (και όχι του επικαλουμένου 559) πέμπτος λόγος του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες από τις αποδείξεις προέκυψε αντίθετο πόρισμα ως προς την απόκτηση από τον δικαιοπάροχο της ενάγουσας της κυριότητας του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον αυτός το κατείχε αρχικά λόγω χρησιδανείου και στη συνέχεια λόγω μισθώσεως, καθώς και ότι από την σύμπραξη του εν λόγω δικαιοπαρόχου, ως συγκληρονόμου στην πώληση της όλης πατρικής οικίας στον πρώτο αναιρεσείοντα προκύπτει η μη κατάρτιση της επικαλούμενης άτυπης διανομής, είναι απαράδεκτες, γιατί αποδίδουν στην προσβαλλομένη εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττουν την ανέλεγκτη, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, ως προς την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι, στο σύνολό τους πρέπει να απορριφθούν. Οι αναιρεσείοντες (δεύτερος και τρίτος), λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα (Θ. Κ. του Α.).
Απορρίπτει την από 11-3-2008 αίτηση και τους από 22-7-2014 πρόσθετους λόγους του Α. Κ. του Θ. και Δ. Κ. (Κ.) του Θ. κατά της Α. συζ. Φ. Μ., το γένος Γ. Κ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 9/2008 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαρίσης και της συμπροσβαλλομένης μη οριστικής υπ’ αριθμ. 341/2006 αποφάσεως του ίδιου δικαστηρίου.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες (δεύτερο και τρίτο) στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Νοεμβρίου 2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ