Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική, Δεδικασμένο.
Περίληψη:
Η τελεσίδικη απόφαση που αναγνωρίζει την κυριότητα επί ακινήτου παράγει δεδικασμένο σε μεταγενέστερη δίκη για τη διεκδίκηση του ακινήτου μεταξύ ίδιων προσώπων. Αναιρετικοί λόγοι. Πότε ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Αίτημα για αναστολή της δίκης κατ’ άρθρον 249 του ΚΠολΔ. Δεν αποτελεί «πράγμα» ούτε «ζήτημα» κατ’ άρθρ. 559 άρ. 8 και 19, αντίστοιχα, ΚΠλοΔ και η απόρριψή του δεν μπορεί να θεμελιώσει αντίστοιχον λόγο αναιρέσεως [Επικυρώνει ΕφΠατρ 37/2011].
Αριθμός 391/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Μ. Δ. Λ. και 2)Π. Δ. Λ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Μίχα.
Του αναιρεσιβλήτου: Β. Π. Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Μαργαρίτη, ο οποίος ανακάλεσε την από 19/11/2013 δήλωσή του κατ' άρθρο 242 του ΚΠολΔ και παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
Κατά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω, ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε, στην οποία ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου δεν συναίνεσε. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε επί της έδρας και δια του Προέδρου του απέρριψε το αίτημα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/9/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λευκάδος. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 376/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 37/2011 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 4/4/2011 αίτησή τους. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/9/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1094 ΑΚ ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητας του και την απόδοση του πράγματος. Έτσι, μόλις επέλθει προσβολή κατά της κυριότητας, η εμπράγματη εξουσία λαμβάνει προσωπική κατεύθυνση κατά του προσβολέως και γεννιέται κατ' αυτού η αξίωση από την κυριότητα και η προστατεύουσα την κυριότητα διεκδικητική αγωγή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322 παρ. 1, 324 και 330 ΚΠολΔ συνάγεται ότι οι τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων αποτελούν δεδικασμένο, το οποίο εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε και υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων που παραστάθηκαν με την ίδια ιδιότητα για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια νομική και ιστορική αιτία, καθώς και στις ενστάσεις που προτάθηκαν ή και σε εκείνες που δεν προτάθηκαν, ενώ μπορούσαν να προταθούν. Εξάλλου, η επί αναγνωριστικής αγωγής εκδιδόμενη απόφαση, όταν καταστεί τελεσίδικη, αποτελεί ουσιαστικό δεδικασμένο για την ασκηθησόμενη καταψηφιστική αγωγή (ΑΠ 877/1978). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, αναφορικά με την ένδικη διεκδικητική αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου, δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες στο παρελθόν είχαν αμφισβητήσει το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου επί του επίδικου ακινήτου, που βρίσκεται εντός του οικισμού ... και στην ειδικότερη θέση "..." έκτασης 53,66 τ.μ.(...), με αποτέλεσμα ο αναιρεσίβλητος να ασκήσει κατ' αυτών την από 24-4-2002 αναγνωριστική αγωγή κυριότητας, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λευκάδας, το οποίο με την 88/2002 απόφασή του δέχτηκε την αγωγή και αναγνώρισε τον ενάγοντα-αναιρεσίβλητο κύριο του επίδικου ακινήτου. Η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη και αμετάκλητη δυνάμει της 1740/2007 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η ασκηθείσα αίτηση αναίρεσης των εναγομένων-τότε και τώρα αναιρεσειόντων. Έτσι, κρίθηκε τελεσίδικα και αμετάκλητα το ουσιαστικό ζήτημα της κυριότητας του επίδικου ακινήτου και, συνεπώς, η πιο πάνω απόφαση αποτελεί ουσιαστικό δεδικασμένο και για την κρινόμενη καταψηφιστική αγωγή. Περαιτέρω, συνεχίζει το Εφετείο, αποδείχτηκε ότι οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες παρανόμως το καλοκαίρι του 2006 απέβαλαν τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο από τη νομή του επιδίκου, εμποδίζοντας την είσοδο του σ' αυτό. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, αφού έκρινε, ότι ο αναιρεσίβλητος ήδη τελεσίδικα και αμετάκλητα έχει κριθεί ότι είναι κύριος του επίδικου ακινήτου, ακολούθως έκρινε ότι οι εναγόμενοι-αναιρεσείοντες απέβαλαν τον αναιρεσίβλητο από τη νομή του επίδικου ακινήτου, της κυριότητας του, και εμπόδιζαν την είσοδο του σ' αυτό. Κατόπιν τούτου, το Εφετείο δέχτηκε την ένδικη διεκδικητική αγωγή του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου και απέρριψε την ασκηθείσα έφεση, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που έκρινε όμοια. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ειρημένων ουσιαστικών διατάξεων ως προς το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου από τον αναιρεσίβλητο και της αποβολής του από τη νομή αυτού εκ μέρους των αναιρεσειόντων. Επομένως, ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ πρώτος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
II. Kατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 561 ΚΠολΔ εξαιρούνται του αναιρετικού ελέγχου οι περιπτώσεις της λεγόμενης διακριτικής ευχέρειας ή ελεύθερης κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η κατ' άρθρο 249 ΚΠολΔ αναστολή της δίκης εωσότου περατωθεί άλλη πολιτική ή διοικητική δίκη απόκειται στην κυριαρχική και ανέλεγκτη με αναίρεση εξουσία του δικαστηρίου (ΑΠ 322/1995), το δε αίτημα περί αναβολής της δίκης και τα προς υποστήριξη του υποβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά δεν αποτελούν "ζήτημα", με την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ούτε "πράγμα" με την έννοια του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγοι της αναίρεσης, με τους οποίους οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλειες από τους αριθμούς 8 περ. β' και 19, αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο απέρριψε χωρίς καμιά δικαιολογία τον σχετικό λόγο της έφεσης τους, με τον οποίο οι ίδιοι έπλητταν την εκκαλούμενη απόφαση για την απόρριψη του αιτήματος τους για αναβολή (αναστολή) της συζήτησης της ένδικης διεκδικητικής αγωγής εωσότου εκδοθεί απόφαση επί της 2-9-2008 αιτήσεως τους για αναίρεση της 44/2008 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λευκάδας, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση αναψηλάφησης κατά της 10/2004 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λευκάδας, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση τους κατά της ήδη κατάστασης, αμετάκλητης 88/2002 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Λευκάδας, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι και ως προς τις δύο αιτιάσεις τους, εφόσον οι προβαλλόμενοι από τους αναιρεσείοντες ισχυρισμοί τους, θεμελιωτικοί του αμέσως πιο πάνω αιτήματος τους, δεν αποτελούν πράγμα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, ενώ, εξάλλου, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την απόρριψη του εν λόγω αιτήματος ανήκει στην αναιρετικά ανέλεγκτη διακριτική εξουσία του.
III. Kατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου ( αρθρ. 176, 183, 191 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4-4-2011 αίτηση των Μ. Λ. και Π. Λ. για αναίρεση της υπ' αριθμ 37/2011 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2014
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ