Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Περίληψη:
Οι διαδοχικές σχέσεις εργασίας των αναιρεσίβλητων καταρτίστηκαν μετά την 18-4-2001 και δεν μπορούσαν να προσλάβουν, ενιαία, κατά το χρόνο που εντείνεται η ένδικη έννομη σχέση, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου.
Αριθμός 18/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Οργανισμός Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου" (ΟΠΑΔ), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Γατέα.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Π. του Γ., κατοίκου ..., 2) Γ. Ρ. του Α., κατοίκου ..., 3) Μ. Α. του Γ., κατοίκου ..., 4) Γ. Μ. του Χ., κατοίκου ... και 5) Κ. Μ. του Χ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία - Μαγδαληνή Τσίπρα.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Στο σημείο αυτό, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων ζήτησε ν' αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε. Για το ζήτημα της αναβολής έλαβε το λόγο και ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος, που δεν συναίνεσε στο αίτημα της αντιδίκου.
Το Δικαστήριο διασκέφθηκε με τη συμμετοχή και του Γραμματέα και διά του Προέδρου του απέρριψε το αίτημα της αναβολής και προχώρησε στη συζήτηση της υπόθεσης.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-12-2004 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκε η 298/2007 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 20-9-2011 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 8-3-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, κατά το τρίτο μέρος του, από τον αρ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και να γίνει δεκτός κατά το πρώτο και δεύτερο, από τον αρ. 1 του ίδιου άρθρου, μέρος του.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 § 1 (όπως η παρ. αυτή αντικ. με το άρθρο 6 παρ. 7 του ν. 4055/12-3-2012), 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθ. 7 § 2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ προκύπτει ότι (α) στα πολιτικά δικαστήρια και δη στον ’ρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο (β) η πληρεξουσιότητα παρέχεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρχή, μπορεί δε να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει (γ) για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως (δ) εάν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράστασή του, ή παρίσταται με δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας αυτού, η οποία απαιτείται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την οποία αυτεπάγγελτα ερευνά το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται δικονομικά απών. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 568 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν εμφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει, αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα ή επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση. Αν μεν η συζήτηση επισπεύδεται από το διάδικο που εμφανίσθηκε και δεν εμφανίσθηκε ο αντίδικός του, πρέπει να προσκομίζεται με επίκληση αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής κλήσης προς συζήτηση, αν δε η συζήτηση επισπεύδεται από τον απολειπόμενο διάδικο, πρέπει να προσκομίζεται με επίκληση η κλήση που επιδόθηκε. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρθρ. 94, 96, 97, 142 και 143 του ΚΠολΔ, η επίδοση προς διάδικο μπορεί να γίνεται και προς τον νόμιμα διορισμένο αντίκλητό του, εφόσον εξακολουθεί να έχει αυτή την ιδιότητα. Ο διορισμός αντικλήτου γίνεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 142 §§ 1 και 4, του ίδιου κώδικα, είτε με δήλωση ενώπιον του γραμματέα του πρωτοδικείου της κατοικίας του διαδίκου, είτε με ρήτρα σε σύμβαση, που καλύπτει μόνο τις σχετικές με την σύμβαση αυτή πράξεις. Επίσης, έχει την ιδιότητα του αντικλήτου και ο νόμιμα διορισμένος πληρεξούσιος δικηγόρος, στον οποίο μπορούν να γίνονται μόνον οι επιδόσεις που ανάγονται στη δίκη για την οποία είναι πληρεξούσιος, συμπεριλαμβανομένης και της επίδοσης της οριστικής απόφασης. Μετά όμως την έκδοση της οριστικής απόφασης, σε περίπτωση άσκησης ενδίκου μέσου, μπορεί να γίνει μεν επίδοση της σχετικής κλήσης προς τον υπογράψαντα το ένδικο μέσο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο, όχι όμως και προς τον κατά την δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, πληρεξούσιο δικηγόρο του καθού το ένδικο μέσο, ο οποίος μετά την έκδοση της οριστικής αυτής απόφασης παύει να έχει την ιδιότητα του αντικλήτου, αν δεν διορίσθηκε νόμιμα αντίκλητος, κατά το άρθρο 142 §§ 1 και 4 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 576 ΚΠολΔ, σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως, ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κληθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Στην προκείμενη περίπτωση, η συζήτηση της από 20-9-2011 αίτησης, για αναίρεση της 298/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προσδιορίσθηκε με επιμέλεια του νόμιμα παρισταμένου αναιρεσείοντος, αρχικά για τη δικάσιμο της 19-3-2013, οπότε και αναβλήθηκε για την αναφερομένη στην αρχή της απόφασης αυτής. Κατά τη συζήτηση αυτή παραστάθηκαν δια της δικηγόρου Μαρίας - Μαγδαληνής Τσίπρα, όλοι οι αναιρεσίβλητοι. Όμως, όσον αφορά τους πρώτη (Ε. Π.) και τρίτη (Μ. Α.) δεν προσκομίστηκαν πληρεξούσια έγγραφα, από τα οποία να προκύπτει η, με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, παροχή πληρεξουσιότητας στην παραπάνω δικηγόρο για την εκπροσώπησή των στο δικαστήριο και συνεπώς η παράστασή των δεν είναι νόμιμη και θεωρούνται απόντες. Προς απόδειξη της νομότυπης κλήτευσής τους (και των λοιπών αναιρεσιβλήτων) προσκομίσθηκε η 8813/8-1-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πειραιώς ..., από την οποία προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης με πράξη προσδιορισμού της ως άνω (αρχικής) δικασίμου και κλήση προς παράσταση κατ' αυτήν επιδόθηκε στη δικηγόρο Μαρία - Μαγδαληνή Τσίπρα, ως πληρεξούσια και αντίκλητο των αναιρεσιβλήτων. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η δικηγόρος αυτή παραστάθηκε, για λογαριασμό όλων των αναιρεσίβλητων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου και συνεπώς είχε την ιδιότητα της πληρεξουσίας δικηγόρου αυτών. Όμως η ιδιότητά της αυτή έπαυσε να υπάρχει μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης (31-1-2007). Από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ο διορισμός της, ως αντικλήτου, κατά το άρθ. 142 §§ 1 και 4 ΚΠολΔ. Επομένως, η κλήτευση των απολιπομένων αναιρεσιβλήτων δεν είναι νομότυπη και γι' αυτό πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης ως προς αυτούς.
Το άρθρο 553 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζει ότι "αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση ...". Εξάλλου, το άρθρο 321 του ίδιου Κώδικα ορίζει ότι "όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει: α) Ότι για να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της αναίρεσης απόφαση του πρωτοβάθμιου πολιτικού δικαστηρίου, που εκδόθηκε κατ' αντιμωλία των διαδίκων, πρέπει η απόφαση αυτή να είναι τελεσίδικη. β) Ότι η πρωτόδικη απόφαση, η οποία υπόκειται σε έφεση, γίνεται, αν δεν είναι κατά την έκδοσή της, τελεσίδικη για κάποια αιτία που έχει επέλθει, π.χ. διότι έχει περάσει η προθεσμία για έφεση. Η προθεσμία της έφεσης, στην περίπτωση κατά την οποία δεν επιδόθηκε η απόφαση, είναι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, τρία χρόνια, και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη, τελειώνει δε όταν παρέλθουν τα τρία χρόνια, οπότε η απόφαση, εφόσον δεν υπόκειται πλέον σε έφεση, γίνεται, τελεσίδικη και τότε παραδεκτώς προσβάλλεται με αναίρεση. Η προθεσμία εξάλλου της αναίρεσης, που ηρεμεί όσο διαρκεί η προθεσμία της έφεσης, δηλαδή αρχίζει αυτή αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης, στην ίδια περίπτωση κατά την οποία δεν επιδόθηκε η πρωτόδικη πολιτική απόφαση είναι, κατά το άρθρο 564 παρ. 3 ΚΠολΔ, τρία χρόνια και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη, δηλαδή είναι συνολικά έξι (6) χρόνια (Ολ.ΑΠ 1113/1986). Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη πρωτόδικη με αριθμό 298/2007 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως προκύπτει από αυτή, δημοσιεύθηκε στις 31 Ιανουαρίου 2007, η δε αίτηση για αναίρεση αυτής, που εκδόθηκε κατ' αντιμωλία των διαδίκων και δεν προκύπτει ότι επιδόθηκε πριν από την παρέλευση τριών ετών από τη δημοσίευσή της, όπως αποδεικνύεται από την κάτω από την αίτηση αναίρεσης σχετική πράξη κατάθεσης του Γραμματέα του ως άνω δικαστηρίου, ασκήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2011, πριν δηλαδή περάσουν συνολικά έξι (6) χρόνια από την επομένη της δημοσίευσης (άρθρα 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, 241 ΑΚ) της απόφασης αυτής. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή.
Από το συνδυασ΅ό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 ΑΚ προκύπτει, ότι σύ΅βαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συ΅βαλλό΅ενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισ΅ένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα η σύ΅βαση εργασίας είναι ορισ΅ένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής ΅έχρις ορισ΅ένου χρονικού ση΅είου ή ΅έχρι της επελεύσεως ορισ΅ένου ΅έλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισ΅ένου έργου, ΅ετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού ση΅είου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επο΅ένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι σαφώς καθορισ΅ένη, είτε γιατί συ΅φωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύ΅βασης εργασίας. Η σύ΅βαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύ΅φωνα ΅ε το άρθρο 669 παρ. 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνο΅ολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζη΅ίωσης. Ο ορθός δε νο΅ικός χαρακτηρισ΅ός της σύ΅βασης ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο ΅η δεσ΅ευό΅ενο από το χαρακτηρισ΅ό που προσέδωσαν τα συ΅βαλλό΅ενα ΅έρη, κρίνει, ερ΅ηνεύοντας το περιεχό΅ενό της, όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και οι περιστάσεις, υπό τις οποίες έχει συναφθεί η σύ΅βαση (Ολ.ΑΠ 18/2006). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερ΅ηνευτεί (ν. 4558/1920, άρθρο 11 α.ν. 547/1937), "είναι άκυρος οιαδήποτε σύ΅βασις αντικει΅ένη εις τον παρόντα νό΅ον, πλην αν είναι ΅άλλον ευνοϊκή δια τον υπάλληλον ... Αι διατάξεις του νό΅ου τούτου εφαρ΅όζονται ωσαύτως και επί συ΅βάσεων εργασίας ΅ε ορισ΅ένην χρονική διάρκειαν, εάν ο καθορισ΅ός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συ΅βάσεως, αλλ' ετέθη σκοπί΅ως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συ΅βάσεως διατάξεων του παρόντος νό΅ου". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συ΅βάσεις ορισ΅ένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισ΅ός της διάρκειας τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν απαγορεύεται από ειδικό λόγο, που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, αλλά έχει τεθεί ΅ε σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αορίστου χρόνου συ΅βάσεων (άρθρα 1, 2, 3 του ν. 2112/1929 ή 1, 3, 5 του β.δ. 16/18-7-1920) ανακύπτει ακυρότητα, ως προς τον καθορισ΅ό ορισ΅ένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται, ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύ΅βαση αορίστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζο΅ένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νό΅ι΅ης αποζη΅ίωσης. Επακολούθησε ο ν. 2190/1994, το άρθρο 21 του οποίου ορίζει τα ακόλουθα: "Οι δη΅όσιες υπηρεσίες και τα νο΅ικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος νό΅ου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό ΅ε σύ΅βαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισ΅ένου χρόνου, για την αντι΅ετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, ΅ε τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επό΅ενων παραγράφων" (παρ. 1). "Η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν ΅πορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) ΅ήνες ΅έσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) ΅ηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για την αντι΅ετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν ΅πορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) ΅ήνες για το ίδιο άτο΅ο. Παράταση ή σύναψη νέας σύ΅βασης κατά το αυτό η΅ερολογιακό έτος ή ΅ετατροπή σε σύ΅βαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες" (παρ. 2). Στη συνέχεια, στις παρ. 3 και 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συ΅πλήρωσε την άνω οριζό΅ενη διάρκεια απασχόλησης άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν. Σύ΅φωνα δε ΅ε την παρ. 1 του άρθρου 14 του ίδιου ν. 2190/1994, όπως τροποποιήθηκε ΅ε το άρθρο 1 του ν. 2527/1997, στις διατάξεις του άρθρου αυτού υπάγονται όλοι οι φορείς του δη΅όσιου το΅έα, όπως αυτός οριοθετείται ΅ε τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 1256/ 1982 και τις ΅εταγενέστερες συ΅πληρώσεις του. Εξάλλου, οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγ΅ατος, οι οποίες επιβάλλουν τη νο΅οθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δη΅οσίου, των ΟΤΑ και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. ορίζουν τα εξής: "κανένας δεν ΅πορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νο΅οθετη΅ένη. Εξαιρέσεις ΅πορεί να προβλέπονται από ειδικό νό΅ο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες ΅ε προσωπικό που προσλα΅βάνεται για ορισ΅ένη χρονική περίοδο ΅ε σχέση ιδιωτικού δικαίου" (παρ. 2). "Οργανικές θέσεις ειδικού επιστη΅ονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού ΅πορούν να πληρούνται ΅ε προσωπικό που προσλα΅βάνεται ΅ε σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νό΅ος ορίζει για την πρόσληψη, καθώς και για τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλα΅βάνεται" (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α 85/18-4-2001) και ΅ε σκοπό τη ΅έγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγ΅ατικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νό΅ου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δη΅όσιο και τον ευρύτερο Δη΅όσιο το΅έα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγ΅ατος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δη΅όσιο και στον ευρύτερο δη΅όσιο το΅έα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε ΅ε διαγωνισ΅ό είτε ΅ε επιλογή ΅ε προκαθορισ΅ένα και αντικει΅ενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8, που προβλέπει ότι: "Νό΅ος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δη΅όσιο και τον ευρύτερο δη΅όσιο το΅έα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπο΅ένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νό΅ος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που ΅πορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγού΅ενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νό΅ο ΅ονι΅οποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η ΅ετατροπή των συ΅βάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολού΅ενους ΅ε σύ΅βαση έργου". Έτσι ΅ε την αναθεώρηση αυτή του άρθρου 103 του Συντάγ΅ατος, η Ζ' Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νο΅οθέτη και στη Διοίκηση αυστηρούς όρους, σχετικά ΅ε την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του δη΅όσιου το΅έα. Στους προαναφερό΅ενους κανόνες υπάγεται ενόψει της πιο πάνω διατύπωσης των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγ΅ατος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται ΅ε το Δη΅όσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νο΅ικά πρόσωπα του ευρύτερου δη΅όσιου το΅έα ΅ε υπαλληλική σχέση δη΅οσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλα΅βάνεται ΅ε σύ΅βαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύ΅φωνα ΅ε τις παρ. 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγ΅ατος. Επο΅ένως, σε κάθε περίπτωση, στις συ΅βάσεις αυτές, υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγ΅ατος, δεν είναι δυνατή η εφαρ΅ογή της προαναφερο΅ένης διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920. Τέλος, ΅ε την Οδηγία 1999/70 ΕΚ του συ΅βουλίου της 28.6.1999, ΅ε τις διατάξεις της οποίας τα κράτη - ΅έλη όφειλαν ΅έχρι τις 10.7.2001 να προσαρ΅όσουν τις εθνικές νο΅οθεσίες τους, και ειδικότερα ΅ε τη ρήτρα 5 της Οδηγίας αυτής, που αφορά σε ληπτέα νο΅οθετικά ΅έτρα για την αποτροπή της κατάχρησης που ΅πορεί να προκύψει από τη χρησι΅οποίηση διαδοχικών συ΅βάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισ΅ένου χρόνου, προβλέπεται, 1) να προσδιοριστούν, α) οι αντικει΅ενικοί λόγοι που δικαιολογούν την ανανέωση συ΅βάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) η ΅έγιστη συνολική διάρκεια των διαδοχικών συ΅βάσεων ή σχέσεων εργασίας, 2) να καθοριστεί, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συ΅βάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισ΅ένου χρόνου, α) θεωρούνται "διαδοχικές", β) χαρακτηρίζονται συ΅βάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Η παραπάνω Οδηγία, ως εκ της ΅ορφής των πιο πάνω διατάξεών της, οι οποίες δεν είναι σαφείς και ορισ΅ένες, δεν παρέχει δυνατότητα άμεσης επίκλησης των διατάξεων αυτών επί ΅η έγκαιρης ΅ετεγγραφής αυτής στην Εθνική έννο΅η τάξη, όπως συνέβη εν προκει΅ένω, όπου η οφειλό΅ενη προσαρ΅ογή στην εν λόγω Οδηγία έγινε καθυστερη΅ένα ΅ε το ΠΔ 81/2-4-2003 για τους εργαζό΅ενους ΅ε συ΅βάσεις εργασίας ορισ΅ένου χρόνου στον ιδιωτικό το΅έα και ΅ε το ΠΔ 164/19-7-2004 για τους εργαζό΅ενους στο δη΅όσιο το΅έα, ανεξάρτητα από το ότι η εν λόγω οδηγία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισ΅ό των συ΅βάσεων εργασίας ορισ΅ένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συ΅βάσεων εργασίας αορίστου χρόνου. Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι το εναγόμενο είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το οποίο συστήθηκε το έτος 2001 με το π.δ. 52/2001 "Οργάνωση και Λειτουργία του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμένων του Δημοσίου (Ο.Π.Α.Δ", με αρμοδιότητες την οργάνωση, παρακολούθηση και τον έλεγχο του συστήματος παροχής υγειονομικής περίθαλψης στους ασφαλισ΅ένους του Δη΅οσίου, τη βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσ΅ατικότητας αυτής, τη διαχείριση και τον έλεγχο της χρηματοδότησης της, καθώς και την ορθολογική αξιοποίηση των διατιθέμενων για την υγειονομική περίθαλψη των ασφαλισ΅ένων του Δη΅οσίου πόρων. Η διοικητική διάρθρωση του ΟΠΑΔ καθορίστηκε σε κεντρική και περιφερειακές υπηρεσίες, που αποκαλούνται Υπηρεσίες Περίθαλψης Ασφαλισ΅ένων του Δη΅οσίου (ΥΠΑΔ). Μέχρι το έτος 2001 οι αρ΅οδιότητες, που ανατέθηκαν στον ΟΠΑΔ, ήτοι ο έλεγχος των δαπανών νοσηλείας των ασφαλισ΅ένων του Δη΅οσίου, ασκούνταν από τις κατά τόπους νο΅αρχίες, οι οποίες για την κάλυψη των αναγκών τους προέβαιναν σε πρόσληψη προσωπικού ΅ε συ΅βάσεις εργασίας ορισ΅ένου χρόνου ή έργου. Στο πλαίσιο των προσλήψεων αυτών προσλήφθηκαν και οι ενάγοντες από το εναγόμενο με έγγραφες συμβάσεις, αποκληθείσες συμβάσεις έργου, στις οποίες αναφέρεται ότι το αντικείμενο του αναλαμβανόμενου από τους ενάγοντες έργου είναι η εισαγωγή στοιχείων νέων ασφαλισμένων και της κάθε μεταβολής της κατάστασής τους, καθώς και των μεταβολών κατά την ανανέωση των βιβλιαρίων πρόσληψης, στον έλεγχο των εντολών περίθαλψης βάσει του ΕΜΑΔ, προς υποβοήθηση του έργου των ιατρών και του μηχανογραφικού συστήματος πληρωμής των νοσηλείων στους φαρμακοποιούς, ιατρούς, κλινικές και εργαστήρια. Δυνάμει των ως άνω συμβάσεων οι ενάγοντες απασχολήθηκαν στο εναγόμενο με πλήρες ωράριο, από 1.2.2003 έως 31.12.2003 και 22.1.2004 έως 21.11.2004 η πρώτη, από 1.11.2003 έως 31.10.2004 η δεύτερη, από 1.1.2003 έως 31.12.2003 και 22.1.2004 έως 22.11.2004 η τρίτη, από 1.10.2003 έως 30.9.2003 η τέταρτη και από 30.12.2002 έως 29.12.2003 και από 22.1.2004 έως 22.11.2004 ο πέμπτος. Κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στο εναγόμενο, το οποίο απέβλεπε στην εργασία τους κάτω από τις ίδιες συνθήκες, όπως και οι λοιποί συνάδελφοί τους, υπό τις οδηγίες και εντολές των αυτών προϊσταμένων και εκπροσώπων του εργοδότη, με το ίδιο ωράριο, στον ίδιο τόπο και χρόνο, χωρίς διακοπή. Ενόψει των ανωτέρω οι προαναφερόμενες συμβάσεις των εναγόντων είχαν χαρακτήρα συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ενώ είναι σύμφωνος με τον ως άνω χαρακτηρισμό των συμβάσεών τους ο προαναφερθείς τρόπος καταβολής του μισθού τους (α΅οιβή κατ' αποκοπή). Οι αλλεπάλληλες ανανεώσεις, ό΅ως, των εν λόγω συ΅βάσεων των ως άνω εναγόντων και η κατάρτιση ορισ΅ένου χρόνου εργασίας, όσον αφορά τη δεύτερη ενάγουσα, οι οποίες εξακολουθούσαν να ισχύουν και κατά την 2.4.2003, οπότε ενσωματώθηκε στο Ελληνικό Δίκαιο, ΅ε το Π.Δ. 81/2003, η Οδηγία 1999/70/ Ε.Κ. του Συ΅βουλίου της 28.6.1999, δεν εδικαιολογούντο έκτοτε από λόγους αντικει΅ενικούς, αφού όλοι οι ενάγοντες προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στο εναγό΅ενο καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του, αφού το τελευταίο εχρειάζετο διαρκώς και σταθερά προσωπικό για την αντι΅ετώπιση των τρεχουσών αναγκών των ασφαλισ΅ένων του και για την εύρρυθ΅η λειτουργία του, συνήφθησαν ΅ε πρόθεση καταστρατήγησης των διατάξεων του ν. 2112/1020, ως προς τον καθορισ΅ό ορισ΅ένης χρονικής διάρκειας, ΅ε συνέπεια να καθίστανται αυτές άκυρες, ως προς το χρονικό αυτό περιορισ΅ό της διάρκειάς τους και να συνιστούν έτσι ΅ια ενιαία σύ΅βαση εξαρτη΅ένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνεχίζει να υφίσταται ΅ετά τη συ΅φωνη΅ένη λήξη τους, δεδο΅ένου ότι δεν προκύπτει ότι οι συ΅βάσεις εργασίας των έχουν καταγγελθεί με τις νό΅ι΅ες διατυπώσεις (έγγραφο τύπο και καταβολή αποζη΅ίωσης). Περαιτέρω, συνεχίζει το Πρωτοδικείο, το εναγό΅ενο ΅ε το να ΅ην αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες των εναγόντων περιήλθε σε υπερη΅ερία και οι ενάγοντες δικαιούνται για ΅ισθούς υπερη΅ερίας των επιδίκων χρονικών διαστημάτων τα ακόλουθα ποσά: η πρώτη ενάγουσα το ποσό των 9.166,67 ευρώ για το από 22.1.2004 έως 21.11.2005 χρονικό διάστη΅α, ο δεύτερος ενάγων το ποσό των 11.000 ευρώ για το από 31.10.2004 έως 21.11.2005 χρονικό διάστη΅α, η τρίτη ενάγουσα το ποσό των 11.000 ευρώ για το από 21.11.2004 έως 21.11.2005 χρονικό διάστη΅α, η τέταρτη ενάγουσα το ποσό των 11.000 ευρώ για το από 30.9.2004 έως 21.11.2005 χρονικό διάστημα και ο πέ΅πτος ενάγων το ποσό των 11.000 ευρώ για το από 21.11.2004 έως 21.11.2005 χρονικό διάστη΅α. Με τις παραδοχές αυτές δέχθηκε την αγωγή και αφού αναγνώρισε ότι οι ενάγοντες συνδέονται με το εναγόμενο με ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την η΅εροχρονολογία πρόσληψής τους και ότι η καταγγελία των συμβάσεων αυτών είναι άκυρη, υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει σ' αυτούς τα παραπάνω ποσά. Με την κρίση του αυτή το Μονομελές Πρωτοδικείο, κατά το μέρος που αναφέρεται στους παραστάντες αναιρεσίβλητους, παραβίασε, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, 103 του Συντάγματος και τη ρήτρα 5 της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ. Επομένως ο μοναδικός, κατά το πρώτο και δεύτερο μέρος του, από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο το αναιρεσείον προβάλλει τη σχετική πλημμέλεια, είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, παρελκούσης της έρευνας του ίδιου λόγου αναίρεσης, κατά το τρίτο μέρος του, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το παραπάνω μέρος της και να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την άνω απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Τέλος, πρέπει, να καταδικαστούν οι παραστάντες αναιρεσίβλητοι, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος (άρθρ. 183, 176 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της, από 20-9-2011, αίτησης για αναίρεση της 298/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως προς τους αναιρεσίβλητους, πρώτη και τρίτη.
Αναιρεί την παραπάνω απόφαση, ως προς τους λοιπούς αναιρεσίβλητους.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τους παραστάντες αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιανουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ