Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Χρησικτησία.
Περίληψη:
Κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία (974, 976, 1045 και 1031ΑΚ), Πράξεις νομής. 559 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Ευθεία παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Συντρέχει και όταν δεν εφαρμόστηκε ο νόμος, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του 559 αρ. 19. Έλλειψη νόμιμης βάσης 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.. Η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ανέλεγκτη. 559 αρ. 2 παραμόρφωση εγγράφου. Υπάρχει όταν το δικαστήριο υποπίπτει σε διαγνωστικό και όχι σε εκτιμητικό σφάλμα 559 αρ. 8 "πράγματα" είναι και οι λόγοι εφέσεως που αφορούν σε αυτοτελείς ισχυρισμούς κα όχι σε αρνητικούς ισχυρισμούς ή επιχειρήματα. Πιστοποιητικό Δημάρχου περιέχον βεβαίωση ιδιοκτησίας. Κατά το άρθρ. 86 παρ. 12 του Ν. 3463/06 ο Δήμαρχος έχει εξουσία να εκδίδει μόνο πιστοποιητικά για την προσωπική κατάσταση. Το περί ιδιοκτησίας πιστοποιητικό εκτιμάται ως δικαστικό τεκμήριο εκτός αν το δικαστήριο ανέλεγκτα δεχθεί ότι εκδόθηκε για να χρησιμοποιηθεί στην ένδικη διαφορά, επίτηδες, ως αποδεικτικό μέσο.
Αριθμός 1494/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ’. Κ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Ελένη Χιώτη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Ξ. του Ν. και 2) Γ. Ξ. του Ν., κατοίκων ..., ατομικά και ως εξ' αδιαθέτου κληρονόμων της μητέρας τους Α. Μ., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/3/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 34669/2009 του ιδίου Δικαστηρίου και 1778/2011 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 19/12/2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/4/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αναίρεση.
Η πληρεξουσία του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 15557/17-1-2013 και 15558/17-1-2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Θεσσαλονίκης ..., ακριβές αντίγραφο της από 19-12-2011 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, από τον, επισπεύδοντα τη συζήτηση, αναιρεσείοντα, προς τους αναιρεσίβλητους.
Συνεπώς εφόσον αυτοί δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση, παρά την απουσία αυτών (άρθρ. 576 παρ.2 ΚΠολΔικ.).
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 974, 976, 1045 και 1051 ΑΚ προκύπτει ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο του δικαιοπαρόχου του. ’σκηση νομής αποτελούν, όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς, πάνω σ' αυτά, πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του, τέτοιες δε πράξεις, μεταξύ άλλων είναι η καλλιέργεια, η οριοθέτηση και η επίβλεψη, η εκμίσθωση σε τρίτους, η καταμέτρησή του και η σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων, μέσα στο χρόνο χρησικτησίας (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 835/2013, ΑΠ 847/2013). Εξάλλου ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο αναιρετικός αυτός λόγος αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση, τούτο δε συμβαίνει, μεταξύ άλλων και όταν το δικαστήριο δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του (ΑΠ 191/2013, ΑΠ 835/2013, ΑΠ 1022/2013). Εξ ετέρου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 και του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εμφανίσθηκε (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 834/2013). Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στην συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας του (ΑΠ 834/2013, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 481/2013). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο τις αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 846/2013, ΑΠ 568/2013, ΑΠ 495/2013). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔικ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάζονται με αυτά κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ., είναι από τον ’ρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε λόγος αναίρεσης από το περιεχόμενο του οπίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεση, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1021/2013, ΑΠ 567/2013, ΑΠ 197/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ένδικη αναγνωριστική κυριότητος ακινήτου, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αγωγή, του αναιρεσείοντος, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Με το υπ' αριθ. .../29-1-1935 συμβόλαιο δωρεάς, που συνέταξε ο τότε συμβολαιογράφος Θεσσαλονίκης Βασίλειος Τσιμένης και μεταγράφηκε νόμιμα, ο πατέρας του ενάγοντα Α. Κ. κατέστη κύριος μίας αμπέλου εμβαδού ενός και ημίσεως παλαιού στέμματος κειμένης στη θέση Αμάρι της περιφέρειας Χορτιάτη που συνόρευε κατά τον τίτλο κτήσεως Ανατολικά με δρόμο, Δυτικά με αγρό Π. Ν., Βόρεια με άμπελο του ιδίου του δωρητή (Ι. Μ.) και Νότια με αγρό Δ. Κ.. Με το υπ' αριθ. ... /11-10-1965 συμβόλαιο που συνέταξε η τότε συμβολαιογράφος Θεσσαλονίκης Φάνη Τζόβα - Στεφάνου, ο πατέρας του ενάγοντα Α. Κ. κατέστη επίσης κύριος εξ αγοράς ενός αγρού κειμένου στη θέση Αμάρι της περιφέρειας Χορτιάτη εμβαδού ενός και ημίσεως παλαιού στρέμματος, που συνορεύει κατά τον τίτλο κτήσεως Ανατολικά με αγρό Β. Π., Δυτικά με αγρό Κ. Μ., Βόρεια με αγρό Σ. Μ. και Νότια με αγρό Α. Κ.. Κατά την κατάρτιση των άνω συμβάσεων δεν συντάχθηκε τοπογραφικό διάγραμμα για τα μεταβιβασθέντα ως άνω όμορα ακίνητα ούτε έγινε εμβαδομέτρηση αυτών, ώστε να αποτυπωθεί επακριβώς το εμβαδόν τους και οι διαστάσεις τους, ο Α. Κ. δε προέβη στην συνένωσή τους και καλλιεργούσε αυτά ως ενιαίο ακίνητο αρχικά με αμπέλι και μετά με σιτηρά και συχνά το εκμίσθωνε σε τρίτους το ενιαίο δε τούτο ακίνητο συνόρευε, σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, Ανατολικά με δρόμο, Βόρεια σε ένα τμήμα με αγρό Χ. Α. και Δυτικά με αγρό Κ.. 0 ίδιος μάρτυς δεν μπορεί να προσδιορίσει το Νότιο όριο του άνω ακινήτου γιατί, ως αναφέρει στην κατάθεση του, δεν θυμάται αυτό, συγχρόνως δε αναφέρει στην κατάθεση του ότι η δικαιοπάροχος των εναγομένων Α. Ξ. ήταν γειτόνισσα "μεταξύ του Κ. και του Κ.". Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η δικαιοπάροχος των εναγομένων ήταν κυρία ομόρου ακινήτου,το οποίο ήταν περίκλειστο συνόρευε δε από τρεις πλευρές (ανατολικά, δυτικά και νότια) με το άνω ενιαίο ακίνητο του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος Α. Κ., προδήλως δε λόγω της θέσεως αυτής των ως άνω ακινήτων το έτος 1985 ο τελευταίος και η δικαιοπάροχος των εναγομένων ήδη εφεσίβλητων Α. συζ. Ν. Ξ. συμφώνησαν να προβούν στην ανταλλαγή των ομόρων ακινήτων τους. Έτσι συμφώνησαν όπως η Α. Ξ. λάβει από το ακίνητο του Α. Κ. εδαφικό τμήμα ίσου εμβαδού με το ακίνητο της κείμενο στην νότια πλευρά του ακινήτου του τελευταίου, αυτός δε να λάβει το ακίνητο της για το λόγο δε αυτό προέβησαν στην σύνταξη του από 25-10-1985 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο και συνυπέγραψαν. Ειδικότερα στο συμφωνητικό αυτό το άνω συνενωθέν ακίνητο του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος περιγράφεται ως αγρός που βρίσκεται στη θέση Αμάρι και έχει έκταση "... δύο (2) περίπου στρεμμάτων και όρια προς την ανατολή αγροτικό δρόμο, προς τη δύση την ιδιοκτησία Σ. Κ., στο Βορρά την ιδιοκτησία Κ. Τ. και προς το νότο την ιδιοκτησία Α. Κ.". Στο ίδιο έγγραφο αναφέρονται σχετικά με το ακίνητο της ιδιοκτησίας της δικαιοπαρόχου των εφεσίβλητων τα κατωτέρω "... Στο μέσο του παραπάνω αγρού βρίσκεται άλλος αγρός, που έχει έκταση 850 τ.μ. περίπου, και ανήκει στην κυριότητα, νομή και κατοχή της δεύτερης των συμβαλλομένων Α. Ξ., και έχει όρια γύρω γύρω τον πιο πάνω αγρό του Α. Κ. και στον Βορρά τη ιδιοκτησία του Κ. Τ.". Επίσης στο έγγραφο αυτό επισυνάπτεται πρόχειρο σκαρίφημα, στο οποίο εμφανίζεται ότι το ακίνητο του Α. Κ. έχει σχήμα "Π" και περιβάλλει το περίκλειστο ακίνητο της Ξ. από όλες τις πλευρές, πλην της βόρειας από την οποία το ακίνητο της τελευταίας εμβαδού 850 τ.μ. συνορεύει, ως προαναφέρεται, με την ιδιοκτησία του Κ. Τ.. Περαιτέρω από τα ίδια ο Α. Κ. προέβη στην φυσική διαίρεση του ως άνω ακινήτου του και από τη διαίρεση αυτή προέκυψαν δύο τμήματα την νομή των οποίων μεταβίβασε με παράδοση μετά την 25-10-1985 στα τέκνα του και συγκεκριμένα αυτός μεταβίβασε στον ενάγοντα την νομή του βορείου τμήματος του ως άνω ακινήτου του, την νομή δε του νοτίου τμήματος αυτού μεταβίβασε στην θυγατέρα του Ε.. Βέβαια ο ενάγων ισχυρίζεται με την αγωγή του ότι ο πατέρας του προέβη στην ως άνω μεταβίβαση το έτος 1974, πλην όμως είναι πρόδηλο ότι η μεταβίβαση της νομής του παραπάνω εδαφικού τμήματος έγινε μετά το έτος 1985 και την άνω περί ανταλλαγής συμφωνία, τούτο δε καταθέτει με σαφήνεια ο μάρτυς αποδείξεως,ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά στην κατάθεση του "... Ο πατέρας Κ. είχε αχλαδιές στο χωράφι και μετά το καλλιεργούσε. Από το 1985 το χώρισε και το έδωσε στα παιδιά του. Το βόρειο το έδωσε στον ’. (ενάγοντα) και το νότιο στην Ε.. Από το 1984-1985 έως το 2000 δεν είχαν διαφορές ο Κ. με την Α. ...". Το γεγονός τούτο ενισχύεται και από το προαναφερόμενο συμφωνητικό στο οποίο συμβάλλεται ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος ως κύριος του μείζονος εκτάσεως ακινήτου κα όχι ο ίδιος ο ενάγων ο αγωγικός ισχυρισμός δε του τελευταίου ότι είχε ήδη μεταβιβασθεί σ' αυτόν από τον πατέρα του η νομή του βορείου τμήματος του εν λόγω ακινήτου το έτος 1974 αποδεικνύεται αβάσιμος. ’λλωστε ο άνω μάρτυς καταθέτει επίσης, ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ήτοι το έτος 1985, οι άνω συμβαλλόμενοι, δηλαδή ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος και η Α. Ξ., ανέθεσαν στον Β. Ε. να καταστρέψει το φυσικό όριο που υφίστατο μεταξύ των άνω ακινήτων τους και να προβεί στην ισοπέδωση των αγρών αυτών λόγω της υφισταμένης μεταξύ τους φυσικής υψομετρικής διαφοράς, ώστε να υλοποιηθεί η ανταλλαγή των εδαφικών τμημάτων που κατά τα άνω συμφωνήθηκε, πλην όμως η περί ανταλλαγής συμφωνία αυτή ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, τούτο δε ομολογεί και ο ενάγων με την αγωγή του. Από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι από τα τέλη του έτους 1985 ο ενάγων έλαβε πλέον στην νομή του το βόρειο τμήμα του ως άνω μείζονος εκτάσεως ακινήτου, στο οποίο ασκούσε έκτοτε με διάνοια κυρίου υλικές εμφανείς πράξεις νομής και συγκεκριμένα καλλιεργούσε αυτό με δημητριακά και το εκμίσθωνε σε τρίτους ουδεμία δε διένεξη ή διαφορά δημιουργήθηκε μέχρι το έτος 1999 μεταξύ αυτού και της Α. Ξ. αναφορικά με τα όρια των ακινήτων τους. Το έτος 1999 όμως κατά την κτηματογράφηση της περιοχής ο ενάγων υπέβαλε δήλωση ιδιοκτησίας δηλώνοντας ότι είναι κύριος αγρού εμβαδού 1772 τ.μ κειμένου στη θέση ΑΜΑΡΙ με αιτία κτήσης της κυριότητος αυτού την χρησικτησία προσκόμισε δε το από 15-6-1999 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Α. Α., όπου το ακίνητο του φέρεται να έχει εμβαδόν 1765,40 τμ και να συνορεύει ανατολικά επί πλευράς 40,25 μ. με αγροτικό δρόμο και επί πλευράς 23,94 μ. με ιδιοκτησία Β. Χ., βόρεια επί πλευράς 11,58 μ. με ιδιοκτησία Φ., επί πλευράς 11,48 μ. με ιδιοκτησία Β. Χ. και επί πλευράς 20,66μ. με ιδιοκτησία Α. Μ., νότια επί πλευράς 28,55μ. με ιδιοκτησία της αδελφής του Ε. Κ. και δυτικά επί πλευράς 7,50μ. με ιδιοκτησία Μ. Δ., επί πλευράς 31,09 μ. με ιδιοκτησία αγνώστων ιδιοκτητών και επί πλευράς 21 μ. με ιδιοκτησία Ξ., το δε ακίνητο της τελευταίας φέρεται να έχει έκταση 850 τμ. Η εν λόγω αποτύπωση όμως του ακινήτου του ενάγοντα,που περιγράφεται με τα ίδια όρια και στην αγωγή, είναι προδήλως εσφαλμένη διότι έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα προαναφερόμενα όρια του μείζονος εκτάσεως ακινήτου, και τούτο γιατί το ακίνητο της Α. Ξ. δεν αποτυπώνεται με τα αναφερόμενα στο παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό όρια, σύμφωνα με το οποίο συνορεύει από την ανατολική, τη δυτική και την νότια πλευρά με την ιδιοκτησία Κ. και από την βόρεια με την ιδιοκτησία Κ. Τ., αλλά εμφανίζεται να συνορεύει μόνο από την ανατολική και νότια πλευρά του με ιδιοκτησία Κ. και δη ανατολικά με Α. Κ. και νότια με Ε. Κ. -Κ.. ’λλωστε και στην υπ' αριθμόν .../14-5-1982 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς που έχει συνταχθεί ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Νίκης Χασιώτου, με την οποία η Α. Ξ. αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτήν -δυνάμει διαθήκης- κληρονομιά της αποβιωσάσης την 28-5-1954 Β. Σ. το ακίνητο της αυτό περιγράφεται ως έχον δυτικό όριο την ιδιοκτησία Α. Κ. και όχι την ιδιοκτησία Κ.. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω η αρμόδια επιτροπή του ΟΚΧΕ κατά το δεύτερο στάδιο της κτηματογράφησης, κρίνοντας σχετική ένσταση των καθολικών διαδόχων της Α. Ξ., η οποία είχε ήδη αποβιώσει στις 2-12-2000 και κληρονομήθηκε από τον μεταποβιώσαντα σύζυγο της και τα τέκνα της δηλαδή τους εφεσίβλητους, οι οποίοι ως καθολικοί διάδοχοι αυτής νομιμοποιούνται προς τούτο και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με την ένδικη έφεση τυγχάνουν απορριπτέα, αποτύπωσε το ακίνητο της τελευταίας με ΚΑΕΚ ..., το οποίο έχει εμβαδόν 931 τμ και περικλείεται από το ακίνητο Κ. συνορεύοντας ανατολικά από το περιελθόν στον ενάγοντα ήδη εκκαλούντα τμήμα του άνω μείζονος εκτάσεως ακινήτου, δυτικά δε και νότια από το περιελθόν στην αδελφή του τελευταίου Ε. Κ. εδαφικό τμήμα του εν λόγω ακινήτου. Η εν λόγω αποτύπωση είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί το εμβαδόν του ακινήτου του ενάγοντος, το οποίο με την νέα αποτύπωση ανέρχεται πλέον στα 1505 τ. μ. ενώ κατά πρώτη ανάρτηση είχε αποτυπωθεί αυτό με εμβαδόν 1765,4 τ.μ. Έτσι ο ενάγων θεώρησε, εσφαλμένα βέβαια σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, πως το ακίνητο των εναγομένων δεν αποτυπώνεται ορθά αφού δεν εμπίπτει ολόκληρο στα όριά του, αλλά ότι το επίδικο τμήμα εμβαδού 260,60 τμ εμπίπτει στα όρια του δικού του ακινήτου. Από τα ανωτέρω όμως αποδεικτικά στοιχεία ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έχει αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου εδαφικού τμήματος, ως ισχυρίζεται, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και τούτο γιατί και με την εκδοχή ότι αυτό (επίδικο) περιλαμβανόταν στο τμήμα ακινήτου τη νομή του οποίου του μεταβίβασε ο πατέρας του, αυτός δεν είχε στη φυσική του εξουσία με διάνοια κυρίου το εν λόγω εδαφικό τμήμα εμβαδού 260,60 τμ. για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, αφού από τα τέλη του έτους 1985 που ο δικαιοπάροχος του μεταβίβασε σ' αυτόν την νομή του μέχρι την 14-7-2005, ήτοι κατά τον χρόνο έναρξης λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή Χορτιάτη στον οποίο αναφέρονται οι πρώτες εγγραφές, δεν παρήλθε ο απαιτούμενος χρόνος της εικοσαετίας για την κτήση της κυριότητος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Εξάλλου ουδόλως αποδείχθηκε η εκ μέρους του ενάγοντος άσκηση επί του επιδίκου εδαφικού τμήματος υλικών εμφανών πράξεων - νομής προϋπόθεση επίσης απαραίτητη για την κτήση της κυριότητος αυτού με τα εν λόγω προσόντα". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων Ρ74, Ρ76, 1045 και 1051 ΑΚ, αφού υπό τα ως άνω, ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Επομένως από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναιρέσεως με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού τα πραγματικά περιστατικά που με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα, δεν ήταν αρκετά για την πλήρωση του πραγματικού των προδιαληφθεισών ουσιαστικών διατάξεων και συνακόλουθα για την εφαρμογή τους. Ειδικότερα διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι ο ενάγων δεν απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου εδαφικού τμήματος των 260,60 τ.μ., με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον ούτε τη φυσική του εξουσίαση απέκτησε, αφού τούτο δεν περιλαμβανόταν στο ακίνητο, το οποίο, μετά τις 25.10.1985 του παρέδωσε ο δικαιοπάροχος πατέρας του, ως το βόρειο τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου που ο τελευταίος είχε αποκτήσει με νόμιμα μεταγεγραμμένους τίτλους, ούτε αποδείχθηκε ότι άσκησε σ'αυτό οποιαδήποτε εμφανή υλική πράξη νομής, αλλά και με την εκδοχή ότι το επίδικο αυτό τμήμα που δεν ανήκε στον πατέρα του περιλαμβανόταν στο ακίνητο που, κατά νομή, που παραδόθηκε από εκείνον και πάλι δεν συμπληρώθηκε στο πρόσωπό του 20ετής χρόνος, νομής, αφού από τα τέλη του 1985 μέχρι του χρόνου ενάρξεως, στη περιοχή της τοποθεσίας του ακινήτου (Χορτιάτης Θεσ/νίκης) του Εθνικού Κτηματολογίου, ήτοι μέχρι τις 14-7-2005 δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος αυτός.
Συνεπώς ο πέμπτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 19 ΚΠολΔικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών είναι αβάσιμος. Περαιτέρω ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως, κατά τον οποίο η προσβαλλομένη απόφαση, ακτά παραβίαση των προδιαληφθεισών διατάξεων, δεν προσμέτρησε στο χρόνο χρησικτησίας του αναιρεσείοντα ενάγοντα και εκείνον του δικαιοπαρόχου πατέρα του, στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι γίνεται δεκτό ότι το επίδικο εδαφικό τμήμα βρισκόταν στη νομή του εν λόγω δικαιοπαρόχου και συνέτρεξε διαδοχή στη νομή πράγμα το οποίο όμως δεν συμβαίνει, αφού γίνεται, ανέλεγκτα, δεκτό ότι το επίδικο δεν περιλαμβανόταν στα όρια του ακινήτου του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος και γιαυτό ο τελευταίος δεν παρέδωσε νομή που δεν είχε, με επάλληλη δε σκέψη της αποφάσεως και ως εκ περισσού και με αιτιολογίες που δεν επιστηρίζουν το διατακτικό της και δεν δημιουργούν δεδικασμένο, ούτε υπόκεινται αυτοτελώς σε αναίρεση (ΑΠ 1738/2012, ΑΠ 255/2010), γίνεται δεκτό ότι και αν ακόμη ο ενάγων απέκτησε τη νομή του επιδίκου εδαφικού τμήματος με παράδοση από τον μη νομέα, πατέρα του, μη συντρεχούσης εντεύθεν διαδοχής στη νομή και πάλι αυτός δεν απέκτησε την κυριότητά του γιατί δεν συμπληρώθηκε αυτοτελώς στο πρόσωπό του η απαιτουμένη από το νόμο εικοσαετία. Ακόμη με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες ότι α) δεν αιτιολογείται γιατί είναι σωστή η θέση ου ακινήτου των αναιρεσιβλήτων στο Κτηματολόγιο, όταν από τις επικαλούμενες αποδείξεις προκύπτει ότι τούτο έχει διαφορετικά όρια από αυτά που έγιναν δεκτά, β) δεν αιτιολογείται γιατί το ακίνητο των αναιρεσιβλήτων έχει σχήμα τετράγωνο, όταν από τις επικαλούμενες αποδείξεις προκύπτει ότι αυτό είναι μακρόστενο, δηλαδή παραλληλόγραμμο, γ) δεν αιτιολογείται γιατί το ακίνητο των αναιρεσιβλήτων έχει επιφάνεια 939 τ.μ., όταν από τις αποδείξεις προκύπτει ότι η επιφάνεια αυτή είναι 850 τ.μ., δ) δεν αιτιολογείται γιατί το δικαίωμα της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων Α. Ξ. στο ακίνητό τους και συνακόλουθα στο επίδικο εδαφικό τμήμα, είναι ισχυρότερο από το δικαίωμα του αναιρεσείοντος, όταν τα αποδεικτικά μέσα που και οι δύο πλευρές επικαλούνται είτε είναι ισοδύναμα (βεβαιώσεις χρησικτησίας τοπικών αρχόντων) είτε εκείνα του αναιρεσείοντος είναι ισχυρότερα των αναιρεσιβλήτων. Οι ελλείψεις όμως αυτές δεν αφορούν στην επάρκεια των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και στο αν αυτά ήταν αρκετά για την πλήρωση του πραγματικού των επικαλουμένων και μη εφαρμοσθεισών κανόνων ουσιαστικού δικαίου, αλλά αναφέρονται αφενός μεν σε κακή εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττουν την περί τα πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αφετέρου δε σε ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση των αποδειχθέντων, οι οποίες όμως ελλείψεις, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, δεν ιδρύουν τον ερευνώμενο λόγο, αφού μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα, όπως δεν αμφισβητείται εκτίθεται σαφώς. Ενόψει τούτων οι παραπάνω πρώτος και πέμπτος από τους λόγους της αναιρέσεως, πρέπει, στο σύνολό τους, να απορριφθούν.
Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο του εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 495/2013, ΑΠ 567/2013, ΑΠ 609/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο του από 25.10.1985 ιδιωτικού συμφωνητικού, που είχε καταρτισθεί μεταξύ των δικαιοπαρόχων των διαδίκων, ήτοι του πατέρα του αναιρεσείοντα Α. Κ. και της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων Α. Ξ., με το να δεχθεί ότι το αναφερόμενο σ' αυτό ακίνητο, που φέρεται να έχει επιφάνεια δύο στρεμμάτων, αφορά στο ενιαίο ακίνητο που προέκυψε από τη συνένωση δύο ακινήτων, επιφανείας 1,5 στρέμματος του καθενός, που ο πατέρας του αναιρεσείοντα απέκτησε με τίτλους αγοράς το 1935 και το 1965 αντίστοιχα, αφού το ενιαίο εκείνο ακίνητο είχε επιφάνεια όχι δύο στρεμμάτων, αλλά 4.800 τ.μ. (τρία παλαιά στρέμματα Χ 1600 τ.μ. το καθένα) και ότι εξαιτίας της παραμορφώσεως αυτής κατέληξε σε εσφαλμένα συμπεράσματα, ενώ περαιτέρω η προσβαλλομένη απόφαση από την προσκομιζόμενη και από τις δύο πλευρές υπ' αριθμ. .../14-5-1982 δήλωση αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της συμβ/φου Θεσ/νίκης Νίκης Χασιώτου, με την οποία η δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων αποδέχθηκε την κληρονομιά της αποβιώσασας στις 28-5-1954 Β. Σ., εκτιμά μόνο το σημείο που αναφέρει ως δυτικό όριο της ιδιοκτησίας των αναιρεσιβλήτων την ιδιοκτησία του Α. Κ.. Ο λόγος αυτός, που αφορά σε έγγραφα που προσκομίζονται στην παρούσα αναιρετική δίκη και των οποίων επίκληση και προσκομιδή είχε γίνει στην κατ' έφεση δίκη (ΑΠ 495/2013, ΑΠ 609/2013), όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των οικείων προτάσεων (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ), είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτος και δη όσον αφορά το πρώτο έγγραφο, γιατί δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος" του εγγράφου, το οποίο ορθά αναγνώσθηκε και μάλιστα το κείμενό του περιελήφθη στην απόφαση, αλλά σε λανθασμένη εκτίμηση του περιεχομένου του, από την οποία το δικαστήριο κατέληξε σε κρίσεις και συμπεράσματα διαφορετικά από εκείνα που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθά. Δηλαδή οι επικαλούμενες αιτιάσεις ως προς το έγγραφο αυτό αφορούν σε παράπονα αναγόμενα στην ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων και του περιεχομένου του εγγράφου, ενώ όσον αφορά το δεύτερο έγγραφο η επικαλουμένη αιτίαση δεν ιδρύει τον ερευνώμενο από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔικ. λόγο καθόσον αφορά στην ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού αυτού μέσου. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 εδ.β ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού (ΑΠ 609/2013, ΑΠ 833/2013) "πράγμα" αποτελεί και ο λόγος εφέσεως, με τον οποίο εκφέρεται παράπονο σχετικό με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με αρνητικό ισχυρισμό της αγωγής ή με επιχειρήματα που στηρίζουν τον ίδιο ή άλλο λόγο εφέσεως, ενώ αντιστοιχία δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 25/2003, ΑΠ 1126/2013, ΑΠ 1258/2013, ΑΠ 1259/2013). "Πράγμα" με την παραπάνω δεν αποτελούν, μεταξύ άλλων, και κατά τα άρθρα 270 παρ.2, 671 παρ.1 και 339 ΚΠολΔικ αποδεικτικά μέσα ή το περιεχόμενό τους και η ανήκουσα στην κυριαρχική και επομένως ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου εκτίμησή τους (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 1022/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της εφέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ή πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη τους παρακάτω ισχυρισμούς, αναφορικά με την κυριότητα του αναιρεσείοντος στο επίδικο εδαφικό τμήμα και ότι ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη α) ότι η υποβληθείσα στο Κτηματολόγιο, στις 9-2-2001, ένσταση της δικαιοπαρόχου των εναγομένων-αναιρεσιβλήτων Α. Ξ.-Μ. ήταν πλαστή, αφού η φερομένη ως υπογράψασα και υποβάλλουσα αυτήν είχε ήδη αποβιώσει από 2.12.2000, β) ότι, όπως με λόγο εφέσεως και με τις προτάσεις υποστηρίχθηκε, η αλλαγή στις θέσεις των ακινήτων των διαδίκων που έχει συντελεσθεί στη Β' ανάρτηση του Κτηματολογίου είναι μόνο στους χάρτες του, ενώ στην πραγματική κατάσταση οι εναγόμενοι-αναιρεσίβλητοι δεν έχουν αποκτήσει ποτέ νομή στο επίδικο εδαφικό τμήμα των 260,60 τμ και δεν έχουν κάνει ποτέ διακατοχικές πράξεις σ' αυτό, το δε ακίνητο που ανέκαθεν κατέχουν και νέμονται είναι στη θέση και το σχήμα που αυτό παρουσιάζεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του Α., γ) ότι ο χωρισμός και η τοποθέτηση των ακινήτων από το Κτηματολόγιο είναι εντελώς εσφαλμένη και θίγει την ιδιοκτησία του αναιρεσείοντα αφού την μειώνει από τα 1765,40 τμ στα 1505 τμ, ενώ αντίστοιχα ωφελεί τόσο την ιδιοκτησία των αναιρεσιβλήτων που την αυξάνει από τα 850 τμ στα 939 τμ όσο και της όμορης, προς νότον του δικού του ακινήτου, ιδιοκτησίας της αδελφής του, που την αυξάνει από τα 1765,40 τμ στα 1953,53 τμ. Ο λόγος αυτός ως και προς τις τρεις αιτιάσεις που είναι απαράδεκτος, καθόσον αυτές δεν αφορούν σε "πράγματα" υπό την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια. Ειδικότερα η πρώτη αιτίαση αφορά σε αποδεικτικό μέσο και στο περιεχόμενό του και ως εκ τούτου δεν ιδρύει τον ερευνώμενο λόγο, ενώ οι δύο άλλες αιτιάσεις αφορούν σε επιχειρήματα που στήριζαν αντίστοιχα τους δεύτερο και τρίτου από τους λόγους εφέσεως, κατά της πρωτοβάθμιας αποφάσεως, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των οικείων δικογράφων (άρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔικ), οι οποίοι (λόγοι εφέσεως), μετά από εξέταση των εν λόγω επικαλουμένων επιχειρημάτων που τους στήριζαν απορρίφθηκαν. Εφόσον όμως οι αιτιάσεις αυτές δεν αφορούν σε "πράγματα", ενώ αντίστοιχα οι οικείοι ισχυρισμοί λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν δεν στοιχειοθετείται ο παραπάνω λόγος.
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 438ΚΠολΔικ έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να κάνει τη βεβαίωση αυτή. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ.1ζ του ισχύοντος κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής Ν. 3463/8.6.2006 περί "κυρώσεως του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων" και την ταυτόσημη προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 114 παρ. ζ του ΠΔ 410/1995 περί "Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα", καθώς και την ισχύουσα σήμερα (από 1.1.2011) διάταξη του άρθρου 58 παρ.1η του Ν. 3852/2010 "περί Νέας Αρχιτεκτονικής κλπ-πρόγραμμα Καλλικράτης" ο Δήμαρχος "... εκδίδει πιστοποιητικά προσωπικής και οικογενειακής καταστάσεως των Δημοτών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Δήμαρχος δεν έχει αρμοδιότητα να εκδίδει πιστοποιητικά περί του ότι κάποιος δημότης είναι ιδιοκτήτης, νομέας και επικαρπωτής κάποιου ακινήτου και επομένως πιστοποιητικό με τέτοιο περιεχόμενο δεν έχει, ως προς το βεβαιούμενο περιστατικό, την κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔικ αποδεικτική δύναμη, ως εκδοθέν από πρόσωπο αναρμόδιο καθ' ύλην (ΑΠ 554/2012, ΑΠ 819/2010). Το πιστοποιητικό όμως αυτό, ως περιέχον δήλωση τρίτου μπορεί να χρησιμεύσει για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και το δικαστήριο μπορεί να το εκτιμήσει ελεύθερα, εκτός αν κρίνει ότι αυτό χορηγήθηκε επίτηδες για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο, μη υποκειμένης της σχετικής του κρίσεως σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 554/2012). Τούτο δε γιατί από τις διατάξεις των άρθρων 336 παρ.3, 339 και 395 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι τα δικαστικά τεκμήρια μπορούν να συναχθούν από οποιοδήποτε έγγραφο, επομένως και από δηλώσεις και βεβαιώσεις τρίτων, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία αυτές, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, συνετάγησαν προ ή κατά τη δίκη ειδικώς προς το σκοπό να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικό μέσο σε αυτή, γιατί έτσι γίνεται καταστρατήγηση των διατάξεων των άρθρων 396 επ ΚΠολΔικ που αναφέρονται στο αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων (ΑΠ 1258/2013).
Τέλος κατά τη διάταξη του αριθμού 11 περ.α και γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθησαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να μη λάβει υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει, όπως είναι οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν χωρίς τις προϋποθέσεις του άρθρου 270 παρ.2 ΚΠολΔικ (ΑΠ 1201/2012), ενώ οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από το διάδικο (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 1126/2013). Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του, μπορεί δε να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφώς και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου, αν δεν πρόκειται για αποδεικτικό μέσο, που το πρώτον προσκομίζεται στην κατ' έφεση δίκη (άρθρ.527 ΚΠολΔικ) η επίκληση γίνεται με τις προτάσεις της συζήτησης της δευτεροβάθμιας δίκης (ΟλΑΠ 23/2008, ΑΠ 179/2013). Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (έγγραφα, μάρτυρες, πραγ/νη, αυτοψία, ένορκες βεβαιώσεις κλπ- ΑΠ 495/2013, ΑΠ 1126/2013- Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικά μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 835, 481 179/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 559 αρ.11 περ.α και γ ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα, που ο αναιρεσείων, νόμιμα επικαλέσθηκε και προσκόμισε με τις προτάσεις του, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης μετά την οποία εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, από τα οποία προέκυπτε το ουσία βάσιμο της αγωγής του, ενώ έλαβε υπόψη προσκομισθείσα το πρώτον στην κατ' έφεση δίκη από τους αναιρεσίβλητους (εναγόμενους-εφεσίβλητους) ένορκη βεβαίωση, που δεν προκύπτει ότι λήφθηκε νόμιμα. Ειδικότερα κατά το λόγο αυτό το Εφετείο α) δεν έλαβε υπόψη το υπ' αριθμ. .../18.9.2000 πιστοποιητικό του Δημάρχου Χορτιάτη, στο οποίος αυτός βεβαίωνε ότι ιδιοκτήτης του επιδίκου είναι ο αναιρεσείων και μάλιστα ούτε ως δικαστικό τεκμήριο, β) έλαβε υπόψη την προσκομισθείσα, το πρώτον, στην κατ' έφεση δίκη από τους αναιρεσίβλητους υπ' αριθμ. .../24.2.2011 ένορκη βεβαίωση, για την οποία αναφέρει ότι έγινε μετά προηγούμενη κλήτευση του εκκαλούντος (αναιρεσείοντος), χωρίς όμως να βεβαιώνει ότι η κλήτευση αυτή ήταν νομότυπη και χωρίς να αναφέρει τις οικείες εκθέσεις επιδόσεως και γ) ότι από τη γενική και συλλήβδην αναφορά στα αποδεικτικά μέσα δεν προκύπτει αδιστάκτως ότι έλαβε υπόψη αα) τις δύο, το πρώτον από τον αναιρεσείοντα προσκομισθείσες στο Εφετείο αεροφωτογραφίες, από τις οποίες η μία είναι του Δασαρχείου του έτους 1945 και η δεύτερη του Στρατού και ββ) την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του μάρτυρα απόδειξης και τις περιεχόμενες στην προσκομισθείσα το πρώτον στη 2βάθμια δίκη από τον αναιρεσείοντα ένορκη βεβαίωση δύο μαρτυρικές καταθέσεις. Ο λόγος αυτός και κατά τις τρεις αιτιάσεις του είναι αβάσιμος. Ειδικότερα όσον αφορά την πρώτη αιτίαση το επικαλούμενο πιστοποιητικό του Δημάρχου ορθά με την προσβαλλομένη απόφαση θεωρήθηκε και μάλιστα μετ' απόρριψη λόγου εφέσεως ότι δεν έχει την αποδεικτική δύναμη δημοσίου εγγράφου ως προς το πιστοποιούμενο περιστατικό της κυριότητας του επιδίκου, ως εκδοθέν παρ' αρμοδίου προς τούτο καθ' ύλην υπαλλήλου και στην συνέχεια ορθά δεν το έλαβε υπόψη, ούτε ως δικαστικό τεκμήριο, περιέχον δήλωση τρίτου, αφού ανέλεγκτα έκρινε ότι τούτο συντάχθηκε επίτηδες για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στην ένδικη διαφορά. Ως προς τη δεύτερη αιτίαση ο λόγος αυτός είναι επίσης αβάσιμος, καθόσον αρκεί η βεβαίωση του δικαστηρίου ότι η προσκομισθείσα από τους εφεσίβλητους (αναιρεσίβλητους) ένορκη βεβαίωση λήφθηκε νομότυπα, χωρίς να απαιτείται και η επίκληση των οικείων εκθέσεων επιδόσεως (ΑΠ 789/2012, ΑΠ 857/2012). ’λλωστε ο αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται ότι δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις του 270 παρ.2 ΚΠολΔικ ως προς την ένορκη αυτή βεβαίωση. Αλλά και ως προς την τρίτη αιτίαση ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον από την προσβαλλομένη απόφαση (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) που ρητά βεβαιώνει (σελ 10) ότι κατά την κατάστρωση του νομικού της συλλογισμού έλαβε υπόψη "τις καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, τις νόμιμα ληφθείσες και προσκομιζόμενες το πρώτο στο Εφετείο ένορκες βεβαιώσεις, που αναφέρονται ειδικά, καθώς και τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων", αλλά και από το περιεχόμενο της απόφασης, όπου γίνεται κατ' επανάληψη αναφορά στα έγγραφα (σελ.13) και στις λοιπές αποδείξεις και ιδιαίτερα στην κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης (σελ. 12, 14, 15), δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι τα αναφερόμενα στην αιτίαση αυτή αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, ένορκες βεβαιώσεις, αεροφωτογραφίες) τα οποία, ως ξεχωριστά, μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση ενώ οι επικαλούμενες αεροφωτογραφίες περιλαμβάνονται στα έγγραφα (άρθρ. 444 παρ.3 ΚΠολΔικ), λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για την εξαγωγή του αποδεικτού του πορίσματος. Η αιτίαση ότι το δικαστήριο δεν προσέδωσε στις αεροφωτογραφίες την βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτές έχουν και ότι η διαφορετική εκτίμησή τους, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις και το συνταχθέν με βάση τις αεροφωτογραφίες αυτές από Ιούνιου 1999 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Α. Α., του οπίου γίνεται ιδιαίτερη επίκληση στην προσβαλλομένη απόφαση (σελ.16), θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της αποφάσεως για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως, ήτοι σε αποτέλεσμα που επέρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔικ (ΑΠ 1126/2013, ΑΠ 1127/2013, ΑΠ 179/2013). Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, να απορριφθούν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19.12.2011 αίτηση του Α. Κ. του Α. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1778/2011 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Ιουλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡEYΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ