Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 180 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική.




Περίληψη:
Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας - αγωγή – Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος – Απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις. Δεν αποκλείεται η εφαρμογή και επί δικαιώματος που πηγάζει από διατάξεις δημοσίας τάξης, όπως του Αγροτικός Κώδικα. Ορισμένο αναγνωριστικής αγωγής. Η ποιοτική ή ποσοτική αοριστία από αριθμ. 8 ή 14. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Λόγοι από 8. Κεφάλαιο ως προς το οποίο δεν έχει μεταβιβαστεί η υπόθεση στο Εφετείο. Απορρίπτει αναίρεση.




Αριθμός 180/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Νοεμβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Σωματείου με την επωνυμία "Σύλλογος Βορειοδημοτών Σπάρτης Ο Πυρνοκοκάς" και έδρα την ..., που εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Αλεξάκο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δικ.
Της αναιρεσίβλητης: Ζ. Α. του Δ., συζύγου Π. Μ., που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7/6/2005 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σπάρτης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 264/2006 του ιδίου Δικαστηρίου και 427/2009 του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 16/11/2010 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 17/1/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόμενος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδάφ. β και γ του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη σύμφωνα με το άρθρο 575 εδάφ. β ίδιου Κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή, δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη μετ' αναβολή δικάσιμο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και συνεπώς δεν χρειάζεται νέα κλήτευσή τους. Προϋπόθεση της εγκυρότητας της κλήτευσης, συνεπεία της αναβολής της υπόθεσης και της εγγραφής της στο πινάκιο, είναι ότι ο απολειπόμενος κατά τη μετ' αναβολή δικάσιμο διάδικος, είτε είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση, είτε είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί στη δικάσιμο κατά την οποία, αναβλήθηκε η συζήτηση (ΑΠ 240/2011).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσκομιζόμενη με επίκληση από το αναιρεσείον Σωματείο 6764Β'/20-1-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Σπάρτης, ..., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχική δικάσιμο της 25-1-2012, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για την ανωτέρω στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο της 21-11-2012 επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια του αναιρεσείοντος προς την αναιρεσίβλητη. Επομένως, εφόσον η αναιρεσίβλητη δεν εμφανίστηκε, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά τη σημερινή, νόμιμη μετ' αναβολή δικάσιμο της 21-11-2012, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία της κατά τα προαναφερθέντα.
Επειδή, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε από ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (Ολ.ΑΠ 17/1995). Μόνη όμως η αδράνεια επί μακρόν χρόνο του δικαιούχου και όταν ακόμα δημιούργησε στον υπόχρεο την πεποίθηση, ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί πλέον αυτό, δεν αρκεί να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον όμως η συμπεριφορά του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου, ενόψει των οποίων καθώς και της αδράνειας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της καταστάσεως που δημιουργήθηκε από τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με το άρθρο 281 Α.Κ. (Ολ.ΑΠ 8/2001). Εξάλλου, η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία έχει έντονο χαρακτήρα κανόνα δημοσίας τάξης, δεν αποκλείεται και επί ασκήσεως δικαιώματος που πηγάζει από διατάξεις δημοσίας τάξης, όπως είναι και εκείνες του Αγροτικού Κώδικα για παραχώρηση της κυριότητας γεωργικών κλήρων και οικοπέδων (Ολ.ΑΠ 7/1991). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση, που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αναφορικά με την ένδικη διεκδικητική αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας και την προβληθείσα από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον Σωματείο ένσταση καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Στο Ν. Κ. του Π., παππού της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης από τη μητρική γραμμή, παραχωρήθηκε το έτος 1938, για την αποκατάστασή του ως ακτήμονα καλλιεργητή, γεωργικός κλήρος - αγρός εμβαδού 800 τετ. μέτρων με εννέα ελαιόδεντρα από το κτήμα "Καστανιά" της κτηματικής περιφέρειας της πρώην Κοινότητας (και ήδη δημοτικού διαμερίσματος του Δήμου Πελλάνας) Καστορείο Λακωνίας, το οποίο ως τότε ανήκε στην Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής Καστορείου. Ο γεωργικός αυτός κλήρος εμφαίνεται στον πίνακα διανομής του αγροκτήματος "Καστανιά", που συντάχθηκε από την αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Γεωργίας και στο συνημμένο σε αυτόν απόσπασμα του χάρτη της διανομής με τον αριθμό 20 και συνορεύει βόρεια με τον υπ' αριθμόν 18 κλήρο του ίδιου πίνακα διανομής και δυτικά με ακαλλιέργητη έκταση ιδιοκτησίας της πιο πάνω Μονής και ανατολικά εν μέρει με το υπ' αριθμόν 19 του ίδιου πίνακα διανομής κλήρο και εν μέρει με την επαρχιακή οδό Σπάρτης - Καστορείου και πέραν αυτής με τον υπ' αριθμόν 21 του ίδιου πίνακα διανομής κλήρο. Τον γεωργικό αυτό κλήρο-αγρό παρέλαβε έκτοτε στη διάνοια κυρίου νομή του ο δικαιούχος αυτού, παππούς της ενάγουσας-αναιρεσίβλητης, Ν. Κ. του Π., κάτοικος ..., τον καλλιεργούσε, συγκόμιζε τους καρπούς του, τον επέβλεπε και γενικά ασκούσε κάθε διακατοχική πράξη που προσιδιάζει στη φύση του ως αγρού έως το έτος 1983, όταν και απεβίωσε, δηλαδή επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών. Τον Ν. Κ. του Π. θανόντα το έτος 1983 άνευ διαθήκης κληρονόμησαν εξ αδιαθέτου η σύζυγός του Ζ. χήρα Ν. Κ. το γένος Α. Π. κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου και η θυγατέρα του Π. σύζυγος Δ. Α. το γένος Ν. Κ. κατά τα 3/4 εξ αδιαιρέτου, οι οποίες αποδέχθηκαν την κληρονομιά του, στην οποίαν ανήκε, μεταξύ άλλων ακινήτων, και ο πιο πάνω γεωργικός κλήρος - αγρός, και εξακολούθησαν έκτοτε αυτές να ασκούν τη νομή του, κάθε μία κατά το ποσοστό της κληρονομικής της μερίδας, όπως και ο δικαιοπάροχός τους, έως και το έτος 1990, οπότε η εξ αυτών Ζ. χήρα Ν. Κ. το γένος Α. Π. μεταβίβασε το 1/4 εξ αδιαιρέτου μερίδιό της στον παραπάνω γεωργικό κλήρο - αγρό με γονική παροχή στην κόρη της και μητέρα της ενάγουσας Π. σύζυγο Δ. Α. το γένος Ν. Κ. δυνάμει του υπ' αριθμόν .../7-9-1990 συμβολαίου γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Σπάρτης με έδρα τη Σελλασία Δημητρίου Πελεκάνου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καστορείου στον τόμο 53 και υπ' αύξοντα αριθμό μεταγραφής ... . Εν συνεχεία, η μητέρα της αναιρεσίβλητης Π. σύζυγος Δ. Α. το γένος Ν. Κ. μεταβίβασε τον παραπάνω γεωργικό κλήρο - αγρό, με γονική παροχή, δυνάμει του υπ' αριθμόν .../6.12.2001 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Σπάρτης Παγώνας Κοκκονού, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καστορείου στον τόμο 56 και αύξοντα αριθμό 39, στην αναιρεσίβλητη. Έτσι, η αναιρεσίβλητη έγινε κατά παράγωγο τρόπο κυρία του γεωργικού αυτού κλήρου, διότι τον απέκτησε με σύμβαση που καταρτίστηκε συμβολαιογραφικώς και υπεβλήθη σε μεταγραφή από πραγματικό κύριο και συγκεκριμένα από την μητέρα της, η οποία είχε αποκτήσει την κυριότητά του, κατά μεν τα 3/4 εξ αδιαιρέτου, με έκτακτη χρησικτησία, δηλαδή με συνεχή άσκηση της νομής του από το έτος 1983 έως και το έτος 2001 και με προσμέτρηση στο χρόνο αυτό της δικής της νομής και εκείνου της νομής του καθολικού δικαιοπαρόχου της, δηλαδή του διαστήματος από το 1938 έως και το 1983, κατά δε το 1/4 εξ αδιαιρέτου κατά παράγωγο τρόπο, δηλαδή με σύμβαση που καταρτίστηκε συμβολαιογραφικώς και υπεβλήθη σε μεταγραφή από πραγματικό κύριο και συγκεκριμένα από τη μητέρα της, η οποία κατά το ποσοστό αυτό είχε γίνει κυρία του γεωργικού κλήρου με έκτακτη χρησικτησία, δηλαδή με συνεχή άσκηση της νομής του από το έτος 1983 έως και το έτος 1990 και με προσμέτρηση στο χρόνο αυτό της δικής της νομής και εκείνου της νομής του καθολικού δικαιοπαρόχου της, δηλαδή του διαστήματος από το 1938 έως και το 1983, δεδομένου ότι ούτε η ενάγουσα-αναιρεσίβλητη επικαλείται ούτε εκ των εκατέρωθεν προσκομιζόμενων εγγράφων προκύπτει μεταγραφή του παραχωρητηρίου και της αποδοχής της κληρονομιάς του κληρούχου είτε από την ίδια είτε από τους πιο πάνω απώτερους δικαιοπαρόχους της. Περαιτέρω από το ανωτέρω κτήμα "Καστανιά" έλαβε το έτος 1938, παράλληλα με τον απώτερο δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης Ν. Κ. του Π., προς γεωργική του αποκατάσταση, δύο κλήρους και ο Μ. Κ. του Γ. και ειδικότερα έλαβε αυτός τον κλήρο - αγρό υπ' αριθμόν 18 του ίδιου πιο πάνω πίνακα διανομής, ο οποίος εφάπτεται προς βορρά με τον υπ' αριθμόν 20 της αναιρεσίβλητης και έχει εμβαδόν 440 τετ. μέτρων, και τον κλήρο-αγρό υπ' αριθμόν 21 του ίδιου πιο πάνω πίνακα διανομής, ο οποίος εκτείνεται ανατολικά της επαρχιακής οδού Σπάρτης - Καστορείου, ακριβώς απέναντι από εκείνον της ενάγουσας και έχει εμβαδόν 1.125 τετ. μέτ. Το έτος 1976 τόσο ο υπ' αριθμόν 20 κλήρος της αναιρεσίβλητης όσο και ο έναντι αυτού υπ' αριθμόν 21 κλήρος του Μ. Κ. απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά εν μέρει με την 0-...2/ Φ.906/24.9.1976 απόφαση του Νομάρχη Λακωνίας για τη διαπλάτυνση της επαρχιακής οδού Σπάρτης - Μεγαλοπόλεως κατά το τμήμα Καραβά - Κάρδαρη Νομού Λακωνίας και ειδικότερα απαλλοτριώθηκαν από μεν τον υπ' αριθμόν 20 κλήρο της αναιρεσίβλητης ένα τμήμα εμβαδού 40 τετ. μέτρων, από δε τον υπ' αριθμόν 21 κλήρο του Μ. Κ. ένα τμήμα εμβαδού 480 τετ. μέτρων, τα οποία εμφαίνονται αντιστοίχως υπό τους αριθμούς 19 και 20 στον κτηματολογικό πίνακα, στο κτηματολόγιο και στην οριζοντιογραφία της Διεύθυνσης των Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχίας Λακωνίας για το τμήμα της οδού από Καραβά μέχρι Κάρδαρη. Το έτος 1986 ο Μ. Κ. του Γ. με το .../15.7.1986 πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Σπάρτης με έδρα τη Σελλασία Δημητρίου Πελεκάνου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καστορείου στον τόμο 51 και υπ' αύξοντα αριθμό ..., πώλησε και μεταβίβασε στο αναιρεσείον αμφότερους τους παραπάνω με αριθμούς 18 και 21 του πίνακα διανομής γεωργικούς κλήρους, τους οποίους εμφάνισε ως ένα ενιαίο ακίνητο "με έκταση τριών περίπου στρεμμάτων ή όση και αν είναι περισσότερη ή λιγότερη", "διαχωριζόμενο σε δύο τμήματα από τον επαρχιακό δρόμο Σπάρτης -Μεγαλόπολης" και οριζόμενο "δυτικά με βουνό, νότια με ιδιοκτησία Ν. Κ., ανατολικά με ιδιοκτησία Π. Α. και βόρεια με ρέμα και πέραν αυτού με ιδιοκτησία Η. Χ.". Με το προαναφερόμενο πωλητήριο συμβόλαιο, επομένως, το αναιρεσείον απέκτησε τον προς βορρά εφαπτόμενο με τον κλήρο της αναιρεσίβλητης υπ' αριθμόν 18 του πίνακα διανομής γεωργικό κλήρο εκτάσεως 440 τετ. μέτρων και όση έκταση είχε απομείνει από τον ανατολικώς της επαρχιακής ο6ού Σπάρτης - Καστορείου υπ' αριθμόν 21 κλήρο μετά την απαλλοτρίωση του έτους 1976. Τα όργανα διοίκησης του αναιρεσείοντος γνώριζαν, κατά την κατάρτιση του πιο πάνω συμβολαίου και την έκταση του υπ' αριθμό 18 του πίνακα διανομής κλήρου που αγόρασαν από τον Μ. Κ. και το ότι ο κλήρος αυτός προς νότο εφάπτεται με εκείνον της αναιρεσίβλητης. Στην αγορά του παραπάνω ακινήτου το αναιρεσείον Σωματείο, το οποίο είναι εκπολιτιστικός σύλλογος με τακτικά μέλη τους διαβιούντες στη Σπάρτη και καταγόμενους από τις περιοχές των επονομαζόμενων βόρειων Δήμων Καστορείου και Πελλάνας Λάκωνες, προέβη προκειμένου να δημιουργήσει χώρο αναψυχής και πανηγύρεως πλησίον των ονομαστών πηγών "Κάρδαρη". Ήδη από το έτος 1983, προ της αγοράς του, το είχε, με την ανοχή του τότε ιδιοκτήτη του Μ. Κ., μερικώς διαμορφώσει, κατασκευάζοντας σε αυτό τσιμέντινη εξέδρα και καθίσματα. Μετά την αγορά του, περί τα μέσα του έτους 1987, συνέχισε τις εργασίες διαμόρφωσης, επειδή όμως η έκταση που είχε αγοράσει δεν επαρκούσε, κατέλαβε και τμήμα από τον κλήρο της ενάγουσας, επεκτείνοντας την τσιμέντινη εξέδρα προς νότο και κατασκευάζοντας στην επέκταση νέα καθίσματα καθώς και τσιμέντινη σκάλα ανόδου στην εξέδρα από τη νότια πλευρά. Το έτος 1994, προέβη σε περαιτέρω διαμόρφωση κατασκευάζοντας δεύτερη τσιμέντινη εξέδρα πάνω από την πρώτη με επιπλέον κλίμακα ανόδου σε αυτήν καθώς και ισόγειο κτίσμα κεραμοσκεπές επιφανείας 50 τετ. μέτρων εντός του κλήρου της ενάγουσας, το οποίο έκτοτε εξεμίσθωνε ως κυλικείο, με τελευταίο μισθωτή από το έτος 2003 τον Ι. Μ., τον οποίον όμως απέβαλε από το μίσθιο την 14-2-2006 δυνάμει της υπ' αριθμόν 7/2005 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Καστορείου λόγω δυστροπίας του περί την καταβολήν των μισθωμάτων της περιόδου από 5/2004 έως και 5/2005, χωρίς έκτοτε να προκύπτει νέα περαιτέρω εκμίσθωσή του. Με αμφότερες τις δύο αυτές επεκτάσεις το αναιρεσείον έχει καταλάβει παρανόμως από τον υπ' αριθμόν 20 του πίνακα διανομής γεωργικό κλήρο της αναιρεσίβλητης ένα τμήμα εμβαδού 418,81 τετ. μέτρων, το οποίο αποτυπώνεται περιμετρικά υπό τα αλφαβητικά στοιχεία Γ - Δ - Ε - Ζ - Η - Κ - Γ στο από Ιουνίου 2005 τοπογραφικό διάγραμμα του τεχνολόγου τοπογράφου μηχανικού Δ. Χ. και συνορεύει βορείως επί πλευράς Γ - Δ μήκους 20,50 μέτρων με τον υπ' αριθμόν 18 κλήρο του αναιρεσείοντος και επί πλευράς Ε - Ζ μήκους 5 μέτρων με τον υπ' αριθμόν 19 κλήρο του πίνακα διανομής, νότια επί πλευράς Κ - Η με υπόλοιπη προς νότο έκταση του υπ' αριθμόν 20 κλήρου της αναιρεσίβλητης, ανατολικά επί πλευράς Η - Ζ μήκους 15,20 μέτρων με την επαρχιακή οδό Σπάρτης - Καστορείου και επί πλευράς Ε-Δ μήκους 6,50 μέτρων με τον υπ' αριθμόν 19 κλήρο του πίνακα διανομής και δυτικά επί πλευράς Κ - Γ μήκους 30 μέτρων με έκταση ιδιοκτησίας της Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής Καστορείου. Το τοπογραφικό αυτό διάγραμμα συνοδεύει την από Ιουνίου 2005 τεχνική έκθεση του ίδιου πιο πάνω τεχνολόγου μηχανικού, τη οποίαν η ενάγουσα επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει και στην οποίαν ο συντάκτης αυτής πιο πάνω μηχανικός βεβαιώνει ότι το επίδικο αποτυπώθηκε με βάση τον κτηματολογικό πίνακα και την οριζοντιογραφία της απαλλοτριώσεως του 1976 καθώς και την οριζοντιογραφία της Διεύθυνσης Γεωργίας που αφορά τη διανομή του κτήματος "Καστανιά" του έτους 1938, όπου τα ακίνητα των διαδίκων σε ανύποπτο χρόνο έχουν αποτυπωθεί. Το αναιρεσείον, για να κατασκευάσει στο επίδικο το ισόγειο κεραμοσκεπές κτίσμα επιφανείας 50 τετ. μέτρων, ζήτησε και έλαβε από την Πολεοδομία Σπάρτης την υπ' αριθμόν 162/1992 άδεια οικοδομής, για την έκδοση της οποίας, όμως, υπέβαλε ψευδή στοιχεία και συγκεκριμένα το από Νοεμβρίου 1991 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α. Α., στο οποίο ενσωμάτωσε ολόκληρο τον γεωργικό κλήρο της ενάγουσας στον δικό του, εμφάνισε δηλαδή τους υπ' αριθμούς 20 και 18 συνεχόμενους γεωργικούς κλήρους ως ένα ενιαίο ακίνητο δικό του συνολικής επιφανείας 2.376 τετ. μέτρων, ώστε να υπερβεί το ελάχιστο όριο εμβαδού των 2.000 τετ. μέτρων που χρειαζόταν τότε για να είναι κατά παρέκκλιση άρτια και οικοδομήσιμα τα εκτός σχεδίου πόλεως και ορίων οικισμού ακίνητα της περιοχής, ενώ και οι δύο κλήροι μαζί δεν υπερέβαιναν σε έκταση τα (800 + 440 =) 1.240 τετ. μέτρα, και έτσι, εξαπατώντας τους αρμόδιους υπαλλήλους της Πολεοδομίας Σπάρτης, πέτυχε να εφοδιαστεί με την παραπάνω άδεια και βάσει αυτής να ανοικοδομήσει στη συνέχεια το επίδικο. Οι γονείς της αναιρεσίβλητης ήταν από το έτος 1957 εγκατεστημένοι στον Καναδά, από δε το έτος 1983, όταν απεβίωσε ο απώτερος δικαιοπάροχός της και παππούς της Ν. Κ. του Π., ο οποίος κατοικούσε στα ..., εγκαταστάθηκε στον Καναδά και η γιαγιά της και απώτερη δικαιοπάροχός της Ζ. χήρα Ν. Κ. το γένος Α. Π.. Έτσι, όταν το αναιρεσείον προέβη τα έτη 1987 και 1994 στην κατάληψη και στην ανοικοδόμηση του επιδίκου ούτε η γιαγιά ούτε η μητέρα της αναιρεσίβλητης, τότε κυρίες αυτού, ήταν παρούσες ώστε να αντιδράσουν εγκαίρως στην επιχειρηθείσα εκ μέρους του καταπάτησή του, την απουσία τους δε αυτή ακριβώς εκμεταλλεύθηκε το αναιρεσείον και το κατέλαβε. Το καλοκαίρι του έτους 1990 η μητέρα της αναιρεσίβλητης Π. σύζυγος Δ. Α. το γένος Ν. Κ. ήρθε από τον Καναδά στα ... για διακοπές και στις 7-9-1990 κατάρτισε το προαναφερόμενο υπ' αριθμόν .../7-9-1990 συμβόλαιο γονικής παροχής, με το οποίο η μητέρα της Ζ. χήρα Ν. Κ. της μεταβίβασε το 1/4 εξ αδιαιρέτου του όλου γεωργικού κλήρου, τμήμα του οποίου είναι και το επίδικο. Το έτος 1998 η αναιρεσίβλητη, ο σύζυγός της Π. Μ. και η μητέρα της Π. σύζυγος Δ. Α. επέστρεψαν από τον Καναδά στην Ελλάδα, όπως δε ο δεύτερος εξ αυτών, εξεταζόμενος ως μάρτυρας στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατέθεσε, το έτος 1994, όταν γνώρισε την αναιρεσίβλητη, είχαν επισκεφθεί μαζί το επίδικο, μετά όμως την ανοικοδόμησή του από το αναιρεσείον, και είχαν διαμαρτυρηθεί για την εκ μέρους του καταπάτησή του, του πρότειναν δε, αν ήθελε, να του πωλήσουν ολόκληρο τον κλήρο αντί τιμήματος 1.000.000 δραχμών, πρόταση την οποίαν όμως αυτό δεν απεδέχθη, διότι θεώρησε το τίμημα υπερβολικό. Τελικά την υπό κρίση διεκδικητική του επιδίκου αγωγή της η ενάγουσα-αναιρεσίβλητη την άσκησε στις 9-6-2005. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει, ότι αυτή και προ του έτους 2001 οι δικαιοπάροχοί της καθυστέρησαν να ασκήσουν το δικαίωμα κυριότητάς τους στο επίδικο, τουλάχιστον από το έτος 1990. Η καθυστέρηση αυτή όμως έως και το έτος 1998 είναι δικαιολογημένη λόγω της μόνιμης διαμονής τους στον Καναδά, που δεν τους επέτρεπε να οργανώσουν ευχερώς την διεκδίκηση του δικαιώματος κυριότητάς τους στο επίδικο. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και για το επόμενο διάστημα 1998 - 2005, κατά το οποίο κατοικούσαν στην ημεδαπή και μπορούσαν να συλλέξουν νωρίτερα τα αποδεικτικά τους στοιχεία και να προσφύγουν στο δικαστήριο. Ωστόσο, από την πλευρά της αναιρεσίβλητης και των δικαιοπαρόχων της, εκτός από την αδράνεια τους αυτή, δεν υπάρχει άλλη προηγούμενη θετική ενέργειά τους που να προκάλεσε την παράνομη κατάληψη και ανοικοδόμηση του επίδικου ακινήτου τους από το αναιρεσείον ή να συνέβαλε αποφασιστικά σε αυτήν. Αντίθετα, τα μέλη διοικήσεως του αναιρεσείοντος, τα οποία έλκουν την καταγωγή από την περιοχή του επιδίκου, γνώριζαν την ταυτότητα τόσο του ακινήτου που αγόρασαν από τον Μ. Κ. όσον και του εφαπτόμενου ακινήτου της αναιρεσίβλητης, δηλαδή την έκταση και τα όριά τους, καθώς και την ιδιότητά τους ως γεωργικών κλήρων, προερχομένων από το αγρόκτημα "Καστανιά" του μοναστηριού, στοιχεία τα οποία προκύπτουν άλλωστε και από τα προαναφερόμενα δημόσια έγγραφα που είναι προσιτά σε καθένα που έχει έννομο συμφέρον, και παρά ταύτα εκμεταλλεύτηκαν την απουσία των δικαιοπαρόχων της αναιρεσίβλητης στην αλλοδαπή και κατά το διάστημα από το 1987 έως και το 1994 κατέλαβαν σταδιακά και ανοικοδόμησαν το επίδικο τμήμα της ιδιοκτησίας της, εν γνώσει τους ότι αυτό δεν ανήκε στο αναιρεσείον αλλά στους δικαιοπαρόχους της, και επιπλέον, για να επιτύχουν την ανοικοδόμησή του, υπέβαλαν εν γνώσει τους ψευδή στοιχεία στην Πολεοδομία Σπάρτης και ειδικότερα το προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα στο οποίο ενσωμάτωσαν ολόκληρη την ιδιοκτησία της αναιρεσίβλητης στη δική τους, εμφανίζοντας ψευδώς αμφότερα τα ακίνητα ως ένα ενιαίο δικό του εκτάσεως άνω των 2.000 τετ. μέτρων και πέτυχαν, δι' εξαπατήσεως των αρμόδιων υπαλλήλων της υπηρεσίας αυτής, να τους χορηγηθεί η υπ' αριθμόν 162/1992 άδεια οικοδομής, βάσει της οποίας στη συνέχεια έκτισαν στο επίδικο το προαναφερόμενο ισόγειο κτίσμα - κυλικείο επιφανείας 50 τετ. μέτρων. Υπάρχουν από την πλευρά του αναιρεσείοντος, επομένως, δόλιες ενέργειες, οι οποίες, και αν ακόμη η ανατροπή της καταστάσεως, που το ίδιο δημιούργησε στο επίδικο, ήθελε θεωρηθεί ότι του προκαλεί επαχθείς συνέπειες εξαιτίας των δαπανών στις οποίες υπεβλήθη για τη διαμόρφωση και την ανοικοδόμησή του, δεν καθιστούν καταχρηστική την έστω και καθυστερημένη άσκηση της υπό κρίση αγωγής, με μόνη την (κατά ένα μέρος τουλάχιστον δικαιολογημένη) αδράνεια της αναιρεσίβλητης και των δικαιοπαρόχων της να την ασκήσουν νωρίτερα". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές, το Εφετείο έκρινε, ότι η αναφερόμενη ως άνω αδράνεια της αναιρεσίβλητης και των διακιοπαρόχων της δεν μπορούσε να προκαλέσει στο αναιρεσείον την πεποίθηση, ότι δεν θα διεκδικήσει το δικαίωμά της κυριότητας, αφού τα μέλη της διοίκησης του τελευταίου γνώριζαν, ότι το επίδικο δεν ανήκε σ' αυτό αλλά στους δικαιοπαρόχους της αναιρεσίβλητης και μάλιστα για να επιτύχουν την ανοικοδόμησή του υπέβαλαν εν γνώσει τους ψευδή στοιχεία στην πολεοδομία Σπάρτης για την έκδοση οικοδομικής άδειας και ότι έτσι υπάρχουν από την πλευρά του αναιρεσείοντος δόλιες ενέργειες, ώστε οι όποιες δαπάνες στις οποίες αυτό υποβλήθηκε να μη καθιστούν καταχρηστική την έστω και καθυστερημένη άσκηση της αγωγής. Ακολούθως, το Εφετείο δέχτηκε την έφεση της ενάγουσας-αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει αντίθετα, και, αφού απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγής, δέχτηκε την ένδικη διεκδικητική αγωγή. Έτσι, που έκρινε, το Εφετείο δεν παραβίασε την προπαρατεθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, αφού, υπό τα ανωτέρω γενόμενα από τούτο δεκτά πραγματικά περιστατικά, η άσκηση του επιδιωκόμενου με την αγωγή δικαιώματος της ενάγουσας-αναιρεσίβλητης δεν υπερβαίνει πράγματι προφανώς τα οριζόμενα από τη διάταξη αυτή όρια που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Επίσης, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού για το ουσιώδες ζήτημα της μη παραδοχής της παραπάνω ένστασης του εναγομένου-αναιρεσείοντος περί καταχρήσεως δικαιώματος διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής της ως άνω διάταξης. Επομένως ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, ως προς τις αντίστοιχες αιτιάσεις, είναι απορριπτέος, και κατά τα δύο μέρη του, ως αβάσιμος. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωσή της, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνηφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Προκειμένου, ειδικότερα, περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής περί κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 ΑΚ στοιχεία, και ακριβής περιγραφή του εν λόγω ακινήτου, δηλαδή ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, για να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται όμως για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις του ακινήτου και ο καθ' όρια προσανατολισμός του (ΑΠ 493/2007). Εξάλλου, η αοριστία της αγωγής η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, ελέγχεται ως πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσεώς του σχετικά με τη νομική επάρκεια της αγωγής αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος για την θεμελίωση του δικαιώματος, ή αν αντιθέτως αρκέστηκε σε λιγότερα. Η ποσοτική όμως ή ποιοτική αοριστία της αγωγής ελέγχεται κατά τους αριθμούς 8 και 14 του ίδιου άρθρου, οι δε δικονομικές της ελλείψεις που καθιστούν άκυρο ή απαράδεκτο το δικόγραφό της ελέγχονται κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη ισχυρίστηκε με την ένδικη διεκδικητική αγωγή της, ότι κατά παράγωγο τρόπο, ήτοι με γονική παροχή από τη μητέρα της Π. σύζ. Δ. Α. που καταρτίστηκε συμβολαιογραφικώς το έτος 2001 και μεταγραφή του τίτλου, έχει αποκτήσει την πλήρη κυριότητα ενός αγροτικού ακινήτου, εκτάσεως 793,79 τ.μ., που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του δημοτικού διαμερίσματος Καστορείου του Δήμου Πελλάνας Λακωνίας στην ειδικότερη θέση "Κάρδαρη", το οποίο είχε περιέλθει στη μητέρα της κατά μεν το 1/ 4 εξ αδιαιρέτου με γονική παροχή από τη δική της μητέρα Ζ. χήρα Ν. Κ. το γένος Α. Π., που καταρτίστηκε συμβολαιογραφικώς το έτος 1990 και μεταγράφηκε ο τίτλος, και κατά τα 3/ 4 εξ αδιαιρέτου από κληρονομία εξ αδιαθέτου του πατέρα της Ν. Κ., που αποβίωσε το έτος 1983 και συνεχή έκτοτε άσκηση της νομής του μέχρι και το έτος 1990, στον δε πατέρα της είχε περιέλθει το έτος 1938 με παραχώρηση από το Ελληνικό Δημόσιο ως αγροτικός κλήρος και συνεχή έκτοτε μέχρι το θάνατό του, το έτος 1983, άσκηση της νομής του, και ότι το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον Σωματείο, το οποίο έχει συνεχόμενη προς βορρά ιδιοκτησία περί τα τέλη του έτους 1993 επεξέτεινε προς νότο την ιδιοκτησία του και κατέλαβε από το ακίνητό της αυτό ένα τμήμα του εκτάσεως 418,81 τετ. μέτρων, όπως αυτό λεπτομερώς περιγράφεται στην αγωγή, το προσάρτησε στην δική του συνεχόμενη προς βορρά ιδιοκτησία και ανήγειρε επ' αυτού ισόγειο κτίσμα επιφάνειας 50 τετ. μέτρων. Ζήτησε δε να αναγνωριστεί η κυριότητά της στο επίδικο τμήμα και να υποχρεωθεί ο αναιρεσείων να της το αποδώσει. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη, ειδικότερα δε το εν λόγω τμήμα ακινήτου, όπως περιγράφεται στην αγωγή, κατά είδος, θέση, έκταση και όρια εξατομικεύεται επαρκώς, ώστε καμιά αμφιβολία να μην υπάρχει ως προς την ταυτότητά του, μη απαιτούμενων άλλων επιπλέον στοιχείων, αφού μάλιστα αρκεί ως προς την έκτασή του η αναφορά 418,81 τ.μ. Το Εφετείο, επομένως, που με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε ότι το επίδικο τμήμα "ειδικώς περιγράφεται στην αγωγή" και σιωπηρώς απέρριψε την περί αοριστίας ένσταση του αναιρεσείοντος, δεν έσφαλε. Επομένως, οι προβαλλόμενες με τον δεύτερο λόγο αναιρετικές αιτιάσεις από το άρθρο 559 αριθ. 1, 8 και 9 ΚΠολΔ, με την έννοια ότι α) αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από όσα απαιτεί το άρθρο 1094 ΑΚ για τη θεμελίωση της φερόμενης προς διάγνωση αξιώσεως της αναιρεσίβλητης, β) έλαβε προς τούτο υπόψη αγωγικούς ισχυρισμούς, που δεν διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αγωγής και γ) επιδικάστηκε κάτι που δεν ζητήθηκε, ελέγχονται ως αβάσιμες. Επειδή, κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της έφεσης και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το εφετείο, για να αποφασίσει, αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνον των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το Εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών.
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης αυτής (άρθρο 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.), προκύπτουν τα εξής: Προς αντίκρουση της ως άνω ένδικης διεκδικητικής αγωγής της ενάγουσας-αναιρεσίβλητης το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον Σωματείο πρόβαλε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου επικουρικώς, ήτοι για την περίπτωση που ήθελε κριθεί, ότι το επίδικο τμήμα ανήκει στον κλήρο του δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης, τον ισχυρισμό ότι στο επίδικο εδαφικό τμήμα απέκτησε κυριότητα με χρησικτησία. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό ως μη νόμιμο, με την αιτιολογία ότι μετά την ισχύ του α.ν. 431/1968 ο τρίτος μπορεί να αποκτήσει τη νομή ολόκληρου του κλήρου, όχι όμως τμήματος αυτού, γιατί έτσι επέρχεται ανεπίτρεπτη κατάτμησή του. Κατά το κεφάλαιο αυτό της απόρριψης του άνω ισχυρισμού ως μη νόμιμου, η υπόθεση δεν μεταβιβάστηκε στο Εφετείο. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8, όπως εκτιμάται (και όχι από τον αριθμό 9 που αναγράφεται στο αναιρετήριο) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο το αναιρεσείον αιτιάται ότι το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και την απόρριψη της ένστασής του περί καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος, δεν έλαβε υπόψη την ένστασή του περί ιδίας κυριότητας, που είχε προβάλλει πρωτοδίκως και είχε απορριφθεί ως μη νόμιμη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον ως προς το κεφάλαιο αυτό η υπόθεση δεν είχε μεταβιβαστεί στο Εφετείο. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16-11-2010 αίτηση του Σωματείου με την επωνυμία "Σύλλογος Βορειοδημοτών Σπάρτης Ο ΠΥΡΝΟΚΟΚΑΣ" για αναίρεση της 427/2009 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή