Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1613 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αποδεικτικά μέσα, Βεβαίωση ένορκη, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Κοινοπραξία, Χρησικτησία.




Περίληψη:
559 αρ.1 Έλλειψη νόμιμης βάσης. Δεν υφίσταται επί ελλείψεως στην αιτιολόγηση των αποδείξεων. Απόκτηση κυριότητας παραγωγής με κληρονομική διαδοχή και πρωτοτύπως με έκτακτη χρησικτησία. Ένσταση ιδίας κυριότητας 173 και 200 ΑΚ ερμηνεία δικαιοπραξιών. Ανέλεγκτη κρίση περί ασάφειας ή μη. Οι επάλληλες και ως εκ περισσού αιτιολογίες δεν επιστηρίζουν το διατακτικό και δεν υπόκεινται αυτοτελώς αναίρεση. Οι ένορκες βεβαιώσεις, ως αποδεικτικά μέσα, δεν είναι έγγραφα και δεν υπόκεινται στην αναιρετική πλημμέλεια του 559 αρ. 20. Αδίκαστη αίτηση. Δεν θεωρείται η σιωπηρώς απορριφθείσα βάση εφόσον στο διατακτικό αναφέρεται ότι απορρίφθηκε, στο σύνολο της η αγωγή. Η σιωπηρώς απορριφθείσα βάση καλύπτεται από το δεδικασμένο, 11 παρ. γ 559 προϋποθέσεις. Οι γνωμοδοτήσεις του 390 είναι έγγραφα. Η άποψη περί διαφορετικής εκτίμησης αποδεικτικών μέσων πλήττει την ουσία.




Αριθμός 1613 /2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειουσών - καλουσών: 1) Π. συζ. Ε. Π., το γένος Σ. Π., κατοίκου ... και 2) Α. συζ. Ν. Κ., το γένος Σ. Π., κατοίκου ..., οι οποίες παραστάθηκαν με την πληρεξουσία δικηγόρο τους Αλεξάνδρα Σιούλη.
Της αναιρεσίβλητης: Μ. χας Σ. Κ., το γένος Μ. Μ. ή Μ., η οποία απεβίωσε, όπως αναφέρετε στην από 8/12/2011 κλήση και κληρονομήθηκε από τους καθών η κλήση: 1) Ι. Μ. του Σ. και 2) Ε. Μ. του Σ., κατοίκων ..., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γρηγόριο Παπαδογιάννη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/7/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 22/1468/ΜΤ/88/2005 του ιδίου Δικαστηρίου και 407/2007 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 26/7/2010 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 22/11/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η από 26/7/2010 αίτηση για αναίρεση της 407/2007 απόφασης του Εφετείου Κρήτης μόνο ως προς τον πρώτο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο αναίρεσης και να απορριφθεί ως προς τους υπόλοιπους λόγους αυτής.
Η πληρεξουσία των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1846, 1193, 1195, 1198 και 1195 ΑΚ προκύπτει ότι παράγωγο τρόπο μεταβιβάσεως επί ακινήτου αποτελεί και η καθολική διαδοχή, από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, εφόσον ο κληρονομούμενος ήταν κύριος του ακινήτου κατά τον χρόνο του θανάτου του και ο κληρονόμος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ' αυτόν κληρονομιά, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών (ΑΠ 1258/2013). Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045 και 1051 ΑΚ, για την κτήση κυριότητας του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή, με καθολική ή με ειδική διαδοχή, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής (η οποία χρειάζεται για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία) αποτελούν όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς πάνω σ' αυτά πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό τους, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του. Ως πράξεις νομής θεωρούνται, μεταξύ άλλων και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η δενδροφύτευση, η φύλαξη, η οριοθέτηση και εφόσον πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο, η αποδοχή της κληρονομιάς και η μεταγραφή της, καθώς και η καταβολή του οικείου φόρου (ΑΠ 1258/2013, ΑΠ 847/2013, ΑΠ 92/2013). Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεων που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά (ΑΠ 1022/2013, ΑΠ 834/2013). Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται (διατυπώνεται) με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας του (ΑΠ 1126/2013, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 481/2013) Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 846/2013, ΑΠ 568/2013, ΑΠ 567/2013, ΑΠ 496/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιον του, με επίκληση, νομίμως προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ως προς την ασκηθείσα από τις αναιρεσείουσες αναγνωριστική, κυριότητας ακινήτου, αγωγή τους, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με το .../23-7-1963 "προικοσύμφωνο" συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Σπύρου Ανδρουλιδάκη, που μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Ρεθύμνου, με αύξοντα αριθμό .../18-3-1965, η Α. χήρα Μ. Μ., το γένος Γ. Σ. (γιαγιά των εναγουσών και μητέρα της εναγόμενης) συμφώνησε με τον αντισυμβαλλόμενο Σ. Π. λόγω του επικείμενου γάμου του με την κόρη της Δ. (μητέρα των εναγουσών) ότι συνιστά υπέρ αυτής αδιατίμητη προίκα και ότι μεταβιβάζει σ' αυτόν για τον λόγο αυτό: 1) ...... 2) στη θέση "..." του χωριού Πρίνε Ρεθύμνου αγρό έκτασης ενός στρέμματος με δέκα ελαιόδενδρα, πέντε χαρουπιές και πέντε βελανιδιές, ο οποίος συνορεύει με δρόμο και ιδιοκτησίας κληρονόμων Α. Κ. και Ε. Π., τούτο αποκαλείται και "έξω σώχωρο" και 3) στη θέση "Μέσα σώχωρο-..." αγρό μισού στρέμματος με τρία ελαιόδεντρα, δύο χαρουπιές και τρεις βαλανιδιές, ο οποίος συνορεύει με τους ίδιους πλησιαστές και με ιδιοκτησία κληρονόμων Χ. Σ.. Όμως τα πιο πάνω προικώα ακίνητα ουδέποτε παραδόθηκαν στον προικολήπτη και στην κόρη της προικοδότριας Δ. Π.-Μ. υπέρ της οποίας συστήθηκε η προίκα. Τούτο διότι τα ακίνητα αυτά ήδη από το έτος 1954 είχαν παραχωρηθεί με άτυπη δωρεά από την προικοδότρια στην κόρη της Μ. Κ. (εναγόμενη). Η κατοχή των ακινήτων αυτών από την εναγόμενη προκύπτει και από το με αριθμό .../1965 συμβόλαιο δωρεάς του τότε συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Σπύρου Ανδρουλιδάκη, το οποίο μεταγράφηκε στα βιβλία του προαναφερόμενου υποθηκοφυλακείου με αύξοντα αριθμό .../10-3-1965. Με το συμβόλαιο αυτό η μητέρα της εναγόμενης παραχώρησε σ' αυτήν την ψιλή κυριότητα του στη θέση "...", του χωριού Πρίνε Ρεθύμνου ακινήτου της, έκαστης δύο στρεμμάτων με δέκα μικρομέγαλα ελαιόδενδρα, δέκα μικρές χαρουπιές και δεκαπέντε μικρομέγαλα βελανίδια. Κατά την περιγραφή του ακινήτου αυτού (έξω σώχωρο), στο ως άνω συμβόλαιο γινόταν μνεία ότι αυτό συνόρευε μεταξύ των άλλων, και με ακίνητο ιδιοκτησίας της ως άνω δωρήτριας, το οποίο κατείχε η εναγόμενη ("όπερ και κατέχει η θυγάτηρ της Μ."), το οποίο όμορο ακίνητο όπως συνάγεται και δεν αμφισβητείται ήταν το επίδικο ("μέσα σώχωρο"). Η αναφορά αυτή ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, γιατί κατά τον χρόνο σύνταξης του πιο πάνω δωρητηρίου συμβολαίου (1961), δεν είχαν δημιουργηθεί έριδες μεταξύ της εναγόμενης και της αδελφής της (μητέρα των εναγουσών) για τα πιο πάνω ακίνητα, ώστε να θεωρηθεί ότι σκόπιμα έγινε η παραπάνω αναφορά, δηλαδή περί κατοχής από την εναγόμενη του σήμερα επιδίκου ακινήτου. Μετά την σύνταξη του προαναφερόμενου .../23-7-1963 προικοσύμφωνου συμβολαίου δημιουργήθηκαν έριδες μεταξύ των οικογενειών της εναγόμενης και της αδελφής της, δικαιοπαρόχου των εναγουσών, ως προς την κυριότητα των ακινήτων στην θέση "...". Ειδικότερα μετά από την από 12-12-1969 μήνυση του αγροφύλακα Α' Αγρονομείου Ρεθύμνης, Σ. Χ. κατά του Β. Π. (αδελφός του πατέρα των εναγουσών), αυτός κηρύχθηκε ένοχος για αγροζημία σε ιδιοκτησία της εναγόμενης στη θέση "...". Ειδικότερα όπως έγινε δεκτό με την απόφαση αυτή ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος του ότι την 8-9 Δεκεμβρίου του έτους 1969 για πρώτη φορά έδεσε τα πρόβατα του στο κτήμα της παθούσας, το οποίο νέμεται και εξουσιάζει συνεχώς για 16 χρόνια και προξένησε ζημία στον ελαιόκαρπο και χόρτο της παθούσας. Εξάλλου τα αυτά δέχθηκε και το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνου, με την 302/1970 απόφαση του, που δίκασε, και απέρριψε την έφεση του πιο πάνω καταδικασθέντος κατά της απόφασης του ως άνω Αγρονόμου. Στη συνέχεια ο πιο πάνω καταδικασθείς υπέβαλε μήνυση για ψευδή καταμήνυση κατά του μηνυτή αγροφύλακα και ψευδορκία κατά της εναγόμενης και του μάρτυρα της στην πιο πάνω ποινική δίκη Ε. Κ..
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρεθύμνου με το υπ' αριθμ. 1970 βούλευμα του αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία κατά των πιο πάνω, υιοθετώντας την ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση, στην οποία αναφέρονταν μεταξύ των άλλων ότι το κτήμα που έγινε η αγροζημία ήτοι το στη θέση "..." του Πρίνε Ρεθύμνης ανήκε στην εναγόμενη, η οποία "... ενέμετο αυτό από πολλά έτη αποκτήσασα την κυριότητα τούτου παρά της μητρός της, δυνάμει του υπ' αριθμ. .../16-6-1961 δωρητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Ρεθύμνης Σπυρίδωνος Ανδρουλιδάκη, νομίμως μεταγεγραμμένου". Όμως η μητέρα των εναγουσών στην από 18-3-1970 προανακριτική της κατάθεση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Ρεθύμνης, ισχυρίζεται ότι το κτήμα στη θέση "..." είναι δύο τεμάχια εκ των οποίων το δικό της είναι το μικρό (τμήμα), το οποίο περιήλθε σ' αυτή με προικοσύμφωνο και ότι έκτοτε το νέμεται και το κατέχει και ότι στο τεμάχιο αυτό ο αδελφός του συζύγου της (Β. Π.) είχε βάλει τα ζώα, αποδεχόμενη προφανώς ότι το άλλο τεμάχιο, δηλαδή το μεγάλο ανήκε στην εναγόμενη αδελφή της. Το μικρό τεμάχιο είναι το επίδικο, όπως συνάγεται ανενδοίαστα από τους ισχυρισμούς των διαδίκων και δεν τίθεται περί αυτού θέμα, όπως δέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Το επίδικο προικώο ακίνητο ("μέσα σώχωρο")όπως προαναφέρθηκε, το κατείχε η εναγόμενη από το έτος 1854 νέμονταν δε αυτό ασκώντας τις πράξεις νομής που προσιδιάζουν στην φύση του, με την θέληση να είναι κυρία. Συγκεκριμένα αυτή φρόντιζε τα σ' αυτό υπάρχοντα ελαιόδενδρα και συνέλεγε τον ελαιόκαρπο, καθώς και τα χαρούπια και τα βελανίδια από τις σ αυτό υπάρχουσες χαρουπιές και βελανιδιές. Αυτά αποδεικνύονται όχι μόνο από τις καταθέσεις των μαρτύρων της στις σχετικές ένορκες καταθέσεις, αλλά και από αυτήν της μάρτυρας ανταπόδειξης (κόρη της), η οποία ήταν σαφής και κατηγορηματική ως προς την νομή της μητέρας της επί του επιδίκου, καθ' όλο το χρονικό διάστημα από το έτος 1954 και μετά, πολλά από τα οποία γνωρίζει εξ ιδίας αντίληψης, καθότι τα βίωσε από μικρή, δεδομένου ότι αυτή γεννήθηκε το έτος 1959. Αντίθετα ο μάρτυρας απόδειξης, σύζυγος της δεύτερης ενάγουσας, στην κατάθεσή του αναφέρεται κυρίως στο χρονικό διάστημα της δεκαετίας του έτους 1990 και μετά, που έχει ιδίαν αντίληψη ενώ για το προηγούμενο χρονικό διάστημα επικαλείται διηγήσεις των εναγουσών. Ειδικότερα όπως κατέθεσε ο μάρτυρας αυτός από δεκαετίας συλλέγει τον ελαιόκαρπο και περιποιείται τα ελαιόδενδρα του επιδίκου, το οποίο σημειωτέον οι ενάγουσες συμπεριέλαβαν στην φορολογική δήλωση τους του έτους 1997. Όσον αφορά όμως για το χρονικό διάστημα πριν από το έτος 1990 δεν αποδείχθηκαν πράξεις νομής των εναγουσών στο επίδικο, οι περί τούτου ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της είναι αντιφατικές και ως εκ τούτου μη πειστικές. Ειδικότερα ο μεν Ν. Μ. κατέθεσε ότι αυτός βοηθούσε τις ενάγουσες στην συλλογή των καρπών, ο δεν Ν. Π. ότι καλλιεργούσε το επίδικο για λογαριασμό των εναγουσών, ενώ η Ε. Β. κατέθεσε ότι οι ίδιες οι ενάγουσες συνέλεγαν τους καρπούς (ελαιόκαρπο, βελανίδια, χαρούπια).Ειδικότερα η κατάθεση αυτή δεν κρίνεται πειστική γιατί κατά το αναφερόμενο από τη μάρτυρα αυτή χρονικό διάστημα, οι ενάγουσες (ορφανές από μητέρα από το έτος 1979), ήταν μόλις 15 και 14 ετών αντίστοιχα έγκλειστες στο οικοτροφείο της ΧΕΝ (1979-1983) και ήταν δύσκολο να κάνουν τις πιο πάνω εργασίες τα Σαββατοκύριακα, ενώ δεν υπήρχε δυνατότητα βοηθείας τους από τον πατέρα τους, γιατί αυτός ήταν έγκλειστος στη φυλακή μέχρι και το έτος 1982.
Ενόψει όλων αυτών αφού η εναγόμενη κατέχει και νέμεται το επίδικο από το έτος 1954 με την θέληση να είναι κυρία ασκώντας τις προαναφερόμενες πράξεις νομής που προσιδιάζουν στην φύση, του, κατέστη κυρία αυτού ήδη από το έτος 1974.
Συνεπώς τόσο κατά τον χρόνο θανάτου των δικαιοπαρόχων των εναγουσών ήτοι της μητέρας τους (1979) και του πατέρα τους (1987), όσο και κατά τον χρόνο σύνταξης της .../5-3-1998 δήλωσης των εναγουσών περί αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Μίχου, που περιλάμβανε και το επίδικο ακίνητο, ανήκε κατά κυριότητα στην εναγόμενη. Την κρίση αυτή ενισχύει και το από 3-11-1992 ιδιωτικό συμφωνητικό ανταλλαγής ακινήτων μεταξύ των διαδίκων στο οποίο αναφέρουν ότι αφενός η εναγομένη μεταβιβάζει στις ενάγουσες το 1/5 εξ αδιαιρέτου του στη θέση ... ακινήτου (οικοπέδου) εμβαδού 94,51 τ.μ. μετά της αυτής υπάρχουσας οικοδομής, 50,95 τ.μ. αφετέρου οι ενάγουσες, μεταβιβάζουν στην εναγόμενη ένα αγρό στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας Πρινέ-Ρεθύμνης. Σημειωτέον ότι οι διάδικοι συμφωνούν ότι με το πιο πάνω ιδιωτικό συμφωνητικό δεν συμφωνήθηκε η ανταλλαγή ακινήτων, όπως αναφέρεται σ' αυτό, αλλά ουσιαστικά, όσον αφορά στην υπό κρίση υπόθεση, έγινε αναγνώριση της κυριότητας της εναγόμενης σε ακίνητο που βρίσκεται στη θέση "..." πλην όμως διαφωνούν ως προς το για ποιο ακίνητο επρόκειτο, το "έξω σώχωρο" που υποστηρίζουν οι ενάγουσες ή το επίδικο (μέσα σώχωρο) που ισχυρίζεται η εναγόμενη. Δεδομένου ότι το κείμενο του συμφωνητικού αυτού είναι ασαφές, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ενάγουσες ήθελαν να δηλώσουν ότι δεν έχουν και δεν διεκδικούν οποιοδήποτε δικαίωμα σε όλο γενικά το κτήμα της θέση "...". Σε διαφορετική περίπτωση θα φρόντιζαν να διευκρινίσουν για ποιο τμήμα πρόκειται, δεδομένου ότι με δική τους επιμέλεια και όχι της εναγόμενης συντάχθηκε το συμφωνητικό αυτό" Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή των αναιρεσειουσών, δεχθέν ως ουσιαστικά βάσιμη, την κατ' αυτής υποβληθείσα ένσταση ιδίας κυριότητας της εναγομένης και αρχικά αναιρεσίβλητης Μ. Κ., στη θέση της οποίας λόγω θανάτου της, είχαν υπεισέλθει οι καθών η κλήση εκ διαθήκης κληρονόμοι της και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση των πρώτων κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της μη αποκτήσεως από τις αναιρεσείουσες της κυριότητος του επιδίκου παραγώγως, αλλά ούτε και πρωτοτύπως, καθόσον στη δικαιοπάροχο μητέρα τους και αδελφή της εναγομένης στην οποία το 1963 είχε μεταβιβαστεί με προικοσυμβόλαιο ουδέποτε παραδόθηκε και ούτε αυτή, ούτε ο μεταβιώσας σύζυγός της και πατέρας των εναγουσών άσκησαν πράξεις νομής στο επίδικο, ώστε να καταστούν κύριοι και να μεταβιβασθεί η κυριότητα με κληρονομική διαδοχή, στις αποδεχθείσες και μεταγράψασες την κληρονομικά τους ενάγουσες, οι οποίες ούτε με έκτακτη χρησικτησία απέκτησαν κυριότητα, αφού οι ίδιες και οι δικαιοπάροχοι γονείς τους, δεν νεμήθηκαν το επίδικο επί τόσο διάστημα ώστε να αποκτήσουν δικαιώματα, καθόσον η προκύψασα μετά το 1990 διενέργεια, από αυτές (αναιρεσείουσες) μεμονωμένων πράξεων νομής, δεν ήταν ικανή προς τούτο σε αντίθεση με την εναγομένη - αναιρεσίβλητη και ασκούσε στο επίδικο πράξεις νομής από το 1974 και συνακόλουθα ήταν κυρία, τόσο κατά τους χρόνους θανάτου των γονέων των αναιρεσειουσών (1979 και 1987), όσο και κατά το χρόνο αποδοχής από αυτές της κληρονομιάς τους (1998). Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των προδιαληφθεισών, περί παραγώγου και πρωτοτύπου τρόπου αποκτήσεως κυριότητας, επί ακινήτου, διατάξεων και υποστηρίζουν τα αντίθετα και υπό την επίκληση της διατάξεων του αριθμού 19 ΚΠολΔικ πέμπτος λόγος της αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Με τον ίδιο λόγο, κατά το δεύτερο μέρος του και υπό την επίκληση της ίδιας διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν αιτιολογεί επαρκώς την κρίση του, για το γιατί η διενέργεια από την εναγομένη διακατοχικών πράξεων επί του επιδίκου ακινήτου ενισχύεται από το από 3.11.1992 ιδιωτικό και καταρτισθέν μεταξύ των διαδίκων, συμφωνητικό. Ο λόγος αυτός αφορά στην αξιολόγηση και εκτίμηση αποδεικτικού μέσου και σε έλλειψη αιτιολογίας του πορίσματος που εξήχθη από την εκτίμηση αυτή, και κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη είναι απαράδεκτός, αφού η εκτίμηση των αποδείξεων και ιδιαίτερα του περιεχομένου των εγγράφων είναι, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ ανέλεγκτη, ενώ η μη αιτιολόγηση του πορίσματος που εξήχθη από τις αποδείξεις δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, αφού μόνο τι αποδείχθηκε και όχι γιατί αποδείχθηκε, είναι αναγκαίο να εκτίθεται στην απόφαση, αρκεί το αποδεικτικό πόρισμα, όπως τούτο στην προκειμένη περίπτωση δεν αμφισβητείται, να εκτίθεται " διατυπώνεται" πλήρως και σαφώς. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος πέμπτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1α ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπράξεων. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 191/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ. 568/2013). Στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο, περιλαμβάνονται, όπως προεκτέθηκαν και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με τους οποίους ορίζεται ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθής βούληση, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, καθώς επίσης ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Το δικαστήριο παραβιάζει τους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες όταν, αν και ανελέγκτως διαπιστώνει, έστω και εμμέσως την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίες στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων και εντεύθεν την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας τους, παραλείπει να προσφύγει, για τη συμπλήρωση ή ερμηνεία τους, στις διατάξεις των πιο πάνω άρθρων ή προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και τη συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι δέχεται, επίσης ανελέγκτως, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας (ΑΠ 833/2013, ΑΠ 495/2013). Περαιτέρω οι επάλληλες αιτιολογίες που ως εκ περισσού διατυπώθηκαν στην απόφαση και δεν ήταν απαραίτητες για τη στήριξη του διατακτικού της δεν δημιουργούν δεδικασμένο, ούτε υπόκεινται αυτοτελώς σε αναίρεση (ΑΠ 255/2010, ΑΠ 1759/2008 ΑΠ 1851/2007).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης και κατά το πρώτο μέρος του και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεων του αριθμού 559 παρ.1α ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ή πλημμέλεια, ότι παρόλο που το Εφετείο διαπίστωσε, έστω και έμμεσα την ύπαρξη ασάφειας και αμφιβολίας ως προς τη βούληση της Α. Μ. στο υπ' αριθμ. .../1961 συμβόλαιο δωρεάς του συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Σπύρου Ανδρουλιδάκη, με το οποίο αυτή μεταβίβασε στην εναγομένη κόρη της, κατά ψιλή κυριότητα, ακίνητο, όμορο με το επίδικο, καθώς καις το υπ' αριθμ. .../1963 προικοσυμβόλαιο του ίδιου πιο πάνω συμβολαιογράφου, με το οποίο αυτή (Αμαλία Μ.) συνέστησε προίκα σε αγρό στη θέση "Μέσω σώχωρο ..." υπέρ του μέλλοντος συζύγου της κόρης της και μητέρας των εναγουσών, εν τούτοις παρέλειψε να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό ευθέως τις εν λόγω διατάξεις. Όμως από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι το Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, δεν διαπίστωσε, έστω και έμμεσα κενό ή αμφίβολο σημείο ως προς τις δηλώσεις των συμβληθέντων, στα συμβόλαιο αυτού, μερών. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός, κατά το ερευνώμενο μέρος του είναι αβάσιμος. Περαιτέρω με τον ίδιο λόγο της αναιρέσεως κατά το δεύτερο μέρος του και υπό την επίκληση της ίδιας διατάξεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ή πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν προσέφυγε στους πιο πάνω ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, παρόλο που διαπίστωσε την ύπαρξη κενού και αμφιβολίας στο περιεχόμενο του από 3.11.1992 ιδιωτικού συμφωνητικού. Όπως όμως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως το Εφετείο αφού κατέληξε στο πόρισμα ότι κυρία του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία είναι η εναγομένη, στη συνέχεια με επάλληλη σκέψη και ως εκ περισσού και με αιτιολογία του δεν ήταν απαραίτητη για την επιστήριξη του διατακτικού της αφού ήδη είχε εξαχθεί το αποδεικτικό πόρισμα εκτιμά προς ενίσχυση της κρίσης του και χωρίς τούτο να ήταν απαραίτητο το επίμαχο, ασαφές κατά περιεχόμενο, ιδιωτικό συμφωνητικό. Η αιτιολογία όμως αυτή, ούτε το διατακτικό επιστηρίζει, ούτε υπόκειται αυτοτελώς σε αναίρεση (ως αφορώσα σε επιχείρημα) και ενόψει τούτων ο ερευνώμενος λόγος κατά το δεύτερος μέρος του, πρέπει, ως αλυσιτελώς να απορριφθεί. Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολ.Δικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο τους ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο. Ως έγγραφα, η παραμόρφωση του περιεχόμενου των οποίων θεμελιώνει τον παραπάνω λόγο αναιρέσεως, νοούνται αυτά που προβλέπονται ως αποδεικτικά μέσα, στα άρθρα 339 και 432 του ΚΠολΔικ. Οι κατά τα άρθρα 270 παρ. 2 και 671 παρ. 2 ΚΠολΔικ ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, αποτελούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ξεχωριστό των κατά τις παραπάνω διατάξεις εγγράφων, πλέον δε μετά την τροποποίηση του άρθρου 339 ΚΠολΔικ, με το Ν. 3994/2011 περιλαμβάνονται τα κατά την διάταξη αυτή περιοριστικά απαριθμούμενα αποδεικτικά μέσα. Έτσι η τυχόν παραμόρφωση του περιεχομένου τους, ως μη αφορούσα σε έγγραφα κατά την παραπάνω έννοια, δεν ιδρύει τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο (ΑΠ 567/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της παραμορφώσεως του περιεχομένου των ληφθεισών νομίμως κατά το άρθρο 272 παρ. 2 ΚΠολΔικ ενώπιον του συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Ιωάννη Φαρμάκη οι δύο πρώτες και της συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Στυλιανής Κουμάντου η τρίτη, με επιμέλεια των αναιρεσειουσών εκκαλουσών και μετά την πρωτοβάθμια δίκη (άρθρα 519 ΚΠολΔικ) υπ' αριθμ. .../15.11.2005, .../1511.2005 και .../6.11.2006 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων Ν. Μ., Ε. Β. και Ν. Π.. Ο λόγος αυτός, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη είναι απαράδεκτος, καθόσον δεν αφορά σε " έγγραφο" κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 339 και 432 επ. Κ.Πολ.Δικ και ως εκ τούτου δεν πλήττεται με τον παραπάνω λόγο . Πρέπει λοιπόν ο λόγος αυτός να απορριφθεί.
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 9 εδ. γ' ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο άφησε αδίκαστη αίτηση. Ως " αίτηση" αφεθείσα αδίκαστη νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης, υπό οποιασδήποτε νόμιμη μορφή της, προστασίας, που προκαλεί αντίστοιχη εκκρεμοδικία (ΑΠ 1022/2013, ΑΠ 833/2013, ΑΠ 835/2013). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος αν επί περισσοτέρων αγωγικών βάσεων, το δικαστήριο με σκέψεις που αναφέρονται σε κάποιες από αυτές, απέρριψε καθ' ολοκληρίαν την αγωγή, καθ' όλες τις βάσεις της, καίτοι σιωπηρώς. Δηλαδή αν από το διατακτικό προκύπτει ότι η αίτηση δικαστικής προστασίας απορρίφθηκε στο σύνολό της, μολονότι δεν υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς όλα τα αιτήματα (σιωπηρή απόρριψη) δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως (ΑΠ 528/2009, ΑΠ 1586/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 9 εδ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση, ότι άφησε αδίκαστη την στηριζόμενη στην τακτική χρησικτησία επικουρική βάση της αγωγής. Πλην όμως από το προεκτεθέν περιεχόμενο της αποφάσεως και το διατακτικό της πρωτόδικης, που λόγω απορρίψεως της κατ' αυτής εφέσεως ενσωματώθηκε στην προσβαλλόμενη (ΑΠ 1259/2013, ΑΠ 568/2013, προκύπτει ότι η αγωγή απορρίφθηκε στο σύνολό της, ήτοι και κατά την επίμαχη επικουρική της βάση, μολονότι στο σκεπτικό δεν υπάρχει ειδική προς τούτο αιτιολογία [σιωπηρή απόρριψη] (ΑΠ 528/2009, ΑΠ 1586/2012). Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 ΑΚ και ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών (ΑΠ 835/2013, ΑΠ 483/2013) . Καμιά ωστόσο διάταξη δεν εκβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη (μάρτυρες, έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις κλπ) - ΑΠ 1259/2013, ΑΠ 197/2013 -. Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (ΟλΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (ΟλΑΠ 13-14-15/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 1127/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 495/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεων του αριθμού 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι αναιρεσείουσες ενάγουσες νόμιμα, μεταξύ άλλων επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν με τις προτάσεις, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, από τα οποία προέκυπτε η διενέργεια από αυτές πράξεων νομής στο επίδικο και συνακόλουθα η ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης αγωγής τους και το αβάσιμο της ενστάσεως περί ιδίας κυριότητας της αναιρεσίβλητης εναγομένης και ειδικότερα ότι δεν έλαβε υπόψη α) Το από Οκτώβριο 1997 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Σ. Λ., στο οποίο αποτυπώνεται η επίδικη έκταση, β) την υπ' αριθμ. .../1998 δήλωση αποδοχής κληρονομίας, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Μίχου, με την οποία οι αναιρεσείουσες αποδέχθηκαν την κληρονομία των δικαιοπαρόχων γονέων τους, γ) τα σχετικά με τις εγγραφές του Κτηματολογίου έγγραφα, κατά τα οποία ως συγκύριες έχουν καταχωρηθεί οι αναιρεσείουσες ενώ είχαν απορριφθεί οι οικείες ενστάσεις (.../27.6.2003 και .../11.6.2003) της αναιρεσίβλητης δ) την από 31.1.1997 βεβαίωση και το από 31.7.2003 ελαιοκομικό μητρώο της ΕΑΣ Ρεθύμνου με τα οποία βεβαιώνεται η αγροτική ενίσχυση της πρώτης και η περιποίηση και από τις δύο αναιρεσείουσες των ελαιοδένδρων του επιδίκου ε) τα απολυτήρια των αναιρεσειουσών από το Λύκειο Ρεθύμνου και έτους 1983 από τα οποία προκύπτει ότι αυτές ζούσαν στο Ρέθυμνο και στ) το φύλλο Ε9 των φορολογικών τους δηλώσεων και έτους 1997, από το οποίο προκύπτει η δήλωση στις αρμόδιες ΔΟΥ του επιδίκου. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ειδικότερα από την περιεχόμενη σ' αυτή βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη " και όλα τα έγγραφα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται οι διάδικοι", στα οποία ως έγγραφο ρυθμιζόμενο " ειδικά" από το νόμο και μη αποτελούν ξεχωριστό αποδεικτικό μέσο περιλαμβάνεται και το υπό στοιχειό α τοπογραφικό διάγραμμα (άρθρ. 390 ΚΠολΔικ - Ολ.ΑΠ 8/2005, ΑΠ 481/2013), σε συνδυασμό με το εκτιθέμενο παραπάνω περιεχόμενο της απόφασης, στο οποίο μάλιστα γίνεται ειδική αναφορά σε κάποια από τα παραπάνω έγγραφα (φύλλο 4 για το Ε9, τη διαμονή στο Ρέθυμνο, την αποδοχή κληρονομίας), δεν γεννιέται καμία αμφιβολία ότι τα ως άνω αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για τη στήριξη του εξαχθέντος αποδεικτικού πορίσματος (καθόσον γίνεται ανελέγκτως δεκτό ότι δεν προέκυψαν πράξεις νομής των αναιρεσειουσών πριν το 1990, ήτοι ότι από την συνεκτίμηση και των παραπάνω εγγράφων προέκυψε η διενέργεια κάποιων πράξεων για το επέκεινα διάστημα, που όμως δεν προσκομίζουν σ' αυτές δικαίωμα κυριότητας) Η άποψη των αναιρεσειουσών ότι η διαφορετική εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών μέσων, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ (ΑΠ 1127/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 197/2013). Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της να απορριφθούν. Οι αναιρεσείουσες λόγω της ήττας τους (άρθρα 183, 176 και 180 παρ.1 ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των υποκατασταθέντων στη θέση της αναιρεσίβλητης καθών η κλήση, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26.7.2010 αίτηση των α) Π. συζ. Ε. Π., το γένος Σ. Π. και β) Α. συζ. Ν. Κ., το γένος Σ. Π., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 407/2007 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης.
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στη δικαστική δαπάνη των καθών η κλήση, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιουνίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 24 Ιουλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή