Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αποδεικτικά μέσα, Δικαιώματος κατάχρηση, Επικαρπία.
Περίληψη:
Μεταβίβαση επικαρπίας κατά συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 1166 ΑΚ . Η μεταβίβασή της σε τρίτο είναι επιτρεπτή μόνο μια φορά οπότε μετά το θάνατό του(του τρίτου) αποσβήνεται και επανέρχεται στον ψιλό κύριο. Άκυρη η διάταξη της μεταβιβαστικής πράξης για απ’ άπειρον μεταβιβάσεις γιατί τούτο θα είχε ως συνέπεια την οριστική και μόνιμη απόσχιση των ωφελειών του πράγματος. Τι είναι επικαρπία και πως μεταβιβάζεται (άρθρο 1033, 1142, 1143, 1144 ,1166, 1295 ΑΚ). Άρθρο 559 αρ. 8. Δε συνιστούν πράγματα τα επιχειρήματα των διαδίκων, που παραδεκτά το πρώτον υποβάλλονται στο Εφετείο προς αντίκρουση των λόγων της εφέσεως (527 παρ.1 ΚΠολΔ). Δεν ιδρύεται ο λόγος του 559 αρ. 11γ αν τα αποδεικτικά μέσα αφορούν σε ισχυρισμό που δεν ασκεί επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος του 559 αρ.1 αφορά σε όσα έγιναν δεκτά και όχι σε εκείνα για τα οποία το δικαστήριο δεν αποφάνθηκε. Απαράδεκτη η αίτηση που υπό την επίφαση παράβασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου πλήττει την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου.
Αριθμός 1374/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Π. Τ. του Ι., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σταμάτη Γρύλλη.
Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Γ. του Π., κατοίκου ... και προσωρινά Γυθείου, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Νικολόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/8/2005 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γυθείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 18/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 144/2010 του Εφετείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12/1/2011 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 19/2/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1142, 1144, 1166 και 1259 του ΑΚ συνάγεται ότι η προσωπική δουλεία της επικαρπίας συνίσταται στο περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα του επικαρπωτή να χρησιμοποιεί και να καρπώνεται ξένο πράγμα, διατηρώντας όμως ακέραιη την ουσία του. Η επικαρπία συνιστάται με δικαιοπραξία ή με χρησικτησία (άρθρο 1143 ΑΚ). Οι αντίστοιχες περί κτήσεως κυριότητας διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως. Ο κύριος ακινήτου μεταβιβάζοντας αυτό για νόμιμη αιτία σε άλλον, με συμβολαιογραφικό έγγραφο που μεταγράφεται, μπορεί να παρακρατήσει την επ' αυτού επικαρπία, είτε υπέρ του εαυτού του, είτε υπέρ τρίτου, είτε υπέρ του εαυτού του και τρίτου. Εξάλλου κατά τα άρθρα 1167 και 1168 του ΑΚ, η απόσβεση της επικαρπίας για κάποιον από τους λόγους του αναφέρονται στο νόμο έχει ως συνέπεια ότι η επικαρπία επιστρέφει αυτοδικαίως στην κυριότητα από την οποία αποσπάσθηκε, χωρίς να απαιτείται να οριστεί αυτό κατά τη σύσταση, δηλαδή επιστρέφει σε εκείνον στον οποίο βρίσκεται ήδη η κυριότητα, αφού η επιστροφή αναφέρεται στην κυριότητα που υπάρχει κατά το χρόνο της αποσβέσεως της επικαρπίας. Περαιτέρω από το συνδυασμό των άρθρων 1142, 1143, 1166 και 1167 παρ.2 του ΑΚ, συνάγεται ότι εγκύρως μπορεί να συμφωνηθεί, ότι η επικαρπία επί ακινήτου του, κατ' αρχήν συμφωνήθηκε εφόρου ζωής του επικαρπωτή, δεν θα αποσβεσθεί με το θάνατο του τελευταίου, αλλά ότι θα μεταβιβασθεί στη συνέχεια σε τρίτο πρόσωπο. Έτσι επιτρεπτή είναι η συμφωνία ότι μεταβιβάζεται η επικαρπία σε τρίτου, υπό την αναβλητική προθεσμία του θανάτου του τωρινού επικαρπωτή, εφόσον, κατά τα λοιπά, τηρηθούν αναλόγως οι νόμιμες διατυπώσεις περί μεταβιβάσεως της κυριότητας επί ακινήτων. Η περί της συστάσεως η μεταβιβάσεως εμπραγμάτου δικαιώματος (σύσταση επικαρπίας - μεταβίβαση κυριότητας) συμφωνία μπορεί να καταρτισθεί και υπέρ τρίτου (άρθρ.410 επ.ΑΚ), οπότε ο τρίτος θα αποκτήσει το δικαίωμα από τη στιγμή που θα μεταγραφεί στο όνομά το η εμπράγματη σύμβαση υπέρ τρίτου, επιφυλασσομένων των περί αναβλητικής αιρέσεως ή προθεσμίας διατάξεων. Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 1166 ΑΚ συνάγεται ότι, η μεταβίβαση της επικαρπίας με βάση τη συμφωνία των μερών με τη συστατική πράξη δεν θα πρέπει να είναι απεριόριστη, με την έννοια του επιτρεπτού των διαδοχικών μεταβιβάσεων. Με συσταλτική ερμηνεία του εδαφίου α' της ανωτέρω διάταξης θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η μεταβίβαση είναι επιτρεπτή μια φορά σε τρίτο, οπότε μετά το θάνατό του πρέπει να αποσβήνεται. Η ελευθερία απεριόριστης μεταβίβασης θα είχε ως συνέπεια την απογύμνωση της κυριότητας, η οποία όμως είναι αντίθετη στο σκοπό του νομοθέτη. Έτσι μπορεί να συμφωνηθεί να έχει αυτήν και ο επικαρπωτής και ο κληρονόμος του ή να συμφωνηθεί ότι θα δικαιούται ο επικαρπωτής να κληροδοτήσει αυτήν στον κληρονόμο αυτού, οπότε έχει την κληρονομία και ο κληρονόμος του επικαρπωτή. Αλλά σύσταση επικαρπίας, που θα μεταβαίνει σε όλους, επ' άπειρον, τους κληρονόμους του επικαρπωτή, δεν είναι δυνατή. Με τη συστατική της επικαρπίας πράξη είναι δυνατόν επίσης να ορισθεί ότι ο επικαρπωτής μπορεί να μεταβιβάσει εν ζωή το εμπράγματο δικαίωμα της επικαρπίας σε άλλον. Με τη μεταβίβαση στον τελευταίο της επικαρπίας, αυτός καθίσταται επικαρπωτής η δε επικαρπία αποσβήνεται με το θάνατο τούτου και όχι του αρχικού επικαρπωτή. Δεν είναι δυνατό όμως να ορισθεί με τη συστατική της επικαρπίας πράξη, ότι η επικαρπία θα είναι περαιτέρω μεταβιβαστή και από αυτόν στον οποίο είχε μεταβιβαστεί από τον αρχικό επικαρπωτή και ούτω καθ' εξής επ' άπειρον, γιατί τούτο θα είχε ως συνέπεια την οριστική και μόνιμη πλέον απόσχιση των ωφελειών του πράγματος από τον κύριο, του οποίου η κυριότητα θα παρέμενε στο διηνεκές ως ψιλή κυριότητα, καθόσον έτσι θα απογυμνωνόταν εσαεί από τα κυριότερα ωφελήματά της, πράγμα το οποίο θα αντέβαινε στην έννοια της κυριότητας, ως καθολικής εξουσίας επί του πράγματος (αρθρ. 1000 ΑΚ), σύμφωνα με την οποία ο κύριος δικαιούται να απολαύσει όλες τις ωφέλειες του πράγματος. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.ΑΠ 7/2006). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων σ' αυτό, από τους διαδίκους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, κατ' ανέλεγκτη κρίση ως προς την ουσία της υποθέσεως και την αποτελούσα αντικείμενο του πρώτου αναιρετικού λόγου επιτρεπτή μεταβίβαση της επικαρπίας του επιδίκου ακινήτου στην εναγομένη - αναιρεσείουσα, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει του υπ' αριθμ. .../20-12-1982 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβ/φου Αθηνών Κωνσταντίνου Θ. Λιακάκου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθ/κείου Γυθείου (τόμ. 43 και αυξ. αριθ. ...) περιήλθε στον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα, κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας μια ισόγεια οικία με το οικόπεδο της, εκτάσεως 106,375 τ.μ. και κατά νεώτερη καταμέτρηση 106,38 τ.μ. και συνορευόμενη γύρωθεν Βορείως με την οδό ... πλάτους 8,00 μέτρων, Νοτίως με οικία Λ. Γ., Ανατολικώς με ιδιοκτησία κληρονόμων Δ. Τ. και Δυτικώς με την οδό ..., πλάτους 8 μέτρων (ΚΑΕΚ γεωτεμαχίου ...), που βρίσκεται εντός της πόλεως Γυθείου, του ομωνύμου Δήμου, στη συνοικία Νεαπόλεως και επί των οδών ... και ..., πλην της ισοβίου επικαρπίας της ημίσειας οικίας (αποθήκης και ήδη καταστήματος με τα στοιχεία Κ- 2) διαιρετώς, της προς νότο κειμένης και συνορευομένης με Λ. Γ.. Η επικαρπία αυτή είχε συσταθεί, όπως θα αναφερθεί παρακάτω, από τον αρχικό κύριο του όλου ακινήτου, Δ. Τ. Τ., υπέρ του πατρός της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητου Ι. Δ. Τ.. Το ανωτέρω ακίνητο ο ενάγων αγόρασε με τον προαναφερόμενο περιορισμό της επικαρπίας μέρους αυτού, από τους α) Π. Κ. Γ. και β) Β. συζ. Π. Γ., στους δε δικαιοπαρόχους του είχε περιέλθει αυτό δυνάμει του υπ' αριθμ. .../2-10-1946 προικοσυμφώνου συμβολαίου του Συμβ/φου Γυθείου Θεοδώρου Κων. Λιακάκου, που είχε μεταγραφεί νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθ/κείου Γυθείου (τόμ. 31 και αριθ. ...), ως αδιατίμητη προίκα στον μεν πρώτο ως σύζυγο κατά διοίκηση και επικαρπία, στην δε δεύτερη κατά ψιλή κυριότητα κατά τις ισχύουσες τότε διατάξεις περί προίκας από τον πατέρα της (προικοδότη) Δ. Τ. Τ.. Ακολούθως, επί του ανωτέρω ακινήτου με βάση τις υπ' αριθμ. .../1982 και .../1989 αντίστοιχα οικοδομικές άδειες του Πολεοδομικού Γραφείου Γυθείου, ο ενάγων αφού κατεδάφισε το πεπαλαιωμένο κτίσμα της ισόγειας οικίας που είχε αγοράσει, προέβη σταδιακά και με δικές του δαπάνες στη θέση αυτής, στην ανέγερση του ισογείου και του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου και στη συνέχεια του δευτέρου ορόφου και έτσι κατέστη αποκλειστικός κύριος τριώροφης οικοδομής. Στη συνέχεια δε, δυνάμει της υπ' αριθμ. .../26-10-2004 πράξεως της Συμβ/φου Γυθείου Μαρίας Σταθάκη - Βάρλα, νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθ/κείου Γυθείου (τόμ. 66 και αριθ. ...) συνέστησε μονομερώς επί του ανωτέρω ακινήτου (τριώροφης οικοδομής) ως κύριος αυτού, αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3741/29. Μεταξύ των ως άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών είναι και η επίδικη, ήτοι το κατάστημα (αποθήκη) του ισογείου ορόφου της ανωτέρω τριώροφης οικοδομής, με τα στοιχεία Κ-2, που έλαβε ΚΑΕΚ ..., η οποία αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, πατάρι και τουαλέτα και συνορεύει Βόρεια με το (Κ-1) κατάστημα του ισογείου ορόφου, Νότια με ιδιοκτησία Λ. Γ., Ανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Δ. Τ. και Δυτικά με οδό ..., με καθαρό εμβαδόν 50,16 τ.μ., επιφάνεια παταριού 29,70 τ.μ., αναλογία επί του οικοπέδου διακόσια τριάντα δύο χιλιοστά (232/000) εξ αδιαιρέτου, που αναλογούν στο οικόπεδο σε 24,69 τ.μ. και δαπάνες κοινοχρήστων 313/000. Ειδικότερα με το ανωτέρω υπ' αριθμ. .../2-10-1946 προικοσύμφωνο συμβόλαιο του Συμβ/φου Γυθείου Θεοδώρου Κων. Λιακάκου, που καταρτίστηκε μεταξύ του ως άνω αρχικού κυρίου της παλιάς ισόγειας οικίας και απώτερου δικαιοπαρόχου των διαδίκων Δ. Τ. Τ. και των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος α) Π. Κ. Γ. και β) Β. συζ. Π. Γ., ορίστηκε ρητά ότι "Η επικαρπία της ως άνω οικίας, ήτοι του ισογείου θα παραμένει μέχρι το χρόνο του θανάτου του προικοδότου εις τον ήδη προικοδότη Δ. Τ. Τ., μετά τον θάνατο του θα περιέρχεται η μεν επικαρπία της ημισείας οικίας (αποθήκης) διαιρετώς της προς Βορρά κειμένης προς τον συμβαλλόμενο γαμβρό του Π. Γ., η δε επικαρπία της ετέρας ημισείας οικίας (αποθήκης) διαιρετώς της προς τον Νότο κειμένης και συνορευομένης με Λ. Γ. προς τον υιό μου Ι. Δ. Τ., ισοβίως, μετά δε τον θάνατο τούτου αύτη η επικαρπία θα περιέρχεται εις τους κληρονόμους του και ούτω καθ' εξής επ' άπειρον ...". Με την ανωτέρω δηλαδή διάταξη του προικοσυμβολαίου, όπως από το περιεχόμενο της προκύπτει, ο αρχικός κύριος του ακινήτου συνέστησε αρχικά επικαρπία επί της υπάρχουσας παλιάς ισόγειας οικίας υπέρ του ιδίου (κυρίου) εφ' όρου ζωής του. Περαιτέρω μετά το θάνατο του όρισε ότι η ισόγεια οικία θα χωριστεί σε δύο αυτοτελή και ανεξάρτητα τμήματα και επ' αυτών συνέστησε δύο επικαρπίες επί των ως άνω διαιρετών τμημάτων και συγκεκριμένα: 1) μια στο τμήμα αυτής που βρίσκεται προς Βορράν υπέρ του συμπράξαντος τότε γαμβρού του προικολήπτου από τον οποίο και τη σύζυγο του (ψιλή κυρία) αγόρασε το όλο ακίνητο (οικόπεδο μετά της επ' αυτού ισόγειας οικίας) ο ενάγων και ήδη εκκαλών και 2) μια στο τμήμα της οικίας (αποθήκης) που βρίσκεται προς το Νότο και συνορεύει με ιδιοκτησία Λ. Γ. (επίδικο) υπέρ του υιού του Ι. Δ. Τ., πατέρα της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης ισοβίως. Ακολούθως, όρισε ότι μετά του θάνατο του τελευταίου αυτού επικαρπωτή (γιου του) θα περιέρχεται το δικαίωμα της επικαρπίας επί του εν λόγω τμήματος (αποθήκης και ήδη καταστήματος) επ' άπειρον στους κληρονόμους του. Η πρώτη μεταβίβαση του δικαιώματος επικαρπίας επί του διαιρετού αυτού τμήματος με την ως άνω δικαιοπραξία, η οποία συνιστά σύμβαση υπέρ τρίτου (μετέπειτα κληρονόμου), σύμφωνα με τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, καθόσον μεν αφορά τον γιό του αρχικού επικαρπωτή Ι. Τ. (τρίτο) υπό την αναβλητική προθεσμία του θανάτου αυτού (αρχικού επικαρπωτή και κυρίου) είναι επιτρεπτή και έγκυρη, την οποία άλλωστε άσκησε αυτός ανεμπόδιστα μέχρι του θανάτου του (1987). Καθόσον όμως αφορά την περαιτέρω απεριόριστη μεταβίβαση στους κληρονόμους του τελευταίου επ' άπειρον και συνεπώς και στην εναγομένη κόρη του, εφόσον κατά την κρατούσα στη θεωρία άποψη, ερμηνευομένου συσταλτικά του εδαφίου α' του άρθρου 1166 ΑΚ, με την οποία και το παρόν Δικαστήριο συντάσσεται, η μεταβίβαση της επικαρπίας είναι επιτρεπτή μία φορά σε τρίτο, οπότε μετά το θάνατο του πρέπει να αποσβήνεται, ως αντίθετη στο σκοπό του νομοθέτη (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη ό.π.) η ανωτέρω διάταξη του προικοσυμβολαίου είναι άκυρη και δεν επέφερε αποτελέσματα (άρθ. 174, 180 ΑΚ). Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, μετά το θάνατο του επικαρπωτή Ι. Τ. το δικαίωμα επικαρπίας επί της επίδικης αποθήκης αποσβέστηκε και συνενώθηκε με την ψιλή κυριότητα, την οποία έχει ο ενάγων - εκκαλών. Η εξακολούθηση της μεταβίβασης της επικαρπίας αυτής στους κληρονόμους του Ι. Τ. στο διηνεκές, όπως προεκτέθηκε θα είχε ως συνέπεια την απογύμνωση του δικαιώματος κυριότητας, που είναι απόλυτο και παρέχει στον δικαιούχο καθολική εξουσία επί του πράγματος, από όλα τα ωφελήματα αυτής. Ενόψει των ανωτέρω, από του θανάτου του Ι. Τ., το επίδικο κατάστημα υπό στοιχεία Κ-2 ανήκει κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας αποκλειστικά στον εκκαλούντα - ενάγοντα. Η εκκαλουμένη που έκρινε αντιθέτως ότι η εναγομένη - εφεσίβλητη απέκτησε το δικαίωμα της επικαρπίας επί του επιδίκου καταστήματος με βάση την άκυρη διάταξη του ανωτέρω προικοσυμβολαίου και απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 1166 και 1167 του ΑΚ, όπως αναλυτικά αναφέρθηκαν στην πρώτη μείζονα σκέψη που απαγορεύουν την περαιτέρω μεταβίβαση του δικαιώματος επικαρπίας και από αυτόν στον οποίο είχε μεταβιβασθεί από τον αρχικό επικαρπωτή επ' άπειρον και πρέπει ο σχετικός λόγος της έφεσης να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ' ουσία". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως βάσιμο, κατ' ουσίαν, τον αφορώντα στη μεταβίβαση της επικαρπίας δεύτερο λόγο της εφέσεως (καθώς και τον αφορώντα στην αποδοχή της εκ του άρθρου 281 ΑΚ ενστάσεως πρώτο λόγο της εφέσεως, που όμως δεν αποτελεί αντικείμενο του ερευνωμένου πρώτου αναιρετικού λόγου) και στη συνέχεια αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη, που είχε απορρίψει την αγωγή (δεχθέν επάλληλα ως βάσιμη και την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση) δίκασε εκ νέου την υπόθεση και αφού έκανε δεκτή την αγωγή, αναγνώρισε τον ενάγοντα - αναιρεσίβλητο αποκλειστικό κύριο του επιδίκου ακινήτου γιατί η εναγόμενη - αναιρεσείουσα δεν απέκτησε, αιτία κληρονομίας δικαίωμα επικαρπίας σ' αυτό, καθόσον με τον θάνατο του κληρονομηθέντος από αυτήν επικαρπωτή - πατέρα της, στον οποίο είχε μεταβιβαστεί η επικαρπία από τον προηγούμενο επικαρπωτή, αποσβέστηκε το σχετικό δικαίωμά του και η επικαρπία συνενώθηκε με την ψιλή κυριότητα, την οποία είχε ο ενάγων. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε την προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρου 1166 ΑΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, αφού υπό τα ως άνω, ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, η μεταβίβαση της επικαρπίας από τον επικαρπωτή, με μεταβιβαστική πράξη είναι δυνατή για μία μόνο φορά και όχι επ' άπειρον, αφού τέτοια εκδοχή απογυμνώνει το δικαίωμα της κυριότητας και την απόλαυση των ωφελειών και πράγματος. Ειδικότερα ο προικοδότης Δ. Τ. Τ., με το αναφερόμενο στην απόφαση προικοσυμβόλαιο, έγκυρα παρακράτησε υπέρ του ιδίου και εφόρου ζωής του, την επικαρπία του επιδίκου ακινήτου, η οποία έγκυρα όρισε να μεταβιβασθεί, μετά το θάνατό του, στο γυιό του και δικαιοπάροχο - πατέρα της εναγομένης Ι. Δ. Τ. εφόρου ζωής του, η δε επικαρπία αυτή μετά το θάνατο του εν λόγω επικαρπωτή επανήλθε αυτοδίκαια στον ψιλό κύριο ενάγοντα - αναιρεσίβλητο, καθόσον η διάταξη του προικοσυμφώνου περί περιελεύσεως της παρακρατηθείσας από τον προικοδότη Δ. Τ. Τ. επικαρπίας του επιδίκου στον Ι. Δ. Τ. είναι άκυρη, κατά το μέρος που αναφέρει ότι η επικαρπία αυτή θα μεταβιβάζεται επ' άπειρον στους κληρονόμους του τελευταίου, μη επιφέρουσα αποτελέσματα. Επομένως ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ερευνώμενος πρώτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 εδ.β του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου εφέσεως, όχι δε και οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν ή αντικρούουν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11 περ.γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της (Ολ.ΑΠ 2/2008) οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών. Περαιτέρω κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (Ολομ.ΑΠ 17/1995). Ειδικότερα στην περίπτωση της μακράς αδράνειας του δικαιούχου υπάρχει τέτοια κατάχρηση, εφόσον συντρέχουν επί πλέον και περιστατικά που ανάγονται στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, από τα οποία γεννάται στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του, η μεταγενέστερη δε επιδίωξη από αυτόν ανατροπής της καταστάσεως που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς επιπτώσεις για τον υπόχρεο. Επίσης πρέπει οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού κατά τους κανόνες της καλής πίστης, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 62/1990). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο απέρριψε την ένσταση της αναιρεσείουσας για την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου - εναγομένου, ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι " ... από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η εφεσίβλητη (εναγομένη) μετά το θάνατο του πατέρα της Ι. Τ., με την υπ' αριθμ. .../18-7-2002 δήλωση της ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών Μαρίνας Φλώρου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθ/κείου Γυθείου (τομ. 62 και αριθ. ...) προέβη, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτού, σε αποδοχή της κληρονομιάς του, στην οποία, κατά τη δήλωση της, περιλαμβανόταν με βάση και το προαναφερόμενο του έτους 1946 προικοσυμβόλαιο του απώτερου δικαιοπαρόχου του εκκαλούντος (παππού της) και το δικαίωμα επικαρπίας επί του επιδίκου καταστήματος (αποθήκης κατά το προικοσυμβόλαιο). Εξάλλου, να σημειωθεί ότι είχε εκμισθώσει το επίδικο νεοανεγερθέν κατάστημα το πρώτον η ίδια (εφεσίβλητη) στις 22-4-1987 (βλ. σχετ. ιδιωτικό συμφωνητικό) στους Π. και Κ. Δ., για εμπορία λαχανικών - φρούτων (μανάβικο), ενώ το τμήμα της παλαιάς ισόγειας οικίας που είχε συσταθεί η επικαρπία είχε εκμισθώσει αρχικά ο επικαρπωτής πατέρας της Ι. Τ. από το έτος 1974. Ο εκκαλών (ενάγων), ο οποίος να σημειωθεί ήταν δημόσιος υπάλληλος και ήδη συνταξιούχος, απουσίαζε συνεχώς και για πολλά χρόνια από το Γύθειο λόγω του επαγγέλματος του και κατά το χρονικό διάστημα από 2-9-1992 μέχρι 4-10-94 είχε αποσπαστεί στο Εξωτερικό (βλ. την με αριθ. πρωτ. 479.4/517 από 24/9/2008 βεβαίωση της Υπηρεσίας 1020-16 -Δ/νση Προσωπικού του Υπουργείου Εσωτερικών), αφότου πληροφορήθηκε τον θάνατο του πατέρα της εφεσίβλητου Ι. Τ., θείου του, που συνέβη στις 26-3-1987, άρχισε να ενοχλεί προφορικά την αντίδικο του να του επιστρέψει την επικαρπία του επιδίκου ακινήτου. Όπως καταθέτει ενόρκως ο Π. Δ. στην .../08 ένορκη βεβαίωση του, από το έτος 1990 ο εκκαλών - ενάγων παρουσιάστηκε στο κατάστημα και τον ενημέρωσε ότι αυτό ανήκει στην ιδιοκτησία του, αξίωσε δε να καταβάλει τα μισθώματα αυτού στον ίδιο. Αλλά και τα επόμενα χρόνια ο εκκαλών συνέχιζε να διαμαρτύρεται και να ενοχλεί προφορικά τους μισθωτές. Τούτο επιβεβαιώνει με την .../08 ένορκη βεβαίωση του, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Γυθείου, ο μάρτυρας Γ. Π., ο οποίος είναι μισθωτής του όμορου καταστήματος που βρίσκεται προς Βορράν της ίδιας οικοδομής και το οποίο ανήκε εξ αρχής κατά πλήρη κυριότητα στον εκκαλούντα. Ο τελευταίος καταθέτει συγκεκριμένα "Έχω νοικιάσει από το έτος 1998 ... λίγο καιρό αφότου μπήκα στο μαγαζί αυτό με επισκέφθηκε η Π. Τ. ... και μου είπε επί λέξει: Να πείτε στον ξάδελφο μου να σταματήσει να ενοχλεί τους ενοικιαστές μου" εννοώντας τον κ. Γ. και μιλώντας για το κατάστημα που είχε νοικιάσει στον Δ." και περαιτέρω "... Δεν βαρέθηκε τόσα χρόνια να με ενοχλεί ...". Το έτος μάλιστα 2000 ο εκκαλών απέστειλε στους μισθωτές του επιδίκου την από 17-8-2000 εξώδικη δήλωσή του, την οποία κοινοποίησε νομοτύπως (βλ. την υπ' αριθμ. 7821/21-8-2000 έκθεση επίδοσης του Δικ. Επιμελητή ...) και με την οποία τους πληροφορούσε ότι είχε επέλθει απόσβεση της επικαρπίας του Ι. Τ. και ότι ως αποκλειστικός πλέον κύριος του μισθίου ακινήτου δικαιούνταν να λάβει ο ίδιος το συμφωνηθέν μίσθωμα μέχρι της λήξεως της μίσθωσης. Εξάλλου, λόγω της συγγενικής σχέσης των διαδίκων (πρώτα ξαδέλφια από την μητρική γραμμή) ο εκκαλών προσπαθούσε με την διαμεσολάβηση και άλλων συγγενικών τους προσώπων να λύσουν τη διαφορά τους συμβιβαστικά πριν καταλήξουν στον ένδικο δικαστικό αγώνα. Λόγω όμως της άρνησης της εναγομένης να αποδώσει το ακίνητο του, άσκησε αρχικώς την από 18-4-2001 (αριθ. εκθ. καταθ. 31/01) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γυθείου, μετά τη συζήτηση της οποίας στη δικάσιμο της 14-11-2001, παραιτήθηκε, με σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στη Γραμματεία του ως άνω Δικαστηρίου, από την έκδοση αποφάσεως της, ήδη δε την κρινομένη (από 8-8-05) επί της οποίας η προσβαλλομένη απόφαση. Επίσης, ο εκκαλών κατά την κατάρτιση του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή του Γυθείου δήλωσε το επίδικο, όπως και ολόκληρη την τριώροφη οικοδομή επί της οποίας βρίσκεται αυτό στο Κτηματολογικό Γραφείο Γυθείου ως ανήκον σ' αυτόν κατά πλήρη κυριότητα και έτσι στο απόσπασμα προσωρινών κτηματολογικών στοιχείων της Α' αλλά και της Β' ανάρτησης με ημερομηνία 9-6-1999 φέρεται ως ανήκον στον ίδιο κατά 100%. Στη συνέχεια όμως, ενόψει της σχετικής δηλώσεως της εφεσίβλητης (εναγομένης) στο ίδιο ως άνω Κτηματολογικό Γραφείο το επίδικο κατάστημα φέρεται στην αρχική εγγραφή βεβαρημένο με ισόβια δουλεία επικαρπίας υπέρ αυτής. Ο αντίθετος ισχυρισμός της εφεσίβλητου, περί κτήσεως του δικαιώματος επικαρπίας επί του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ' ουσίαν, καθόσον δεν προέκυψε ότι νεμόταν αυτό με διάνοια δικαιούχου και καλή πίστη επί δεκαετία μετά το θάνατο του πατρός της (1987- 1997). Εξάλλου, προσαύξηση χρόνου χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου (1051, 1052 ΑΚ) δεν είναι δυνατή στη χρησικτησία επικαρπίας, καθόσον διαδοχή, καθολική ή ειδική στην επικαρπία δεν είναι επιτρεπτή (άρθ. 1166 ΑΚ) και συνεπώς ούτε καλή πίστη μπορεί να αναγνωριστεί σε τέτοιο διάδοχο. Τέλος, δεν μπορεί να γίνει λόγος και για κτήση δικαιώματος επικαρπίας με έκτακτη χρησικτησία, δοθέντος ότι από το έτος 1987 που απεβίωσε ο επικαρπωτής (πατέρας της) μέχρι την άσκηση της πρώτης (2001) αλλά και της κρινόμενης (2005) αγωγής δεν συμπληρώθηκε εικοσαετία. Ενόψει των ανωτέρω ο εκκαλών παρά την πάροδο αρκετών πράγματι χρόνων από τον θάνατο του επικαρπωτή - πατέρα της εφεσίβλητου και της επιστροφής (υποστροφής) κατά τα προεκτεθέντα της επικαρπίας του επιδίκου ακινήτου στον ίδιο ως ψιλό κύριο, δεν αδράνησε, αλλά αντίθετα διεκδίκησε εξωδίκως τα δικαιώματα του σ1 αυτό και δεν δημιούργησε στην αντίδικο του την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να το ασκήσει. Στην κρίση του αυτή οδηγήθηκε κυρίως το δικαστήριο τόσο από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος αποδείξεως, συζύγου του εκκαλούντος - ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όσο και από τις ένορκες βεβαιώσεις των προαναφερόμενων μαρτύρων, οι οποίες κρίνονται περισσότερο πειστικές από αυτές της μάρτυρος ανταποδείξεως και των ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων που προσάγονται από την εφεσίβλητη, δοθέντος ότι έχουν ιδία αντίληψη των όσων καταθέτουν, οι δε τελευταίοι είναι τρίτοι και κανένα συμφέρον δεν αποσκοπούν από τη δίκη αυτή. Κατ' ακολουθίαν, μόνη η αδράνεια του επί αρκετά χρόνια να διεκδικήσει το επίδικο δικαίωμα του δικαστικώς, δεν αρκεί ώστε η άσκηση του με την υπό κρίση αγωγή να υπερβαίνει τα διαγραφόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ όρια της καλής πίστης, του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού αυτού.
Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου σχετικός ισχυρισμός της εφεσίβλητης, που συνιστά νόμιμη ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του (άρθρο 281 ΑΚ), που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ' ουσίαν.
Η αναιρεσείουσα με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως της υποστηρίζει ότι το Εφετείο παρέλειψε να λάβει υπόψη του και άλλα περιστατικά που επικαλέστηκε για τη θεμελίωση του περί καταχρήσεως δικαιώματος ισχυρισμού της και ότι αν λάμβανε υπόψη του τα περιστατικά αυτά θα οδηγείτο σε αντίθετη ως προς το ουσία βάσιμο του ισχυρισμού της κρίση. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι δεν έλαβε υπόψη τα στηρίζοντα, την εκ μέρους αυτής υποβληθείσα ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος, αυτοτελή περιστατικά, σχετικά με την διενέργεια, κατά το έτος 1987, δαπανών επί του επιδίκου, συνολικού ποσού 950.000 δρχ, εισπράττοντας κανονικά τα ενοίκια από τους μισθωτές της και ανανεώνοντας διαδοχικά το, από το έτος 1987, αρχικό μισθωτήριο, χωρίς ουδεμία ενόχληση, διαμαρτυρία μέχρι του έτους 2005, οπότε ο ενάγων άσκησε την υπό κρίση αγωγή. Όμως ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το περιστατικό αυτό, μαζί με όσα αναφέρει το Εφετείο, πάλι η άσκηση της αγωγής εκ μέρους του ενάγοντος δεν καθίσταται καταχρηστική. Και αν δηλαδή υποτεθούν αληθινά τα περιστατικά που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο αναιρέσεως πάλι η άσκηση με την αγωγή του δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου προς διεκδίκηση του επιδίκου ακινήτου δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Και τούτο διότι με αυτό το περιεχόμενο η ένσταση καταχρήσεως δεν είναι νόμιμη, διότι τα εκτιθέμενα περιστατικά δεν καθιστούν, και αληθή υποτιθέμενα, καταχρηστική την άσκηση του επίδικου δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου, καθ1 όσον τα επικαλούμενα, πέρα του ότι διέδραμε μεγάλος χρόνος, πραγματικά περιστατικά, μαρτυρούν κατάληψη και εκμετάλλευση του επιδίκου, με χαμηλές δαπάνες, που είναι μικρότερες και των κατά την διάρκεια της μισθώσεως που καταβάλλονται για εκμετάλλευση παρομοίων ακινήτων, χωρίς να επέλθει προφανής εκ των περιστατικών αυτών ουσιώδης μεταβολή του καταλειμμένου ακινήτου και διαμόρφωση νέας καταστάσεως, τέτοιας που η ανατροπή της να έχει δυσβάστακτα αποτελέσματα για τον εναγόμενο κάτοχο, πέραν δηλαδή των συνηθισμένων που έχουν οι λύσεις, συμβάσεως μακροχρόνου μισθώσεως προς εκμετάλλευση ακινήτων. Άλλωστε, και ανεξάρτητα από αυτά, η εναγόμενη δεν εκθέτει τα περιστατικά εκείνα από τα οποία δημιουργήθηκε σ' αυτήν η πεποίθηση ότι ο αναιρεσίβλητος δεν θα διεκδικούσε ποτέ το επίδικο ή ακόμη ότι κατά τον διαδραμόντα χρόνο της κατοχής του έδωσε με ενέργειες του, εκτός ενδεχομένως της αδράνειας και ανοχής, την εντύπωση ότι απαλλοτριώνει υπέρ αυτής τα ιδιοκτησιακά δικαιώματά του επί του επιδίκου.
Συνεπώς η μη λήψη υπόψη των διαλαμβανομένων στον δεύτερο λόγο αναιρέσεως περιστατικών, που δεν είναι ουσιώδη, δεν μπορεί να θεμελιώσει τον λόγο αναίρεσης του αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ., αλλά ούτε και τον λόγο αναιρέσεως του αριθ. 11 του ιδίου άρθρου, λόγω της μη λήψεως υπόψη από το Εφετείο του μετ' επίκληση προσκομισθέντος εκ μέρους της αναιρεσίβλητης από 4.2.1987 ιδιωτικού συμφωνητικού του εργολάβου Κ. Τ., με τις αποδείξεις που το συνοδεύουν, προς απόδειξη του ισχυρισμού αυτής για την διενέργεια των ως άνω δαπανών, συνολικού ποσού 950.000 δρχ, αφού ο ισχυρισμός προς απόδειξη του οποίου προσκομίστηκαν μετ' επικλήσεως τα έγγραφα αυτά δεν ήταν, όπως προαναφέρεται, νόμιμος. Πρέπει συνεπώς ο δεύτερος λόγος αναίρεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος, ως προς τις αποδιδόμενες με αυτόν στην απόφαση ως άνω πλημμέλειες. Η διαλαμβανόμενη στον ίδιο λόγο αιτίαση, σχετικά με το ότι το Εφετείο δέχθηκε ως όχληση την προς τους μισθωτές αποστολή εξωδίκου και όχι προς την ίδια την αναιρεσείουσα, δεν καθιδρύει τον επικαλούμενο, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, ως πλήττουσα την επιχειρηματολογία του δικαστηρίου προς ενίσχυση των παραδοχών αυτού, σχετικά με τις προφορικές διαμαρτυρίες του αναιρεσιβλήτου για την μη παράδοση του επιδίκου από την αναιρεσείουσα, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα.
Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός ως προς όλες τις αιτιάσεις του, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (αρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12.1.2011 αίτηση της Π. Τ. του Ι., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 144/2010 αποφάσεως του Εφετείου Καλαμάτας.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 29 Απριλίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ