Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1181 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Κυριότητα.




Περίληψη:
Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου: Λόγοι αναίρεσης: 8α από 19, 1ος από 8α και 14, 2ος από 8α, 3ος από 14, 4ος από 8, 5α από 12, 6α και 7ος από 11γ, 9ος από 11β




Αριθμός 1181/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Α. χήρας Α. Σ., το γένος Π. Σ., 2) Β. Σ. του Α., 3) Η. Σ. του Α., κατοίκων ..., και 4) Κ. Σ. του Α., συζ. Γ. -Ν. - Ε. Μ., κατοίκου ..., ως καθολικών διαδόχων του Α. Σ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αδάμ Αναγνωστόπουλο.
Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Θ. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπανδρουλάκη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/3/1994 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Νάξου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 52/1995 του ιδίου Δικαστηρίου, 118/1997, 245/1998, 211/2003 μη οριστικές και 160/2011 οριστική του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 30/9/2011 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 22/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ.4, 566 παρ.1 και 577 παρ.3 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι στο έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναίρεσης, από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ., θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση. Ειδικά, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, πρέπει να διαλαμβάνονται οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης ή η μνεία ότι αυτή στερείται παντελώς αιτιολογίας και εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή ποια επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται στην απόφαση ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και, αν πρόκειται για αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες, σε τι συνίσταται η αντίφαση, από ποια συντιθέμενα μέρη των αιτιολογιών προκύπτει και σε τι συνίσταται η ανεπάρκειά τους, ποιο, δηλαδή, στοιχείο αναγκαίο για την επάρκειά τους λείπει (ΟλΑΠ 27/1998 και 32/1996). Γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν αρκούν, όπως, επίσης, δεν αρκούν οι όλως περιορισμένες, μεμονωμένες και κατ' επιλογήν αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης. Ο όγδοος, επομένως, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, διότι το Εφετείο χωρίς τις κατά νόμο αιτιολογίες, άλλως με ανεπαρκείς αιτιολογία δέχτηκε ότι ο αναιρεσίβλητος έχει καταστεί κύριος του επίδικου διαδρόμου με παράγωγο τρόπο, αφού ο χώρος αυτός δεν περιλαμβανόταν στα επικαλούμενα συμβόλαιο και με έκτακτη χρησικτησία, είναι απορριπτέος ως αόριστος, αφού δεν εκτίθενται στο αναιρετήριο οι κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης και σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών της. Σε κάθε δε περίπτωση ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι με αυτόν πλήττεται η εκτίμηση πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.). Επειδή, κατ' άρθρο 70 ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Η συνδρομή του άμεσου συμφέροντος που επιτελεί νομιμοποιητική λειτουργία στην αναγνωριστική αγωγή και ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού αυτής πρέπει να εκτίθεται με επίκληση από μέρους του ενάγοντος για το ορισμένο αυτής. Το έννομο συμφέρον, που μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό, θεωρείται υφιστάμενο όταν από τη συμπεριφορά του εναγομένου, ή τρίτου, δημιουργείται αντικειμενικά αβεβαιότητα ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία ορισμένης έννομης σχέσης του ενάγοντα, η οποία αβεβαιότητα δημιουργεί άμεσα ή έμμεσα κινδύνους για τα συμφέροντα του, που δεν μπορούν να αποτραπούν παρά μόνο με την αναγνωριστική απόφαση.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο μέρος πρώτο λόγο αναίρεσης προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι από τον αριθ. 8α και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτιάσεις, γιατί το Εφετείο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και τα οποία είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης δηλ. δέχτηκε ότι η ενάγουσα είχε έννομο συμφέρον στην άσκηση της ένδικης αναγνωριστικής αγωγής εξ ολοκλήρου του ακινήτου, ενώ σε κανένα σημείο αυτής δεν αναφέρονταν ότι ο εναγόμενος αμφισβητεί το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος σε ολόκληρο το ακίνητο του ενάγοντος, αλλά μόνο του επιδίκου διαδρόμου. Από την παραδεκτή επισκόπηση της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ιστορούσε ότι είναι κύριος ενός ακινήτου, που περιέγραφε αναλυτικά κατά θέση, έκταση και όρια, το οποίο περιήλθε σε αυτόν με παράγωγο τρόπο και ειδικότερα με αγορά από τον Λ. Λ. με το υπ' αριθμ. .../1985 συμβόλαιο αγοράς της Συμβολαιογράφου Θήρας Μαρίας - Ρίτσας Μητροπία σε συνδυασμό και με το υπ' αριθμ. .../1985 συμβόλαιο επανάληψης της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου, που έχουν μεταγραφεί νόμιμα, αλλά και με πρωτότυπο τρόπο και ειδικότερα με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας καθόσον τόσο ο ίδιος όσο και οι άμεσοι και απώτεροι δικαιοπάροχοί του ασκούσαν τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής, διενεργώντας επισκέψεις σε αυτό πολύ συχνά, επισκευάζοντας τα υπάρχοντα εντός αυτού κτίσματα, εκτελώντας οικοδομικές εργασίες. Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι το ακίνητό του, που χρησιμοποιείτο παλαιότερα ως οιναποθήκη επικοινωνούσε με δύο δρόμους ένα κοινοτικό ανατολικά και ένα αγροτικό δυτικά και για τη μεταφορά του οίνου εντός αυτού οι δικαιοπάροχοί του είχαν δημιουργήσει στη βόρεια πλευρά του και εντός αυτού ένα στενό διάδρομο, που άρχιζε από τον από ανατολάς κοινοτικό δρόμο, εκτείνετο σε όλο το μήκος της βόρειας πλευράς ακινήτου του και κατέληγε σε μικρή αυλή εντός του κτήματός του. Επικαλείτο στη συνέχεια ότι ο εναγόμενος, που έχει όμορη ιδιοκτησία πέραν του άνω διαδρόμου και προς βορρά, η οποία διαχωρίζεται με τοίχο κυμαινόμενου ύψους 0,50 έως 1,60 μέτρων από το 1983 αμφισβητεί την κυριότητά του επί του άνω διαδρόμου, τον οποίο περιγράφει κατά θέση, όρια και έκταση και επιπρόσθετα πρόσβαλε την κυριότητά του γκρεμίζοντας ένα τμήμα του διαχωριστικού τοιχίου των ιδιοκτησιών τους, κατασκευάζοντας εντός του ακινήτου του σκαλοπάτια, ώστε ο επίδικος διάδρομος να συνδέεται και να καταλήγει στο ακίνητό του και το καλοκαίρι 1987 προέβη σε τσιμεντόστρωση των πέτρινων σκαλοπατιών εντός της ιδιοκτησίας του ενάγοντα και τοποθέτησε καλώδια ηλεκτρικού ρεύματος και φώτα σε όλο το μήκος του διαδρόμου, προκειμένου να χρησιμοποιεί τον επίδικο διάδρομο για να μεταβαίνει στην ιδιοκτησία του. Με βάση τα ανωτέρω ζήτησε να αναγνωριστεί κύριος του όλου ακινήτου και ειδικότερα του αμφισβητούμενου επίδικου διαδρόμου, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος με δικές του δαπάνες να άρει την προσβολή και ειδικότερα να αφαιρέσει τις διαταρακτικές κατασκευές, να επανακατασκευάσει με πέτρες το διαχωριστικό τοίχο των ιδιοκτησιών τους, να αφαιρέσει τα καλώδια του ηλεκτρικού ρεύματος και τα φωτιστικά σώματα, που έχει τοποθετήσει σε όλο το μήκος του επίδικου διαδρόμου, άλλως να επιτραπεί στον ενάγοντα η διενέργεια των άνω πράξεων με δαπάνες του εναγομένου, να απαγορευθεί στον εναγόμενο η διέλευσή του από τον επίδικο διάδρομο, καθώς και κάθε προσβολή και διατάραξη στο μέλλον σχετικά με τον επίδικο διάδρομο με απειλή κατά αυτού χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης απόφασης. Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη ως προς το στοιχείο της του εννόμου συμφέροντος, αφού εν όψει του γεγονότος ότι ο επίδικος διάδρομος αποτελούσε τμήμα του όλου ακινήτου του ενάγοντος ήταν αναγκαία η διάγνωση της κυριότητος του ενάγοντος στο όλο ακίνητο αφού κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή ο επίδικος διάδρομος αποτελεί το βόρειο όριο του όλου ακινήτου του ενάγοντα και η αναγνώριση της κυριότητάς του θα έχει συνέπεια και ως τα όρια και την έκταση του όλου ακινήτου. Επομένως το Εφετείο που έκρινε την αγωγή πλήρως ορισμένη, δεν υπέπεσε στις επικαλούμενες πλημμέλειες από τους αριθ. 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επειδή κατά την έννοια του άρθρου 218 ΚΠολΔ η ένωση αντιφασκουσών αγωγών κατά παράβαση της διάταξης της πρώτης παραγράφου, δεν επιφέρει ακυρότητα του δικογράφου αλλά στην περίπτωση αυτή διατάσσεται από το δικαστήριο ο χωρισμός του, όπως ορίζει η δεύτερη παράγραφος του άρθρου αυτού. Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο, μέρος δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι από τους αριθ. 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ διότι το Εφετείο δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη αφού σ' αυτήν σωρεύονταν αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή ολοκλήρου του ακινήτου και αρνητική αγωγή κυριότητας του επιδίκου διαδρόμου και οι αγωγές αυτές αντιφάσκουν μεταξύ τους και σε κάθε περίπτωση έπρεπε το Εφετείο να διατάξει το χωρισμό τους. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού οι ως άνω σωρευθείσες αγωγές δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους και σε κάθε περίπτωση το δικόγραφο της αγωγής δεν είναι άκυρο. Επειδή, για το ορισμένο του λόγου αναίρεσης εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, στην περίπτωση που το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δεν αρκεί να αναγράφεται στο αναιρετήριο ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τον τάδε ισχυρισμό αλλά θα πρέπει να παρατίθενται και όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ο ισχυρισμός προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ήταν νόμω βάσιμος και ότι αν γινόταν δεκτός θα επηρέαζε ευνοϊκά για τον αναιρεσείοντα το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ' έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης, 2) γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και 3) συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ, δηλαδή: α) αν δεν προτάθηκαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από δικαιολογημένη αιτία, β) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και γ) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ.8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι, το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, η οποία περιλαμβάνεται διάχυτη σε όλους τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων ενώπιον του πρωτοβαθμίου και του δευτεροβαθμίου δικαστηρίων και προέκυψε καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ενώ το Εφετείο εξέτασε μόνο τον ισχυρισμό του ενάγοντα ως προς την κυριότητα του στον επίδικο διάδρομο και παρέλειψε να εξετάσει τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων περί κοινοχρήστου και δικαιώματος αυτών να κάνουν χρήση της κοινόχρηστης αυτής διόδου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο μέρος του είναι απορριπτέος ως αόριστος, γιατί δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι η ένσταση καταχρηστικής άσκησης προτάθηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο και επαναφέρθηκε νόμιμα στο Εφετείο κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ, ούτε γίνεται επίκληση των προϋποθέσεων των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ που να δικαιολογεί τον ισχυρισμό αυτόν το πρώτον στο Εφετείο, ενώ κατά το δεύτερο μέρος του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων περί κοινοχρήστου του επίδικου διαδρόμου το Εφετείο τον έλαβε υπόψη του και τον απέρριψε εκ του πράγματος. Επειδή κατ' άρθρο 222 ΚΠολΔ, όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και όσο διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους εφ' όσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. Αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή για την ίδια επίδικη διαφορά αναστέλλεται αυτεπαγγέλτως η εκδίκασή της εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη. Η εκκρεμοδικία αποτελεί αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και ο σχετικός ισχυρισμός (ένσταση) προτείνεται παραδεκτά σε κάθε στάση της δίκης. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εκκρεμοδικίας αναστέλλεται, όπως εκτέθηκε, η εκδίκαση της δεύτερης αγωγής εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη. Η εκκρεμοδικία λήγει με την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής ανεξαρτήτως αν τη δέχεται ή την απορρίπτει για λόγο δικονομικό ή ουσιαστικό. Με την άσκηση εφέσεως αναβιώνει η εκκρεμοδικία της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η οριστική διάταξη που προσβλήθηκε με την έφεση. Αν παρά την συνδρομή των προϋποθέσεων εκκρεμοδικίας, η ένσταση εκκρεμοδικίας δεν ληφθεί υπόψη και δεν ανασταλεί η εκδίκαση της δεύτερης αγωγής δημιουργείται ο από το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο απέρριψε την ένσταση εκκρεμοδικίας, που πρόβαλαν οι αναιρεσείοντες, δεχόμενο ότι "με την από 15-3-1994 αγωγή του παραδεκτά κατ' άρθρα 294, 297 ΚΠολΔ, ο ενάγων παραιτήθηκε: α) από την από 9-6-1988 αγωγή του, που είχε ασκήσει κατά του εναγομένου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θήρας, η οποία είχε ως αντικείμενο τη νομή του επιδίκου διαδρόμου, επί της οποίας είχε εκδοθεί η υπ' αριθμ. 24/1991 απόφαση του άνω δικαστηρίου και β) από την από 11-3-1993 αγωγή του, που είχε ασκήσει κατά του εναγομένου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Νάξου, η οποία είχε ίδιο αντικείμενο με την υπό κρίση αγωγή, εφόσον δεν αντέλεξε ο εναγόμενος κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της αγωγής στο Πρωτόδικο Δικαστήριο, με συνέπεια την κατάργηση των άνω δικών, που είχαν ανοιγεί με τις άνω αγωγές". 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο, ως προς την αγωγή που εκκρεμούσε στο Ειρηνοδικείο και αφορούσε τη νομή, ορθά κατ' αποτέλεσμα αποφάσισε, αφού από την αγωγή αυτή δεν δημιουργήθηκε εκκρεμοδικία δεδομένου ότι η διαφορά μεταξύ των διαδίκων δεν ήταν η ίδια. Επομένως ο τρίτος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση γιατί εσφαλμένα το Εφετείο δεν δέχθηκε την ένσταση εκκρεμοδικίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επειδή με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων που αποτελούσαν επιχειρήματα αυτών ότι ο επίδικος διάδρομος ήταν κοινόχρηστος και αυτό αποδεικνυόταν από την έκθεση αυτοψίας και πραγματογνωμοσύνης και από τα διδάγματα της κοινής πείρας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού "πράγματα...κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ δεν αποτελούν τα επιχειρήματα των διαδίκων ούτε τα αποδεικτικά μέσα. Επειδή ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ.12 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη αποδείξεως μεγαλύτερη ή μικρότερη από εκείνη που δεσμευτικά γι' αυτά καθορίζει ο νόμος και δεν θεμελιώνεται, όταν το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (άρθρο 340 Κ.Πολ.Δ.), αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, που έχουν κατά νόμο την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα άλλα αυτά.
Στην προκείμενη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση με την από τον αριθμ.12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση, διότι το Εφετείο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, με το να λάβει υπόψη του το περιεχόμενο του .../1985 συμβολαίου της συμ/φου Θήρας Μαρίας - Ρίτσας Μητροπία, στο οποίο το πρώτον περιέχεται και ο επίδικος διάδρομος. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού με αυτόν πλήττεται η εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 11γ'του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία με επίκληση προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τους έκτο και έβδομο από το άρθρο 559 αριθ.11γ' του Κ.Πολ.Δ., λόγους αναίρεσης, προσάπτουν την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα παρακάτω έγγραφα ήτοι: α) την .../1988 βεβαίωση της Κοινότητας Ημεροβιγλίου Θήρας, β) το από 15/5/1989 απόσπασμα πρακτικών δημοσίας συνεδρίασης του Κοινοτικού Συμβουλίου της ως άνω Κοινότητας, γ) το .../1990 έγγραφο της Πολεοδομίας Θήρας και δ) την .../5-10-1989 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Κ. Β., που συντάχθηκε ενώπιον της συμ/φου Θήρας Μαρίας - Ρίτσας Μητροπία. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο τα παραπάνω τρία πρώτα έγγραφα τα απέκρουσε απαντώντας σε λόγους έφεσης ως μη παρέχοντα πλήρη απόδειξη προς απόδειξη του ισχυρισμού ότι ο επίδικος διάδρομος ήταν κοινόχρηστος. Ωστόσο όμως από τη βεβαίωση του Εφετείου ότι έλαβε υπόψη όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και από το όλο περιεχόμενο της απόφασης δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι τούτο για τον σχηματισμό της κρίσης του στην οποία τελικά κατέληξε αποδεχόμενο την αγωγή, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις και τα προαναφερόμενα έγγραφα, εκ των οποίων η ως άνω ένορκη βεβαίωση ως μη ληφθείσα κατά τη διάρκεια της δίκης, δεν ήταν επώνυμο αποδεικτικό μέσο και δεν χρειαζόταν η μνεία του αριθμού της στην προσβαλλόμενη απόφαση και επομένως ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της αλήθειας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.11 περ. β' Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β' Κ.Πολ.Δ., η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενεργείας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση είτε με αναφορά διά των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 Κ.Πολ.Δ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βέβαια στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισμών", έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου. Δεν είναι συνεπώς νόμιμη η κατ' έφεση επίκληση εγγράφου, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσαγάγει πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλόμενων πρωτόδικων προτάσεων, που περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, ή με ενσωμάτωση των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων, στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (ΟλΑΠ 23/2008, 9/2000, 14/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον ένατο λόγο της αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση κατ' ορθή υπαγωγή η από τον αριθμ. 11β' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, και όχι από τον αριθ. 8 όπως αναγράφεται στο αναιρετήριο, διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του έγγραφα και αποδεικτικά μέσα των οποίων δεν είχε γίνει νόμιμη επίκληση από τον αναιρεσίβλητο, από τον οποίον και προσκομίσθηκαν, αφού τα έγγραφα και τα αποδεικτικά μέσα αυτά αναφέρονται στις πρωτόδικες προτάσεις του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και οι προτάσεις αυτές έχουν ενσωματωθεί σε φωτοτυπικό αντίγραφο στις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις κατά τη συζήτηση της εφέσεως, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς ειδική μνεία στις τελευταίες του συγκεκριμένου μέρους των πρωτόδικων προτάσεων, όπου γίνεται σαφώς και ορισμένως επίκληση των αποδεικτικών μέσων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος, αφού στο αναιρετήριο δεν εξειδικεύονται τα έγγραφα και αποδεικτικά μέσα, τα οποία ο αναιρεσίβλητος, χωρίς νόμιμη επίκληση, προσκόμισε στο δικαστήριο της ουσίας κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και δεν είναι αρκετή για την συμπλήρωση της έλλειψης αυτής η παραπομπή στις προτάσεις του αναιρεσιβλήτου. Επίσης δεν προσδιορίζεται το αποδεικτικό περιεχόμενο του καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, ώστε να κριθεί αν αυτά ήταν πρόσφορα για την απόδειξη και ανταπόδειξη ισχυρισμού, που ασκούσε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (βλ. ΑΠ 1184/2011). Σε κάθε δε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού από την επισκόπηση των προτάσεων του αναιρεσιβλήτου κατά τη συζήτηση της έφεσης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι σ' αυτές γίνεται σαφής επίκληση των αποδεικτικών μέσων που επικαλέστηκε και προσκόμισε στο Εφετείο ο αναιρεσίβλητος με αναφορά σε συγκεκριμένα μέρη των προτάσεών του των προηγουμένων συζητήσεων και προσκομιδή αντιγράφου αυτών. Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει οι ηττηθέντες αναιρεσείοντες να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30-9-2011 αίτηση των Α. Σ. κ.λπ για αναίρεση της 160/2011 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Ιουνίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή