Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Περίληψη:
Διάδικος είναι μόνο η ένωση των συνιδιοκτητών πολυκατοικίας (παριστάμενη στο δικαστήριο με το διαχειριστή της) και όχι οι, κατ ιδίαν, συνιδιοκτήτες, οι οποίοι δεν έχουν την ιδιότητα του διαδίκου. Ένορκη βεβαίωση στο συμβολαιογράφο είναι νομικώς ανυπόστατη ως αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφόσον αυτή δόθηκε, από πρόσωπο, κατά το χρόνο που ήταν διάδικος. Έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από υπάλληλο της Επιθεώρησης Εργασίας, αποτελούν πλήρη απόδειξη, τόσο ως προς όσα βεβαιώνονται σ αυτά, ότι έγιναν από αυτόν ή ότι έγιναν ενώπιόν του, όσο και ως προς όσα βεβαιώνονται, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει.
Αριθμός 966/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Β. του Δ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Ματθαίου, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 13-3-2014 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται. Του αναιρεσιβλήτου: Μεγάρου Γραφείων (πολυκατοικίας), που βρίσκεται στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα από τη διαχειρίστριά του Ε. Π., το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πολυχρόνη Περιβολάρη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-1-2009 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2925/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 95/2012 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14-1-2013 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 24-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 4 § 2, 5 και 13 του ν. 3741/1929 "περί της ιδιοκτησίας κατ' ορόφους", που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, και 1002 ΑΚ προκύπτει, ότι οι συνιδιοκτήτες κοινής οικοδομής, που υπάγεται στο καθεστώς του νόμου αυτού, μπορούν με συμφωνία τους να ρυθμίσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, τόσο στα κοινά μέρη που μπορούν να καθορίζουν οι ίδιοι, όσο και στις διηρημένες ιδιοκτησίες τους, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του νόμου αυτού, που είναι ενδοτικού δικαίου, καθορίζοντας συνελεύσεις και διορίζοντας διαχειριστή, που θα τους εκπροσωπεί ενώπιον των δικαστηρίων. Διαχειριστής μπορεί, με, απόφαση της γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών, να διοριστεί συνιδιοκτήτης ή τρίτος. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 62 § β' και 64 § 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο, κατά το άρθρο 4 §§ 1 και 2 του πιο πάνω νόμου, διορισμένος διαχειριστής (σύμφωνα με τον κανονισμό ή με παμψηφία των συνιδιοκτητών) πολυώροφης οικοδομής, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, εκπροσωπεί και ενώπιον των δικαστηρίων, το σύνολο των ιδιοκτητών της, ως ένωση προσώπων, η οποία στερείται νομικής προσωπικότητας, παριστάμενος ως ενάγων και εναγόμενος για τις υποθέσεις που σχετίζονται με τη διαχείριση αυτής, δυνάμενος να εναγάγει συνιδιοκτήτη ή να εναχθεί απ' αυτόν για κάθε διαφορά από τη σχέση της συνιδιοκτησίας. Διάδικος όμως στο δικαστήριο, δηλαδή υποκείμενο της δικονομικής έννομης σχέσης, είναι μόνο η ένωση των συνιδιοκτητών (παρισταμένη στο δικαστήριο με το διαχειριστή της) και όχι οι, κατ' ιδίαν, συνιδιοκτήτες, οι οποίοι δεν έχουν την ιδιότητα του διαδίκου, αλλά του τρίτου σε σχέση με την εκκρεμή δίκη, τα ονόματα των οποίων ούτε καν χρειάζεται να αναφέρονται στην αγωγή, αρκεί να γίνεται μνεία της συγκεκριμένης ένωσης των συνιδιοκτητών, κατά τρόπο που να μη δημιουργείται αμφισβήτηση για την ταυτότητά της και να αναφέρεται στην αγωγή ότι εκπροσωπείται νόμιμα. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 62, 339, 409, 410 και 415 - 420 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ως μάρτυρες, με τις καταθέσεις των οποίων παρέχονται στο δικαστή πληροφορίες για τα αμφισβητούμενα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα της επίδικης υπόθεσης, μπορούν να εξετασθούν μόνο τρίτα πρόσωπα και όχι οι διάδικοι, η εξέταση των οποίων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μαρτυρία, αλλά αποτελεί επικουρικό αποδεικτικό μέσο, επιτρεπόμενο μόνο αν τα πραγματικά γεγονότα δεν αποδείχθηκαν ή αποδείχθηκαν ατελώς με τα άλλα αποδεικτικά μέσα. Η ρύθμιση αυτή, για την ταυτότητα του λόγου, προσήκει και επί των προβλεπομένων στο άρθρο 270 παρ. 2 εδαφ. γ' ΚΠολΔ ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, με τις οποίες τρίτα πρόσωπα καταθέτουν ότι γνωρίζουν για τα αποδεικτέα γεγονότα. Έτσι, ένορκη βεβαίωση προσώπου στον Ειρηνοδίκη ή στο συμβολαιογράφο είναι νομικώς ανυπόστατη ως αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφόσον αυτή δόθηκε, κατά το χρόνο που ήταν διάδικος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 671 παρ. 1 στην εργατική διαδικασία λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου μόνον αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες από αυτήν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, μοναδική προϋπόθεση για το παραδεκτό της εκτίμησης τέτοιων βεβαιώσεων, αποτελεί η προηγούμενη, πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες, κλήτευση του αντιδίκου του προκαλέσαντος την εξέταση διαδίκου.
Συνεπώς, είναι παραδεκτές ένορκες βεβαιώσεις, τρίτων, υπό την προϋπόθεση που αναφέρθηκε, έστω και αν λήφθηκαν μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μέσα στην προθεσμία προσθήκης και αντίκρουσης. Στην περίπτωση αυτή, η εντός της προθεσμίας αντίκρουσης δοθείσα ένορκη βεβαίωση επιτρεπτώς προσκομίζεται στο Εφετείο και μάλιστα, κατά μείζονα λόγο, αφού ενώπιον αυτού επιτρέπονται και νέα αποδεικτικά μέσα, άρα και ένορκες βεβαιώσεις, που δόθηκαν ακόμη και μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρ. 670 εδ. α', 671 παρ. 1δ, 674 παρ. 2, 529 παρ. 1α, 591 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ). Έτσι, στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, το οποίο δίκασε κατά την εργατική διαδικασία, με το να λάβει υπόψη του τις, με επίκληση, προσκομισθείσες από την εναγομένη ένορκες βεβαιώσεις α) 4346/30-3-2009 και 1708/30-3-2009 των συμβολαιογράφων Κυθήρων Στέλλας Καιδετσή και Πειραιώς Φωτεινής Σαρρή, αντίστοιχα, που δόθηκαν από τους Π. Γ. Λ. και Ι. Π. Λ., συνιδιοκτήτες της οικοδομής, και συνεπώς, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, μη έχοντες την ιδιότητα του διαδίκου στο δικαστήριο αλλά τρίτων, σε σχέση με την εκκρεμή δίκη και β) 1716/2-4-2009 ενώπιον της συ΅βολαιογράφου Πειραιώς Φωτεινής Σαρρή του ΅άρτυρα της εναγο΅ένης Π. Σ. Τ., του οποίου η εξέταση γνωστοποιήθηκε ΅ε δήλωση της εναγο΅ένης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, που έλαβε χώρα ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου, μετά από τη διεξαχθείσα συζήτηση στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εντός όμως της ορισθείσης προθεσμίας για την κατάθεση προσθήκης και αντίκρουσης και ύστερα από νόμιμη κλήτευση της ενάγουσας να παραστεί στην ένορκη εξέτασή του, που έλαβε χώρα με σχετική προς τούτο δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου της εναγομένης, πριν από την έναρξη της συζήτησης επί της ουσίας της υπόθεσης ενώπιον του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασής του, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που ο νόμος δεν επιτρέπει. Η ειδικότερη αιτίαση της αναιρεσείουσας, ότι απαραδέκτως έλαβε υπόψη του τις παραπάνω ένορκες βεβαιώσεις, που δόθηκαν από τους Π. Γ. Λ. και Ι. Π. Λ., διότι αυτοί, ως συνιδιοκτήτες της οικοδομής, 1) με την άσκηση της από 23-7-2009 έφεσής των κατά της πρωτόδικης απόφασης κατέστησαν διάδικοι, και 2) έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης, είναι α) κατά το πρώτο μέρος της αβάσιμη, ενόψει του ότι, και αν ακόμη γίνει δεκτό ότι με τον τρόπο αυτό κατέστησαν διάδικοι, την ιδιότητα αυτή, όπως συνομολογείται από την αναιρεσείουσα, απέκτησαν μεταγενέστερα δηλαδή μετά την ένορκη εξέτασή των σε συμβολαιογράφο, που έγινε την 30-3-2009 και β) κατά το δεύτερο, απαράδεκτη, ενόψει του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά. Πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής, η ενάγουσα στρέφεται κατά "του Μεγάρου Γραφείων (Πολυκατοικίας), που βρίσκεται στον
, οδός
αρ.
και εκπροσωπείται νόμιμα από την Π. Ε." και όχι κατά των συνιδιοκτητών της οικοδομής, η εκκαλούμενη δε απόφαση εκδόθηκε μεταξύ αυτών των διαδίκων. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. α' ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο, είναι αβάσιμος, στο σύνολό του, ανεξαρτήτως του ότι, κατά το μέρος που αναφέρεται στη λήψη υπόψη των επικαλούμενων ως ανυπόστατων, παραπάνω ένορκων βεβαιώσεων, είναι και απαράδεκτος, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ότι η αναιρεσείουσα προέβαλε, ενώπιον του Εφετείου, ισχυρισμό περί ανυπόστατου αυτών, ως προερχόμενων από διαδίκους.
Ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, όπως είναι και τα έγγραφα, δύναμη αποδείξεως μικρότερη ή μεγαλύτερη από εκείνη που δεσμευτικά γι' αυτό καθορίζει ο νόμος και δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (άρθρ. 340 ΚΠολΔ), αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, που, κατά το νόμο, έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία. Περαιτέρω, έγγραφο, με την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται το αποδεικτικό έγγραφο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 339 και 442 ΚΠολΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ έγγραφα, που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο αυτό, ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση. Κατά δε το άρθρο 440 ΚΠολΔ, τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 438, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους, ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτό, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται, ότι έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο, όπως τέτοιος είναι και ο υπάλληλος της Επιθεώρησης Εργασίας, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους, τόσο ως προς όσα βεβαιώνονται στα έγγραφα αυτά, ότι έγιναν από πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, όσο και ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτό, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, και ότι στην πρώτη περίπτωση δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη, εκτός αν το έγγραφο προσβληθεί ως πλαστό, στη δεύτερη δε περίπτωση χωρεί ανταπόδειξη, χωρίς τις διατυπώσεις αυτές. Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης, κατά το πρώτο και δεύτερο μέρος του, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση, πλημμέλειες, αντίστοιχα, από τους αρ. 20 και 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο και δεν απέδωσε την αποδεικτική δύναμη του δημοσίου εγγράφου στο, από 2-10-2008, δελτίο εργατικής διαφοράς, που είχε προσκομίσει προς απόδειξη του ισχυρισμού της, ότι το αναιρεσίβλητο είχε λάβει γνώση της προσφυγής της, κατά το χρόνο της κοινοποίησης της απόλυσής της, με το να δεχθεί ότι το τελευταίο έλαβε γνώση αυτής την 23-10-2008 και όχι την 2-10-2008. Ο λόγος αυτός είναι 1) απαράδεκτος, κατά το πρώτο μέρος του, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του, συνεκτιμώντας το περιεχόμενό του με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία και όχι αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από αυτό και 2) αβάσιμος, κατά το δεύτερο μέρος του, διότι το ανωτέρω έγγραφο αποτελεί μεν δημόσιο έγγραφο, γενικώς, παρέχει όμως πλήρη απόδειξη μόνον ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτό ότι έγιναν από τον συντάξαντα αυτό υπάλληλο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, καθώς και ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτό, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο συγκεκριμένος υπάλληλος, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ο ίδιος λόγος, ως προς το υπόλοιπο μέρος του, με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, προσέδωσε στο έγγραφο, μικρότερη και στα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα μεγαλύτερη αποδεικτική αξία, εκείνης που τους προσδίδει ο νόμος, είναι αβάσιμος, διότι, το Εφετείο, εκτιμώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, με το να μη δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο παραπάνω έγγραφο από εκείνη των ίδιας αποδεικτικής δύναμης υπολοίπων αποδεικτικών μέσων (μαρτύρων, εγγράφων) δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 12 ΚΠολΔ. Για να θεμελιωθεί ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν προέβη στην ερμηνεία του περιεχομένου του ή το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα. Περαιτέρω, έγγραφο, με την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται το αποδεικτικό έγγραφο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 339 και 442 ΚΠολΔ. Τέτοιο είναι και το διαδικαστικό έγγραφο της αγωγής, επί άλλης δίκης, κατά το μέτρο που προσκομίζεται, προς απόδειξη γεγονότων, περί των οποίων έχει κατά το νόμο, δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, όχι όμως και το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής. Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με τον τέταρτο (κατά το πρώτο και δεύτερο μέρος του) λόγο της αναίρεσής της, προβάλλει, αντίστοιχα, πλημμέλειες από τους αρ. 20 και 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ειδικότερα ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην παραδοχή, ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας δεν είναι καταχρηστική, παραμόρφωσε το περιεχόμενο της ένδικης αγωγής και δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό που περιέχεται σ' αυτήν, ότι η καταγγελία έγινε, εξ αιτίας της μη αποδοχής από αυτήν της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας. Ο λόγος αυτός, κατά το πρώτο μέρος του είναι απαράδεκτος, εφόσον πρόκειται για το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής και κατά το δεύτερο αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την απόφαση και τα πραγματικά περιστατικά που το Εφετείο δέχθηκε ως αληθή, έλαβε υπόψη του τον παραπάνω ισχυρισμό και τον απέρριψε.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 4 § 2, 5 και 13 του ν. 3741/1929 "περί της ιδιοκτησίας κατ' ορόφους", που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, και 1002 ΑΚ προκύπτει, όπως προαναφέρθηκε, ότι οι συνιδιοκτήτες κοινής οικοδομής που υπάγεται στο καθεστώς του νόμου αυτού μπορούν με συμφωνία τους να ρυθμίσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, τόσο στα κοινά μέρη που μπορούν να καθορίζουν οι ίδιοι, όσο και στις διηρημένες ιδιοκτησίες τους, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του νόμου αυτού που είναι ενδοτικού δικαίου, καθορίζοντας συνελεύσεις και διορίζοντας διαχειριστή, που θα τους εκπροσωπεί ενώπιον των δικαστηρίων. Διαχειριστής μπορεί, με, απόφαση της γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών, να διοριστεί συνιδιοκτήτης ή τρίτος. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 5 του παραπάνω νόμου, προκύπτει ότι κάθε συνιδιοκτήτης οικοδομής που υπάγεται στις διατάξεις για την οριζόντια ιδιοκτησία συμμετέχει υποχρεωτικά στη συντήρηση και επισκευή των κοινοχρήστων μερών της οικοδομής και ευθύνεται ατομικά ή και παράλληλα με τους λοιπούς συνιδιοκτήτες για την επισκευή τους, κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας του. Για κάθε δε υπαίτια ζημιογόνο παράλειψη των άνω συνιδιοκτητών ή του διαχειριστή εντολοδόχου τους, σε σχέση με τις ανατεθείσες κατ' άρθρα 4 και 13 του ως άνω νόμου από τον Κανονισμό υποχρεώσεις του, για συντήρηση και επισκευή των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών της οικοδομής, ο βλαπτόμενος ιδιοκτήτης έχει αξίωση αποζημίωσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο Πειραιώς, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, μεταξύ των άλλων και τα εξής, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Την 2-1-2002 η εναγομένη Ένωση Συνιδιοκτητών Μεγάρου Γραφείων, επί της οδού
-
, προσέλαβε την ενάγουσα Ε. Β., ως θυρωρό, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου και την 12-2-2002 ο διαχειριστής της Β. Λ. ανήγγειλε την πρόσληψή της στον Ο.Α.Ε.Δ. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής η ενάγουσα εργάστηκε με την πιο πάνω ειδικότητα μέχρι την 17-10-2008, οπότε απολύθηκε. Ειδικότερα, από την αρχή της εργασιακής της σχέσης μέχρι και τον Ιανουάριο 2008 εργαζόταν καθημερινά, ως θυρωρός, από Δευτέρα έως Παρασκευή από 7.30' π.μ. έως 2.30' μ.μ. και από το Φεβρουάριο 2008 έως και το Mάιο 2008 εργαζόταν επιπλέον από 2.30' μ.μ. έως 5.00' μ.μ., λαμβάνοντας πρόσθετη αμοιβή 298 ευρώ, μηνιαίως, στη συνέχεια δε εργαζόταν επιπλέον έως και τον Αύγουστο 2008 μέχρι την 7.00' μ.μ. λαμβάνοντας πρόσθετη αμοιβή 100 ευρώ, δηλαδή, συνολικά, για την απασχόλησή της αυτή, πέραν του ωραρίου της, λάμβανε 398 ευρώ. Από το Νοέμβριο 2007 έως και τον Αύγουστο 2008 εκτελούσε καθήκοντα βοηθού διαχειριστή, λαμβάνοντας ως αμοιβή το ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως. Η Έκτακτη Γενική Συνέλευση της εναγομένης, κατά τη συνεδρίασή της 24-6-2008, απάλλαξε το διαχειριστή Β. Λ. από τα καθήκοντά του και εξέλεξε νέα διαχειρίστρια την Ε. Π., ορίζοντας ότι μαζί με την Α. Λ. και Ν. Μ. θα αποτελούν εφεξής το συμβούλιο της διαχείρισης του Μεγάρου Γραφείων. Ακόμη, η Γ.Σ. της εναγομένης Ένωσης Συνιδιοκτητών αποφάσισε "ομόφωνα την ανάθεση της διαχείρισης σε εξωτερικό "εξειδικευμένο" συνεργάτη, ο οποίος θα παρέχει στην πολυκατοικία υπηρεσίες επ' αμοιβή. Ο ανεξάρτητος αυτός επιτηδευματίας, ο οποίος θα εκτελεί τα καθήκοντα του διαχειριστή, ως βοηθός του εκλεγμένου διαχειριστή, όπως προβλέπεται και από το καταστατικό του κτηρίου, θα λογοδοτεί και θα ελέγχεται από το συμβούλιο της πολυκατοικίας και τη Γενική Συνέλευση". Σχετικά η Γ.Σ. της Ένωσης Συνιδιοκτητών αποφάσισε, ομόφωνα, τη σύναψη σύμβασης με τον Α. Κ., για ένα χρόνο. Ακολούθως, την 30-9-2008, το ως άνω τριμελές συμβούλιο κάλεσε την ενάγουσα και της ζήτησε εξηγήσεις, αναφορικά με τη διαχείριση. Η ενάγουσα αρνήθηκε τις αιτιάσεις του τριμελούς συμβουλίου και προσέφυγε την 1-10-2008 στην Επιθεώρηση Εργασίας, παραπονούμενη για βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της (μείωση μισθού). Σχετικά συντάχθηκε το 297/2-10-2008 Δελτίο Εργατικής Διαφοράς, από το οποίο προκύπτει ότι προσκλήθηκε, αυθημερόν, η εναγομένη σε συζήτηση την 17-11-2008 και μετά από αναβολή με αίτηση αυτής ορίσθηκε για συζήτηση της διαφοράς η 17-12-2008, οπότε αυτή αρνήθηκε τις αιτιάσεις της ενάγουσας. Κατά το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα συνήλθε, την 12-10-2008, κατόπιν της από 6-10-2008 πρόσκλησης του τριμελούς συμβουλίου διαχείρισης, η Γενική Συνέλευση της εναγομένης Ένωσης Συνιδιοκτητών, με θέμα, μεταξύ άλλων, "Ενημέρωση και συζήτηση για την ανάληψη της διαχείρισης από τη νέα διαχείριση. Αποφάσεις που αφορούν σε αλλαγές της θέσης θυρωρού". Ειδικότερα, στο σχετικό πρακτικό της απόφασης της Γ.Σ. αναφέρονται τα ακόλουθα: "Κατόπιν της λογοδοσίας της νέας διαχειρίστριας Ε. Π. αναλύθηκε και συζητήθηκε ο τρόπος άσκησης διαχείρισης των υπηρεσιών θυρωρού/βοηθού διαχειριστή της κ. Ε. Β. συμπεριλαμβανομένου του τρόπου τήρησης βιβλίων εσόδων - εξόδων και χρεώσεων των Koινoχρήστων δαπανών του κτηρίου (έλλειψη παραστατικών, δικαιολογητικών, αποδείξεων). Οι συνιδιοκτήτες ομόφωνα, έκριναν πλημμελή
και ανεπαρκή τη δραστηριότητα των προαναφερθεισών υπηρεσιών. Ως εκ τούτου τίθεται θέμα παραμονής ή αντικατάστασης της θυρωρού" και "Λόγω της σοβαρότητας του θέματος πιθανότητας αντικατάστασης της θέσης θυρωρού και για λόγους ετοιμότητας που αφορούν στην ασφάλεια και την ομαλή λειτουργία του κτηρίου το τριμελές συμβούλιο της διαχείρισης είχε απευθυνθεί στο Σύλλογο Θυρωρών Αθηνών - Πειραιώς από όπου υπήρξαν συστάσεις για επικοινωνία και συνεντεύξεις με τέσσερις (4) υποψήφιους θυρωρούς. Κατόπιν ελέγχου απεφασίσθη η επιλογή του Θ. Δ., οι μικτές αποδοχές του οποίου, σύμφωνα με τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των ετών 2008 - 2009, για τους όρους εργασίας και αμοιβής θυρωρών και προσωπικού καθαριότητας των κτηρίων κατοικιών και γραφείων, ορίστηκαν σε 904,72 ευρώ". Ακολούθως, επιδόθηκε στην ενάγουσα, την 16-10-2008, η υπό ίδια χρονολογία έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, εκ μέρους της εναγομένης και της προσφέρθηκε αποζημίωση απόλυσης ποσού 3.156,90 ευρώ, την οποία η ενάγουσα εισέπραξε, με επιφύλαξη. Η ίδια διατείνεται με την αγωγή της ότι η καταγγελία της εργασιακής σχέσης της από την εναγομένη είναι καταχρηστική, ως αντιβαίνουσα στο άρθρο 281 ΑΚ και ως εκ τούτου άκυρη, διότι έγινε από εχθρότητα και για εκδίκησή της, επειδή διαμαρτυρήθηκε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, για την αξίωση της εναγομένης εργοδότριας να αποδεχθεί μείωση του μισθού της. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, δεν αποδεικνύεται ότι, κατά το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, γνώριζε η εναγομένη ότι αυτή είχε προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας. Η τελευταία έλαβε γνώση της, από 1-10-2008, διαμαρτυρίας της ενάγουσας προς την αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας την 23-10-2008, οπότε παρέλαβε τη συστημένη επιστολή της πρόσκλησης για τη συζήτηση της εργατικής διαφοράς την 17-11-2008. Εξάλλου, συνομολογείται μεν ότι η ενάγουσα συναντήθηκε την 30-9-2008 με τα μέλη του τριμελούς συμβουλίου Μεγάρου Γραφείων της εναγομένης Ένωσης Συνιδιοκτητών, πλην όμως δεν αποδεικνύεται ότι της ζήτησαν να δεχθεί τη μείωση των αποδοχών της ως θυρωρού, προκειμένου να παραμείνει στην εργασία της, όπως η ίδια διατείνεται. Στη συνέχεια το Εφετείο δέχθηκε τον τρίτο λόγο της έφεσης, με τον οποίο η εναγομένη παραπονείται ότι η εκκαλουμένη, κατ' εσφαλμένη εκτίμηση, των αποδείξεων έκρινε άκυρη, λόγω καταχρηστικής άσκησης, την απόλυσή της. Περαιτέρω δέχθηκε ότι η αιτιολογία της απόλυσης της ενάγουσας περί πλημμελούς και ανεπαρκούς δραστηριότητας των υπηρεσιών της ως θυρωρού συνιστά κρίση, που δεν θίγει την τιμή και την υπόληψή της, αφού εδράζεται σε έλεγχο των πεπραγ΅ένων που πραγ΅ατοποίησε η νέα διαχειρίστρια και το πόρισ΅ά της έθεσε υπόψη της Γενικής Συνέλευσης, που αποφάσισε την αντικατάστασή της και γι' αυτό δεν υπέστη ηθική βλάβη. Τέλος, δέχθηκε ότι οι τακτικές αποδοχές της ενάγουσας, κατά τον τελευταίο πριν από την απόλυσή της ΅ήνα, ΅ε καθεστώς πλήρους απασχόλησης, ανέρχονταν στο ποσό των 1.954,81 ευρώ και όχι στο ποσό των 1.456,81 ευρώ, και η αποζημίωση που δικαιούνταν να λάβει η απολυθείσα ενάγουσα ανέρχεται στο ποσό των 4.561,22 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από την εναγομένη, όπως συνομολογείται εκατέρωθεν, το ποσό των 3.156,90 ευρώ, εφόσον δε η εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα αποζημίωση απόλυσης λιγότερη από αυτή που έπρεπε, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αυτής είναι άκυρη και δεν επέφερε τη λύση της εργασιακής σχέσης, με συνέπεια να καταστεί η εναγομένη υπερήμερη δανείστρια. Με βάση τις παραδοχές αυτές, αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, αναγνώρισε ότι η, από 16-10-2008, καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας είναι άκυρη, για τον αμέσως παραπάνω λόγο και υποχρέωσε την εναγομένη να δέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας και να καταβάλει σ' αυτήν το ποσό των 5.864,43 ευρώ. Η αναιρεσείουσα, με τον τρίτο, αληθώς από τον αρ. 19 (και όχι 17, όπως εσφαλμένα επικαλείται) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, επικαλείται ότι, ως προς τις παραπάνω παραδοχές της, περί του χρόνου γνώσης της προσφυγής της στην επιθεώρηση εργασίας και τη βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η απόφαση, περιέχει αντιφατικές αιτιολογίες. Ο λόγος όμως αυτός είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από το παραπάνω περιεχόμενο της απόφασης, δεν περιέχονται σ' αυτήν αντιφατικές αιτιολογίες, ενόψει μάλιστα και του ότι, ειδικά ως προς τη γνώση της προσφυγής, το Εφετείο, σαφώς, δέχεται ότι ο χρόνος προσφυγής - σύνταξης του δελτίου και της πρόσκλησης της αναιρεσίβλητης δεν συμπίπτει με το χρόνο της γνώσης της τελευταίας. Εξάλλου, με την παραπάνω κρίση του το Εφετείο δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 4 του ν. 3741/1929 ούτε τις διατάξεις του κανονισμού τις πολυκατοικίας και είναι αβάσιμος ο πέμπτος (κατά το πρώτο μέρος του) λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Αβάσιμος είναι και κατά το δεύτερο μέρος του, από τον αρ. 8 του ίδιου άρθρου, με το οποίο προβάλλεται, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, ότι η ίδια ήταν βοηθός του διαχειριστή και την ευθύνη κατά το νόμο και τον κανονισμό της πολυκατοικίας είχε, αποκλειστικά, ο διαχειριστής της Πολυκατοικίας, ο οποίος μάλιστα απαλλάχθηκε αυτής από τη γενική συνέλευση, είναι αβάσιμος, διότι το Εφετείο, όπως προκύπτει από τα πράγματα που δέχθηκε, τον έλαβε υπόψη του και τον απέρριψε. Με τον έκτο λόγο της αναίρεσής της, η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του, από 24.6.2008, πρακτικού της γενικής συνέλευσης του αναιρεσίβλητου, με το να δεχθεί, εσφαλμένα, ότι η έκτακτη γενική συνέλευσή του, κατά τη συνεδρίασή του εκείνη, απάλλαξε το διαχειριστή Β. Λ. από τα καθήκοντά του, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι τον απάλλαξε από τις ευθύνες του. Όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος, διότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο στην κρίση του κατέληξε ύστερα από εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων και όχι αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το παραπάνω έγγραφο, όπως απαιτεί, για την ίδρυση του συναφούς λόγου αναίρεσης, το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ. Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αριθμός 11 περ. γ' ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Εξάλλου, κατά την έννοια του πιο πάνω εδαφίου, για την ίδρυση του λόγου αυτού αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο προσκομισθέντων με επίκληση αποδεικτικών μέσων, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 341 και 346 ΚΠολΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, από τη διαβεβαίωση που περιέχεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα, που προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι και όλο το περιεχόμενό της δεν καταλείπεται αμφιβολία, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του όλα τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν, από την ενάγουσα, μεταξύ των οποίων, η από 18 Νοεμβρίου 2008 συστατική επιστολή του Β. Λ., η από 22-11-2009 επιστολή του ίδιου προς την Ε. Π., η από 25-10-2008 επιστολή του ίδιου προς τους Κ. και Π. Λ., το πρακτικό της έκτακτης γενικής συνέλευσης της 24-6-2008 και ο κανονισμός της πολυκατοικίας. Επομένως είναι αβάσιμος ο, περί του αντιθέτου, έβδομος λόγος αναίρεσης.
Ο έλεγχος του παραδεκτού του πραγματικού ισχυρισμού, ως προϋπόθεση του βάσιμου του αναιρετικού λόγου του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, αποτελεί απαραίτητο όρο του ελέγχου από τον ’ρειο Πάγο της κρίσης του δικαστηρίου, ως προς την ύπαρξη ή μη προβολής πραγματικού ισχυρισμού. Αυτό συμβαίνει, ως προς το βάσιμο του αναιρετικού λόγου, διότι δεν υφίσταται λογικά παράνομη λήψη ή μη λήψη υπόψη πραγμάτων τα οποία δεν προτάθηκαν νόμιμα και παραδεκτά. Εξάλλου, ο παραπάνω λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή λόγου έφεσης όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι, κατά νόμο, ισχυρισμοί. Στην κρινόμενη υπόθεση, με τον όγδοο, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό πόρισμά του, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του α) αόριστους ισχυρισμούς του αναιρεσίβλητου "περί δήθεν διαχειριστικών ατασθαλιών" και β) τον τρίτο λόγο της έφεσής του, που ήταν αόριστος. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, στο σύνολό του, διότι η αναιρεσείουσα δεν προσδιορίζει, ειδικότερα, τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς που δέχτηκε το Εφετείο, δίχως να προταθούν και ακόμη σε τι συνίσταται η αοριστία των ισχυρισμών και του λόγου έφεσης. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 14-1-2013, αίτηση για την αναίρεση της 95/2012 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2014. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαΐου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ