Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 614 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική.




Περίληψη:
Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου. Αληθινή έννοια των όρων κατάληψη των α.ν. 2003/1939 και 1731/1939. Λόγος από αριθμ. 19. Αβάσιμος. Λόγος από 8 περ. β' Απαράδεκτος Δεν είναι αυτοτελής ισχυρισμός, αλλά άρνηση της αγωγής. Λόγος από 11 περ. γ' Αβάσιμος.




Αριθμός 614/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Χ. Έ. του Σ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ζευκιλή.
Του αναιρεσίβλητου: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Αθανάσιο Τσιοκάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., χωρίς να καταθέσει προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/2/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 20192/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 2677/2009 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 26/2/2010 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 10/10/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά τροποποίηση του άρθρου 17 του Συντάγματος του 1911, με την 3473 της 14.2/5.3.1923 απόφαση της Επαναστάσεως του 1922, που κυρώθηκε με το από 7.6/15.9.1924 ψήφισμα της Δ' Συντακτικής Συνελεύσεως στην Αθήνα, ορίστηκε, ότι επί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων ακινήτων προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών ή προς εγκατάσταση γενικώς προσφύγων, ομογενών ή μη, επιτρέπεται η κατάληψη των ακινήτων και πριν από την καταβολή της αποζημιώσεως. Από τις διατάξεις αυτές και από τα άρθρα 3 και 4 του από 4/9-6-1923 ν.δ. συνάγεται ότι από τη, βάσει των διατάξεων αυτών, κηρυσσομένη απαλλοτρίωση, η κυριότητα του ακινήτου που απαλλοτριώνεται μεταβιβάζεται στο Δημόσιο. Κατά το άρθρο 2 παρ. 5 του από 29/30-4-1953 β.δ. "περί κωδικοποιήσεως των κειμένων διατάξεων περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων κ.λ.π.", προσφυγικές απαλλοτριώσεις ανακαλούνται αυτοδικαίως από την 15 Απριλίου 1957, εφόσον μέχρι τη χρονολογία αυτή δεν έλαβε χώρα κατάληψη ούτε αποζημίωση. Στην έννοια του όρου "κατάληψη" περιλαμβάνεται κάθε κατά οποιοδήποτε τρόπο εξουσίαση του χώρου που απαλλοτριώθηκε από το Υπουργείο Πρόνοιας ή των περιφερειακών του υπηρεσιών. Με το άρθρο 64 παρ. 5 του β.δ. 330/1960 "περί κωδικοποιήσεως της περί αποκαταστάσεως των αστών προσφύγων νομοθεσίας, ν. 2044/1952", ορίστηκε ότι η αληθινή έννοια του όρου "κατάληψη" των α.ν. 2003/1939 και 1731/1939, όπως αυτοί συμπληρώθηκαν και τροποποιήθηκαν μεταγενεστέρως, είναι κάθε κατά οποιοδήποτε τρόπο εξουσίαση του χώρου που απαλλοτριώθηκε από το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας ή τις περιφερειακές του υπηρεσίες. Ακολούθως, με το άρθρο 7 του ν.δ. 266/21/24-1-1974 "περί τροποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων της περί αποκαταστάσεως των αστών προσφύγων κειμένης νομοθεσίας" στην ανωτέρω διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 64 β.δ. 330/1960 προστέθηκε εδάφιο, κατά το οποίο, για την εφαρμογή της, προς κατάληψη της απαλλοτριωθείσας εξομοιούται και η οριοθεσία της ή η κτηματογράφηση ή η ρυμοτόμηση ή η αποτύπωση σε τοπογραφικό διάγραμμα θεωρημένο από την αρμόδια υπηρεσία ή η παραχώρηση τμήματός της προς εξυπηρέτηση γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, προς κατάληψη δε ολόκληρης της εκτάσεως που απαλλοτριώθηκε εξομοιώνεται και η κατάληψη ουσιώδους, συνεχούς ή μη, τμήματος αυτής. Για το ότι στην, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρου 2 παρ. 5 του από 29/30-4-1953 β.δ. και άρθρου 64 παρ. 5 του β.δ. 330/1960, νομική έννοια της "καταλήψεως" υπάγονται υλικές πράξεις στο απαλλοτριωθέν ακίνητο, με τις οποίες αυτό καθυποτάσσεται στην εξουσία αυτού που τις επιχειρεί, ενώ εμβαδομετρήσεις, κτηματομετρήσεις και σύνταξη ρυμοτομικών και κτηματογραφικών διαγραμμάτων δεν συνιστούν καθεαυτές "κατάληψη", εκτός αν έγιναν με εμφανείς εργασίες και ενέργειες στο ακίνητο, που ενέχουν καθυπόταξή του στην εξουσία αυτού που τις ενεργεί, και, ότι, αν η με την ανωτέρω έννοια κατάληψη μέρους του ακινήτου μπορεί να συνεπάγεται εξουσίαση ολοκλήρου, είναι ζήτημα πραγματικό, ουδεμία είχε γεννηθεί αμφισβήτηση μεταξύ των δικαστηρίων ή των νομικών μέχρι τη δημοσίευση του ν.δ. 266/1974, ώστε ένεκα αμφιβολιών να εκδοθεί ερμηνευτικός νόμος προς άρση της. Έτσι, η διάταξη του άρθρου 7 του ν.δ. 266/1974, ορίζουσα ότι προς κατάληψη της εκτάσεως που απαλλοτριώθηκε εξομοιώνεται και η οριοθεσία της ή η κτηματογράφηση ή η αποτύπωση σε τοπογραφικό διάγραμμα θεωρημένο από την αρμόδια υπηρεσία, ή η παραχώρηση τμήματός της προς εξυπηρέτηση γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, προς κατάληψη δε ολόκληρης της απαλλοτριωθείσας εκτάσεως εξομοιώνεται και η κατάληψη ουσιώδους συνεχούς ή μη τμήματός της, δεν είναι ερμηνευτική και συνεπώς δεν έχει αναδρομική δύναμη (ΟλΑΠ 389/1978). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις.
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Με τη 16314/11-2-1925 κοινή απόφαση των Υπουργών Γεωργίας, Υγιεινής Πρόνοιας και Αντιλήψεως, που δημοσιεύθηκε στο 17/1925 ΦΕΚ (τεύχος Β'), απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά, εις εφαρμογήν του από 4/9 Ιουνίου 1923 Ν. Δ/τος, έκταση 765.151 τετραγωνικών μέτρων, που βρίσκονταν στην περιφέρεια Καπουτζήδων Θεσσαλονίκης, για την αστική αποκατάσταση προσφύγων. Στην έκταση αυτή εμπίπτει το επίδικο ακίνητο. Αυτό εμπίπτει ειδικότερα σε ευρύτερη έκταση 57.075 τ.μ. φερόμενη στην από 30-1-1940 έκθεση του Ε. Σ. (Προϊστάμενου Γραφείου Τοπογραφικής Υπηρεσίας Υπουργείου Γεωργίας) και τον συνταχθέντα από αυτόν με την ίδια ημερομηνία πίνακα, με αύξοντα αριθμό 23. Σε αυτή την ευρύτερη έκταση εμπίπτουν ειδικότερα 37.520 τ.μ., που απαλλοτριώθηκαν, ενώ αυτής της τελευταίας εκτάσεως βρίσκεται το επίδικο οικόπεδο, που φέρει αριθμό 9 του τέως οικοδομικού τετραγώνου 81 και ήδη του Ο.Τ. με αριθμό 155, έχει εμβαδόν 235,77 τ.μ. και αποτυπώνεται με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Α στο από 8.12.2005 απόσπασμα του 4750/1963 τοπογραφικού διαγράμματος διανομής συνοικισμού .... Αυτό συνορεύει βορείως- βορειανατολικώς με πεζόδρομο (πάροδο οδού ...), ανατολικώς- βορειανατολικως, επί πλευράς Γ-Δ μήκους 10,17 μέτρων, με το οικόπεδο 11 του τέως οικοδομικού τετραγώνου 81 και επί πλευράς Γ-Β μήκους 12,50 μέτρων με το οικόπεδο 10 του ιδίου Ο.Τ., νοτίως- νοτιανατολικως, επί πλευράς Α-Β μήκους 10,40 μέτρων, με ανώνυμη οδό και δυτικώς-νοτιοδυτικώς, επί πλευράς Α-Ε μήκους 26,67 μέτρων, με το οικόπεδο 8 του τέως Ο.Τ. 81. Μεγαλύτερη έκταση και δη έκταση 40 στρεμμάτων, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και το ως άνω οικόπεδο, είχε περιέλθει στο Χ. Β., υιό Ο., δυνάμει του με αριθμό 33 Απριλίου 1293 (χριστιανικού 1877) τίτλου, ο οποίος εν συνεχεία μεταβίβασε το δικαίωμά του στον Α. Α. δια του με αριθμό 59 Δεκεμβρίου 1308 (χριστιανικού 1892) τίτλου. Μετά το θάνατο του Α. Α. ο αγρός αυτός περιήλθε κληρονομικώς δια του 267 Δεκεμβρίου 1320 (χριστιανικού 1904) τίτλου στις θυγατέρες του Έ. και ’., οι οποίες με τον 323 Δεκεμβρίου 1320 τίτλο μεταβίβασαν το δικαίωμά τους στον Γ. Α.. Ο τελευταίος το μεταβίβασε στη συνέχεια δια των 367 και 418 Ιουνίου 1325 τίτλων στους Κ. Π. κατά το 1/2 και Ε. Δ. κατά το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου. Οι τελευταίοι δια του υπ' αριθμ. 676 Νοεμβρίου 1326 (χριστιανικού έτους 1910) τίτλου μεταβίβασαν τα δικαιώματά τους επί ολοκλήρου του αγρού των 40 στρεμμάτων στην Ανώνυμη Οθωμανική Εταιρία Γεωργίας και Βελτιώσεων. Κατά τον τίτλο αυτό ο αγρός συνόρευε "ανατολικά: Α. Κ. (εκτός απαλλοτριώσεως) ήδη κήπος Κ., δυτικά: λάκκος, βόρεια: δρόμος (Π.) και νότια οι κληρονόμοι Χ.". Επί του τελευταίου ως άνω τίτλου ουδεμία μεταγενέστερη μεταγραφή σημειώθηκε μέχρι την κατάλυση του Τουρκικού καθεστώτος, σύμφωνα με το 243/1938 πιστοποιητικό του Μεταφραστικού Γραφείου Θεσσαλονίκης. Περαιτέρω με την 133736/15-9-1939 απόφαση του Υπουργού Γενικού Διοικητού Μακεδονίας δόθηκε η εντολή σύνταξης σχεδιαγράμματος και κτηματολογικού πίνακα για την ανέγερση του Αστικού Προσφυγικού Συνοικισμού Τούμπας. Προς εκτέλεση της ανωτέρω απόφασης διενεργήθηκε από τον τοπογράφο μηχανικό Ε. Σ., Προϊστάμενο του Γραφείου της Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας, κτηματογράφηση και εφαρμογή τίτλων ιδιοκτησίας όλης της απαλλοτριωθείσας έκτασης, συντάχθηκε δε σχετικώς η από 30-1-1940 έκθεση εφαρμογής τίτλων του ανωτέρω μηχανικού και το 4859/1940 διάγραμμα, όπου αποτυπώνεται, με αύξοντα αριθμό 23, η απαλλοτριωθείσα έκταση που ανήκε κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης στην Ανώνυμη Κτηματική και Γεωργική Εταιρία, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι συνεργεία του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, κατά το έτος 1939, προέβησαν σε επιτόπια εφαρμογή της παραπάνω απαλλοτριωτικής απόφασης, με οριοθετήσεις, εμβαδομετρήσεις, αποτυπώσεις, ρυμοτομικά διαγράμματα. Σε όλες αυτές τις ενέργειες προέβησαν με εμφανείς υλικές πράξεις, που είχαν λάβει τέτοια δημοσιότητα ώστε κατέστησαν ευρύτατα γνωστές στους τότε ιδιοκτήτες των απαλλοτριωθέντων. Έτσι η προαναφερόμενη έκθεση του μηχανικού Σ. είναι προϊόν τοπογραφικών εργασιών των ως άνω συνεργείων επί του εδάφους, οι οποίες ήταν αναγκαίες για την υλοποίηση των τοπογραφικών δεδομένων και τη με βάση τα δεδομένα αυτά σύνταξη της εκθέσεως και των διαγραμμάτων. Το γεγονός ότι τόσο η από 30-1-1940 έκθεση του Ε. Σ., όσο και το συνοδεύον αυτήν 4859/13-1-1940 κτηματολογικό διάγραμμα, συντάχθηκαν ύστερα από επιτόπια εργασία των ανωτέρω συνεργείων επί του εδάφους (εμβαδομέτρηση, οριοθέτηση, τοποθέτηση των σχετικών οργάνων και ορόσημων στο έδαφος κλπ) αποδεικνύεται από το όλο περιεχόμενο της έκθεσης, στην οποία περιλαμβάνονται οι εξής αναφορές στις ακόλουθες σελίδες της: Στις σελίδες 10-11 "Κατά την αποτύπωση και εφαρμογή των τίτλων εξακριβώθηκε ότι οι κληρονόμοι Β. Χ. επώλησαν εκ του κτήματος τούτου οικόπεδον εκτάσεως 1.000 τ.μ. εις τον Π. όστις και κατέχει την έκταση αυτή ανεγείρας επ' αυτής μαγαζείον και οικήματα", στη σελίδα 20 "ο σήμερον υπάρχων λάκκος δεν αποτελεί το όριον του ως άνω κτήματος καθ' όλον αυτού το νότιo τμήμα. Ως όριον ελήφθη ο παλαιός λάκκος, ούτινος ίχνη σώζονται και σήμερον", στη σελίδα 26 "προς δυσμάς είναι η οδός Α., ήτις εις το μέρος τούτο δεν έχει αλλοιωθεί", στη σελίδα 37 "τα εις τον τελευταίον τούτον τίτλον αναγραφόμενα προς Ανατολάς όρια του κτήματος δεν συμφωνούν προς την πραγματικότητα", στη σελίδα 49 "πιθανόν εκ του ως άνω τμήματος να έχουν πωληθεί υπό του Β. Ε. και έτερα τμήματα εις ετέρους, των οποίων δεν υπεβλήθησαν ημίν στοιχεία και άτινα δεν ηδυνήθημεν να εξακριβώσωμεν δεδομένου ότι οι τυχόν αγορασταί δεν έχουν σήμερον κατοχήν, ούτε και ανήγειρον επ' αυτών οικήματα ... Εξίσου έχουν ανεγερθεί οικήματα και εις τα πρώτα 18 τμήματα ... Τινά των ως άνω τμημάτων μένουν ακάλυπτα", στη σελίδα 55 "εις παρακειμένην του παρόντος κτήματος έκτασιν ήτις νυν μένει ακάλυπτος", στη σελίδα 60 "ο δρόμος ... και ... Νοτίως του λάκκου, των οποίων ίχνη σώζονται και σήμερον", στη σελίδα 61 "Σημειούται ότι επί του κτήματος υπάρχει δενδροφυτεία", στη σελίδα 88 "εις παρακειμένην του παρόντος κτήματος έκταση ήτις νυν μένει ακάλυπτος", στη σελίδα 94 "Οι ως άνω ανήγειραν επί του αγρού τούτου (νυν οικόπεδον) τρεις οικίας", στη σελίδα 98 "τα σύνορα τα εν τοις τίτλοις αναφερόμενα δεν συμφωνούν προς τα πραγματικά όρια του κτήματος", στη σελίδα 102 "... παρ' ότι ο τίτλος δεν εφαρμόζει πλήρως εις το σημείον τούτο, του τρίτου εν αυτώ ορίω (Θ.) μη ευρισκομένου εις την τοποθεσίαν ταύτην. Κατά πληροφορίας μας ...", στη σελίδα 104 "... του ως άνω αμπελότοπου (νυν οικοπέδου) ... Τα σύνορα τα εν τω τίτλω αναφερόμενα δεν συμφωνούν απολύτως προς τα σύνορα του κτήματος ως τούτο υπεδείχθη ημίν. Ο λάκκος ενώ είναι βορείως του κτήματος εις τους τίτλους φέρεται ανατολικώς ...", στη σελίδα 118 "ο λάκκος αυτός δεν ήτο προ της απαλλοτριώσεως, ως απετυπώθη σήμερον ...", στη σελίδα 129 "Νυν υπάρχει λάκκος ...". Στη σελίδα 115 της ανωτέρω έκθεσης αναφέρεται ότι κατά τον επιτόπιο έλεγχο που διενήργησαν ο Ε. Σ. και τα υπ' αυτόν συνεργεία διαπιστώθηκε ότι σε ορισμένα τμήματα της απαλλοτριωθείσας έκτασης έχουν ανεγερθεί οικίες ή παραπήγματα από τους φερόμενους ως ιδιοκτήτες τους και ακολούθως μνημονεύονται οι κάτοχοι (συνολικά 64) όλων τω παραπάνω οικημάτων καθώς και τα κτήματα εντός των οποίων βρίσκονται τα εν λόγω οικήματα. Σύμφωνα με αυτά, τα αρμόδια συνεργεία διενήργησαν μάλιστα, εκτός των τοπογραφικών εργασιών επί του εδάφους, και επιτόπιο έλεγχο στο σύνολο της απαλλοτριωθείσας έκτασης, καταγράφοντας και όλα τα οικήματα που είχαν ανεγερθεί εντός αυτής. Για τις εμφανείς υλικές πράξεις εξουσιάσεως της απαλλοτριωθείσας εκτάσεως και ειδικότερα για την διενέργεια τοπογραφικών εργασιών δια συνεργείων που εργάσθηκαν επιτοπίως και επί του εδάφους της κατέθεσε με απόλυτη σαφήνεια και ο εξετασθείς μάρτυρας του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου. Ο μάρτυρας των εναγομένων και του ήδη αναιρεσείοντος δεν κατέθεσε για αντίθετα σε σχέση με τα αμέσως προπαρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά, σε τέτοια δε δεν αναφέρθηκαν ούτε οι ενόρκως βεβαιούντες στις ένορκες βεβαιώσεις τις προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα-αναιρεσείοντα. Επίσης, αποδείχθηκε ότι το ενάγον-αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο με τις κεντρικές και περιφερειακές του υπηρεσίες (Γενική Διοίκηση Μακεδονίας) είχε καταλάβει πολύ πριν το έτος 1957 την έκταση που απαλλοτριώθηκε με την 16314/1925 κοινή υπουργική απόφαση και είχε διαθέσει το μεγαλύτερο μέρος αυτής για την αποκατάσταση αστών προσφύγων, κατασκευάζοντας ξύλινα παραπήγματα και εκδίδοντας αρχικά παραχωρητήρια προσωρινής χρήσης και εν συνεχεία οριστικά παραχωρητήρια. Αυτό αποδεικνύεται από τα εξής έγγραφα: 1) την από 18-8-1960 εισήγηση προς το Νομαρχιακό Συμβούλιο Στεγάσεως Θεσσαλονίκης, κατόπιν της οποίας εκδόθηκε το 2398/1961 παραχωρητήριο προς τη Μ. χήρα Δ. Τ. για το όμορο του επιδίκου με αριθμό 10 οικόπεδο του Ο.Τ. 81 του Συνοικισμού ... . Στην ανωτέρω εισήγηση αναφέρεται, ότι προς την ανωτέρω δικαιούχο είχε εκδοθεί προηγουμένως το 94/20-1-1932 παραχωρητήριο προσωρινής χρήσης της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας για εκείνο το οικόπεδο, 2) το ακριβές απόσπασμα από τα πρακτικά της 980/1961 συνεδρίασης του Νομαρχιακού Συμβουλίου Στεγάσεως Θεσσαλονίκης, κατόπιν της οποίας εκδόθηκε το 3140/1961 παραχωρητήριο προς τον Α. Π. Τ. για το οικόπεδο 4 του Ο.Τ. 81 του Συνοικισμού .... Το πρακτικό αυτό αναφέρεται στην προηγηθείσα έκδοση του 459/24-9-1934 προσωρινού παραχωρητηρίου του ίδιου οικοπέδου προς τον ίδιο δικαιούχο (το οποίο, όπως αποσαφηνίζεται στο πρακτικό, είχε αρχικώς αριθμό 72 και εν συνεχεία έλαβε τον αριθμό 4 του Ο.Τ. 81), 3) ακριβές απόσπασμα από τα πρακτικά της 1006/1961 συνεδρίασης του Νομαρχιακού Συμβουλίου Στεγάσεως Θεσσαλονίκης, κατόπιν της οποίας εκδόθηκε το 6499/1964 παραχωρητήριο προς τον Γ. Κ. για το οικόπεδο 79 του Ο.Τ. 67 του Συνοικισμού ... . Στο ανωτέρω πρακτικό μνημονεύεται ρητώς ότι προηγουμένως είχε εκδοθεί το 207/1932 παραχωρητήριο προσωρινής χρήσης της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας των 79/67 και 78/67 οικοπέδων προς αυτό το δικαιούχο, 4) ακριβές απόσπασμα της 14170/5-10-1934 απόφασης του Υπουργού Γενικού Διοικητού Μακεδονίας, με την οποία εγκρίθηκε η παραχώρηση 213 οικημάτων του Συνοικισμού ... σε προσφυγικές οικογένειες. Το επίδικο εντάσσεται στην κρινόμενη περίπτωση λειτουργικά στην όλη απαλλοτριωθείσα και διατεθείσα κατά το μεγαλύτερο μέρος της έκταση, μη εμφανίζοντας οποιαδήποτε τοπογραφική ή μορφολογική αυτοτέλεια σε σχέση με αυτήν, ώστε να εκφεύγει της εξουσιάσεως του Δημοσίου. Με τις προδιαλαμβανόμενες αποδειχθείσες πράξεις των οργάνων του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου (επιτόπιες τοπογραφικές εργασίες, επιτόπιους ελέγχους κλπ), συνδυαζόμενες και με τη διάθεση του μεγαλύτερου (ουσιώδους) μέρους της απαλλοτριωθείσας περιοχής, στην οποία εντάσσεται λειτουργικώς και το ως άνω ακίνητο, για την αποκατάσταση αστών προσφύγων και για τη ρυμοτόμησή της, το επίδικο καταλήφθηκε από το αναιρεσίβλητο, υπό την προπαρατιθέμενη έννοια του όρου κατάληψη και υπό τις αυξημένες προϋποθέσεις που ίσχυαν γι' αυτήν μέχρι τις 15-4-1957, στο πλαίσιο της απαλλοτριώσεως της μείζονος περιοχής του έτους 1925 με την ενάσκηση εμφανών υλικών πράξεων εξουσιάσεως πολύ πριν το έτος 1957 και οπωσδήποτε μέχρι τα τέλη του έτους 1939, οπότε πραγματοποιήθηκαν οι ανωτέρω επιτόπιες εργασίες. Σύμφωνα δε με όσα προεκτίθενται, η ανωτέρω απαλλοτρίωση συντελέσθηκε και χωρίς την καταβολή αποζημιώσεως και το επίδικο περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, στην οποία και παραμένει έκτοτε, χωρίς να είναι δυνατό να χωρήσει χρησικτησία επ' αυτού από τους δικαιοπαρόχους του αναιρεσείοντος εις βάρος του αναιρεσιβλήτου, δεδομένου ότι, λόγω της καταλήψεώς του πολύ πριν τις 15-4-1957, η απαλλοτρίωση δεν ανακλήθηκε στις 16-4-1957, όπως ο εκκαλών-αναιρεσείων υποστηρίζει, αλλά το ως άνω ακίνητο αποτελεί κρατικό κτήμα, ως νομέας του δε θεωρείται το ενάγον-αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, ακόμη και αν εκ των υστέρων δεν ενήργησε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη επ' αυτού. Ειδικότερα ο αναιρεσείων δεν κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα δεν κατέστη κύριός του βάσει του .../22-6-2005 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Αντωνοπούλου που μεταγράφηκε νόμιμα, όπως δεν είχε καταστεί προηγουμένως κυρία αυτού και η φερόμενη ως άμεση δικαιοπάροχός του Κ. χήρα Ι. Σ. (τρίτη εναγομένη στην πρωτόδικη δίκη) βάσει της .../22-5-2005 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, εφόσον οι φερόμενοι ως απώτατοι δικαιοπάροχοι αυτών Μ. σύζυγος Α. Ν. και Ι. Σ., οι οποίοι κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος είχαν καταστεί κύριοι του επιδίκου ακινήτου δια εκτάκτου χρησικτησίας, δεν μπορούσαν να χρησιδεσπόσουν επ' αυτού".
Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε, ότι με τις αναφερόμενες πράξεις των οργάνων του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, συνδυαζόμενες και με τη διάθεση του μεγαλύτερου (ουσιώδους) μέρους της απαλλοτριωθείσας περιοχής, στην οποία εντάσσεται λειτουργικώς και το επίδικο ακίνητο, τούτο καταλήφθηκε οπωσδήποτε μέχρι τα τέλη του έτους 1939 από το αναιρεσίβλητο, στο οποίο και περιήλθε έκτοτε η κυριότητα του επιδίκου, και κατόπιν τούτου απέρριψε την ένσταση ιδίας κυριότητας του αναιρεσείοντος και δέχτηκε την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει όμοια. Με αυτά, που δέχτηκε, και, έτσι, που έκρινε, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τo ουσιώδες ζήτημα, της ύπαρξης κατάληψης του επίδικου ακινήτου από το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχτηκε σαφώς, ότι συνεργεία του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, κατά το έτος 1939 προέβησαν σε επιτόπια εφαρμογή της αναφερόμενης απαλλοτριωτικής απόφασης με οριοθετήσεις, εμβαδομετρήσεις, αποτυπώσεις και ρυμοτομικά διαγράμματα, ότι το αναιρεσίβλητο με τις κεντρικές και περιφερειακές του υπηρεσίες είχε καταλάβει πολύ πριν το 1957 και δη το έτος 1939 την έκταση που απαλλοτριώθηκε και είχε διαθέσει το μεγαλύτερο μέρος αυτής για την αποκατάσταση αστών προσφύγων και ότι από το 1939 το επίδικο περιήλθε στην κυριότητα του αναιρεσιβλήτου, στην οποία και παραμένει έκτοτε, χωρίς να είναι δυνατό να χωρήσει χρησικτησία επ' αυτού από τους δικαιοπαρόχους του αναιρεσείοντος σε βάρος του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου. Επομένως, ο δεύτερος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Επειδή, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο, αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον αυτοτελή ισχυρισμό του, "ότι το αναιρεσίβλητο ποτέ δεν κατέλαβε μέχρι και την 15-4-1957 αλλά ούτε και μέχρι σήμερα το επίδικο ακίνητο". Ο λόγος αυτός αναίρεσης, σύμφωνα με τα εκτεθέντα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι ο επικαλούμενος ισχυρισμός δεν έχει αυτοτελή ύπαρξη, αλλά αποτελεί άρνηση της αγωγής.
Επειδή, λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ., κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (ΑΠ 2058/2009).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ύπαρξης κατάληψης του επίδικου ακινήτου από το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα κατωτέρω έγγραφα, τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε ο αναιρεσείων, ενώπιον του Εφετείου με τις προτάσεις του της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη του ισχυρισμού του περί ιδίας κυριότητας, ήτοι 1) τον με αριθμό 676 Νοεμβρίου 1326 (χριστιανικό έτος 1910) τουρκικό τίτλο (ταπί), 2) το 4859/1940 διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Ε. Σ., 3) το .../22-6-2005 συμβόλαιο αγοραπωλησίας οικοπέδου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Αντωνοπούλου, 4) την με αριθμό 247/5/2002 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ι. Σ., 5) την .../2005 άδεια οικοδομής, 6) την .../22-6-2005 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Αντωνοπούλου, 7) την 17476/10-6-2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, 8) το με αριθμό 58/1963 κτηματολογικό διάγραμμα της Δ/νσης Πρόνοιας, 9) την .../14-6-1985 δημόσια διαθήκη του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ιωάννη Νάσλα, 10) το με αριθμό 582/22-5-1987 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης δημοσίευσης της άνω διαθήκης, 11) το 9/15-1-1995 κληρονομητήριο, 12) το .../21-12-2001 εργολαβικό συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ευδοκίας Στρογγύλη, 13) το από Αυγούστου 1995 φύλλο υπολογισμού της αντικειμενικής αξίας του οικοπέδου, 14) την .../14-10-1997 αίτηση του Ι. Σ. προς την κτηματική υπηρεσία του Δημοσίου, 15) την .../25-11-1997 αίτηση του ιδίου, 16) την 825/12-5-1998 αίτηση του ιδίου προς την Δ/νση Υγείας και Πρόνοιας Νομού Θεσσαλονίκης, 17) τις .../7-7-1999 και .../8-7-1999 ένορκες καταθέσεις-βεβαιώσεις των Μ. Α. και Π. Κ. ενώπιον του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Χαράλ. Μουρατίδη, 18) το με αριθμό πρωτ. 1516/23-2-2000 έγγραφο-απάντηση της ΙΣΤ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, 19) το με αριθμό πρωτ. 28614/766/4/2000 έγγραφο-απάντηση του Δήμου Θεσσαλονίκης και 20) το με αριθμό πρωτ. 1029311/2252/0010/15-4-2005 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων - Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου των Οικονομίας και Οικονομικών. Ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και νόμιμα επικαλούνται οι διάδικοι", δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα ανωτέρω έγγραφα, ενώ τις επικαλούμενες ως άνω ένορκες καταθέσεις-βεβαιώσεις ρητά μνημόνευσε. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, μειωμένα όμως κατ' άρθρο 22 του ν. 3693/1957, όπως στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26-2-2010 αίτηση του αναιρεσείοντος Χ. Ε. για αναίρεση της 2677/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή