Θέμα
Αγωγή αναγνωριστική, Αοριστία αγωγής, Δημόσιο .
Περίληψη:
Ποιοτική και ποσοτική αοριστία της αγωγής. Ελέγχεται με αρ. 14 αρθρ. 559 Κ.Πολ.Δ. Στοιχεία αναγνωριστικής ή διεκδικητικής αγωγής. Η περιγραφή του ακινήτου μπορεί να γίνεται και με αποτύπωση σε τοπογραφικό διάγραμμα προσαρτώμενο στην αγωγή. Δεν υπάρχει αοριστία αν παρά των μη προσάρτηση του επικαλούμενου τοπογραφικού προκύπτει η ταυτότητα του ακινήτου. Η αοριστία πρέπει να έχει προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας. Αοριστία όχι με 559 αρ. 19 που αφορούσε παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Η νομική αοριστία ελέγχεται με 559 αρ.1 Λόγος στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως είναι απαράδεκτος 559 αρ.10 "πράγματα" χωρίς απόδειξη 559 αρ. 19. Ελλείψεις αναγόμενες στην στάθμιση των αποδείξεων δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες.
Αριθμός 1024/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία του Μαρία Γεωργιάδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1. Σ. ή Σ. συζ. Γ. Φ., το γένος Χ. Ζ., 2. Ε. συζ. Α. Φ., το γένος Χ. Ζ., και 3. Α. συζ. Γ. Φ., το γένος Χ. Ζ., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κοσκινά, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/1/2010 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 185/2011 του ιδίου Δικαστηρίου και 1310/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 5/6/2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 11/3/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή η ποιοτική και ποσοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής, υπάρχει αν ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στο οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και η σχετική παράβαση ελέγχεται αναιρετικά με τη διάταξη του άρθρου 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. καθόσον το δικαστήριο, κατά παράβαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δικ. παραλείπει να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου. Η αοριστία του δικογράφου της αγωγής, πρέπει κατ' άρθρο 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ. για το παραδεκτό της προβολής του, επειδή δεν αφορά τη δημόσια τάξη να προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται μνεία περί τούτου στο αναιρετήριο, διαφορετικά ο λόγος είναι απαράδεκτος (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 834/2013). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1094 ΑΚ και 216 παρ. 1 ΚΠολΔικ. συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής είναι μεταξύ άλλων, ο ενάγων να αναφέρει ότι κατέστη κύριος για ορισμένη αιτία, με συμβόλαιο και μεταγραφή και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχός του ήταν κύριος του ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Τέτοια περιγραφή του ακινήτου μπορεί να γίνεται και με αποτύπωσή του σε τοπογραφικό διάγραμμα, υπό κλίμακα, που ενσωματώνεται στην αγωγή. Δεν είναι όμως αόριστο το δικόγραφο της αγωγής, στο οποίο δεν ενσωματώνεται τέτοιο τοπογραφικό διάγραμμα ή δεν αναφέρονται η ακριβής έκταση του ακινήτου, οι πλευρικές του διαστάσεις ή δεν κατονομάζονται οι γείτονές του εφόσον και χωρίς τα στοιχεία αυτά δεν δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά του (ΑΠ 933/12). Εξάλλου εάν ο εναγόμενος αμφισβητήσει με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του ενάγοντα και των προ αυτού κτητόρων, υποχρεούται ο ενάγων να καθορίσει με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης και τον τρόπο κτήσης από το πρόσωπο αυτό της κυριότητος επί του επιδίκου, καταφεύγοντας αν υπάρξει ανάγκη σε πρωτότυπη κτήση [χρησικτησία] (ΑΠ 1080/12).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής (άρθρ. 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ) διαλαμβάνεται σ' αυτήν ότι οι ενάγουσες (αδελφές) έγιναν συγκύριες εξ αδιαιρέτου του ενδίκου ακινήτου με παράγωγο τρόπο, ήτοι με κληρονομική διαδοχή, αλλά και με πρωτότυπο κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, ως νεμηθείσες οι ίδιες και η δικαιοπάροχός τους Ε. συζ. Γ. Δ. το ακίνητο, με καλή πίστη αδιαταράκτως και με νόμιμο τίτλο επί δέκα έτη πριν από την ισχύ του νόμου αυτού (19-3-2003), άλλως με καλή πίστη και αδιαταράκτως επί τριάντα έτη πριν από τον χρόνο αυτό. Ότι το επίδικο που έχει επιφάνεια 525,42 τμ βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου ... στο συνοικισμό "...", εντός του εγκεκριμένου Σχεδίου Πόλεως και στο 173ο οικοδομικό τετράγωνο, στο οποίο φέρει τον αριθμό 25 και επί της οδού ..., αριθμός 40. Στη συνέχεια αναφέρεται στην αγωγή ότι το ακίνητο εμφαίνεται στο από Οκτωβρίου 2007 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Γ. Μ. και γίνεται περιγραφή της εις το διάγραμμα αυτό αποτύπωσης, χωρίς το διάγραμμα αυτό να προσαρτάται στην αγωγή. Πλην όμως από τη μη προσάρτηση αυτή καμία αμφιβολία δεν γεννάται ως προς την ταυτότητα του ακινήτου, αφού τούτο επακριβώς προσδιορίζεται από την όλη περιγραφή. Επομένως η αγωγή ως προς την περιγραφή του ακινήτου περιείχε τα κατά το άρθρο 216 παρ.1 εδ. β Κ.Πολ.Δικ. στοιχεία και ήταν ορισμένη, παρά την μη προσάρτηση στο σώμα του δικογράφου, του, ως εκ περισσού, επικαλουμένου τοπογραφικού διαγράμματος. Ενόψει τούτων ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως, κατά το σκέλος του, που με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 14 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της μη κηρύξεως ακύρου του δικογράφου της αγωγής, λόγω αοριστίας (ένεκα μη ακριβούς περιγραφής του επιδίκου ακινήτου του οποίου εδιώκετο η αναγνώριση της κυριότητος), όπως τούτο είχε ζητηθεί πρωτοδίκως και με λόγο εφέσεως πρέπει όσο αφορά την εκ του αριθμού 14 πλημμέλεια να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ όσον αφορά την εκ του αριθμού 19 ως απαράδεκτος, καθόσον η επικαλουμένη πλημμέλεια αφορά στην παραβίαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δικ, η οποία δεν ελέγχεται από τη διάταξη του αριθμού 19, που αφορά σε παραβίαση διατάξεων ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 802/2012). Περαιτέρω ο ίδιος λόγος κατά το μέρος που αποδίδει αοριστία στην αγωγή γιατί δεν αναφέρει τον αντισυμβληθέντα με την απώτερη δικαιοπάροχο των εναγόντων Ε. συζ. Κ. Μ., το γένος Δ. Δ., στο υπ' αριθμ. .../5.9.1939 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Αθανασίου Γαρταγάνη, ανεξάρτητα από το ότι είναι απαράδεκτος, καθόσον δεν έχει υποβληθεί στα δικαστήρια της ουσίας, είναι και αλυσιτελής, καθόσον οι βάσεις της αγωγής περί παραγώγου εκ κληρονομίας και περί πρωτοτύπου εκ του άρθρου 4 του Ν. 2407/2003 καλύπτονται από τους επικαλουμένους και νομίμως μεταγραμμένους τίτλους ιδιοκτησίας, ήτοι την υπ' αριθμ. .../7.11.2007 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβ/φου Αθήνας Ευφροσύνης Δημ. Κατή και το υπ' αριθμ. .../7.7.1952 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Ιωάννου Κουτσογιαννόπουλου, ενώ η επίκληση του υπ' αριθμ. .../5.9.1939 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμ/φου Αθηνών Αθανασίου Γαρταγάνη γίνεται ως εκ περισσού αφού αφορά σε χρόνο προγενέστερο της 10ετίας ή της 30ετίας από της ισχύος του Ν 2407/2003, η δε επικαλουμένη έλλειψη επιτρεπτά συμπληρωνόταν από τις αποδείξεις, ήτοι το συμβόλαιο, που περιλαμβανόταν στα προσκομισθέντα έγγραφα.
Επειδή η νομική αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δικ, εάν το δικαστήριο για το σχηματισμό της περί νομικής επάρκειας της αγωγής κρίσεώς του, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα, ενώ η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχεται ως παραβίαση από τους αριθμούς 14 και 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. (ΑΠ 179/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και κατ' εκτίμηση των όσων εκτίθενται σ' αυτόν, με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 1 και 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι κατά παραβίαση των διατάξεων του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου και του άρθρου 21 του Ν. 21 - 6/10.7.1837 "περί διακρίσεως κτημάτων" δέχθηκε ως ορισμένη την αγωγή, μολονότι τα πραγματικά περιστατικά που εξετίθεντο στην ιστορική βάση της, δεν ήταν αρκετά για την υπαγωγή της στις παραπάνω διατάξεις, ώστε να κριθεί εάν μέχρι τις 12 - 9 -1915 στο επίδικο ασκούσαν νομή οι δικαιοπάροχοι των εναγουσών - αναιρεσιβλήτων και συνακόλουθα αν είχε συμπληρωθεί χρησικτησία στο πρόσωπό τους και εις βάρος του αναιρεσείοντος Δημοσίου, δεδομένου ότι το επίδικο ήταν δασική έκταση. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η αναγνωριστική συγκυριότητας του επιδίκου ακινήτου αγωγή των εναγουσών, είχε βάση χρησικτησίας από τις παραπάνω, προϋσχύσασες του Αστικού Κώδικα διατάξεις, πράγμα το οποίο δεν συνέβαινε, καθόσον η επικουρική βάση της αγωγής επικαλούνταν χρησικτησία κατά το άρθρο 4 του Ν. 3127/2003. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ 10 Κ.Πολ.Δικ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης "αν το δικαστήριο, παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης χωρίς απόδειξη". Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιερωμένου με το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δικ. συστήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που είχαν προταθεί και αποδειχθεί. Ειδικότερα ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε "πράγματα", ήτοι αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή. (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 1738/2012). Δεν απαιτείται να αξιολογεί τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξατομικεύει τα έγγραφα, ούτε να αναφέρει ποιά έγγραφα λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 567/2013). Εξ ετέρου ο κατά το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του [ανεπαρκείς αιτιολογίες] ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους [αντιφατική αιτιολογία] - (ΑΠ 833/2013, ΑΠ 568/2013). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 197/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 10 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι κατέληξε χωρίς απόδειξη στο αποδεικτικό πόρισμα ότι η δικαιοπάροχος των εναγουσών - αναιρεσιβλήτων αφού κατείχε και νεμόταν από το έτος 1952 μέχρι το θάνατό της (8-3-2007) το επίδικο, το οποίο βρίσκεται εντός σχεδίου πόλης και σε οικισμό προϋφιστάμενο του 1923, με νόμιμο τίτλο (.../7.7.52 συμβόλαιο συμ/φου Αθηνών Ιωάννου Κουτσογιαννόπουλου) για χρονικό διάστημα πολύ μεγαλύτερο της δεκαετίας και με καλή πίστη, δηλαδή με την πεποίθηση που δεν οφειλόταν σε βαριά αμέλειά της, ότι απέκτησε την κυριότητά του, έγινε κυρία αυτού. Ότι η απόφαση δεν αιτιολογεί από ποιά περιστατικά κατέληξε στο πόρισμα αυτό και στο ζήτημα της καλής πίστης της δικαιοπαρόχου των εναγουσών και συνακόλουθα των ίδιων. Ο λόγος αυτός, ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. είναι αβάσιμος, καθόσον στην προσβαλλομένη απόφαση προσδιορίζονται αναλυτικά τα αποδεικτικά μέσα που με επίκληση προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους, από τη συνεκτίμηση των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, ενώ, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, δεν χρειαζόταν να αξιολογεί κάθε επί μέρους αποδεικτικό μέσο. Ο ίδιος λόγος ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου είναι απαράδεκτος, καθόσον οι επικαλούμενες ελλείψεις ανάγονται στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, το οποίο, όπως δεν αμφισβητείται, διατυπώνεται πλήρως και σαφώς και κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη οι ελλείψεις αυτές δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες, αφού μόνο ότι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (άρθρ. 183 και 176 Κ.Πολ.Δικ'.) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του Εις.Ν.Κ.Πολ.Δικ. και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ' αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β' 11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5.6.2012 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1310/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Μαΐου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ