Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική.
Περίληψη:
Ερήμην αναιρεσείοντος. ΚΠολΔ 559 αρ.19, ορισμένο λόγου. Δεν αρκούν γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια, ή η επίκληση μόνο της νομικής διατάξεως χωρίς παράθεση αντίστοιχου πραγματικού 559 αρ. 10 ιδρύεται ο οικείος λόγος όταν το δικαστήριο δέχθηκε ως αληθινά «πράγματα» χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε γι΄ αυτά απόδειξη, ήτοι δεν εξέδωσε προδικαστική περί αποδείξεων απόφαση, που ως εκ του χρόνου ασκήσεως της αγωγής (1980) προβλεπόταν από το άρθρο 341 Κ.Πολ.Δ. 559 αρ. 11. Απαράδεκτος ο λόγος όταν οι αναιρέσεις δεν αφορούν στο ότι δεν λήφθηκαν υπόψη προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, αλλά στο ότι δεν έγιναν δεκτά. Διδάγματα κοινής πείρας. Η εκτίμηση των αποδείξεων είναι αναιρετικά ανέλεγκτη.
Αριθμός 1430 /2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Μ. Β. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. συζ. Σ. Α., το γένος Ι. Κ., 2) Μ. συζ. Α. Ρ., το γένος Ι. Κ., και 3) Ε. χήρας Δ. Α., το γένος Ι. Κ., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μπουντούρη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/9/1980 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 76/1981, 396/1983, 237/1986 μη οριστικές, 185/1989 οριστική και μετά από ανακοπή ερημοδικίας η 178/1990 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου. Το Εφετείο Αιγαίου εξέδωσε την 160/1994 απόφαση, κατά της οποίας ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 1087/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση καθό μέρος αναιρέθηκε στο ίδιο Εφετείο. Το Εφετείο Αιγαίου εξέδωσε την 15/2008 απόφασή του, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 11/6/2008 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 3/5/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 6786/29-10-2012 έκθεση επιδόσεως της δικαστικού επιμελήτριας Σύρου ... , ακριβές αντίγραφο της, από 11-6-2008, αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, από τις επισπεύδουσες τη συζήτηση αναιρεσίβλητες προς τον αναιρεσείοντα. Εφόσον όμως ο διάδικος αυτός δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό , ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί, κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτού (αρθρ.576 παρ.2 ΚΠολΔικ). Επειδή για να είναι ορισμένος ο από την διάταξη του αριθμού 19ΚΠολΔικ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως, πρέπει να διαλαμβάνει τις πραγματικές παραδοχές της απόφασης ή τη μνεία ότι αυτή στερείται παντελώς αιτιολογίας και εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή ποια επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται στην απόφαση ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και, αν πρόκειται για αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες , σε τι συνίσταται η αντίφαση, από ποια αντιτιθέμενα μέρη των αιτιολογιών προκύπτει και σε τι συνίσταται η ανεπάρκειά τους, ποιο, δηλαδή, στοιχείο αναγκαίο, για την επάρκειά τους., λείπει. Γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια, ασάφεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν αρκούν, όπως επίσης δεν αρκούν οι όλως περιορισμένες, μεμονωμένες και κατ' επιλογήν αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης (ΑΠ 481/2013, ΑΠ 938/2012, ΑΠ 813/2012). Επίσης δεν αρκεί η επίκληση της νομικής μόνο διατάξεως, χωρίς την παράθεση αντίστοιχου πραγματικού (ΑΠ 603/2013, απ 569/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της ως άνω διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση - η οποία εκδόθηκε μετά την αναίρεση ως προς τον αναιρεσείοντα και μόνο, της υπ' αριθμό 160/1994 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου, με την υπ' αριθμ. 1087/2005 απόφαση του παρόντος δικαστηρίου - η πλημμέλεια ότι κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 579 ΚΠολΔικ, κατά την οποία αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε "δεν έχει την εκ του νόμου απαιτούμενη αιτιολογία, είναι ασαφής και αντιφατική και δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς και τις ενστάσεις " "που ο αναιρεσείων" είχε υποβάλει κατά τη συζήτηση της αναιρεθείσας απόφασης" . Ο λόγος αυτός είναι αόριστος, καθόσον περιέχει γενικές εκφράσεις και δεν εξειδικεύει, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, τα επικαλούμενα σφάλματα του δικαστηρίου και δεν προσδιορίζει σε τι συνίστανται οι ασάφειες και οι αντιφάσεις και στην τελευταία περίπτωση από ποια αντιτιθέμενα μέρη των αιτιολογιών αυτές προκύπτουν. Επίσης η αιτίαση περί μη λήψεως υπόψη των υποβληθέντων από τον αναιρεσείοντα ισχυρισμών, και ενστάσεων ανεξάρτητα από την αοριστία του, δεν ιδρύει , σε κάθε περίπτωση, τον ερευνώμενο λόγο, καθόσον αντικείμενο ελέγχει της ως άνω διατάξεως είναι τα όσα εκτίθενται στην απόφαση και όχι εκείνα για τα οποία δεν εκφέρεται κρίση (ΑΠ 567/2013, ΑΠ 1740/2012). Περαιτέρω η αιτίαση αυτή, ενόψει της αοριστίας της, ούτε και τον από τη διάταξη του άρθρου 8 εβ. β' του ίδιου άρθρου λόγο ιδρύει. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.10 ΚΠολΔικ, και όπως τούτο ίσχυε κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής ( 1980) ιδρύεται λόγος αναιρέσεως "αν το δικαστήριον παρά τον νόμον εδέχθη πράγματα έχοντα ουσιώδη επιρροήν εις την έκβασιν της δίκης ως αληθή άνευ αποδείξεως ή δεν διέταξε περί αυτών απόδειξιν". Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιερωμένου με το άρθρο 106 του ΚΠολΔικ συστήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει, με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί. Η πρώτη περίπτωση της διατάξεως αυτής ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε "πράγματα", ήτοι αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα " πράγματα" αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή. Η δεύτερη περίπτωση ιδρύεται αν το δικαστήριο παρέλειψε να διατάξει τακτική απόδειξη, με παρεμπίπτουσα περί αποδείξεων απόφαση, η οποία κατά τον προαναφερθέντα χρόνο ασκήσεως της αγωγής προβλεπόταν από την διάταξη του άρθρου 341 ΚΠολΔικ (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 567/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της ως άνω διατάξεως του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι "δεν απάντησε" στην αποβληθείσα από τον αναιρεσείοντα ένσταση ιδία κυριότητας, μολονότι η βασιμότητά της προέκυπτε από τα προσκομισθέντα έγγραφα και τις καταθέσεις των μαρτύρων, οι οποίοι όντες κάτοικοι της περιοχής, σε αντίθεση με τους μάρτυρες των αναιρεσιβλήτων, κατέθεσαν περί της αδιατάρακτης διανοία κυρίου κατοχής και εκμετάλλευσης του επιδίκου από το 1924 τόσο από τον δικαιοπάροχο πατέρα του, όσο και από τον ίδιο "αναιρεσείοντα" και τον αδελφό του, που, όπως προαναφέρθηκε ήταν ομόδικός του στα δικαστήρια της ουσίας. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον οι αιτιάσεις του, ενόψει του χρόνου ασκήσεως της αγωγής (1980) και ης τότε επιβαλλομένης εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως (άρθρο 341 ΚΠολΔικ), δεν αφορούν στο ότι δεν τέθηκαν θέματα αποδείξεως ή στο ότι δεν προσκομίσθηκαν αποδείξεις, αλλά στο ότι το εξαχθέν από αυτές πόρισμα, δεν είναι σύμφωνο, με εκείνο , που κατά την άποψη του αναιρεσείοντα, προκύπτει από τις αποδείξεις αυτές. Ήτοι οι εν λόγω αιτιάσεις αφορούν σε πλημμελή εκτίμηση αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττουν την περί τα πράγματα, αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ - ΑΠ 1022/2013, ΑΠ 1023/2013). Περαιτέρω οι επικαλούμενες αιτιάσεις, ούτε τον από τον αριθμό 8 εδ.β' του ίδιου άρθρου λόγο, ιδρύουν, καθόσον δεν αφορούν σε ισχυρισμό που δεν λήφθηκε υπόψη, αλλά σε ισχυρισμό που λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε (179/2013, ΑΠ 1127/2013). Τούτο ανεξάρτητα από το ότι, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας "άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ", προκύπτει ότι ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος, καθόσον α) ως προς την παραπάνω ένσταση ιδίας κυριότητας και συγκεκριμένα συγκυριότητας του αναιρεσείοντα και του "ομοδίκου" αδελφού του, τέθηκε θέμα αποδείξεως με την παρεμπίπτουσα, περί αποδείξεων (προδικαστική) υπ' αριθμ. 327/1986 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σάμου) και β) η προσβαλλομένη απόφαση εκθέτει τις αποδείξεις που οδήγησαν το δικαστήριο, στη "ρητή" και όχι σιωπηρή απόρριψη του ισχυρισμού αυτού.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 του ΚΠολΔικ, συνάγεται ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει δικανική πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη, των προβαλλομένων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, για άμεση ή έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική και χωριστή αξιολόγηση καθενός από αυτά. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει το λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ του ΚΠολΔικ, υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο "ουσιώδες" γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης (Ολ.ΑΠ 14/2005, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 1127/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση ης παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε, ήτοι περί της συγκυριότητας των αναιρεσιβλήτων, στο επίδικο , είναι αντίθετο από τις αποδείξεις, και συγκεκριμένα τις καταθέσεις των μαρτύρων του αναιρεσείοντα και του ομοδίκου αδελφού του, αφού οι μάρτυρες των αντιδίκων δεν κατέθεσαν τίποτε ως προς την άσκηση από αυτές διακατοχικών πράξεων στο επίδικο. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτός και δεν ιδρύει τον επικαλούμενο, από τη διάταξη του άρθρου 11 εδ γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. λόγο αναιρέσεως, καθόσον οι επικαλούμενες πλημμέλειες δεν αφορούν στο ότι δεν λήφθηκαν υπόψη προσκομισθείσες, με επίκληση, αποδείξεις, αλλά στο ότι το συμπέρασμα που εξήχθη από αυτές είναι αντίθετο από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ως ορθό. Ήτοι οι αιτιάσεις αυτές αφορούν όπως και εκείνες του δευτέρου λόγου σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα, πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου ( ΑΠ 481/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 567/2013). Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός να απορριφθεί.
Επειδή η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, τα οποία πρέπει να καθορίζονται, ιδρύει τον από τον αριθμό 1 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, λόγο αναίρεσης, μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 567/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της ως άνω διατάξεως του αριθμού 559 αρ.1 εδ. β' του ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι αναιτιολόγητα και αναπόδεικτα δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων και ο αδελφός του εισήλθαν για πρώτη φορά στο επίδικο το 1975, ενώ αυτοί και ο δικαιοπάροχος πατέρας τους ασκούσαν διακατοχικές πράξεις σ' αυτό (επίδικο) από το 1924 και ότι η αποδοχή αυτή της προσβαλλομένης οφείλεται στο ότι το Εφετείο κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, θεωρεί τις καταθέσεις των μαρτύρων του αναιρεσείοντα (και του αδελφού του) "μη πειστικές" και "μη αντικειμενικές", παρά το ότι οι μάρτυρες αυτοί δεν είναι συγγενείς του ενώ θεωρεί πειστικές τις καταθέσεις των μαρτύρων της άλλης πλευράς, οι οποίοι είναι συγγενείς των αναιρεσιβλήτων και δεν γνωρίζουν το επίδικο. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον οι αιτιάσεις του ούτε σε διδάγματα κοινής πείρας αφορούν, αλλά ούτε και σε κανόνα δικαίου που με βάση αυτά πρέπει να ερμηνευθεί ή σε πραγματικά περιστατικά που πρέπει να υπαχθούν στον, κατ' αυτόν τον τρόπο, ερμηνευθέντα κανόνα. Η αιτίαση ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων δεν ιδρύει κάποιο αναιρετικό λόγο, ενώ αυτή "αξιοπιστία" ανήκει στην κυριαρχική και ανέλεγκτη εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίος στα πλαίσια της ελεύθερης κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔικ, εκτιμήσεως των αποδείξεων μπορεί να αποδώσει στις καταθέσεις των μαρτύρων του αναιρεσίβλητου μεγαλύτερη βαρύτητα και αξιοπιστία από ότι στις καταθέσεις των μαρτύρων του αναιρεσείοντος (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 834/2013). Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος, διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔικ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11.6.2008 αίτηση του Μ. Β. του Γ. για αναίρεση της υπ' αριθμό 15/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2013
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 27 Ιουνίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ