Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1337 / 2015    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αποδεικτικά μέσα, Παρέμβαση, Διαθήκης ακύρωση, Αποδεικτικών μέσων δύναμη, Κλήτευση προσθέτως παρεμβαίνοντα.




Περίληψη:
Κατ΄ατο 558 ΚΠολΔ η αναίρεση απευθύνεται κατά των αντιδίκων του ηττηθέντος διαδίκου. Η απευθυνόμενη κατά του προσθέτως παρεμβάντος εκτιμάται ως κλήση για τη συζήτηση 1719 αρ 3 ΑΚ. Προϋποθέσεις. Ποιοι είναι ανίκανοι για σύνταξη διαθήκης. Η ανικανότητα απαιτείται να υπάρχει κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης. Η καταχωρηθείσα στη δημόσια διαθήκη βεβαίωση του συμβολαιογράφου περί της ικανότητας του διαθέτη υπόκειται σε ανταπόδειξη, χωρίς την προσβολή της διαθήκης για πλαστότητα. Αν δεν ανταποδειχθεί η βεβαίωση, η διαθήκη παρέχει πλήρη απόδειξη 559 αριιγ προϋποθέσεις 559 αρ20 πρϋποθέσεις.





Αριθμός 1337/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Διονυσία Μπιτζούνη και Πέτρο Σαλίχο Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Γ. Μ. του Σ., 2) Β. Μ. του Σ. κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θωμά Τραυλό με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Των αναιρεσίβλητων:1) Α. συζ. Μ. Κ. το γένος Α. και Π. Β. κατοίκου ..., 2) Ν. Β. του Α. ,3) Η. Β. του Α., 4) Α. συζ. Α. Ν., το γένος Α. και Π. Β. κατοίκων ..., 5) Π. Β. του Α. κατοίκου ..., απάντων των ανωτέρω με την ιδιότητά τους ως καθολικών διαδόχων και μόνων εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αρχικά εναγομένου και ήδη αποβιώσαντος Δ. Β. του Ν., 6) Π. Μ. του Α., κατοίκου ... οι οποίοι άπαντες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Μπέσκα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-3-2003 αγωγή των αρχικών διαδίκων και την από 10-11-2003 ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση του 6ου ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις 289/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 40/2011 του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 15-3-2013 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 7-10-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή κατά το άρθρο 558 ΚΠολΔικ "η αναίρεση απευθύνεται κατά εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση ή των καθολικών διαδόχων ή των κληρονόμων τους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως του καθού η πρόσθετη παρέμβαση, δεν απευθύνεται κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, εκτός αν κατά τη δίκη εκείνη, ανέλαβε τον δικαστικό αγώνα, οπότε κατέστη κύριος διάδικος ή η αναίρεση αφορά την πρόσθετη παρέμβαση. Περαιτέρω, από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 82 εδ. γ’ και 81 παρ. 3 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι ο προσθέτως παρεμβάς πρέπει να καλείται στη συζήτηση της αναιρέσεως, χωρίς δε την κλήτευση αυτή παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, ειδική εφαρμογή της οποίας αποτελούν οι προαναφερόμενες διατάξεις και δημιουργείται απαράδεκτο της συζητήσεως της αναιρέσεως, το οποίο ως αναφερόμενο στην προδικασία, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο. Πάντως, αν η αναίρεση του καθού η παρέμβαση, απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβάντος, δεν ιδρύεται απαράδεκτο και εκτιμάται ως κλήση κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση η αίτηση αναιρέσεως απευθύνεται και κατά του προσθέτως, στα δικαστήρια της ουσίας παρεμβάντος υπέρ του αρχικού εναγομένου Δ. Β., (στη θέση του οποίου υπεισήλθαν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του), ήτοι κατά του έκτου αναιρεσιβλήτου Π. Μ. του Α.. Η κατ’ αυτού αναίρεση, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν απορρίπτεται ως απαράδεκτη, αλλά εκτιμάται ως κλήση κατά τη συζήτηση αυτής, ενώ η αναφερόμενη στις κατατεθείσες από 20.10.2015 προτάσεις των αναιρεσιβλήτων δήλωση περί ασκήσεως παρεμβάσεως στον Άρειο Πάγο, είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού δεν έχουν τηρηθεί οι αναφερόμενες στο άρθρο 81 ΚΠολΔικ. διατυπώσεις. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 1718 ΑΚ, διαθήκη για την οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1719 αρ. 3 του ίδιου κώδικα, όπως ήδη ισχύει μετά την τροποποίησή της με τη διάταξη του άρθρου 3 του ν. 2447/1996, ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι........ όσοι κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, δεν έχουν συνείδηση των πράξεων τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης τους. Στην αμέσως πιο πάνω διάταξη προβλέπονται δύο περιπτώσεις ανικανότητας προς σύνταξη διαθήκης, δηλαδή α) η έλλειψη συνείδησης των πράξεων, η οποία υπάρχει όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη (όπως λ.χ. μέθη, ύπνωση κλπ.) δεν έχει τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους διατάξεων της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη της λειτουργίας του νου και β) η ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη. Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη, νοείται ειδικότερα κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν, δηλαδή εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. Η ανικανότητα κρίνεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευσή της ή η ύπαρξή της σε προγενέστερο χρόνο δεν ασκεί καμμιά έννομη επιρροή. Στην περίπτωση ειδικά που ο διαθέτης πάσχει από ψυχική ή διανοητική διαταραχή, αν μεν πρόκειται για πάθηση περιοδικού χαρακτήρα, απαιτείται και πάλι να αποδειχθεί η ψυχική ή διανοητική διαταραχή κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αν όμως πρόκειται για πάθηση μη ιάσιμη ή βαριά ψυχική διαταραχή, αρκεί η απόδειξη ότι ο διαθέτης κατά την εποχή περίπου της σύνταξης της διαθήκης "όχι ακριβώς και κατά το χρόνο συντάξεώς της", έπασχε από μόνιμη πνευματική νόσο. Κατάσταση που είναι δυνατόν στη συγκεκριμένη περίπτωση να έχει ως συνέπεια την ανικανότητα για σύνταξη διαθήκης, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη είναι και η γεροντική άνοια, όταν από αυτήν προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου, σε βαθμό που να αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης. Η απλή νοητική μείωση, που συχνά συνοδεύει τη γήρανση είναι φαινόμενο απολύτως φυσιολογικό και η επίκληση και απόδειξή της δεν δικαιολογεί, από μόνη της, ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης. Τέλος η καταχωρηθείσα στη δημόσια διαθήκη βεβαίωση του συμβολαιογράφου για την ικανότητα του διαθέτη να συντάξει διαθήκη κατά το άρθρο 1719 εδ. 3 ΑΚ αποτελεί υποκειμενική κρίση και αντίληψη αυτού και μπορεί να ανατραπεί με απλή απόδειξη για το αντίθετο, χωρίς προσβολή της διαθήκης για πλαστότητα. Έτσι για το ως άνω γεγονός, την αλήθεια του οποίου όφειλε να εξετάσει και διαπιστώσει ο συμβολαιογράφος και να αναφέρει σχετικώς στη διαθήκη, αν δεν αποδεικνύεται ανταποδεικτικώς η αναλήθειά του, η ίδια η διαθήκη παρέχει πλήρη απόδειξη, σύμφωνα με τα άρθρα 438 και 440 ΚΠολΔικ. Περαιτέρω κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ’ του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικαστική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της αποφάσεως (Ολ ΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Καμμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (έγγραφα, μάρτυρες, ένορκες βεβαιώσεις κλπ.). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμα αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ ΑΠ 2/2008) ή κατ’ άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ ΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς την ένδικη αγωγή ακυρώσεως δημοσίας διαθήκης λόγω συνδρομής της περιπτώσεως της διατάξεως του άρθρου 1719 αρ. 3 ΚΠολΔικ περί διανοητικής διαταραχής της διαθέτιδος, κατά το χρόνο συντάξεώς της: "Η Π. Β., κάτοικος όσο ζούσε Άργους, ήταν σύζυγος του αρχικού εναγομένου Δ. Β. και θεία των εναγόντων, που είναι τέκνα του προαποβιώσαντος αυτής αδελφού της Σ. Μ. του Β., του οποίου τέκνο επίσης είναι και η μη διάδικος στην παρούσα δίκη αδελφή των εναγόντων Κ. Μ.. Απεβίωσε την 21η Αυγούστου 2001 σε ηλικία 77 ετών (βλ. υπ’ αριθμ. .../2001 Ληξιαρχική Πράξη θανάτου του Ληξιάρχου Άργους). Σύμφωνα με σημείωση, που είναι καταχωρημένη στην ληξιαρχική πράξη θανάτου, ο θάνατος της, κατά την πιστοποίηση του ιατρού Ι. Γ., επήλθε "εκ πνευμονικής εμβολής πάσχουσα από ca πνεύμονος και ινσουλινοεξαρτώμενο". Στις 20 Οκτωβρίου 2000 σε ηλικία 76 ετών, στην οικία της στο Άργος, στην οδό ..., συνέταξε την υπ’ αριθμ. .../2-10-2000 δημόσια διαθήκη της, ενώπιον του συμβολαιογράφου Άργους Θεοδώρου Καλή, η οποία δημοσιεύτηκε νόμιμα με τα υπ’ αριθμ. 295/2001 πρακτικά του Μονομελούς πρωτοδικείου Ναυπλίου. Κατά την σύνταξη της διαθήκης παρέστησαν ως μάρτυρες και ο εξετασθείς ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου μάρτυρας του εναγομένου Χ. Δ. Σ., αγρότης, και ο δικηγόρος Άργους Χρήστος Τσιράκης. Με τη διαθήκη αυτή εγκατέστησε ως μοναδικό κληρονόμο της, σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της, το σύζυγο της (εναγόμενο). Η κληρονομιά της περιλάμβανε και τα εξής ακίνητα: α) ένα ισόγειο κατάστημα που βρίσκεται στο Άργος, επί της οδού ..., εμβαδού 129,51 τ. μ. επί οικοπέδου επιφανείας 145 τ.μ. επάνω στο οποίο έχει ανεγερθεί οροφοδιαμέρισμα αποτελούμενο από 4 κύρια δωμάτια εμβαδού 120,21 τ.μ., και β) μία ισόγεια οικία που βρίσκεται στο Άργος, επί της παρόδου της οδού ..., με τον προαύλιο της χώρο. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η διαθέτης κατά τον χρόνο συντάξεως της άνω διαθήκης ήτοι στις 2-10-2000 και προγενέστερα από τις αρχές του θέρους του 2000, δεν ήταν σε θέση να διατυπώσει κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό την τελευταία της βούληση, λόγω της βαριάς κατάστασης της υγείας της. Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη, εξαιτίας του οποίου είχαν προκληθεί αλλοιώσεις των εγκεφαλικών της κυττάρων (εκφυλισμός), τα τελευταία έτη έπασχε από καρκίνο των πνευμόνων, είχε δε νοσηλευτεί επανειλημμένα στο διαγνωστικό - θεραπευτικό κέντρο "ΥΓΕΙΑ" με υψηλότατο δείκτη ζαχάρου και σε κωματώδη κατάσταση με εμφανέστατα συμπτώματα διαταραχών μνήμης και με γεροντική άνοια και γι’ αυτό δεν είχε επαφή με το περιβάλλον και καμία δυνατότητα επικοινωνίας. Βέβαια, στην ένδικη διαθήκη ο συμβολαιογράφος βεβαιώνει ότι "μετά από συζήτηση που είχε μαζί της διαπίστωσε ότι έχει νουν υγιή, ότι δεν στερείται από καμία αίσθηση της, ότι σοβαρά θέλει να κάνει διαθήκη και δεν υπάγεται σε καμία περίπτωση ανικανότητας από όσες αναφέρονται στο άρθρο 1719 ΑΚ..." Ωστόσο, τα γεγονότα αυτά που επιβεβαιώνει (αναφορικά με την κατάσταση της διαθέτιδας) επιδέχονται, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη ανταπόδειξη. Διότι η καταχωρηθείσα σε δημόσια διαθήκη βεβαίωση του συμβολαιογράφου για την ικανότητα του διαθέτη να συντάξει διαθήκη κατά το άρθρο 1719 εδάφιο 3 ΑΚ αποτελεί υποκειμενική κρίση και αντίληψη αυτού και μπορεί να ανατραπεί με απλή απόδειξη για το αντίθετο, χωρίς προσβολή της διαθήκης για πλαστότητα. Διαφορετικά, αν δηλαδή για το γεγονός αυτό, την αλήθεια του οποίου όφειλε να εξετάσει και διαπιστώσει ο συμβολαιογράφος και να αναφέρει σχετικά στη διαθήκη, δεν αποδεικνύεται ανταποδεικτικά η αναλήθεια του, η ίδια η διαθήκη παρέχει πλήρη απόδειξη, σύμφωνα με τα άρθρα 438 και 440 ΚΠολΔ (ΑΠ 964/2005 Ελ.Δ.46/1451, ΑΠ 88/2003 ΕλλΔνη 44 (2003) σελ. 1328, Εφ Αθ. 4588/2009, Εφ.ΑΘ. 306/2008 δημοσίευση νόμος). Στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί των εναγόντων ότι η διαθέτης δεν είχε κατά τη σύνταξη της διαθήκης συνείδηση των πράξεων της λόγω της επικαλούμενης βαριάς κατάστασης της υγείας της. Έπασχε, βέβαια, από σακχαρώδη διαβήτη και καρκίνο του πνεύμονας και στο παρελθόν είχε νοσηλευτεί για μικρά χρονικά διαστήματα στο νοσηλευτικό κέντρο "ΥΓΕΙΑ" λόγω των παραπάνω ασθενειών της, πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι έπασχε από γεροντική άνοια, και μάλιστα τέτοιας μορφής ,ώστε από αυτή να έχει προκληθεί μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου, σε βαθμό που να αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης κατά τον κρίσιμο χρόνο σύνταξης της διαθήκης. Ειδικότερα οι ενάγοντες, προς απόδειξη του παραπάνω βασικού ισχυρισμού τους, επικαλούνται ιδίως σειρά εγγράφων του διαγνωστικού και θεραπευτικού κέντρου Αθηνών "ΥΓΕΙΑ Α.Ε.", που αφορούν εργαστηριακές εξετάσεις, στις οποίες είχε υποβληθεί η διαθέτης από αρχές του έτους 2000, καθώς επίσης και δύο ιατρικές γνωματεύσεις ήτοι α) το από 23-9-2002 ιατρικό σημείωμα του νευρολόγου - ψυχιάτρου Κ. Φ. και β) την από 5-10-2003 ιατρική γνωμάτευση του νευρολόγου-ψυχιάτρου αναπληρωτή καθηγητή Ψυχιατρικής Π. Σ.. Στο ως άνω από 23-9-2002 ιατρικό σημείωμα του ιατρού Κ. Φ., που συνάχθηκε κατόπιν αιτήσεως από τον δεύτερο των εναγόντων Β. Μ., ο ιατρός αυτός εκθέτει ότι από τα στοιχεία του ιατρικού φακέλου της εν λόγω διαθέτιδος, που τέθηκαν υπόψη του, και αφορούν περίοδο ενδονοσοκομειακής νοσηλείας της από 23-1-2000 έως 24-3-2000, κατά το οποίο πράγματι νοσηλεύθηκε στο θεραπευτικό κέντρο ΥΓΕΙΑ Α.Ε., συνάγονται κατά την εκτίμηση του τα εξής: Η διαθέτης εισήχθη στο ως άνω θεραπευτήριο πάσχουσα από σακχαρώδη διαβήτη από δεκαετίας, βρογχοκήλη, ca πνεύμονος και ανοικτή συμπτωματολογία. Από το υπερηχογράφημα άνω - κάτω κοιλίας διαπιστώθηκε η ύπαρξη αγγειακών βλαβών και εκτεταμένες αθηρωματικές αλλοιώσεις της κοιλιακής αορτής. Από την εξέταση τομογραφίας εγκεφάλου διαπιστώθηκαν αγγειακής αιτιολογίας αλλοιώσεις τύπου λευκοεγκεφαλοπάθειας κατά την περικοιλιακή λευκή ουσία των ημισφαιρίων και εστιακό έμφρακτο με καταστροφή εγκεφαλικής ουσίας, παρά το μετωπιαίο κέρας της αριστεράς πλαγίας κοιλίας. Βάσει των ευρημάτων αυτών, ο ιατρός αυτός σημειώνει ότι τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν οργανικού τύπου βλάβες του εγκεφάλου, ειδικότερα δε το έμφρακτο κατά τον μετωπιαίο λοβό, ο οποίος και αποτελεί έδρα των ανωτέρων ψυχοδιανοητικών λειτουργιών είναι δυνατόν να προκαλέσει άμβλυνση των τελευταίων. Κατά τις εκθέσεις εξετάσεων της ασθενούς, που τέθηκαν υπόψη στον εν λόγω ιατρό φέρεται αδυναμία συνεργασίας της ασθενούς, τούτο δε κατά την εκτίμηση του ιατρού αποτελεί πιθανή ένδειξη μειωμένης ικανότητας αντιλήψεως. Στις 24-3-2000 χορηγήθηκε στην διαθέτιδα εξιτήριο από το θεραπευτήριο με διάγνωση Μικροκυτταρικό ca πνεύμονος, σακχαρώδης διαβήτης, οζώδης βρογχοκήλη, άνοια. Η άνοια, κατά την επισήμανση του ως άνω ιατρού χαρακτηρίζεται από βαρύτατη βλάβη των γνωστικών λειτουργιών, μη υπακούουσα σε θεραπευτική αγωγή "προοδευτική πάντοτε επί τα χείρω εξέλιξη και δυσμενέστατη πρόγνωση, ο δε ανοϊκός ασθενής καθίσταται τελικώς πάντοτε ανίκανος προς δικαιοπραξία". Ο ίδιος όμως ιατρός, στο παραπάνω σημείωμα του, επισημαίνει σαφώς ότι τούτο δεν αποτελεί γνωμάτευση του περί της δικαιοπρακτικής ικανότητας της διαθέτιδας Π. Β., διότι ο ίδιος δεν είχε την ευκαιρία κλινικού ελέγχου και εκτιμήσεως της ψυχοδιανοητικής καταστάσεως της, και συνεχίζει να επισημαίνει ότι προϋπόθεση για την χορήγηση τέτοιας γνωματεύσεως αποτελεί κυρίως ο κλινικός έλεγχος από ειδικό ιατρό και μάλιστα σε χρόνο μη απέχοντα πολύ της δικαιοπραξίας, γεγονός που δεν γνωρίζει ο ίδιος, όπως σημειώνει, εάν έλαβε χώρα προ της συντάξεως της διαθήκης της ως άνω ασθενούς. Επίσης, στην από 5 Οκτωβρίου 2003 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού Π. Σ., αναφέρεται ότι από φύλλα νοσηλείας της ιδίας ως άνω ασθενούς, που νοσηλεύθηκε στο θεραπευτικό κέντρο Αθηνών ΥΓΕΙΑ Α.Ε., διαπιστώνονται οι ίδιες παθήσεις που αναφέρονται παραπάνω στο ιατρικό σημείωμα του άλλου ιατρού Κ. Φ. Τελικά και ο ιατρός Π. Σ. γνωμοδοτεί ότι από τις παθήσεις αυτές "μπορεί κανείς να βγάλει το συμπέρασμα ότι τουλάχιστον κατά το διάστημα, που η ασθενής νοσηλεύθηκε στο Υγεία, από 28-1-2000 έως 24-3-2000 εμφάνιζε εικόνα ανοϊκού ασθενούς, με διαταραγμένες τις διανοητικές του λειτουργίες. Η κατάσταση αυτή οφειλόταν προφανώς σε πολλές μικρές αλλοιώσεις του εγκεφάλου της λόγω αρτηριοσκλήρυνσης. Η επιπλέον εμφάνιση καρκίνου του πνεύμονα μπορεί να θεωρηθεί, ότι μάλλον θα επιδεινώσει τη διανοητική λειτουργία της ασθενούς". Τελικά όμως και ο ιατρός αυτός γνωμοδοτεί ότι ο ίδιος δεν είχε την ευκαιρία να εξετάσει ο ίδιος την ασθενή και επομένως τα παραπάνω συμπεράσματα του ενδεικτική αξία και μόνο έχουν. Επομένως, όπως και οι παραπάνω ιατροί σημειώνουν, κατά τα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης, η βεβαία και ασφαλής διάγνωση ότι ένας άνθρωπος πάσχει από άνοια γίνεται μόνο από τον άμεσο κλινικό έλεγχο του ειδικού ιατρού. Κατά τα ίδια διδάγματα η άμεση αυτή κλινική εξέταση από τον ειδικό ιατρό απαιτεί κατανάλωση αρκετού χρόνου για να ερευνήσει, μεταξύ άλλων, τη νοητική κατάσταση του ασθενούς, αφού η έκπτωση των νοητικών λειτουργιών είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της "άνοιας". Η μνήμη του ασθενούς, ο προσανατολισμός του στο χώρο και τον χρόνο και η νοητική επεξεργασία των έξωθεν ερεθισμάτων, καθώς και η ανάλογη "λογική" ανταπόκριση σ’ αυτά, που όλα αυτά περιλαμβάνονται στις νοητικές λειτουργίες αποτελούν τα κρίσιμα ζητήματα που ερευνά ο εξετάζων κλινικά τον ασθενή ιατρός (βλ. Κ. Παπαγεωργίου και Συνεργατών, Νευρολογία, τ. Β’ 1993, Κεφ. 9 σελ. 282 επ.). Σε τέτοια, όμως, κλινική εξέταση και μάλιστα σε χρόνο που δεν απέχει κατά πολύ από το χρόνο της σύνταξης της ένδικης διαθήκης (2-10-2000) δεν αποδεικνύεται ότι υποβλήθηκε η αποβιώσασα. Αντίθετα από τις προσκομιζόμενες από τον εναγόμενο ιατρικές γνωματεύσεις του ιατρού ειδικού παθολόγου στην αγγειολογία Ι. Γ., ο οποίος ήταν θεράπων ιατρός της διαθέτιδος από δεκαετίας περίπου, αποδεικνύεται ότι η διαθέτης καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της θεραπείας της ήταν περιπατητική και διατηρούσε την πνευματική της διαύγεια. Ο ίδιος ιατρός βεβαιώνει στην υπ’ αριθμ. .../2004 ένορκη βεβαίωση του, που δόθηκε νομοτύπως ενώπιον του Ειρηνοδίκη ‘ Αργούς, ότι το φάρμακο "μεμοντρίν", το οποίο χρησιμοποιούσε η ασθενής ήταν φάρμακο που χορηγείται σε άτομα τρίτης ηλικίας λόγω της συνυπάρχουσας στα άτομα αυτά αρτηριοσκλήρυνσης για διαταραχές μνήμης και ότι είναι συνηθέστατο φάρμακο που χορηγείται σε άτομα τρίτης ηλικίας και δεν έχει καμιά σχέση με αλτσχάϊμερ ή γεροντική άνοια. Εξάλλου η απλή νοητική μείωση, που συχνά συνοδεύει τη γήρανση, είναι φαινόμενο απολύτως φυσιολογικό και η επίκληση και η απόδειξη της δεν δικαιολογεί από μόνη της ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης (ΑΠ 1680/2002 ΕλΔ 44.1618, Εφ. ΑΘ. 4588/2009 δημοσίευση νόμος). Περαιτέρω η κατάθεση του μάρτυρος των εναγόντων, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου Ν. Κ., κατοίκου ..., εμπόρου και οικογενειακού φίλου των εναγόντων, ο οποίος, όπως κατέθεσε, για τελευταία φορά είχε επισκεφθεί την αποβιώσασα το καλοκαίρι του 1999, και "κατάλαβε ότι δεν ήταν αυτή που ήξερε και ότι έλεγε κάποιες ασυναρτησίες την ώρα που μιλάγανε και ότι κάτι δεν πάει καλά με το μυαλό της", δεν έχει ιδιαίτερη αποδεικτική αξία για το κρίσιμο ζήτημα της διαταραχής των νοητικών λειτουργιών της διαθέτιδος, κατά τον χρόνο συντάξεως της διαθήκης της, αφού, πέραν της αοριστίας της, πρέπει να τονισθεί ότι κατέθεσε ότι οι ενάγοντες "πιστεύουν ότι κάτι δεν πήγε καλά, επειδή δεν άφησε κάτι στα παιδιά" και ότι "παραξενεύτηκε όταν το άκουσε, γιατί ήξερε και αυτός πόσο τους αγαπούσε". Από την κατάθεση του μάρτυρος αυτού, εκτιμώμενη στο σύνολο της από το Δικαστήριο, προκύπτει ότι οι ενάγοντες χολώθηκαν για την σύνταξη της εν λόγω διαθήκης, διότι με αυτή η διαθέτης δεν τους άφησε κάποιο περιουσιακό στοιχείο. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η αποβιώσασα εκτός από τον σύζυγο της κατέλιπε ως εγγύτερους συγγενείς συνολικά 7 ανίψια (τέκνα προαποβιωσάντων αδελφών της, που δεν προσέβαλαν τη διαθήκη), εκ των οποίων μάλιστα η Π. Χ. (θυγατέρα της αδελφής της διαθέτιδας Ευαγγελίας) στην υπ’ αριθμ. .../28-12-2001 ένορκη βεβαίωση της ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Σοφίας Γεωργιάδη, που λήφθηκε κατά την εκδίκαση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων των εναγόντων σε βάρος του εναγομένου περί θέσεως σε δικαστική μεσεγγύηση των κληρονομιαίων ακίνητων, η οποία (αίτηση) απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, με την υπ’ αριθμ. 1297/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, καταθέτει "Η θεία μου είχε νοσηλευθεί στο θεραπευτήριο "ΥΓΕΙΑ", όπου την επισκέφθηκα δύο φορές. Επίσης αρχές του καλοκαιριού του 2001 την επισκέφτηκα και στο σπίτι της στο Άργος και διαπίστωσα ότι είχε καλή πνευματική διαύγεια". Επίσης ο μάρτυρας του εναγομένου, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο και είχε παραστεί ως μάρτυς κατά την σύνταξη της ένδικης διαθήκης βεβαιώνει ότι η διαθέτης είχε σώας τας φρένας της και η σκέψη της ήταν κρυστάλλινη. Άξια, επίσης, μνείας είναι και η υπ’ αριθμ. .../2001 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος Μ. Π., ενώπιον της Συμβολαιογράφου ‘ Αργούς - Ανθής Μπόλιαρη, την οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι ενάγοντες. Η μάρτυς αυτή βεβαιώνει ότι "κατά τους μήνες μετά την 1η Σεπτεμβρίου 2000 μέχρι τέλος του χρόνου", δεν ενθυμείται ακριβώς την ημερομηνία "δηλαδή τον καιρό που αυτή (η διαθέτης) είχε αναλαμπές στην μνήμη της μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα ο άνδρας της Δ. Β. μου είπε ότι θα πάει να φέρει δύο κυρίους για να κάνει η Παρασκευή την διαθήκη της". Και συνεχίζει: "μόλις κατέβηκε αυτός (ο εναγόμενος) τις σκάλες, είπε στην Παρασκευή (διαθέτιδα) ο άνδρας σου πάει να φέρει συμβολαιογράφο και δικηγόρο να κάνεις την διαθήκη σου", και ότι αυτή της απήντησε: "εγώ όποιον και να φέρει, εγώ δεν του κάνω αυτουνού διαθήκη, εάν κάνω διαθήκη θα κάνω μόνο στον Γ. τον ανηψιό μου". Και συνεχίζει: "μετά από μισή ώρα ήλθε ο συμβολαιογράφος, ο οποίος ρώτησε την διαθέτιδα αν θα υπογράψει την διαθήκη και αυτή απάντησε στον συμβολαιογράφο: και τι να κάνω" και στη συνέχεια η μάρτυς αυτή βεβαιώνει ότι απάντησε έτσι η διαθέτης "γιατί δίπλα της καθόταν ο άνδρας της Δ. Β. (ο εναγόμενος) και την αγριοκοίταξε, και ότι φοβήθηκε λόγω της ασθενείας της και υπέγραψε". Το Δικαστήριο, εκτιμώντας στο σύνολο της την τελευταία ως άνω ένορκη βεβαίωση, κρίνει ότι, κατά τον χρόνο της συντάξεως της ένδικης διαθήκης, σύμφωνα με τα ως άνω c βεβαιούμενα από την μάρτυρα αυτή, η διαθέτις δεν βρισκόταν σε διανοητική διαταραχή από άνοια, αφού, από τις απαντήσεις που φέρεται ότι έδωσε στην μάρτυρα αυτήν όταν άκουσε ότι ο σύζυγος της έχει προσκαλέσει συμβολαιογράφο για να συντάξει διαθήκη της, αντέδρασε μεν αρνητικά, κατά την μάρτυρα, αλλά η αντίδραση αυτή δείχνει αντιληπτικότητα και νοητική επεξεργασία του ερεθίσματος αυτού και ανάλογη λογική ανταπόκριση σ’ αυτό, πράγμα που σημαίνει ότι, κατά τον χρόνο αυτόν, η διαθέτης δεν βρισκόταν σε "άνοια" δηλαδή σε κατάσταση διανοητικής διαταραχής που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης της. Σύμφωνα με την κατάθεση της μάρτυρος αυτής των εναγόντων η διαθέτης, κατά τον χρόνο της συντάξεως της διαθήκης, είχε συνείδηση ότι υπέγραφε διαθήκη. Άλλο είναι το ζήτημα αν φοβήθηκε, κατά την μάρτυρα, και υπό κράτος του φόβου υπέγραψε. Αυτό δεν είναι κρίσιμο ζήτημα για την έκβαση της δίκης αυτής. Επομένως, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης η διαθέτης είχε ικανότητα να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης και να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους πράξεων της. Η εξασθένηση του οργανισμού της, βασικά λόγω του σακχαρώδη διαβήτη και του καρκίνου του πνεύμονας, δεν είχε εξασθενήσει και τις πνευματικές της λειτουργίες. Ούτε βέβαια τα φάρμακα που είχε λάβει μέχρι τη σύνταξη της διαθήκης επηρέασαν τις νοητικές της λειτουργίες, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Ακόμη οι ενάγοντες, επιχειρώντας να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό τους ότι η διαθέτης δεν είχε συνείδηση των πράξεων της, επικαλούνται και το υπ’ αριθμ. .../2001 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθήνας Μαρίας Διγαλάκη, που συντάχθηκε στο θεραπευτήριο ΥΓΕΙΑ, ισχυριζόμενοι ότι η διαθέτης δεν μπορούσε να θέσει ακόμη και την υπογραφή της ,αγνοώντας το όνομα της ,αφού στην τέταρτη σελίδα του άνω πληρεξουσίου υπογράφει σαν " Β." και όχι σαν " Β.", Από την επισκόπηση του άνω πληρεξουσίου, ουδόλως αποδεικνύονται οι παραπάνω ισχυρισμοί των εναγόντων, καθώς στις λοιπές σελίδες του πληρεξουσίου η διαθέτης υπογράφει σαν " Β." ή απλά "Β.", είναι δε γνωστό ότι σε περιπτώσεις επιβαρυμένης κατάστασης της υγείας, όπως εν προκειμένω (η διαθέτης έπασχε από σακχαρώδη διαβήτη και καρκίνο του πνεύμονος) ο υπογραφικός τύπος ή και η γραφή του ατόμου εμφανίζει απόκλιση από τη συνήθη υπογραφική ή γραφική του συνήθεια, οφειλόμενη είτε στην επίδραση των φαρμάκων που του χορηγούνται, είτε στην προσπάθεια του να γράψει ευκρινώς, να δηλώσει την ταυτότητα του, να δώσει επισημότητα στην τελευταία του βούληση, ή και στη συναισθηματική φόρτιση. Σύμφωνα με παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι η διαθέτης κατά το χρόνο συντάξεως της διαθήκης της (2-10-2000), είχε πλήρη συνείδηση των πράξεων της και ειδικότερα γνώριζε ότι υπέγραφε τη διαθήκη της με το συγκεκριμένο περιεχόμενο. Εφόσον λοιπόν οι ενάγοντες δεν απέδειξαν (ανταποδεικτικά) την αναλήθεια της περιεχόμενης στη διαθήκη βεβαιώσεως του συμβολαιογράφου για την ικανότητα της διαθέτιδας να συντάξει διαθήκη κατά το άρθρο 1719 εδάφιο 3 ΑΚ, η ίδια η διαθήκη παρέχει (σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες) πλήρη απόδειξη περί αυτού κατά τα άρθρα 438 και 440 ΚΠολΔικ. Γι αυτό η αγωγή, που αφορά σ’ αυτόν το λόγο ακυρότητας της διαθήκης, έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν η πρόσθετη υπέρ του εναγομένου παρέμβαση". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11 γ’ , του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο κατά το σχηματισμό του δικαστικού του πορίσματος ως προς τη διανοητική ικανότητα της διαθέτιδος της ένδικης διαθήκης από τις αρχές του 2000 μέχρι του χρόνου συντάξεως της διαθήκης (20.10.2000) δεν έλαβε υπόψη του τα ακόλουθα έγγραφα α) το από 8.1.2000 ιστορικό της διαθέτιδος του Νοσοκομείου ΥΓΕΙΑ, όπου αναφέρεται ότι αυτή παρουσιάζει ανοϊκά συμπτώματα και διατάραξη μνήμης και της χορηγήθηκε το φάρμακο "μεμοντρίν", που χορηγείται σε ασθενείς με ψυχοοργανικό σύνδρομο και σε ηλικιωμένα άτομα που πάσχουν από εγκεφαλική ατροφία και εκφράζονται με διανοητική έκπτωση και ανεπάρκεια των γνωστικών λειτουργιών τους, όπως τούτο αναφέρεται στο επίσης μη ληφθέν υπόψη ενημερωτικό έντυπο της παρασκευάστριας εταιρείας ROCHC β) την από 31.1.2000 αξονική τομογραφία εγκεφάλου της διαθέτιδος του ίδιου Νοσοκομείου και γ) το από 24.3.2000 ιατρικό σημείωμα εξόδου της διαθέτιδος από το ίδιο Νοσοκομείο. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχόμενη σ’ αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη "όλα γενικά τα έγγραφα που με επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι...". Σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, όπου γίνεται ρητή αναφορά στα παραπάνω έγγραφα, που παραδόθηκαν στην ιατρό Κ. Φ. (σελ 10) και στη συνέχεια από την ιδιαίτερη αναφορά στο τρίτο από τα παραπάνω έγγραφα (σελ 11) δεν γεννιέται καμμιά απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις για την στήριξη, ως προς το παραπάνω ζήτημα, του αποδεικτικού του πορίσματος, ενώ προσέτι ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη χρήση του φαρμάκου "μεμοντρίν" (13η σελίδα) που δεν διαφοροποιείται από τα αναφερόμενα στο επίμαχο έγγραφο της παρασκευάστριας εταιρείας. Οι αιτιάσεις του ερευνώμενου λόγου, περί του ότι η διαφορετική εκτίμηση των εγγράφων αυτών θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως, για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ.
Επειδή από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης"), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (Ολ ΑΠ 2/2008). Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, χωρίς να το εξαίρει αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε, για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναιρετική πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο α) του από 23.9.2002 ιατρικού σημειώματος του ιατρού νευρολόγου ψυχιάτρου Κ. Φ. και β) της από 5.10.2003 ιατρικής γνωμάτευσης του νευρολόγου ψυχιάτρου Π. Σ., με το να δεχθεί ότι από το περιεχόμενο των δύο αυτών κρισίμων εγγράφων και παρά τις περί του αντιθέτου εγγραφές τους, "δεν προέκυπτε ότι η διαθέτης δεν είχε συνείδηση των πραττομένων και ότι εστερείτο της χρήσεως του λογικού, με αποτέλεσμα να μην έχει πλήρη αντίληψη των πραττομένων και επομένως να μην είναι ικανή προς δικαιοπραξία". Ο λόγος αυτός είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτος, γιατί δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος" των εγγράφων, τα οποία ορθά αναγνώσθηκαν. Περιλαμβανομένου άλλωστε του περιεχομένου τους στο κείμενο της αποφάσεως, αλλά σε λανθασμένη, κατά την άποψη των αναιρεσειόντων εκτίμηση του περιεχομένου τους, από την οποία το δικαστήριο κατέληξε σε πόρισμα αντίθετο από εκείνο που αυτοί (αναιρεσείοντες) θεωρούν ορθό. Δηλαδή η επικαλούμενη αιτίαση αφορά σε παράπονο αναγόμενο στην ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων και του περιεχομένου των εγγράφων. Ενόψει τούτου και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔικ). Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρο 176, 180 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔικ)και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15.3.2013 αίτηση των Γ. Μ. του Σ. και Β. Μ. του Σ. κατά των Α. συζ. Μ. Κ., το γένος Α. Β., Ν. - Β. του Α. κλπ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 40/2011 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία καθορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Νοεμβρίου 2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή