Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, Απορρίπτει αναίρεση.
Περίληψη:
Συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και συμβάσεις ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Έννοια, διακρίσεις και νομικό καθεστώς αυτών. Η σύμβαση διευθυντή, μετόχου και προέδρου του δ.σ. της ανώνυμης εταιρείας, φέρει το χαρακτήρα σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών και όχι της εξαρτημένης εργασίας, εφόσον αυτός δεν τελεί σε υπηρεσιακή και νομική εξάρτηση από την εταιρεία του. Ερμηνεία συμβάσεων κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Αόριστος ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για παραβίαση αυτών. Μη παραβίαση του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύμβαση Ουάσινγκτον. Μη εφαρμογή του άρθρου 904 ΑΚ , γιατί στηρίζεται ο λόγος σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Αδίκαστες αιτήσεις. Μη λήψη υπόψη ισχυρισμών. Παραβίαση της αποδεικτικής δύναμης της ομολογίας. Απορρίπτει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 1, 19, 9, 8 και 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ . Απορρίπτει αναίρεση .
Αριθμός 968/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 13 Φεβρουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Β. Σ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Στυλιανό Σταματόπουλο και Δ. Γίτσα, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσαν προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας εθνικών μεταφορών "...", που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Γιαννόπουλο, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29/11/2011 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 292/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 63/2017 του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 27/4/2017 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 27-4-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 63/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της 292/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, απέρριψε κατ' ουσίαν την από 29-11-2011 αγωγή, με την οποία ο ενάγων ζητούσε δεδουλευμένες αποδοχές δύο μηνών και αποζημίωση λόγω άκυρης απόλυσής του από την εναγομένη εταιρία, στην οποία εργαζόταν αυτός ως υπάλληλος γραφείου με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Με την προσβαλλομένη απόφαση απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). 2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο λόγος αυτός, για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή (ΟλΑΠ 7/2014, 2/2013). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 319/2017, ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Για το ορισμένο του ανωτέρω από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση νομικό σφάλμα, στη δε περίπτωση της κατ' ουσίαν έρευνας της υπόθεσης πρέπει επίσης να παρατίθενται στο αναιρετήριο οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 319/2017). Μάλιστα δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης κατ' επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με τη προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλομένη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (ΟλΑΠ 28/1998, ΑΠ 319/2017, ΑΠ 901/2010, ΑΠ 2173/2007). Περαιτέρω, παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που περιέχονται στα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, υφίσταται όταν το δικαστήριο της ουσίας είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι κατά την ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του δέχθηκε ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς κανόνες, καίτοι ανέλεγκτα, επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των ανωτέρω άρθρων συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή τους, με την έννοια της ευθείας κατ' αρχήν παράβασης των κανόνων αυτών στην περίπτωση που το σχετικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο ως προς την ερμηνεία ή συμπλήρωση της δικαιοπραξίας, δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 113/2017, ΑΠ 1098/2011). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση του Εφετείου η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου και συγκεκριμένα της εσφαλμένης εφαρμογής των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ειδικότερα ως προς τον λόγο αυτόν της αναίρεσης εκτίθενται στο αναιρετήριο κατ' αρχήν ότι με το να δεχτεί το Δικαστήριο ότι: <<... Βάσει των παραπάνω πραγματικών περιστατικών, ερμηνευομένων όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρα 173 και 200 ΑΚ), σε συνδυασμό με το σύνολο των περιστάσεων που αναφέρθηκαν" συνάγεται ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο διαπίστωσε κανό ή ασάφεια καθώς και ότι με την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ παραβίασε τις ως άνω διατάξεις. Επίσης με το λόγο αυτόν αναίρεσης προσθέτει παρακάτω ότι το δικαστήριο με το να αναφέρει: "... Προκύπτει ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, με τις συγκεκριμένες συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτούργησε από το έτος 1995 και εντεύθεν, δεν έφερε το χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, εξέλιπε το αναγκαίο στοιχείο της υποβολής του ενάγοντος σε υπηρεσιακή και νομική εξάρτηση από την εναγομένη εταιρεία..... Ωστόσο, αν και ο ενάγων, όπως προαναφέρθηκε, είχε προσληφθεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, την 1.10.1992, ως υπάλληλος γραφείου, όπως αποδεικνύεται από την προσκομισθείσα καρτέλα ενσήμων του ΙΚΑ, ήταν ασφαλισμένος στο συγκεκριμένο ασφαλιστικό φορέα μέχρι το μήνα Μάρτιο του έτους 1997, έκτοτε δε ασφαλίστηκε στον φορέα ασφάλισης των αυτοκινητιστών (ΤΣΑ) και ήδη στον ΟΑΕΕ. Από δε την ίδρυση της εναγομένης εταιρείας, κατά τα προαναφερθέντα, το σύνολο των μετοχών της ήταν συγκεντρωμένο στα χέρια των μελών της οικογένειας Σ. (πρώτα των τέκνων του ιδρυτή Β. Σ. και ακολούθως των τέκνων αυτών), άπαντες δε οι μέτοχοι, που μετείχαν και στο δ.σ. της ανώνυμης εταιρίας προσέφεραν την προσωπική τους εργασία στην επιχείρηση, ο δε ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες τους ως Διευθυντής του Γραφείου Κίνησης, προγραμματίζοντας τα δρομολόγια των φορτηγών της επιχείρησης και φροντίζοντας για την έγκαιρη φόρτωση αυτών, ενώ παράλληλα διαχειριζόταν το ταμείο και, ενίοτε, φρόντιζε για τις πληρωμές του προσωπικού και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων (απολύσεις). Άλλωστε, τα καθήκοντα αυτά ανέλαβε μετά την εκ μέρους του κτήση των μετοχών της εναγομένης και το διορισμό του ως μέλους και μετέπειτα Προέδρου του δ.σ. της εναγομένης. ... Εκ τούτου συνάγεται, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ότι τα καθήκοντά του ως απλού υπαλλήλου, τα οποία, πάντως, δεν εξειδικεύθηκαν από τον ίδιο, ήταν ουσιωδώς διάφορα και οπωσδήποτε υποδεέστερα αυτών, που συνεπαγόταν η θέση του ως Διευθυντή του Γραφείου Κίνησης, όπως περιγράφηκαν παραπάνω. Επιπλέον, για την εκτέλεση των ως άνω διευθυντικών καθηκόντων, ο ενάγων δεν λάμβανε εντολές και οδηγίες από κανένα, αλλά καθόριζε ο ίδιος τον τόπο, τον τρόπο και το χρόνο της εκτέλεσής τους, μη υποκείμενος ως προς αυτά στη νομική εξάρτηση της εναγομένης, αφού λόγω της παραπάνω ιδιότητάς του ασκούσε εξουσία διοικητική και διαχειριστική με δική του ευθύνη και πρωτοβουλία, υποβαλλόμενος ως όργανο της εταιρείας στο καθεστώς, που διέπει το διοικητικό της συμβούλιο και τον Πρόεδρο αυτού... ....Εξάλλου, ο ενάγων ουδέποτε τηρούσε το ωράριο των υπαλλήλων της επιχείρησης, προσερχόταν στην επιχείρηση νωρίς το πρωί, φροντίζοντας να ανοίξει αυτή και αποχωρούσε κατά το μεσημέρι, μετά τον προγραμματισμό των δρομολογίων, που έπρεπε να πραγματοποιηθούν εντός της πόλης της …, χωρίς να παραμένει οπωσδήποτε μέχρι τις 16:00 μμ, οπότε έληγε το ωράριο εργασίας των υπαλλήλων γραφείου (8.00-16.00)>>.
Με το περιεχόμενο αυτό ο πρώτος λόγος αναίρεσης είναι προεχόντως απορριπτέος ως αόριστος, διότι σε αυτόν δεν διαλαμβάνονται οι κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου επί ζητημάτων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, (δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το εν λόγω δικαστήριο ως θεμελιωτικά της κρίσης του για την κατ' ουσία απόρριψη της αγωγής του αναιρεσείοντος ως αβάσιμης), υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παραβίαση των ως άνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου, ούτε εκθέτει σε τι συνίσταται η παραβίαση αυτή, ούτως ώστε να ερευνηθεί η συνδρομή ή μη του εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης. Ειδικότερα ο αναιρεσείων περιορίζεται στο να διαλάβει στο αναιρετήριο μόνο το συμπέρασμα της ουσιαστικής κρίσης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και κάποιες αποσπασματικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης κατ' επιλογή του, χωρίς να αναφέρει το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με τη προσβαλλόμενη απόφαση, με βάση τα οποία η προσβαλλομένη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα και σε μη ορθή εφαρμογή των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Υπό δε την επίκληση της διάταξης του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ και μάλιστα με αναφορά σε επί μέρους αποδεικτικά μέσα πλήττει ουσιαστικά με τον πρώτο λόγο αναίρεσης την επί της ουσίας ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας κατά τα αμέσως ανωτέρω εκτιθέμενα και επομένως, σε κάθε περίπτωση, ο πρώτος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος (άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ). 3. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι κανόνες του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας και στο μισθό που συμφωνήθηκε και ο εργαζόμενος υποβάλλεται σε νόμιμη εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει οδηγίες στον εργαζόμενο αναφορικά με τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς τις οδηγίες του, άσχετα με το αν ο εργοδότης ασκεί εμπράκτως το δικαίωμα αυτό ή αφήνει περιθώριο πρωτοβουλιών στον εργαζόμενο, εφόσον το τελευταίο δεν εξικνείται μέχρι καταλύσεως της υποχρεώσεως υπακοής στον εργοδότη και δημιουργίας αντιστοίχως δικαιώματος ελευθέρας από τον έλεγχο του τελευταίου υπηρεσιακής δράσεως. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των τεχνικών ή επιστημονικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη (ΟλΑΠ 28/2005). Αντίθετα, μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, επί της οποίας δεν έχουν κατ` αρχήν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν εκείνος που παρέχει την εργασία δεν υποβάλλεται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότου ως προς τον χρόνο, τόπο και τρόπο παροχής της εργασίας που του έχει ανατεθεί. Και στη σύμβαση αυτή πάντως υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι` αυτό ακριβώς, η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της συμβάσεως του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο και τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της εξαρτήσεως, η οποία όμως δεν εξαρτάται από το αν συντρέχουν όλα ή περισσότερα από τα στοιχεία αυτά, γιατί εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σε αυτή εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεως του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (ΟλΑΠ 28/2005, ΑΠ 465/2013, ΑΠ 1133/2012, ΑΠ 821/2006). Εξάλλου, το στοιχείο της εξάρτησης από τον εργοδότη, έστω και χαλαρώς, υπάρχει και στην περίπτωση των κατά το άρθρο 2 εδ. α' της διεθνούς συμβάσεως της Ουάσιγκτον (που κυρώθηκε με τον νόμο 2269/1929), διευθυνόντων υπαλλήλων, δηλαδή των προσώπων εκείνων που έχουν εξαιρετικά προσόντα και απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης του κυρίου της επιχειρήσεως, ο οποίος τους αναθέτει καθήκοντα εποπτείας του προσωπικού και γενικότερης διεύθυνσης, ώστε να επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης του εργοδότη, ασκώντας έτσι με πρωτοβουλία και υπευθυνότητα εργοδοτικά καθήκοντα. Ενόψει των ανωτέρω ο διευθυντής ανώνυμης εταιρείας παρέχει εξαρτημένη εργασία, ο χαρακτήρας της οποίας δεν μεταβάλλεται αν ανατεθούν σ' αυτόν, με τη σύμβαση πρόσληψής του ή με μεταγενέστερη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, και εξουσίας του συμβουλίου αυτού, σύμφωνα με τα άρθρα 18 παρ.2 και 22 παρ.3 του Ν.2190/1920, εφόσον υπόκειται και ως προς την άσκηση των εξουσιών αυτών στο διευθυντικό δικαίωμα του εν λόγω συμβουλίου. Τέλος, σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη ως προς τον τρόπο, χρόνο και τόπο παροχής αυτών (ΑΠ 1403/2000). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 23α παρ. 2 και 24 παρ. 3 του κωδικοποιημένου νόμου 2190/1920 "περί ανωνύμων εταιρειών" (Β.Δ. 174/1963), 31 του Εμπ. Νόμου, 713, 648, 652 ΑΚ και 6 του ΑΝ 765/1973, προκύπτει ότι ο διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας συνδέεται με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας με σχέση εντολής. Αν για τις υπηρεσίες που προσφέρει λαμβάνει αμοιβή, η σχέση του χαρακτηρίζεται ως μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αφού λόγω της ως άνω ιδιότητας του ασκεί εξουσία διοικητική και διαχειριστική με δική του ευθύνη και πρωτοβουλία, είναι όργανο της εταιρείας και υποβάλλεται στο καθεστώς που διέπει το διοικητικό συμβούλιο. Η σχέση αυτή, είτε ως εντολή, είτε ως μίσθωση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών μπορεί να λυθεί οποτεδήποτε με καταγγελία (αρθρ. 669, 672 ΑΚ) και δεν έχουν επ` αυτής εφαρμογή οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Δεν αποκλείεται όμως ο διευθύνων σύμβουλος σε εκτέλεση σύμβασης (που έχει εγκριθεί από την γενική συνέλευση) να παρέχει πέρα από τα συνηθισμένα και από το νόμο ή το καταστατικό καθορισμένα καθήκοντα του και υπηρεσίες με αμοιβή, τακτικώς προσδιορισμένη με εργασιακή σύμβαση, οπότε, αν η τελευταία προϋπήρχε του διορισμού του ως Διευθύνοντος Συμβούλου δεν απαιτείται έγκριση της συναφθείσης εργασιακής συμβάσεως με απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως (ΑΠ 465/2013, ΑΠ 544/2010, ΑΠ 87/2009, ΑΠ 20/2007 ). Ο χαρακτηρισμός της σύμβασης αυτής, ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, εξαρτάται πέραν από την καταβαλλομένη αμοιβή, από το αν ο διευθύνων σύμβουλος υποβάλλεται ή όχι σε νομική εξάρτηση από τα αρμόδια όργανα της εταιρείας (εργοδότη), αν δηλαδή αυτά έχουν δικαίωμα να ασκούν έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του και να παρέχουν δεσμευτικές γι` αυτόν (διευθύνοντα σύμβουλο) εντολές και οδηγίες για την επιμελή εκτέλεση τούτων, οπότε πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η οποία, αν είναι αορίστου χρόνου, μπορεί να λυθεί με καταγγελία από μέρους του εργοδότη, που για να είναι έγκυρη πρέπει κατ` άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955, όπως τούτο ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 2550/1997 να γίνει εγγράφως και να καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση (ΑΠ 45/1997, ΑΠ 1825/1999, Α.Π. 850/1999). Περαιτέρω για τον ορθό χαρακτηρισμό μίας σύμβασης ως σύμβασης εργασίας ή έργου ή σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών ερευνώνται οι όροι και οι πραγματικές συνθήκες εκτέλεσης της εργασίας, αφού ληφθεί υπόψη η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, σύμφωνα με τα οποία κατά την ερμηνεία της δήλωσης αναζητείται η αληθής βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις και χωρίς επίσης να ασκεί επιρροή ο νομικός χαρακτηρισμός που δίνεται από τους συμβαλλομένους. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΟλΑΠ 15/2006,ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017,ΑΠ 455/2014). Για να είναι, όμως, ορισμένος ο λόγος αυτός πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου σε σχέση με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει η έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης με πληρότητα και σαφήνεια, σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, ποια, δηλαδή, στοιχεία αναγκαία για την επάρκειά τους λείπει και σε τι συνίσταται η αντίφαση των αιτιολογιών και από ποια αντιτιθέμενα μέρη τους προκύπτει (ΑΠ 117/2017, ΑΠ 114/2017,ΑΠ 121/2014, 1504/2011, 479/2009). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι τη κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση, της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006,1/1999, ΑΠ 73/2017). Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ.1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς (ΑΠ 118/2017) . Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Πρωτοδικείο (που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο) δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ακόλουθα: << Δυνάμει του υπ αριθμ. .../26.2.1977 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Λάρισας Βασιλείου Νάνου, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, συστήθηκε ιδιότυπη εταιρεία εθνικών μεταφορών με την επωνυμία "...", με έδρα τη Λάρισα, η οποία, στη συνέχεια μετατράπηκε στην εναγόμενη ανώνυμη μεταφορική εταιρεία χερσαίων οδικών μεταφορών με την επωνυμία "... ...", δυνάμει του υπ αριθμ. .../6.3.1981 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Λάρισας Ηρακλή Παπαδήμου, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, με αντικείμενο τη διενέργεια αποκλειστικά και μόνο Εθνικών Μεταφορών αντί κομίστρων πάσης φύσεως εμπορευμάτων και υλικών με φορτηγά αυτοκίνητα Δ.Χ. Επρόκειτο περί οικογενειακής επιχείρησης με μοναδικούς μετόχους τους Α. Σ., Κ. Σ. και Δ. Σ., πατέρα του ενάγοντος. Ο ενάγων εισήλθε στην εναγομένη εταιρεία την 1.10.1992, σε ηλικία 21 ετών, όταν κατήρτισε με αυτή σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να απασχοληθεί ως υπάλληλος γραφείου, εργαζόμενος επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως και επί οκτάωρο ημερησίως και αμειβόμενος με τις μηνιαίες αποδοχές που προβλέπονταν από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ, για τις οποίες ελάμβανε βεβαιώσεις κατ έτος από την εναγομένη εταιρεία και με τη σειρά της η τελευταία παρακρατούσε και στη συνέχεια απέδιδε τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές (ΙΚΑ), κατέβαλε τον ανάλογο Φ.Μ.Υ και καταχωρούσε το σχετικό έξοδο στα οικεία βιβλία της. Δυνάμει της από 27.6.1995 απόφασης της γενικής συνέλευσης της εναγομένης προσέλαβε ο ενάγων την ιδιότητα του μέλους του δ.σ αυτής, με θητεία μέχρι την 30.6.2000 (βλ. το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο ΦΕΚ με αριθμό 6717/27.11.1995 τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ). Κατά δε το έτος 2003, οι αρχικοί τρεις κύριοι και αποκλειστικοί μέτοχοι της εναγομένης, μεταβίβασαν το σύνολο των μετοχών τους, έκαστος στα τέκνα αυτού, παρακρατώντας για τον εαυτό τους συμβολικό αριθμό μετοχών, ο δε Δ.ς Σ.ς μεταβίβασε στον ενάγοντα 306.095 μετοχές, που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 33,32% του μετοχικού κεφαλαίου, παρακρατώντας 37 μετοχές (0,005% του εταιρικού κεφαλαίου). Η θητεία του ενάγοντος ως μέλους του δ.σ της εναγομένης, ανανεώθηκε μέχρι 30.6.2005, με σχετική απόφαση της γενικής συνέλευσης της 30.6.2000, ενώ με την από 30.6.2005 απόφαση της γ.σ και του από 30.6.2005 πρακτικού του δ.σ. της εναγομένης, αυτός εξελέγη Πρόεδρος του δ.σ., για θητεία πενταετή, λήγουσα στις 30.6.2010 και σε αυτόν μεταβιβάστηκαν άπασες οι εκ του νόμου και του καταστατικού εξουσίες και αρμοδιότητες διοίκησης της εναγομένης. Παράλληλα, ο ενάγων υπήρξε και εκμισθωτής της εναγομένης, καθόσον συνήψε με αυτήν τις από 1 .7.2005 έγγραφες συμβάσεις μίσθωσης, με τις οποίες εκμίσθωσε στην εταιρεία δύο φορτηγά δημοσίας χρήσης της κυριότητάς του προκειμένου να χρησιμοποιηθούν από την τελευταία για τη διανομή, περισυλλογή και μεταφορά εμπορευμάτων, αντί μισθώματος καταβαλλομένου τμηματικά εντός μηνός βάσει των φορτωτικών εγγράφων. Η διάρκεια των μισθώσεων αυτών ορίστηκε τριετής, από 1 .7.2005 έως 30.6.2008 και συνεχίστηκε για ακόμη τρία έτη έως 30.6.2011. Κατά την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων της εναγομένης, που έλαβε χώρα στις 30.6.2010, προτάθηκε από το μέτοχο Κ. Σ. η σύνθεση του δ.σ να παραμείνει ως είχε, πλην, όμως, ο ενάγων δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε πλέον τη συμμετοχή του στο νέο διοικητικό συμβούλιο, με συνέπεια να εκλεγούν στο ως άνω συλλογικό όργανο τα αναφερόμενα στο υπ αριθμ. 52 πρακτικό πρόσωπα. Η απόφαση περί μη συνέχισης της συμμετοχής του ενάγοντος στη διοίκηση της εναγομένης, οφειλόταν στη διάρρηξη των σχέσεών του με τους λοιπούς μετόχους - συγγενικά του πρόσωπα, γεγονός που καθιστούσε τη μεταξύ τους συνεργασία δυσχερή. Ένεκα τούτου, στις 29.6.2011, η Φ. Σ., με την ιδιότητα μετόχου και μέλους του δ.σ. της εναγομένης, παρέδωσε στον ενάγοντα το από 29.6.2011 έγγραφο, το οποίο, κατά τα αναφερόμενα σε αυτό, δεν είχε σκοπό να οξύνει "την οποιαδήποτε διάσταση απόψεων υπάρχει, αλλά να λειτουργήσει ως ερέθισμα για μία καινούρια συμπεριφορά του, έναντι της εταιρείας, προς αποκατάσταση της λειτουργίας της και με την οποία, αφού γινόταν παράθεση της αντιεταιρικής του συμπεριφοράς, συνισταμένης στην εκ μέρους του σύσταση ατομικής εταιρίας με συναφές αντικείμενο (φορτοταξί), αλλά και στην ίδρυση ανταγωνιστικής μεταφορικής επιχείρησης υπό εταιρικό τύπο και της εκμετάλλευσης της θέσης του, ώστε να έχει πρόσβαση στο πελατολόγιο και να οικειοποιείται πελάτες της, τον καλούσε να απέχει από κάθε μορφή συνεργασίας με την εταιρία και από οποιαδήποτε επαφή με τους εργαζομένους και τα μέλη του δ.σ., εφόσον εξακολουθούσε την αντιεταιρική συμπεριφορά του, επισημαίνοντας ότι, εφόσον προσαρμοστεί προς τα συμφέροντά της, οι πόρτες της επιχείρησης θα είναι ορθάνοιχτες γι αυτόν. Την επομένη ημέρα, 30.6.2011, κατά την οποία είχε οριστεί η ετήσια τακτική γενική συνέλευση της εναγομένης, ο ενάγων παρέστη αυτοπροσώπως σε αυτή και αντιτάχθηκε στην απόφαση της γενικής συνέλευσης για την καταβολή αποδοχών στον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τα λοιπά μέλη του δ.σ, επιφυλασσόμενος να ασκήσει περαιτέρω τα δικαιώματά του και μετά το πέρας της αποχώρησε, ενώ έκτοτε έπαυσε πλέον να έχει πρόσβαση στους χώρους και τις εγκαταστάσεις της εναγομένης, καθόσον τα μέλη του δ.σ. είχαν αλλάξει τους κωδικούς των ηλεκτρονικών αυτομάτων θυρών, χωρίς να τους γνωστοποιήσουν σε αυτόν, αποκλείοντας έτσι τη δυνατότητα από τον ενάγοντα να προσεγγίζει στο γραφείο κίνησης και στα γραφεία διοίκησης της επιχείρησης. Ο ενάγων διατείνεται ότι η σχέση, που τον συνέδεε με την εναγομένη ήταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι η τελευταία, με το προαναφερθέν από 29.6.2011 έγγραφό της κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, χωρίς, ωστόσο, να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, την καταβολή της οποίας αξιώνει με την ένδικη αγωγή, καθώς και των δεδουλευμένων αποδοχών του για τους μήνες Μάιο και Ιούνιο του έτους 2011. Ωστόσο, αν και ο ενάγων, όπως προαναφέρθηκε, είχε προσληφθεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, την 1.10.1992, ως υπάλληλος γραφείου, όπως αποδεικνύεται από την προσκομισθείσα καρτέλα ενσήμων του ΙΚΑ, ήταν ασφαλισμένος στο συγκεκριμένο ασφαλιστικό φορέα μέχρι το μήνα Μάρτιο του έτους 1997, έκτοτε δε ασφαλίστηκε στον φορέα ασφάλισης των αυτοκινητιστών (ΤΣΑ) και ήδη στον ΟΑΕΕ. Από δε την ίδρυση της εναγομένης εταιρείας, κατά τα προαναφερθέντα, το σύνολο των μετοχών της ήταν συγκεντρωμένο στα χέρια των μελών της οικογένειας Σ. (πρώτα των τέκνων του ιδρυτή Β. Σ. και ακολούθως των τέκνων αυτών), άπαντες δε οι μέτοχοι, που μετείχαν και στο δ.σ. της ανώνυμης εταιρείας προσέφεραν την προσωπική τους εργασία στην επιχείρηση, ο δε ενάγων παρείχε τις υπηρεσίες του ως Διευθυντής του Γραφείου Κίνησης, προγραμματίζοντας τα δρομολόγια των φορτηγών της επιχείρησης και φροντίζοντας για την έγκαιρη φόρτωση αυτών, ενώ παράλληλα διαχειριζόταν το ταμείο και, ενίοτε, φρόντιζε για τις πληρωμές του προσωπικού και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων (απολύσεις). Άλλωστε, τα καθήκοντα αυτά ανέλαβε μετά την εκ μέρους του κτήση των μετοχών της εναγομένης και το διορισμό του ως μέλους και μετέπειτα Προέδρου του δ.σ. της εναγομένης. Ο ίδιος , εξεταζόμενος ανωμοτί στο ακροατήριο πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, υποστηρίζει ότι μέχρι το χρόνο, που έγινε μέτοχος (ο ίδιος ταυτίζει το χρόνο αυτό με το χρόνο της εκ μέρους του πρόσληψης της ιδιότητας του μέλους του δ.σ), ήταν απλώς υπάλληλος. Εκ τούτου συνάγεται, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ότι τα καθήκοντά του ως απλού υπαλλήλου, τα οποία, πάντως, δεν εξειδικεύθηκαν από τον ίδιο, ήταν ουσιωδώς διάφορα και οπωσδήποτε υποδεέστερα αυτών, που συνεπαγόταν η θέση του ως Διευθυντή του Γραφείου Κίνησης, όπως περιγράφηκαν παραπάνω. Επιπλέον, για την εκτέλεση των ως άνω διευθυντικών καθηκόντων, ο ενάγων δεν λάμβανε εντολές και οδηγίες από κανένα, αλλά καθόριζε ο ίδιος τον τόπο, τον τρόπο και το χρόνο της εκτέλεσής τους, μη υποκείμενος ως προς αυτά στη νομική εξάρτηση της εναγομένης, αφού λόγω της παραπάνω ιδιότητάς του ασκούσε εξουσία διοικητική και διαχειριστική με δική του ευθύνη και πρωτοβουλία, υποβαλλόμενος ως όργανο της εταιρείας στο καθεστώς, που διέπει το διοικητικό της συμβούλιο και τον Πρόεδρο αυτού. Όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε η εξετασθείσα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μάρτυρας Σ. Ι., υπάλληλος της εναγομένης, << ο ίδιος ο ενάγων ήταν το αφεντικό>>. Εξάλλου, ο ενάγων ουδέποτε τηρούσε το ωράριο των υπαλλήλων της επιχείρησης, προσερχόταν στην επιχείρηση νωρίς το πρωί, φροντίζοντας να ανοίξει αυτή και αποχωρούσε κατά το μεσημέρι, μετά τον προγραμματισμό των δρομολογίων, που έπρεπε να πραγματοποιηθούν εντός της πόλης της Λάρισας, χωρίς να παραμένει οπωσδήποτε μέχρι τις 16:00 μ μ, οπότε έληγε το ωράριο εργασίας των υπαλλήλων γραφείου (8.00-16.00). Μετά τη διάρρηξη των σχέσεων του με τους λοιπούς μετόχους, από το έτος 2010, αποχωρούσε από τα γραφεία της επιχείρησης περί τις 10.00- 10.30 π μ, όταν προσερχόταν σε αυτά η ξαδέρφη του, Κ. Σ., σύμφωνα με την κατάθεση της παραπάνω μάρτυρος. Αναφορικά με τις αποδοχές του ενάγοντος, αποδείχθηκε ότι αυτός για τις παρεχόμενες υπηρεσίες του ως μέλους του δ.σ και μετέπειτα ως Προέδρου αυτού, δικαιούταν αμοιβής-αποζημίωσης, το ποσό της οποίας προσδιοριζόταν ετησίως, με απόφαση της τακτικής γενικής συνέλευσης της εναγομένης, για δε το έτος 2010 και μέχρι την 30.6.2010 ανερχόταν στο ποσό των 5.000 ευρώ μηνιαίως. Επισημαίνεται ότι ο ενάγων, επικαλούμενος ότι η εναγομένη δεν του έχει καταβάλει την αμοιβή, που δικαιούταν, σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις της γ.σ αυτής, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 ως 30.6.2010, άσκησε κατ' αυτής την από 15.12.2011 (αριθμ. έκθ. κατάθεσης …/2011) αγωγή, αιτούμενος την καταβολή του συνολικού ποσού των 344.581‚37 ευρώ, η οποία απορρίφθηκε με την υπ αριθμ. 12/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας. Εξάλλου, ο ενάγων δικαιούταν αποζημίωσης και ως μέτοχος για τις υπηρεσίες, που παρείχε στην εναγομένη, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου του προαναφερθέντος από 29.6.2011 εγγράφου της εναγομένης προς τον ενάγοντα, στην οποία ρητώς αναγράφεται ότι ο ενάγων, μετά την αποχώρησή του από το δ.σ., παρείχε τις υπηρεσίες του στην εναγομένη, λαμβάνοντας αποζημίωση. Το γεγονός αυτό δεν αναιρείται από τις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα αποδείξεις πληρωμής, σύμφωνα με τις οποίες αυτός φέρεται να λαμβάνει από την εναγομένη, ως υπάλληλος γραφείου, μηνιαίο μισθό, ποσού 1.910 ευρώ, διότι οι σχετικές αποδείξεις εκδίδονταν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, προκειμένου να υφίσταται νόμιμος λόγος λήψης του ποσού της αποζημίωσης, καθόσον η εναγομένη ουδέποτε διένειμε μέρισμα στους μετόχους της (βλ. την ανωμοτί κατάθεση του ενάγοντος που περιέχεται στα πρακτικό του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Τέλος, όσον αφορά στην από 29.6.2011 επιστολή της Φ.ς Σ., που ενεργούσε για λογαριασμό της εναγομένης και την οποία ο ενάγων εκλαμβάνει ως καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης, δεν συνιστά δήλωση βούλησης περί τη λύση της μεταξύ τους εργασιακής σύμβασης. Και τούτο, διότι αυτή απευθύνεται στον ενάγοντα ως μέτοχο της εταιρείας και όχι ως μισθωτό, από δε το όλο περιεχόμενό της, συνάγεται ότι με αυτή, η εναγομένη απηύθυνε προς τον ενάγοντα διαμαρτυρία για την αντίθετη προς τα εταιρικά συμφέροντα συμπεριφορά του, όχι ως εργαζομένου, αλλά ως μετόχου και τον καλούσε να συμμορφωθεί, επιδεικνύοντας συμπεριφορά συμπλέουσα προς τα συμφέροντα της επιχείρησης, άλλως να πάψει να έρχεται σε επαφή με το προσωπικό και τα μέλη της. Τούτο δε ενισχύεται και από την 21.7.2011 εξώδικη απάντηση - διαμαρτυρία -πρόσκληση, κοινοποιηθείσα στις 27.7.2011 από τον ενάγοντα στην εναγομένη εταιρεία, με την οποία απαντώντας στο έγγραφο αυτό, διαμαρτύρεται αποκλειστικά και μόνο για το περιεχόμενό του, αφενός μεν ως προς τις ανακρίβειες και συκοφαντίες που αφορούν το πρόσωπό του και δη την αντιεταιρική συμπεριφορά του με την άσκηση ανταγωνιστικής προς τον εταιρικό σκοπό της εναγομένης δραστηριότητας μέσω ατομικής επιχείρησης, αφετέρου δε για τις ενέργειες της πλειοψηφίας των μετόχων, τονίζοντας μάλιστα τα δικαιώματά του που απορρέουν από την ιδιότητά του ως μετόχου αυτής και δηλώνοντας την πρόθεσή του να βοηθήσει την εναγομένη από την παραπάνω θέση (του μετόχου), χωρίς όμως να γίνεται εκ μέρους του ουδεμία αναφορά περί καταγγελίας υφισταμένης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, γεγονός που δεν θα είχε παραλείψει να επισημάνει, εάν πράγματι εκλάμβανε το εν λόγω έγγραφο ως τοιαύτη (καταγγελία), όπως εκ των υστέρων διατείνεται με την κρινόμενη αγωγή. Άλλωστε, σε περίπτωση, κατά την οποία ο ενάγων πράγματι απασχολείτο από την εναγομένη δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, η τελευταία θα μπορούσε να τον απολύσει, αφενός μεν κοινοποιώντας σε αυτόν το σχετικό έντυπο καταγγελίας, που προσκομίζεται με επίκληση, το οποίο χρησιμοποίησε σε ανάλογες περιπτώσεις και αφετέρου προβαίνοντας ακολούθως, σύμφωνα με την εκ του νόμου απορρέουσα υποχρέωσή της σε αναγγελία της καταγγελίας προς τον ΟΑΕΔ. Βάσει των παραπάνω πραγματικών περιστατικών, ερμηνευομένων όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρα 173 και 200ΑΚ), σε συνδυασμό με το σύνολο των περιστάσεων που αναφέρθηκαν, προκύπτει ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, με τις συγκεκριμένες συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτούργησε από το έτος 1995 και εντεύθεν, δεν έφερε το χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, εξέλιπε το αναγκαίο στοιχείο της υποβολής του ενάγοντος σε υπηρεσιακή και νομική εξάρτηση από την εναγομένη εταιρεία. Ακολούθως, η παραπάνω σύμβαση, ως σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών δεν μπορεί να θεμελιώσει οποιαδήποτε δικαιώματα απορρέουν από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η οποία αποτελεί την ιστορική και νομική βάση (κυρία και επικουρική) των ένδικων αξιώσεων του >>. Στη συνέχεια των παραδοχών αυτών το Εφετείο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, επικυρώνοντας έτσι την πρωτόδικη απόφαση, η οποία έκρινε ομοίως και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Με την κρίση του αυτή, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τη διάταξη του άρθρου 2 της διεθνούς σύμβασης Ουάσιγκτον, που επικαλείται ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, αφού ορθώς έκρινε ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, από το έτος 1995 και εντεύθεν, δεν έφερε το χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, δεδομένου ότι εξέλιπε το αναγκαίο στοιχείο της υποβολής του ενάγοντος σε υπηρεσιακή και νομική εξάρτηση από την εναγομένη εταιρεία, αλλά το χαρακτήρα σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Επίσης το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με το να δεχθεί ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση δεν έφερε το χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αλλά το χαρακτήρα σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών., δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού, κατά τα προεκτιθέμενα, έχει διαλάβει αιτιολογίες επί του ζητήματος τούτου, αλλά και οι αιτιολογίες αυτές και πλήρεις και σαφείς είναι και δεν εμφανίζουν οποιαδήποτε αντιφατικότητα. Οι αιτιολογίες αυτές καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν. Επομένως ο δεύτερος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της παραβίασης του άρθρου 2 της διεθνούς σύμβασης Ουάσιγκτον, και ο πέμπτος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της έλλειψης νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών επί του ζητήματος που αναφέρεται ανωτέρω, λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. 4. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι με το να δεχθεί ότι <<...Ακολούθως, η παραπάνω σύμβαση, ως σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών δεν μπορεί να θεμελιώσει οποιαδήποτε δικαιώματα απορρέουν από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η οποία αποτελεί την ιστορική και νομική βάση (κυρία και επικουρική) των ένδικων αξιώσεων του ενάγοντος >>, παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 904 ΑΚ, διότι με την αγωγή του ζητούσε, επικουρικά κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, τις ένδικες αξιώσεις, για την περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε ότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που συνέδεε αυτόν με την εναγομένη ήταν <<άκυρη>> για οποιονδήποτε λόγο. Ο λόγος αυτός στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού το Εφετείο απέρριψε την αγωγή του αναιρεσείοντος δεχθέν ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση δεν έφερε το χαρακτήρα της σύμβασης (έγκυρης ή άκυρης) εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αλλά της σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και κατά συνέπεια το ως άνω επικουρικό αίτημα της αγωγής για ακυρότητα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας δεν αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας από το δικαστήριο. 5. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 περ. γ ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης (ΟλΑΠ 25/2003). Τέτοια αίτηση είναι ιδίως αυτή της αγωγής, της ανταγωγής, της κυρίας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, της ανακοπής, της τριτανακοπής και κάθε ενδίκου μέσου (ΑΠ 54/2017, ΑΠ 1180/2017, ΑΠ 414/2016). Ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως αβάσιμος, εάν από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης από τον Άρειο Πάγο προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και απέρριψε την αίτηση δικαστικής προστασίας, για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 54/2017, ΑΠ 1180/2017). Στη προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων προβάλλει την πλημμέλεια ότι η προσβαλλομένη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, άφησε αδίκαστες τις αιτήσεις του αναφορικά α) με τους οφειλόμενους σ' αυτόν από την αναιρεσίβλητη μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από1-5-2011 έως 30-6-2011 και β) με την επικουρική βάση της διάταξης του άρθρου 904 ΑΚ που προέβαλε. Ο ανωτέρω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η προσβαλλομένη απόφαση με ρητή αναφορά στο σκεπτικό της απέρριψε την αγωγή και ως προς τα ανωτέρω αιτήματα. Συγκεκριμένα στο φύλλο 8 αναγράφεται η φράση <<Βάσει των παραπάνω πραγματικών περιστατικών, ερμηνευομένων όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρα 173 και 200ΑΚ), σε συνδυασμό με το σύνολο των περιστάσεων που αναφέρθηκαν, προκύπτει ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, με τις συγκεκριμένες συνθήκες κάτω από τις οποίες λειτούργησε από το έτος 1995 και εντεύθεν, δεν έφερε το χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, εξέλιπε το αναγκαίο στοιχείο της υποβολής του ενάγοντος σε υπηρεσιακή και νομική εξάρτηση από την εναγομένη εταιρεία. Ακολούθως, η παραπάνω σύμβαση, ως σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, δεν μπορεί να θεμελιώσει οποιαδήποτε δικαιώματα απορρέουν από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η οποία αποτελεί την ιστορική και νομική βάση (κυρία και επικουρική) των ένδικων αξιώσεων του ενάγοντος".
6. Ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως <<πράγματα>> θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, καθώς και οι λόγοι έφεσης που αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς, όχι δε και οι αιτιολογημένες αρνήσεις ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων αλλ' ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, 8/2015). Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται, είτε όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1997, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, 644/2013), είτε όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ ΑΠ 11/1996, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, ΑΠ 644/2013). Επίσης ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται και όταν το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προβαίνει στον προσήκοντα χαρακτηρισμό της διαφοράς με βάση τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται με πληρότητα στην αγωγή (ΑΠ 45/2006, ΑΠ 1487/2005). Τέλος ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σύμβασης ως σύμβασης έργου ή εξαρτημένης εργασίας ή ανεξάρτητης παροχής υπηρεσιών, αποτελεί κατ' εξοχή έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία, μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστατικών, κρίνουν με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση (ΟλΑΠ 18/2006, ΑΠ 1259/2009). Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση ισχυρισμών που ανάγονται στην έννοια του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου ή στο ανίσχυρο του νόμου (ΑΠ 179/2002).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον έκτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια. Ειδικότερα καταλογίζεται στην προσβαλλομένη ότι προέβη σε χαρακτηρισμό της ένδικη σύμβασης ως "ανεξαρτήτων υπηρεσιών" παρά το γεγονός ότι αυτός στήριζε την αγωγή του στις διατάξεις περί εργατικής νομοθεσίας (ότι δηλαδή η σύμβαση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν αυτή της εξαρτημένης εργασίας και όχι αυτή περί ανεξαρτήτων υπηρεσιών, που δέχθηκε το δικαστήριο). Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι η αγωγή του στηρίζεται στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και τον απέρριψε, εφαρμόζοντας αυτεπαγγέλτως το νόμο, προβαίνοντας στον προσήκοντα χαρακτηρισμό της διαφοράς με βάση τα πραγματικά γεγονότα που εκτέθηκαν και κατέληξε σε νομικό συμπέρασμα διαφορετικό από το επικαλούμενο από τον αναιρεσείοντα. 7. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.12 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, Ο λόγος αυτός της αναίρεσης δημιουργείται όταν το δικαστήριο αποδίδει σε ορισμένο αποδεικτικό μέσο μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη που του προσδίδει ο νόμος και όχι αν έκρινε περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστο ένα από τα πολλά ισοδύναμα κατά το νόμο, αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1719/2014, ΑΠ 1987/2014, ΑΠ 908/2011). Εξάλλου, κατά τους ορισμούς του άρθρου 352 ΚΠολΔ δικαστική ομολογία, που αποτελεί πλήρη απόδειξη σε βάρος εκείνου του διαδίκου που ομολογεί, είναι μόνο εκείνη που γίνεται προφορικώς ή εγγράφως ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου (ΑΠ 403/2017, ΑΠ 233/2011, ΑΠ 1356/2010). Η δικαστική ομολογία γίνεται από τον ίδιο τον διάδικο, προφορικώς ή εγγράφως, σε κάθε στάση της δίκης, με τα διαμειβόμενα έγγραφα ή και με τις προτάσεις, ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει ή του εντεταλμένου δικαστή και αποτελεί πλήρη απόδειξη σε βάρος εκείνου του διαδίκου που ομολογεί, αναγνωρίζοντας το επιβλαβές γι' αυτόν γεγονός (με την απόδειξη του οποίου βαρύνεται ο αντίδικός του) που αναφέρεται άμεσα στο αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 403/2017). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον έβδομο λόγο της αναίρεσης, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, ότι δεν προσέδωσε αυξημένη αποδεικτική δύναμη στη δικαστική ομολογία της αντιδίκου του περί του συνόλου των χαρακτηριστικών της εργασιακής σχέσης που συνέδεε αυτόν με την αναιρεσίβλητη, που περιέχεται, α) στις από 13-1-2014 προτάσεις αυτής, στις οποίες αυτή δέχεται << .... Τα όσα επικαλείται περί απολύσεως του είναι απολύτως ψευδή, αόριστα και αναπόδεικτα, καθώς ουδέποτε του κοινοποιήθηκε έγγραφο απόλυσης από την εταιρεία μας.... έως και τις 30-6-2010, όταν και μόνος του οικειοθελώς παραιτήθηκε από το όργανο αυτό..." και β) στις από 26-3-2015 προτάσεις αυτής ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, στις οποίες αυτή δέχεται τα διαλαμβανόμενα στην πρωτοβάθμια απόφαση , ήτοι << ... Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, ή ανεξάρτητων υπηρεσιών αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου>>. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος διότι, από την παραδεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι, πράγματι, στις επικαλούμενες ως άνω προτάσεις της αναιρεσίβλητης περιέχονται οι εν λόγω περικοπές, από τις οποίες, όμως, δεν συνάγεται δικαστική ομολογία της, κατ' άρθρ. 352 παρ. 1 ΚΠολΔ, την οποία επικαλείται ο αναιρεσείων. 8. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ν' απορριφθεί. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27-4-2017 αίτηση για αναίρεση της 63/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λάρισας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Απριλίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Μαΐου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ