Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Περίληψη:
Η ένδικη αγωγή, με την οποία επιδιώκεται να αναγνωριστεί ότι οι διαδοχικές συμβάσεις μίσθωσης έργου των εναγόντων, που καταρτίστηκαν με το Δημόσιο, συνιστούν ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ως προς αυτούς που προσλήφθηκαν μετά την ισχύ των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που ισχύουν από 18-4-2001, δεν είναι νόμιμη. Ως προς τους λοιπούς, που προσλήφθηκαν πριν την ισχύ των παραπάνω διατάξεων είναι νόμιμη.
Αριθμός 602/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Γεωργία Καπόρη, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Φ. Δ. του Α., κατοίκου έως και 53) Μ. Π. του Χ., κατοίκου ... Εκπροσωπήθηκαν όλοι, πλην των 7ης, 12ης, 27ης και 39ης των αναιρεσιβλήτων που δεν παραστάθηκαν, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεμιστοκλή Αχτσιόγλου, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι: α) η 7η αναιρεσίβλητη Χ. Κ. απεβίωσε στις 3-5-2007 και κληρονομήθηκε από τους Ε. Κ. του Κ., Α. Κ. του Κ. και Ι. Κ. του Κ., ..., που συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο και β) η 27η αναιρεσίβλητη Μ. Β. απεβίωσε στις 23-8-2010 και κληρονομήθηκε από τον Γ. Τ. του Α., κάτοικο ..., που συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπείται από τον ίδιο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-12-2003 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων (η Χ. Κ. (7η) και η Μ. Β. (27η) έχουν αποβιώσει και τη βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζουν οι κληρονόμοι τους), που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Γιαννιτσών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 77/2006 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 18-12-2006 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 7-2-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε: Α) να γίνουν δεκτοί οι λόγοι αναίρεσης, πρώτος και δεύτερος, ως προς τις αναιρεσίβλητες τρίτη, δέκατη, δωδέκατη, δεκάτη τρίτη, τεσσαρακοστή πρώτη και πεντηκοστή δεύτερη, και τρίτος, κατά ένα μέρος, ως προς όλους τους αναιρεσίβλητους. Β) Να απορριφθούν οι ίδιοι λόγοι αναίρεσης, κατά τα λοιπά.
Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασ΅ό των διατάξεων των άρθ. 94 § 1 (όπως η παρ. αυτή αντικ. ΅ε το άρθρο 6 παρ. 7 του ν. 4055/12-3-2012), 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικ. ΅ε το άρθ. 7 § 2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ, σε συνδυασ΅ό ΅ε εκείνη του άρθρου 568 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι, αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν ε΅φανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει, αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νό΅ι΅α ή επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση. Αν ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος δεν ε΅φανισθεί ή ε΅φανισθεί αλλά δεν μετέχει, νο΅ί΅ως, στη συζήτηση, ο ’ρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν ο δικηγόρος που υπογράφει την κλήση για συζήτηση ήταν εφοδιασμένος ΅ε πληρεξουσιότητα και σε καταφατική περίπτωση η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Και αν ΅εν η συζήτηση επισπεύδεται από το διάδικο που εμφανίσθηκε και δεν ε΅φανίστηκε ο αντίδικός του, πρέπει να προσκο΅ίζεται ΅ε επίκληση αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής κλήσης προς συζήτηση, αν δε η συζήτηση επισπεύδεται από τον απολειπόμενο διάδικο, πρέπει να προσκο΅ίζεται ΅ε επίκληση η κλήση που επιδόθηκε. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 576 ΚΠολΔ, σε περίπτωση απλής ο΅οδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί, νο΅ί΅ως, ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κληθεί νο΅ί΅ως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Στην προκεί΅ενη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η, από 18-12-2006, αίτηση αναίρεσης της 77/2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών. Κατά τη συζήτησή της οι αναιρεσίβλητες, Γ. Τ. του Κ. (12η) και Ζ. Τ. του Δ. (39η) δεν ε΅φανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν ΅ε δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου των, κατά τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, ενώ όλοι οι λοιποί αναιρεσίβλητοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου των Θεμιστοκλή Αχτσιόγλου. Εξάλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει νό΅ι΅η επίσπευση της συζήτησης της υπόθεσης και από τις απολειπόμενες αναιρεσίβλητες, ούτε αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι αυτές κλητεύθηκαν, νό΅ι΅α και ε΅πρόθεσ΅α, για να παραστούν στην παρούσα δικάσι΅ο από τους ομόδικούς των ή το αντίδικό τους Ελληνικό Δημόσιο, αφού οι παριστάμενοι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προσκο΅ίζουν, την οικεία έκθεση επίδοσης ή αντίγραφο της κρινό΅ενης αίτησης αναίρεσης, ΅ε την πράξη ορισ΅ού δικασί΅ου και κλήσης για συζήτηση στη δικάσι΅ο αυτή. Πρέπει, επο΅ένως, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινό΅ενης αίτησης, ως προς τις αναιρεσίβλητες αυτές. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. του Α.Κ. και του νόμου 765/1943, που κυρώθηκε με την 324/30-5-1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του Εισ.Ν.Α.Κ., προκύπτει ότι σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του με μισθό και υποβάλλεται στη νομική εξάρτηση του εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί εποπτεία και να ελέγχει την εργασία που παρέχει ο εργαζόμενος, δίδοντας οδηγίες ως προς το χρόνο, τόπο και τρόπο της παρεχόμενης υπηρεσίας, άσχετα με το αν ο εργοδότης ασκεί εμπράκτως το δικαίωμα αυτό ή αφήνει περιθώρια πρωτοβουλιών στον εργαζόμενο, εφόσον η ευχέρεια αυτή δεν εξικνείται μέχρι κατάλυσης της υποχρέωσης υπακοής στον εργοδότη και δημιουργίας αντιστοίχως δικαιώματος ελεύθερης από τον έλεγχο του τελευταίου υπηρεσιακής δράσης. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, προκύπτει ότι, κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύμβασης έργου είναι ότι με αυτήν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και όχι σ' αυτή καθεαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την εκτέλεση του έργου, η ολοκλήρωση και παράδοση του οποίου επιφέρει τη λύση της σύμβασης. Σε κάθε, όμως περίπτωση τη μίσθωση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξάρτησης από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτέλεσής του μέσα στις συμβατικές προθεσμίες, χωρίς να υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου, μη υποκείμενος στον έλεγχό του. Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 113 του ν. 1892/1990 "ο καθαρισμός των σχολείων της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, γίνεται από καθαρίστριες που εκτελούν το έργο αυτό με σύμβαση μίσθωσης έργου, η οποία συνάπτεται μεταξύ του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και καθεμίας από αυτές και καλύπτει ένα διδακτικό έτος. Οι συμβάσεις αυτές υπογράφονται από τον αντίστοιχο νομάρχη και από την κάθε καθαρίστρια και προβλέπουν αμοιβή ανά αίθουσα, το ετήσιο ύψος της οποίας προσδιορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως...". Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει, ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρις την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή έργου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο δικαστήριο. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή έργου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (Ολ.ΑΠ 18/2006). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με τη λήψη από τα κράτη - μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής, η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα ΠΔ 81/2003 και 164/2004, που εφαρμόζεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2-4-2003 και 19-7-2004, αντίστοιχα. Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθ. 281, 671 ΑΚ, 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης και δη της σύμβασης εργασίας, ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/3001, Ολ.ΑΠ 6/2001), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη "μετατροπή" του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (Ολ.ΑΠ 18/2006). Συνάγεται, από τα προαναφερθέντα, ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κ.λπ. πριν από την έναρξη ισχύος (1) της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ (2) των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ Α' 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και (3) των άρθ. 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των, κατά την έναρξη της ισχύος του, ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις, διότι αυτές (συμβάσεις εργασίας) είχαν προσλάβει ήδη, κατά το χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενό της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, το χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων, τον οποίο διατηρούν και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (πρβλ. Πλ.Ολ.ΑΠ 7/2011). Τέλος, οι διατάξεις του άρθρου 103 §§ 2 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν τη νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ., ορίζουν τα εξής: "Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου" (§2). "Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται" (§3). Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α' 85/18-4-2001) προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8, που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις και οι οποίες κατέστησαν ήδη, με την ως άνω συνταγματική αναθεώρηση, συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με (το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και) τα ΝΠΔΔ με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και προς το σκοπό αυτό προσέθεσε την παραπάνω διάταξη του εδ. γ' της παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την από το νόμο ακόμα μονιμοποίηση του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο προσλαμβανόμενου προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου. Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση κατά την οποία οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου τομέα. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, συναπτόμενες υπό το κράτος της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, και δη μετά την έναρξη ισχύος (18-4-2001) του αναθεωρημένου άρθ. 103 του Συντάγματος με την προσθήκη των ως άνω παραγράφων 7 και 8 σ' αυτό, με (το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και) τα ΝΠΔΔ δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες, αφού, έστω και αν αυτό συμβαίνει, ο εργοδότης δεν έχει την ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, συνακόλουθα δε σε κάθε περίπτωση στις συμβάσεις αυτές, υπό την ισχύ των ως άνω διατάξεων, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 § 3 του ν. 2112/1920. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 189 § 3 και ήδη 249 §§ 1 και 3 της Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ. προκύπτει, ότι οι οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος - μέλος της Κοινότητας, στο οποίο απευθύνονται, καθόσον αφορούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Γι' αυτό απευθύνονται, κατ' ανάγκην, όχι απ' ευθείας προς τους ιδιώτες, θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνο προς τα κράτη - μέλη, αφού μόνο αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα, με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Το κράτος - μέλος, που είναι αποδέκτης της οδηγίας, έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα, όμως, τα οποία αυτό θα επιλέξει. Αν η οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής (δηλαδή χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής), η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη, να την εκτελέσει εμπρόθεσμα, συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους - μέλους που είναι ο παραλήπτης αυτής, η ισχύς της όμως εκτείνεται μόνο κατά του κράτους - μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει "εθνικό δίκαιο" και των αντίστοιχων κρατικών φορέων και δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις, είναι δηλαδή κάθετη και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς αυτής ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξης του εθνικού νομοθέτη, που μετατρέπει την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου (ΟλΑΠ 31/2009, 19, 20/2007). Την 10-7-1999 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, ύστερα από τη συμφωνία - πλαίσιο, την οποία συνήψαν στις 18-3-1999 οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CΕΕΡ, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη - μέλη παρέχεται προθεσμία συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως την 10-7-2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως την 10-7-2002, της οποίας (δυνατότητας) η Ελλάδα έκαμε χρήση. Στο προοίμιο της οδηγίας αυτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν, ότι οι συμβάσεις αόριστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Ορίζει ειδικότερα η παραπάνω Οδηγία, μεταξύ άλλων, ότι η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική κάθε κράτους - μέλους (ρήτρα 2) και ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη - μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, ή και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης τα κράτη - μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται "διαδοχικές" και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου (ρήτρα 5). Είναι φανερό ότι η πιο πάνω Οδηγία δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή η Οδηγία αυτή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη. Η επίτευξη του στόχου της Οδηγίας προϋποθέτει συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής, που θα λάβει ο εθνικός νομοθέτης, ο οποίος καλείται να εξειδικεύσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αορίστου χρόνου. Τα κράτη - μέλη, δηλαδή, διαθέτουν ευρεία ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσότερων λύσεων για να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλεται, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, ο χαρακτηρισμός αυτών ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, καθ' όσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό ("όταν χρειάζεται").
Συνεπώς, δεν αποκλείεται η πρόβλεψη άλλων, πρόσφορων κατά την κρίση του εθνικού νομοθέτη, κυρώσεων σε βάρος του εργοδότη για την αποτελεσματική προστασία του εργαζομένου, όπως είναι η ακυρότητα των συναπτόμενων συμβάσεων, με παράλληλη εξασφάλιση για τον εργαζόμενο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε και αποζημίωσης. Η ευχέρεια του νομοθέτη να προβλέπει άλλες πρόσφορες κυρώσεις, πλην του χαρακτηρισμού των ανεπίτρεπτων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου, συνάγεται και από την παρ. 3 του προοιμίου της συμφωνίας - πλαισίου, στην οποία ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής της πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων", καθώς και από την υπ' αριθ. 10 γενική παρατήρηση αυτής, όπου ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη - μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος - μέλος και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχικής φύσης". Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα Π.Δ. 81/2003 και 164/2004, από τα οποία το δεύτερο αναφέρεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και των οποίων η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του Π.Δ. 164/2004 ορίζεται ότι (α) απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών (β) η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται, κατ` εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, αντικειμενικός δε λόγος υφίσταται όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεις συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών, που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με την μορφή ή το είδος ή την δραστηριότητα της επιχείρησης (γ) σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επομένου άρθρου. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ. η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία, που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή κατά ένα μέρος, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του γεγονότος ότι το Π.Δ. 164/2004 άρχισε να ισχύει από την 19-7-2004, περιέλαβε αυτό στο άρθρο 11, ως μεταβατικές διατάξεις, ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν την ως άνω προσαρμογή στην προαναφερόμενη Οδηγία και προβλέπουν την κατ' εξαίρεση και υπό τις εκεί προϋποθέσεις μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 του ως άνω Π.Δ. ορίζεται ότι (1) διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον 24 μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχολήσεως 18 μηνών μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση (β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδ. α' να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση (γ) το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον που υπηρετεί ο φορέας αυτός (δ) ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση, η προϋπόθεση δε του εδ. α' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά τον χρόνο λήξης της σύμβασης (2) για την διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγουμένη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας 2 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, αρμόδιο δε όργανο να κρίνει αιτιολογημένα, εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγουμένης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία (3) οι ως άνω κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από την διαβίβαση σ' αυτό των σχετικών κρίσεων. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, δεν μπορεί να γίνει μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια, ενόψει των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ε.Ε., η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 ούτε κατ' επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το χρονικό διάστημα από 10-7-2002 μέχρι την έναρξη της ισχύος του Π.Δ. 164/2004, αλλά ούτε και μετά την έναρξη της ισχύος του, ούτε και η ως άνω Οδηγία, η ισχύς της οποίας, που δεν ήταν κατά τα προαναφερθέντα άμεσης εφαρμογής, και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και Κράτους ολοκληρώθηκε μόνο με την έκδοση του ως άνω διατάγματος για την ενσωμάτωσή της στην ελληνική έννομη τάξη (Ολ.ΑΠ 19 και 20/2007, 31/2009), τούτο δε και μόνον ρυθμίζει από την έναρξη της ισχύος του τα σχετικά ζητήματα. Τέλος, ο λόγος αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1 ΚΠολΔ, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, εάν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά της σχετικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν δεν εφαρμοσθεί, μολονότι, κατά τις παραδοχές αυτές, συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην προκειμένη περίπτωση το, ως Εφετείο, δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Με αλλεπάλληλες συμβάσεις, που υπογράφηκαν μεταξύ του εκκαλούντος (ήδη αναιρεσείοντος) και των εφεσιβλήτων (ήδη αναιρεσίβλητων), το πρώτο προσέλαβε τους τελευταίους προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες καθαριότητας των σχολείων της πόλης και της ευρύτερης περιοχής των Γιαννιτσών, η δε τελευταία αυτών του Γραφείου Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Γιαννιτσών, με χρονικό διάστημα απασχόλησης από 1/9 έως 30/6 κάθε έτους και της τελευταίας αυτών από 1/1 έως 31/12 κάθε έτους. Οι εφεσίβλητοι ήταν υποχρεωμένοι να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στον καθορισμένο για τον καθένα από αυτούς από το εκκαλούν τόπο, αντί αμοιβής, καθοριζόμενης για τον καθένα με βάση τον αριθμό των αιθουσών που θα καθάριζαν και καταβαλλόμενης σε αυτούς σε τόσες μηνιαίες δόσεις, όση και η διάρκεια των συμβάσεών τους. Οι εφεσίβλητοι υποχρεούνταν να εκτελούν τις εργασίες καθαρισμού αυτοπροσώπως ο καθένας, καθημερινά, μετά τη λήξη της σχολικής εργασίας, με την απειλή προστίμου, σε περίπτωση αποχής από την εργασία τους μία ή περισσότερες ημέρες κατά τη διάρκεια του μήνα. Οι ανωτέρω συμβάσεις χαρακτηρίζονταν στα σχετικά έγγραφα ως συμβάσεις μίσθωσης έργου, ρητά δε αναγραφόταν ως όρος ότι οι εφεσίβλητοι - εργολάβοι δεν δικαιούνταν επιδομάτων εορτών και αδείας και οποιουδήποτε επιδόματος χορηγούνταν σε εργαζομένους απασχολούμενους με σύμβαση εργασίας. Σε εκτέλεση των ανωτέρω συμβάσεων οι εφεσίβλητοι παρείχαν τις υπηρεσίες τους, ως καθαριστές-τριες, σε καθημερινή βάση, συγκεκριμένο τόπο και χρόνο καθοριζόμενο από τους προϊσταμένους τους - όργανα του εκκαλούντος, χωρίς τη δυνατότητα παρέμβασης από τους ίδιους. Η αυτοπρόσωπη παρουσία και εκτέλεση των εργασιών καθαρισμού ήταν υποχρεωτική, προκειμένου δε να απουσιάσουν από την εργασία τους έπρεπε να λάβουν άδεια από τον οικείο προϊστάμενο, ο οποίος και αποκλειστικά καθόριζε το καθημερινό ωράριο εργασίας και φρόντιζε για την τήρησή του. Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν για την εργασία τους, παρέχονταν στους εφεσίβλητους από το εκκαλούν, ήταν δε υποχρεωμένοι να λογοδοτούν γι' αυτά. Για την εργασία τους αυτή αμείβονταν με μηνιαίο μισθό, υπολογιζόμενο με βάση τον αριθμό των αιθουσών που υποχρεούνταν οι καθένας να καθαρίζει, ο οποίος εξάλλου δεν ήταν και ακριβής, δεδομένου ότι εκτός των αναφερόμενων στο έγγραφο της σύμβασης αιθουσών καθάριζαν και τους λοιπούς χώρους των σχολείων, με βάση δε το μηνιαίο μισθό τους το εκκαλούν τους ασφάλιζε στο Ι.Κ.Α. Οι συμβάσεις των είχαν ως αντικείμενο όχι την εκτέλεση ορισμένου έργου, δηλαδή την επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος στο οποίο απέβλεπαν οι συμβαλλόμενοι, αλλά την παροχή εργασίας με τη μορφή υπηρεσιών καθαρισμού κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους, μετά τη λήξη του οποίου και μέχρι την έναρξη του επομένου δεν ήταν αναγκαία η παροχή της ανωτέρω εργασίας τους, ιδιαιτέρως δε για την τελευταία αυτών για ολόκληρο το ημερολογιακό έτος, καλύπτοντας με τον τρόπο αυτό πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εκκαλούντος. Κατά τη διάρκεια της εργασίας τους τελούσαν υπό τον άμεσο έλεγχο και εποπτεία των προϊσταμένων τους και ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν τις εντολές και οδηγίες αυτών, δεδομένου ότι παρείχαν την εργασία τους σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, καθοριζόμενο αυστηρά από τους προϊσταμένους τους και δεν μπορούσαν να απουσιάσουν παρά μόνον μετά τη λήψη αδείας από αυτούς. Οι συμβάσεις των εφεσιβλήτων με το εκκαλούν είχαν το χαρακτήρα (εγκύρων) συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας και όχι μίσθωσης έργου, αδιαφόρως του χαρακτηρισμού που της επέδωσαν τα μέρη, στην ουσία όμως μονομερώς το εκκαλούν, καθώς οι εφεσίβλητοι ουδέποτε δέχθηκαν ότι ο χαρακτηρισμός αυτός ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ως συμβάσεων έργου. Το γεγονός αυτό διαπιστώθηκε και από το Κεντρικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Διοικητικού Προσωπικού (ΚΥΣΔΙΠ) του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, το οποίο με την 13/22-4-2005 πράξη του, αποφάνθηκε, κατόπιν σχετικών αιτήσεων πλειοψηφίας των εφεσιβλήτων ότι στοιχειοθετείται η ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας στις ένδικες συμβάσεις έργου, καθόσον κατά τον έλεγχο και αξιολόγηση των σχετικών στοιχείων διαπιστώθηκε η κάλυψη από τους εφεσιβλήτους παγίων αναγκών του εκκαλούντος, καθώς και ότι επί πολλά έτη ανατίθεται από το εκκαλούν ο καθαρισμός των σχολικών εγκαταστάσεων των ίδιων σχολείων στα ίδια πρόσωπα, με μοναδικό κριτήριο τη δυνατότητα καλής εκτέλεσης της συγκεκριμένης εργασίας, χωρίς τη διεξαγωγή μειοδοτικού ή άλλου διαγωνισμού ή την κατάθεση προσφορών και την επιλογή της χαμηλότερης ή προσφορότερης περίπτωσης. Κατόπιν αυτού εκδόθηκαν, μετά και τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, ατομικές αποφάσεις μονιμοποίησης συμβασιούχων, όπου διαπιστώνεται ότι συντρέχουν οι λόγοι μετατροπής των συμβάσεών τους σε αορίστου χρόνου, με εξαίρεση τους με αριθμούς 6, 12, 13, 19, 31, 41, 47, 48 και 52 των εφεσιβλήτων, εκ των οποίων οι μεν υπό τους αριθ. 6, 19, 31, 41, 47 και 48 δεν υπέβαλαν σχετική αίτηση, ενώ για τους λοιπούς δεν συνέτρεχε η προϋπόθεση του ελαχίστου αναγκαίου για την παραπάνω μετατροπή χρόνου απασχόλησης από το εκκαλούν. Ως απασχολούμενοι οι εφεσίβλητοι με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας και μάλιστα αορίστου χρόνου, δικαιούνται όλες τις αποδοχές και τα επιδόματα που προβλέπονται από τις σχετικές διατάξεις για την κατηγορία αυτή των εργαζομένων, μεταξύ των οποίων και επιδόματα εορτών και αδείας. Συνεχίζοντας το Πολυμελές Πρωτοδικείο, δέχεται ότι οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας των αναιρεσίβλητων, που προσλήφθηκαν από το αναιρεσείον, καθένας, κατά το συγκεκριμένο χρόνο αρχικής πρόσληψης, που αναφέρεται στην αγωγή, συνιστούν ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου και επιδίκασε τα αιτηθέντα ποσά και στη συνέχεια απέρριψε το σχετικό λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος. Με την κρίση του αυτή, με την οποία δέχθηκε, ότι οι επίμαχες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας, των αναιρεσίβλητων (πλην των τρίτης, δέκατης, δεκάτης τρίτης, τεσσαρακοστής πρώτης και πεντηκοστής δεύτερης, από τους αναιρεσίβλητους), (καταρτισθείσες πριν την έναρξη ισχύος της ως άνω Οδηγίας, των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος και του ΠΔ 164/2004 και συνεχισθείσες, όντας ενεργές κατά τα χρονικά αυτά σημεία, και μετά ταύτα) κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσείοντος και ότι ο καθορισμός της διάρκειας αυτών ως συμβάσεων έργου δεν δικαιολογείται από τη φύση τους, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων αυτών των εναγόντων, και με βάση αυτά έκρινε ότι αυτές αποτελούν μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920, που ήταν σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως, ως προς αυτούς, είναι αβάσιμοι οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, από τον αριθ. 1 του άρθ. 560 ΚΠολΔ, με τους οποίους αποδίδονται οι αιτιάσεις ότι το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920, που εφάρμοσε αν και δεν ήταν εφαρμοστέες, και των άρθ. 103 §§ 7 και 8 του Συντάγματος, της παρ. 5 του άρθρου 113 του ν. 1892/1990, που απαγορεύουν το χαρακτήρα των συμβάσεων αυτών ως αορίστου χρόνου, που ήταν εφαρμοστέες και δεν τις εφάρμοσε. Ως προς τις λοιπές όμως, παραπάνω, πέντε αναιρεσίβλητες, των οποίων (σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αγωγή και τις παραδοχές της απόφασης), οι αρχικές συμβάσεις καταρτίστηκαν, αντίστοιχα, την 1-9-2001, 1-9-2001, 1-9-2002, 1-9-2002 και 1-2-2003, εσφαλμένα εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθ. 1, 3 και 8 ν. 2112/1920 και της Οδηγίας 1999/70 που, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν ήσαν εφαρμοστέες κατά πάσα περίπτωση, αφού οι ως άνω συμβάσεις αυτών των αναιρεσίβλητων καταρτίσθηκαν ως συμβάσεις έργου, κατ' επιταγή των προαναφερομένων συνταγματικών ή άλλων διατάξεων και δη μετά την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου άρθ. 103 του Συντ., στο οποίο προστέθηκαν οι ως άνω παράγραφοι 7 και 8. Οι συμβάσεις αυτές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν, έστω εν μέρει, ως ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου. Επομένως, οι παραπάνω, λόγοι αναίρεσης, από το άρθ. 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι και πρέπει να αναιρεθεί η απόφαση, στο σύνολό της, ως προς τις αναιρεσίβλητες αυτές.
Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 90 § 3 του ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου δαπανών του Κράτους", "η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ίδιου νόμου, "επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής". Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι με την πρώτη από αυτές ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, ορίζεται δε ως χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξίωσης. Η διάταξη αυτή είναι ειδική, σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ανωτέρω Ν. 2362/1995, με την οποία ρυθμίζεται γενικώς το θέμα της έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του Δημοσίου από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, όπως τούτο συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη, ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων, όπως η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3, η οποία, ως εκ τούτου, κατισχύει της γενικής διάταξης του άρθρου 91 εδ. α' του αυτού Ν. 2362/ 1995 (ΑΕΔ 32/2008, Ολ.ΑΠ 29/2006). Η θεσπιζόμενη με τις ως άνω διατάξεις βραχυπρόθεσμη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από εκείνον των παρομοίων αξιώσεων του άρθρου 250 αριθμ. 6 και 17 ΑΚ, είναι συνταγματικά θεμιτή και δεν αντίκειται στην, κατά το άρθρο 4 § 1 του Συντάγματος, αρχή της ισότητας, αφού η ως άνω διαφορετική ρύθμιση δικαιολογείται από την ανάγκη ταχείας εκκαθαρίσεως των ως άνω αξιώσεων και των σχετικών υποχρεώσεων του Δημοσίου, ούτε και στη διάταξη του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος (για το δικαίωμα ακροάσεως από τα δικαστήρια). Εξάλλου, η θέσπιση διαφορετικού χρόνου παραγραφής, κατά κατηγορία αξιώσεων ή δικαιούχων και υπόχρεων, δεν προσκρούει στο άρθρο 6 § 1α' της ΕΣΔΑ, που εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο να δικάζεται η υπόθεσή του δίκαια και αμερόληπτα, ούτε αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που επιβάλλουν το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, αφού οι διατάξεις αυτές παρεμποδίζουν το νομοθέτη να καταργεί και ενοχικά ακόμη δικαιώματα (ενδεχομένως και με τη μέθοδο της αναδρομικής παραγραφής) και όχι να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν μετά τη ισχύ τους ( Ολ.ΑΠ 38/2005, 22/2005, 31/2007, ΑΕΔ 9/2009). Τέλος, η ανωτέρω διετής παραγραφή δεν αντίκειται ούτε στις διατάξεις των άρθρων 2 § 3α' (περί πρόσφορης προσφυγής του ατόμου επί παραβιάσεως των δικαιωμάτων του), 5 § 1 (περί καταργήσεως δικαιωμάτων προσώπου ή περιορισμών τους), 22 παρ. 1, 26 (περί της ισότητας των προσώπων ενώπιον του νόμου και απαγόρευσης διακρίσεων), 14 § 1 (περί δικαιώματος του προσώπου για δίκαιη δίκη) του με το Ν. 2462/1997 κυρωθέντος και υπερνο΅οθετικής ισχύος, κατά το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, έχοντος Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Τέλος, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 10 της ΥΑ 19040/-1981, 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945 και 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966, για τα επιδόματα (δώρα) Πάσχα και Χριστουγέννων και το επίδομα αδείας υπάρχει από το νόμο δήλη ημέρα καταβολής των, που είναι, αντίστοιχα, η 30η Απριλίου για το επίδομα Πάσχα, η 31η Δεκεμβρίου για το επίδομα Χριστουγέννων και το αργότερο το τέλος του ίδιου έτους για το επίδομα άδειας, ώστε με μόνη την πάροδο της ημέρας αυτής καθίσταται απαιτητή η αξίωση και επέρχονται οι έννομες συνέπειες. Στην προκείμενη περίπτωση, η από 22.12.2003 αγωγή των αναιρεσίβλητων επιδόθηκε στο αναιρεσείον την 30.12.2003. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, επιδίκασε στους αναιρεσίβλητους, επιδόματα εορτών και αδείας των ετών 2001, 2002 και 2003 και απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι οι αξιώσεις των, που αφορούν το έτος 2001, έχουν παραγραφεί, δεχόμενο ότι η παραγραφή αρχίζει από το τέλος του έτους αυτού. Έτσι, που έκρινε το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε ευθέως τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995, τις οποίες δεν εφάρμοσε αν και ήταν εφαρμοστέες στην κρινόμενη υπόθεση, κατά τα προεκτεθέντα, αφού στην προκειμένη περίπτωση, η παραγραφή των ενδίκων αξιώσεων αρχίζει όχι από το τέλος του έτους, κατά το οποίο γεννήθηκαν οι αξιώσεις, αλλά από τη γένεση καθεμίας από αυτές, δηλαδή την 30η Απριλίου 2001 για το επίδομα Πάσχα, την 31η Δεκεμβρίου 2001 για το επίδομα Χριστουγέννων και το αργότερο το τέλος του ίδιου έτους για το επίδομα άδειας. Κατά συνέπεια, οι αντίστοιχες αξιώσεις των αναιρεσίβλητων, που αναφέρονται στο επίδομα Πάσχα 2001, είχαν παραγραφεί και εφόσον τούτο επιδίκασε και αυτές παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις και ο τελευταίος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 560 αρ. 1 του KΠολΔ, με την οποίο αποδίδονται οι παραπάνω πλημμέλειες, είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η απόφαση, ως προς όλους τους αναιρεσίβλητους, κατά το μέρος που αναφέρεται στην επιδίκαση επιδόματος Πάσχα 2001. Μετά από αυτά πρέπει να παραπε΅φθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει ΅ετά την αντικατάστασή του ΅ε το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013) και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι, στα περιοριζόμενα, κατά το μέτρο του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό προσδιορίζονται.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της, από 18-12-2006, αίτησης του αναιρεσείοντος, για την αναίρεση της 77/2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γιαννιτσών, ως προς τις αναιρεσίβλητες Γ. Τ. του Κ. (12η) και Ζ. Τ. του Δ. (39η).
Αναιρεί, την παραπάνω απόφαση, ως προς τις αναιρεσίβλητες, τρίτη, δέκατη, δεκάτη τρίτη, τεσσαρακοστή πρώτη και πεντηκοστή δεύτερη, στο σύνολό της και ως προς τους λοιπούς αναιρεσίβλητους, κατά το ΅έρος της, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Παραπέ΅πει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο ΅έρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους, που παραστάθηκαν, στα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δη΅οσίου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2014. Και
Δη΅οσιεύθηκε στην Αθήνα σε δη΅όσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ