Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 182 / 2014    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Παραγραφή αξιώσεων, Επίδομα εορτών, Επίδομα αδείας.




Περίληψη:
Δημόσιο, διετής παραγραφή αξιώσεων για μισθούς. Η υποχρέωση αυτεπάγγελτης διάγνωσης από το δικαστήριο της ουσίας, εφ΄ όσον τα σχετικά περιστατικά τίθενται ενώπιον αυτού, δεν ανάγεται στη δημόσια τάξη. Απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης, αν ο σχετικός ισχυρισμός δεν είχε προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας. Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, το απαράδεκτο κάμπτεται, διότι η παραβίαση των περί παραγραφής διατάξεων προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης.




Αριθμός 182/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2 Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 12η Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νομίμως από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Εμμανουέλας Πανοπούλου, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Α. Α., 2) Δ. Α., 3) Ν. Δ. - Ν., 4) Θ. Ν., 5) Ε. Ε., 6) Φ. Ζ., 7) Α. Μ., 8) Ζ. Μ., 9) Δ. Μ., 10) Δ. Λ., 11) Ι. Κ., 12) Θ. Κ., 13) Ε. Κ., 14) Α. Κ., 15) Σ. Κ., 16) Σ. Κ., 17) Α. Κ., 18) Ε. - Ε. Κ., 19) Ε. Κ., 20) Μ. Κ., 21) Β. Κ., 22) Α. Κ., 23) Σ. Γ., 24) Α. Γ., 25) ’. Α., 26) Ε. Α., 27) Δ. Α., 28) Μ. Α., 29) Λ. Μ., 30) Π. Μ., 31) Ν. Μ., 32) Β. - Σ. Π., 33) Α. - ’. Π., 34) Κ. Χ., 35) Β. Π., 36) Ε. Π., 37) Β. Λ., 38) Μ. Κ., 39) Ε. Α., 40) Μ. Κ., 41) Σ. Σ., 42) Α. Π., 43) Ε. Ο., 44) Α. Λ., 45) Ε. Κ., 46) Κ. Κ., 47) Μ. Γ., 48) Α. - Α. Α., 49) Α. Χ., 50) Ε. Π., 51) Η. Μ., 52) Ε. Τ. και 53) Α. Β., κατοίκων, ως εκ της υπηρεσίας τους, ... που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Βερβεσού, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-12-2003 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 1118/2006 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 6884/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 14-10-2011 αίτησή του. Ήδη εκδόθηκε η 1157/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου που κήρυξε τη συζήτηση απαράδεκτη. Την υπόθεση επανέφεραν προς συζήτηση οι αναιρεσίβλητοι, με την από 10-9-2012 κλήση τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Χριστόφορος Κοσμίδης ανέγνωσε την από 16-5-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση, μέσα στα όρια του μοναδικού λόγου αυτής.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 90 παρ.3 του ν. 2362/1995 περί δημοσίου λογιστικού, ελέγχου δαπανών του Κράτους κλπ, "Η απαίτηση οποιουδήποτε των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από τη γένεση της". Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 91 εδ.α' του ίδιου νόμου, "Με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης του νόμου αυτού, η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι με την πρώτη ρυθμίζεται ειδικά το θέμα της παραγραφής των αξιώσεων των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις και ορίζεται ως χρονικό σημείο έναρξης αυτής η γένεση μιας εκάστης. Η διάταξη του άρθρου 90 παρ.3 είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ.α' του ανωτέρω νόμου, με την οποία ρυθμίζεται γενικά η έναρξη του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του Δημοσίου, τοποθετούμενη στο τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. Αυτό συνάγεται σαφώς από τη ρητή επιφύλαξη, που διατυπώνεται στο άρθρο 91 εδ.α', ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων, όπως αυτή του άρθρου 90 παρ.3, η οποία, κατά συνέπεια, κατισχύει της γενικής διάταξης (ΑΕΔ 32/2008, ΟλΑΠ 29/2006, ΑΠ 372/2010).
2.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 94 του ν. 2362/1995, "Η παραγραφείσα απαίτηση κατά του Δημοσίου δεν αντιτάσσεται για συμψηφισμό. Κάθε ποσό που κατέβαλε το Δημόσιο μετά την παραγραφή της απαιτήσεως κατ' αυτού, έστω και αν γνώριζε την παραγραφή, δικαιούται να το αναζητήσει. Παραίτηση του Δημοσίου από τη συμπληρωμένη παραγραφή ή η με οποιονδήποτε τρόπο αναγνώριση απ' αυτό της παραγεγραμμένης απαιτήσεως είναι άκυρη. Η παραγραφή λαμβάνεται υπ' όψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια". Η έννοια της τελευταίας από τις εν λόγω διατάξεις είναι ότι για να λάβει το δικαστήριο υπ' όψη οίκοθεν, δηλαδή χωρίς την υποβολή σχετικού ισχυρισμού εκ μέρους του Δημοσίου, την παραγραφή της απαιτήσεως, η οποία κατάγεται σε δίκη από κάποιο δικαιούχο, πρέπει και αρκεί να έχουν τεθεί ενώπιον αυτού τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνάγεται αφ' ενός η γέννηση της αξίωσης και, εντεύθεν, η έναρξη του χρόνου της παραγραφής κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη (βλ. παραπάνω, αρ.1) και αφ' ετέρου η συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, που είναι ζήτημα απλής εφαρμογής του εν χρήσει ημερολογίου, πριν από την άσκηση της αξίωσης, ήτοι, κατά το συνήθως συμβαίνον, πριν από την επίδοση της σχετικής αγωγής.
3.
Κατά το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση ή γ) για ισχυρισμό που αφορά στη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι στην αναιρετική δίκη ελέγχεται η νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση, που όφειλε να λάβει υπ' όψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των αναιρετικών λόγων του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναιρέσεως είχε προταθεί στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και αν ο εν λόγω ισχυρισμός θα μπορούσε να ερευνηθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος προτάσεώς του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν η προβολή του ήταν παραδεκτή και νόμιμη (ΟλΑΠ 15/2000, ΑΠ 111/2009). Εξ άλλου, ο όρος "δημόσια τάξη" υποδηλώνει τον κανόνα αναγκαστικού δικαίου, που τέθηκε για εξυπηρέτηση γενικού σκοπού ή του συμφέροντος της κοινωνίας, η εφαρμογή του οποίου δεν μπορεί να αποκλεισθεί με την ιδιωτική βούληση (ΟλΑΠ 274/1971).
4.
Στην προκειμένη περίπτωση, το αναιρεσείον, με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως, υπό την επίκληση του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, αποδίδει στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, την πλημμέλεια της παραβιάσεως ουσιαστικών διατάξεων και ειδικότερα αυτών των άρθρων 90 παρ.3 και 94 εδ. δ' του ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού", γιατί, αν και οι ένδικες απαιτήσεις των αναιρεσιβλήτων, οι οποίες επιδικάσθηκαν σ' αυτούς, αφορούσαν αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για το έτος 2001 και κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής είχαν υποκύψει στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ.3 του ως άνω νόμου, πράγμα το οποίο λαμβάνεται υπ' όψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, εν τούτοις η αγωγή έγινε δεκτή, χωρίς το δικαστήριο της ουσίας να λάβει υπ' όψη, όπως είχε αυτεπάγγελτη υποχρέωση, την εν λόγω παραγραφή. Με το περιεχόμενο αυτό και σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο, η ένδικη αίτηση είναι απορριπτέα, ως απαράδεκτη, διότι δεν αναφέρεται σ' αυτήν ότι ο εν λόγω, περί παραγραφής, ισχυρισμός προβλήθηκε στο δικαστήριο, που δίκασε κατ' έφεση, άσχετα προς το αν λαμβάνεται υπ' όψη και αυτεπάγγελτα, καθόσον αυτός δεν αφορά στη δημόσια τάξη, με την ανωτέρω έννοια, αλλά (αφορά) στις (ιδιωτικού δικαίου) σχέσεις μεταξύ του Δημοσίου και μισθωτών αυτού (ΑΠ 1813/2011). Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως, που είχε ασκήσει το αναιρεσείον κατά της πρωτόδικης απόφασης, τέτοιος ισχυρισμός δεν είχε προβληθεί για τα κονδύλια των αποδοχών και του επιδόματος αδείας έτους 2001, αλλά μόνο γι' αυτά των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα του έτους 2001, ως προς τα οποία (σύμφωνα και με τις αναλυτικές παραδοχές που αναφέρονται στην επόμενη σκέψη) έγινε δεκτός.
5.
Κατά τη γνώμη, όμως, ενός μέλους του δικαστηρίου και συγκεκριμένα του εισηγητή αρεοπαγίτη Χριστόφορου Κοσμίδη, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως θα έπρεπε να θεωρηθεί παραδεκτός, διότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εμπίπτει στην εξαιρετική ρύθμιση που γίνεται στο άρθρο 562 παρ.2 περ.β' ΚΠολΔ. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που έκρινε επί εφέσεως κατά της 1118/2006 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσίβλητοι), επικαλούμενοι με την ένδικη, από 18-12-2003 (ημερομηνία καταθέσεως) αγωγή αυτών διαδοχικές συμβάσεις με το εναγόμενο (ήδη αναιρεσείον), οι οποίες κατ' επίφαση χαρακτηρίζονταν ως συμβάσεις έργου, ενώ στην πραγματικότητα συνιστούσαν συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ζήτησαν την καταψήφιση του τελευταίου στην καταβολή προς ένα έκαστο εξ αυτών του αναλογούντος χρηματικού ποσού (όπως προσδιοριζόταν στους σχετικούς πίνακες που επισυνάπτονται στην αγωγή) για δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων και για αποδοχές αδείας και επιδόματος αδείας κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2001 έως 31-12-2002, κυρίως μεν με βάση τις συμβάσεις εργασίας που κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό υφίσταντο μεταξύ τους, επικουρικώς δε με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εφ' όσον ήθελε κριθεί ότι αυτές ήσαν άκυρες. Ότι οι ενάγοντες είχαν απασχοληθεί, πράγματι, στο εναγόμενο κατά το ένδικο χρονικό διάστημα για την εισαγωγή στοιχείων στο σύστημα μηχανοργάνωσης του Κέντρου Πληροφορικής του Υπουργείου Οικονομικών (ΚΕΠΥΟ) ή για την επαλήθευση των στοιχείων αυτών. Ότι η σχέση που τους συνέδεε με το εναγόμενο ήταν αυτή της παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλην, όμως, οι συμβάσεις τους ήσαν άκυρες, λόγω αντίθεσης προς τις διατάξεις του άρθρου 103 του ισχύοντος Συντάγματος. Ότι, παρά την ακυρότητα, οι ενάγοντες δικαιούνταν ευθέως εκ του νόμου (άρθρα 3 του α.ν. 539/1945, 3 παρ.16 του ν. 4504/1966, 1 παρ.1 του ν. 1082/1980 και ΥΑ 19040/1981) τις αιτούμενες παροχές. Ότι από το χρόνο γέννησης των αξιώσεων για δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων του έτους 2001 μέχρι την επίδοση της ένδικης αγωγής, που έγινε την 18-12-2003, είχε παρέλθει διετία. Κατόπιν αυτών, το Πολυμελές Πρωτοδικείο έκανε δεκτή την περί παραγραφής ένσταση του αναιρεσείοντος και, αφού εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση του Ειρηνοδικείου με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την αγωγή ως προς τις αξιώσεις για δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων του έτους 2001 και την έκανε δεκτή ως προς το υπόλοιπο μέρος, δεδομένου του ότι η περί παραγραφής ένσταση δεν αναφερόταν στις λοιπές αξιώσεις που είχαν γεννηθεί εντός του έτους 2001. Από τις παραδοχές αυτές, όμως, προκύπτει ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, αν και έλαβε υπ' όψη ότι στο αντικείμενο της δίκης, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονταν και οι αξιώσεις για επίδομα αδείας και αποδοχές χορηγηθείσας άδειας του έτους 2001, που κατά νόμο είχαν γεννηθεί, αντιστοίχως, κατά την 1η Ιουλίου και κατά την έναρξη της ήδη χορηγηθείσας άδειας και ότι από το χρονικό σημείο της γέννησης μιας εκάστης εξ αυτών είχε παρέλθει διετία μέχρι την άσκηση της αγωγής (18-12-2003), παρέλειψε να εφαρμόσει τις προαναφερθείσες ουσιαστικές διατάξεις περί παραγραφής των μισθολογικών αξιώσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου, προς τις οποίες όφειλε αυτεπαγγέλτως να συμμορφωθεί, δεδομένου του ότι τα ως άνω περιστατικά όχι μόνο είχαν προβληθεί ενώπιον αυτού με το εισαγωγικό δικόγραφο, αλλά και περιλαμβάνονταν μεταξύ των παραδοχών του. Αν τις είχε εφαρμόσει, θα έπρεπε να έχει απορρίψει αυτεπαγγέλτως ως παραγραμμένη, ήτοι κατ' ουσίαν αβάσιμη, την αγωγή και κατά το μέρος που αναφερόταν στις εν λόγω απαιτήσεις του έτους 2001. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να λάβει υπ' όψη αυτεπαγγέλτως την παραγραφή και για τις αξιώσεις αυτές, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν συμπεριληφθεί στη σχετική ένσταση του αναιρεσείοντος ως εναγομένου και εκκαλούντος και με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, θα έπρεπε να θεωρηθεί παραδεκτός, διότι στηρίζεται σε παράλειψη που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και βάσιμος, διότι αποδεικνύεται από τα διαδικαστικά έγγραφα.
6.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στην προνομιακά μειωμένη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με το βάσιμο αίτημα αυτών.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14-10-2011 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου περί αναιρέσεως της 6884/2010 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. -Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον στην πληρωμή τριακοσίων (300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 13η Δεκεμβρίου 2013. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 24η Ιανουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή