Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, Επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών.
Περίληψη:
Το επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών χορηγείται μόνο στην περίπτωση που το περιεχόμενο των μεταπτυχιακών σπουδών είναι συναφές με το αντικείμενο απασχόλησης του υπαλλήλου, όπως προκύπτει από την προκήρυξη της θέσεως κατά την πλήρωση και την περιγραφή της εργασίας, από τον οργανισμό της Υπηρεσίας.
Αριθμός 2187/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενο,το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Πάρεδρο του ΝΣΚ Χρυσούλα Τσιαβού, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Μ. Χ. του Ν., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Παυλόπουλο, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-5-2009 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 585/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 482/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 5-3-2014 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης ανέγνωσε την από 23-10-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως και να απορριφθεί ο πρώτος.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8(Α) παρ. 1 περ. β' του ν. 3205/2003 "Εκτός από το βασικό μισθό του κάθε μισθολογικού κλιμακίου, όπως αυτός ορίζεται στο προηγούμενο άρθρο, χορηγούνται και τα εξής επιδόματα, κατά μήνα : Α.1.Μεταπτυχιακών σπουδών, οριζόμενο ως εξής: α. (...). β. Για κατόχους μεταπτυχιακού διπλώματος ετήσιας τουλάχιστον, φοίτησης, σε σαράντα πέντε ευρώ. Το επίδομα αυτό παρέχεται για τίτλους που έχουν χορηγηθεί με ξεχωριστές σπουδές, μετά τη λήψη του πτυχίου ανώτατης εκπαίδευσης... Το επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών χορηγείται μόνο στην περίπτωση που το περιεχόμενο των μεταπτυχιακών σπουδών είναι συναφές με το αντικείμενο απασχόλησης του υπαλλήλου, όπως προκύπτει από την προκήρυξη της θέσεως κατά την πλήρωση και την περιγραφή της εργασίας, από τον οργανισμό της Υπηρεσίας. Για τη συνδρομή ή μη της προϋπόθεσης αυτής αποφαίνεται το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο. Η καταβολή του επιδόματος ανατρέχει στο χρόνο κατάθεσης των σχετικών τίτλων στον αρμόδιο όργανο για την αναγνώριση ή συνάφεια τους". Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση για τη χορήγηση του επιδίκου επιδό΅ατος ΅εταπτυχιακών σπουδών είναι η συνάφεια του περιεχο΅ένου του ΅εταπτυχιακού τίτλου ΅ε το αντικεί΅ενο της απασχόλησης του υπαλλήλου. Στην προκειμένη περίπτωση το, ως Εφετείο, δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του, ότι, δυνά΅ει της 416/7.2.2007 απόφασης του Υπουργού ανάπτυξης, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη προσλήφθηκε από 12 Φεβρουαρίου 2007 ως βοηθός ειδικός επιστήμονας στην ανεξάρτητη αρχή "Συνήγορος του Καταναλωτή", ΅ε σύ΅βαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Εν συνεχεία, στις 20 Απριλίου 2007, κατέθεσε στην υπηρεσία της, την 916/20.4.2007 αίτησή της, ζητώντας να της καταβληθεί το επίδο΅α ΅εταπτυχιακών σπουδών του άρθρου 8 του νό΅ου 3205/2003, εκ σαράντα πέντε ευρώ ΅ηνιαίως, προσκομίζοντας επικυρωμένο αντίγραφο του ΅εταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης, που έλαβε από το γενικό τ΅ή΅α δικαίου του Παντείου Πανεπιστημίου κοινωνικών και πολιτικών επιστη΅ών, ΅ε τίτλο "Δίκαιο και Ευρωπαϊκή Ενοποίηση" και θέ΅α διπλωματικής εργασίας "Η ευρωπαϊκή προστασία των καταναλωτών στη δικτυακή τραπεζική και στην εξ αποστάσεως ε΅πορία χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών", λόγω συνάφειας αυτού ΅ε το αντικεί΅ενο απασχόλησής της. Ο εν λόγω τίτλος σπουδών χορηγήθηκε στην ενάγουσα ΅ε ξεχωριστές σπουδές διετούς διάρκειας φοίτησης, το δε ττεριεχό΅ενο των ΅εταπτυχιακών της σπουδών είναι απολύτως συναφές ΅ε το αντικεί΅ενο της απασχόλησής της, όπως προκύπτει τόσο από την 2/2006 προκήρυξη της θέσης εργασίας της, την 416/7.2.2007 απόφαση του Υπουργού ανάπτυξης κατά την πλήρωση και την περιγραφή της εργασίας από την εν λόγω ανεξάρτητη αρχή, την 25/7.1.2009 απόφαση του Συνηγόρου του Καταναλωτή, σε συνδυασ΅ό ΅ε τα διδασκόμενα ΅αθή΅ατα στο εν λόγω Π.Μ.Σ. και τη διπλωματική της εργασία. Κατά συνέπεια και δεδο΅ένου ότι το εναγό΅ενο αρνείται να της καταβάλει το επίδικο επίδο΅α πρέπει να υποχρεωθεί να της καταβάλει οκτώ επιδό΅ατα για το έτος 2007, δώδεκα επιδό΅ατα για το έτος 2008 και δώδεκα επιδό΅ατα για το έτος 2009 και συνολικά το χρη΅ατικό ποσό των χιλίων τετρακοσίων σαράντα ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές απέρριψε τον αντίστοιχο λόγο έφεσης, κατά της πρωτόδικης απόφασης, που τα ίδια δέχθηκε. Με την κρίση του αυτή το δικαστήριο της ουσίας δεν παραβίασε τις παραπάνω, ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, εφόσον, πράγματι, με βάση τις παραδοχές της απόφασης του, το περιεχό΅ενο των ΅εταπτυχιακών σπουδών της αναιρεσίβλητης είναι συναφές ΅ε το αντικεί΅ενο απασχόλησης της. Η ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι το δικαστήριο, με το να επιδικάσει το επίδομα, δίχως να δεχθεί ότι υφίσταται και η προβλεπόμενη από το νό΅ο απόφαση του οικείου Υπηρεσιακού Συ΅βουλίου, για την ύπαρξη ή ΅η συνάφειας του περιεχο΅ένου του ΅εταπτυχιακού της τίτλου ΅ε το αντικεί΅ενο της απασχόλησής της στην ως άνω Ανεξάρτητη Αρχή, παραβίασε αυτές, είναι δίχως έννομη επιρροή, ενόψει και της παραδοχής της απόφασης, ότι η αναιρεσείουσα υπέβαλε τη σχετική αίτηση προκειμένου να της χορηγηθεί το σχετικό επίδομα. Επομένως, είναι αβάσιμος ο, περί του αντιθέτου, από τον αρ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, πρώτος λόγος αναίρεσης. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (διάταγμα της 26-6/10-7-1944), το οποίο εξακολουθεί να ισχύει σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 109 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα "Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται σε 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη διά συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής". Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, για την έναρξη της τοκογονίας των οφειλών του Δημοσίου απαιτείται (και αρκεί) η δημιουργία της επιδικίας, από την οποία λαμβάνει επίσημο χαρακτήρα η αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη ή μη της απαίτησης για χρηματική παροχή έναντι του Ελληνικού Δημοσίου. Η επιδικία αρχίζει με την επίδοση της αγωγής και, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, ως αγωγή νοείται όχι μόνο η καταψηφιστική, αλλά και η αναγνωριστική (ΑΕΔ 7/2011). Δεν είναι, όμως, δυνατή η έναρξη της τοκογονίας από προγενέστερο χρονικό σημείο, διότι, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, αυτό ρητώς έχει αποκλεισθεί, χωρίς ο αποκλεισμός να εισάγει δυσμενή διάκριση, αφού προστατεύει τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας προς όφελος όλων των πολιτών, ως τοιούτων νοουμένων όχι μόνο αυτών που επιδιώκουν ικανοποίηση από συγκεκριμένη επιδικία, αλλά και όσων προσδοκούν την απόλαυση κοινωνικών αγαθών από την κρατική οικονομική ευρωστία. Για την ίδια αιτία, η εν λόγω υπέρ του Δημοσίου εξαίρεση και δεν βρίσκεται σε αντίθεση ούτε με τις διατάξεις του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που αποβλέπουν στην προστασία της περιουσίας παντός φυσικού ή νομικού προσώπου, όταν αυτή δεν είναι αντίθετη προς το γενικότερο κοινωνικό ή δημόσιο συμφέρον (πρβλ. Ολ. ΑΠ 3/2006), ούτε στις διατάξεις της 95 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, κατά μείζονα δε λόγο στις διατάξεις των άρθ. 341, 345, 648, 649 και 655 ΑΚ. Στην προκείμενη περίπτωση, το, ως Εφετείο, δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δέχθηκε ότι το αναιρεσείον είναι υποχρεωμένο να καταβάλει τις γενόμενες δεκτές αξιώσεις της αναιρεσίβλητης, με ποσοστό τόκου 6%, από το τέλος κάθε μήνα εντός του οποίου γεννήθηκαν και κατέστησαν απαιτητές και όχι από την επίδοση της ένδικης αγωγής. Με την κρίση του αυτή το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τις ως άνω διατάξεις και επομένως είναι βάσιμος ο, περί του αντιθέτου, από τον αρ.1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το παραπάνω μέρος της, που αναφέρεται στην επιδίκαση τόκων από το τέλος κάθε μήνα εντός του οποίου κατέστησαν απαιτητές οι αξιώσεις της αναιρεσίβλητης και εκείνο που αναφέρεται στην επιδίκαση δικαστικών εξόδων.
Κατά το άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4139/2013 "Αν ο ’ρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, ΅πορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ασχοληθεί ΅ε την εκδίκασή της, ιδίως αν, κατά την κρίση του, δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η αγωγή δεν είναι νόμιμη, κατά το παραπάνω αίτημα της και η υπόθεση δεν απαιτεί περαιτέρω έρευνα. Επομένως, ΅ετά την αναίρεση της προσβαλλομένης απόφασης, πρέπει ο ’ρειος Πάγος να κρατήσει την υπόθεση και να ασχοληθεί με την εκδίκαση της.
Στην προκειμένη περίπτωση με την, από 20-5-2009 αγωγή της, η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλλει τα αναφερόμενα σ' αυτήν χρηματικά ποσά, το πρώτο ως επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών και το δεύτερο ως κίνητρο απόδοσης, με το νόμιμο τόκο από τότε που κατέστησαν απαιτητά. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την 585/2011 απόφασή του, την δέχθηκε κατά ένα μέρος, επιδίκασε στην ενάγουσα το ποσό των 1440 ευρώ, ως επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών με τόκο 6%, από τότε που κάθε επιμέρους ποσό ήταν απαιτητό και την απέρριψε κατά τα λοιπά. Κατ' αυτής άσκησε έφεση το αναιρεσείον, προβάλλοντας, μεταξύ των άλλων και πλημμέλεια της εκκαλούμενης απόφασης, αναφερόμενη στην επιδίκαση τόκων από τότε που οι απαιτήσεις της ενάγουσας κατέστησαν απαιτητές, επικαλούμενο ότι τόκοι οφείλονται μόνο από την επίδοση της αγωγής, η οποία είναι βάσιμη. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή, κατά το παραπάνω αίτημα της. Εξάλλου, για την ενότητα της εκτέλεσης της απόφασης, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και κατά τις διατάξεις της που αναφέρονται στην επιδίκαση του ποσού των 1440 ευρώ. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν, ολικά, μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας καθενός από αυτούς και ενόψει του ότι αναιρεσείον εκκαλούν-εναγόμενο είναι το Ελληνικό Δημόσιο (άρθρο 22 Ν. 3693/1957).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, την 482/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το ΅έρος της, που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Κρατεί την υπόθεση.
Δέχεται, κατ' ουσίαν, την από 30-9-2011 έφεση του αναιρεσείοντος.
Εξαφανίζει την 585/2011 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Δέχεται, κατά ένα μέρος, την αγωγή.
Υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων τετρακοσίων σαράντα (1440) ευρώ, με τόκο 6% από την επίδοση της αγωγής.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας και της αναιρετικής δίκης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ