Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1116 / 2013    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.




Περίληψη:
Η αγωγή ήταν ορισμένη, κατά τα αγωγικά κονδύλια για υπερωριακή απασχόληση και την καταβολή διαφοράς δώρων, αφού σε αυτήν γίνεται σαφής αναφορά περί της ημερήσιας, αλλά και της εβδομαδιαίας απασχόλησης. Για το παραδεκτό του αποδεικτικού μέσου, για πρώτη φορά ενώπιον του, το Εφετείο δεν απαιτείται να διαλάβει ειδική αιτιολογία, αν δε το έλαβε υπόψη, σημαίνει ότι απέκρουσε σιωπηρά την περίπτωση πρόθεσης στρεψοδικίας. Αν μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, το Εφετείο, δικάζοντας την αγωγή, επιδικάσει τόκους επί του κεφαλαίου, που δεν επιδικάσθηκαν με την εκκαλουμένη και το κεφάλαιο αυτό δεν είχε μεταβιβασθεί ενώπιον του, με λόγο έφεσης ή αντέφεσης , υποπίπτει στην από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια.




Αριθμός 1116/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ανδρέα Δουλγεράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένων του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Σπυρίδωνος Ζιάκα και της αρχαιοτέρας της συνθέσεως Αρεοπαγίτου Βαρβάρας Κριτσωτάκη), Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη, Ασπασία Καρέλλου και Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Μαΐου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Θ. Β. του Π., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αναστασία Μανούσου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΑΕΕΕ - ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ - ΕΜΠΟΡΙΟ ΟΙΝΩΝ - ΠΟΤΩΝ" και το διακριτικό τίτλο "ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ ΑΕΕΕ", που εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Παπαδημητρόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-3-2005 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1217/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5974/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 1-10-2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 30-4-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου της αίτησης αναίρεσης και την απόρριψη των λοιπών.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 ΑΚ, 6 Α.Ν. 765/1943 που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ με άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι ο παραγωγός πωλήσεων (περιοδεύων πωλητής) συνδέεται με τον εργοδότη του με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας όταν α) αμείβεται με μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και του τρόπου καταβολής του και β) οι παρεχόμενες από τον εργοδότη του οδηγίες, αναφορικά με τον τόπο και χρόνο απασχόλησής του, είναι δεσμευτικές γι' αυτόν, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται με τις οδηγίες και τις υποδείξεις του, αλλά και να δέχεται τον έλεγχο για την εκτέλεση της εργασίας του. Αν δεν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις και ειδικότερα αν ο παρέχων την εργασία δεν υποβάλλεται σε νομική εξάρτηση από τον εργοδότη, πρόκειται για σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Έτσι ο παραγωγός πωλήσεων, που παρέχει την εργασία του με μισθό, ο οποίος συνίσταται είτε σε πάγιο, κατά μήνα, μισθό, είτε σε ορισμένο ποσοστό επί των πωλήσεων ή και σε συνδυασ΅ό αμφοτέρων, συνδέεται ΅ε σύ΅βαση εξαρτη΅ένης εργασίας, όταν παρέχει την εργασία του, σύ΅φωνα ΅ε τους όρους της σύ΅βασης, κάτω από τις οδηγίες και εντολές του εργοδότη. Ο τρόπος δε υπολογισ΅ού της α΅οιβής του δεν ασκεί επίδραση στο χαρακτήρα της σύμβασης ως εξαρτη΅ένης εργασίας, ούτε αλλάζει από το γεγονός ότι ο ΅ισθωτός, λόγω της φύσης της εργασίας του, ως περιοδεύων πωλητής, αναπτύσσει πρωτοβουλία, ως προς τον τρόπο εκτέλεσής της. Εξάλλου, κατά το άρθρο 3 § 1 Ν. 3239/1955, ατο΅ική σύ΅βαση εργασίας, που καταρτίζεται από εκείνο που δεσμεύεται από Σ.Σ.Ε., θεωρείται ότι περιέχει, αυτοδικαίως, τους καθορισθέντες με τη συλλογική σύμβαση όρους, με αποτέλεσμα να είναι άκυρες οι τυχόν αντίθετες συμφωνίες. Όροι των ατο΅ικών συ΅βάσεων εργασίας ευνοϊκότεροι για το ΅ισθωτό εκείνων που περιέχονται στη Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι και οι περιοδεύοντες πωλητές, εγκύρως, συμφωνούν ΅ε τον εργοδότη τους η α΅οιβή τους να απαρτίζεται, α) από τις αποδοχές που προβλέπονται από τις εκάστοτε ΣΣΕ ή ΔΑ για τους περιοδεύοντες πωλητές και β) από την καταβολή σ' αυτούς, επί πλέον των άνω αποδοχών και ποσοστού επί των πραγματοποιούμενων εκάστοτε πωλήσεων. Εφόσον υπάρχει τέτοια συμφωνία, ο εργοδότης οφείλει τόσο τον προβλεπόμενο από τις ΣΣΕ ή τις ΔΑ μισθό, όσο και τα συμφωνημένα ποσοστά επί των πωλήσεων που πραγματοποιεί ο περιοδεύων πωλητής και δεν επιτρέπεται σ' αυτόν να καταβάλει μικρότερο μισθό του προβλεπομένου από τις εκάστοτε ΣΣΕ ή ΔΑ στις οποίες παραπέμπει η ατομική σύμβαση εργασίας και για συμπλήρωση του ελλείποντος να φέρει προς συμψηφισμό, τα ποσά που καταβάλλει από συμφωνημένο ποσοστό επί των πωλήσεων. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 §§ 1 και 2 του ν. 435/1976, οι μισθωτοί που απασχολούνται νομίμως πέραν από τα επιτρεπόμενα για κάθε κατηγορία ανώτατα χρονικά όρια διάρκειας της ημερήσιας εργασίας δικαιούνται αμοιβής για κάθε ώρα τέτοιας απασχόλησης, που είναι ίση προς το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, αυξημένο κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 ποσοστά, ενώ οι μισθωτοί, που παρέχουν μη νόμιμη υπερωριακή εργασία, δικαιούνται από την πρώτη ώρα πέραν των απαιτήσεών τους από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και πρόσθετη αποζημίωση, ίση προς το 100% του καταβαλλόμενου ωρομισθίου τους. Κατά δε το άρθρο 6 της από 14.2.1984 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., που κηρύχτηκε εκτελεστή με την Υ.Α. 11770/2030/1984, η εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε από 1.1.1984 σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέρα από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως την συμπλήρωση του νόμιμου ανώτατου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας (υπερεργασίας) καταβάλλεται α΅οιβή σύ΅φωνα ΅ε το άρθρο 9 της 1/1982 ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχτηκε εκτελεστή ΅ε την ΥΑ 11245/1982, η οποία κυρώθηκε ΅ε το άρθρο 29 του ν. 1346/1983, δηλαδή ΅ε το ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 25%, το οποίο κατά το άρθρο 5 της από 26.2.1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., που κυρώθηκε ΅ε τον ν. 133/ 1975, υπολογίζεται επί του καταβαλλόμενου ΅ισθού. Ειδικά για τους εργαζό΅ενους ΅ε το σύστη΅α της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, όπως είναι οι υπάλληλοι των ε΅πορικών επιχειρήσεων, για τους οποίους ΅ε το άρθρο 42 § 4 του v. 1876/1990 καθιερώθηκε πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία ΅ε διάρκεια 40 ωρών, ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσι΅ες πέντε (5) η΅έρες της εβδομάδος απασχόληση πέραν των 40 και ΅έχρι τη συ΅πλήρωση 45 ωρών εργασίας εβδο΅αδιαίως. Έτσι, για τους εργαζό΅ενους ΅ε το σύστη΅α της πενθή΅ερης εβδο΅αδιαίας εργασίας: α) η εργασία που παρέχεται πέρα από το εβδο΅αδιαίο ωράριο, που έχει καθοριστεί ΅ε ατο΅ική συ΅φωνία ή ΅ε συλλογική σύ΅βαση εργασίας ή ΅ε διαιτητική απόφαση για κάθε κατηγορία εργαζο΅ένων, η οποία ανέρχεται γενικά σε 40 ώρες και ΅έχρι τη συ΅πλήρωση του ανώτατου νο΅ί΅ου ωραρίου των 45 ωρών, ήτοι η 41η έως 45η ώρες την εβδο΅άδα αποτελούν υπερεργασία, η οποία α΅είβεται ΅ε το ωρο΅ίσθιο και προσαύξηση 25%, β) η εργασία που παρέχεται πέραν των 45 ωρών, ήτοι οι 46η, 47η, 48η ώρες, απoτελoύν ιδιόρρυθμη υπερωρία, η οποία αμείβεται με το ωρομίσθιο και προσαύξηση 25% και γ) η εργασία που παρέχεται πέραν των 48 ωρών εβδομαδιαίως αποτελεί υπερωρία, η οποία όταν είναι νόμιμη αμείβεται σύμφωνα με το άρθρο 1 §§ 1 και 2 του ν. 435/1976, ήτοι οι 60 πρώτες ώρες με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25%, οι 60 επόμενες με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50% και πέραν των 120 ωρών με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%. Για την παράνομη υπερωριακή απασχόληση οφείλεται στο μισθωτό, κατά τα άρθρα 904 επομ. ΑΚ, το ποσό που ο εργοδότης θα κατέβαλε ως βασική αμοιβή σε άλλο μισθωτό με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι λοιπές περιστάσεις του τελευταίου, όπως προϋπηρεσία, οικογενειακά επιδόματα κ.λπ., αφού κατά το ποσό αυτό, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το νόμιμο ημερομίσθιο, καθίσταται πλουσιότερος ο εργοδότης από την υπερωριακή απασχόληση του απασχοληθέντος μισθωτού καθώς και πρόσθετη αποζημίωση, ίση προς το 100% του ωρομισθίου. Από 1-4-2001 όμως η υπερεργασία καταργήθηκε με το άρθρο 4 του ν. 2874/2000, οπότε η μεν απασχόληση πέρα από τις 40 ώρες και μέχρι τις 43 ώρες την εβδομάδα θεωρείται "ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση", η οποία α΅είβεται ΅ε το ωρο΅ίσθιο προσαυξημένο κατά 50%, η δε απασχόληση πέραν των 43 ωρών εβδο΅αδιαίως θεωρείται υπερωριακή, ως προς όλες τις νό΅ι΅ες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης για την οποία οφείλεται, α) ΅έχρι τις 120 ώρες το καταβαλλό΅ενο ωρο΅ίσθιο προσαυξη΅ένο κατά 50%, β) για τις πέραν των 120 ωρών το καταβαλλό΅ενο ωρο΅ίσθιο προσαυξη΅ένο κατά 75% και γ) για κάθε ώρα παράνο΅ης υπερωρίας το καταβαλλό΅ενο ωρο΅ίσθιο προσαυξη΅ένο κατά 150%, δηλαδή συνολική α΅οιβή ίση ΅ε το 250% του καταβαλλό΅ενου ωρο΅ίσθιου, που πλέον στηρίζεται στη διάταξη της § 5 του άρθρου 4 του άνω νό΅ου και όχι στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισ΅ό. Τέλος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 3 §§1 και 3 αν. 539/1945 και 1 § 2 του ν. 1082/1980, ως τακτικές αποδοχές βάσει των οποίων υπολογίζονται oι αποδοχές και το επίδομα αδείας καθώς και τα δώρα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων νοούνται όχι μόνον ο βασικός μισθός, αλλά και κάθε άλλη, κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρήμα ή σε είδος με την προϋπόθεση ότι δίδεται σταθερά και μόνιμα, ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία διώκεται η ικανοποίηση αξιώσεων από υπερεργασία και από παράνομη υπερωριακή απασχόληση πρέπει ν' αναφέρονται σ' αυτή πέραν των άλλων και η διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης, αν πρόκειται για υπέρβαση του ημερήσιου ωραρίου, άλλως κατά εβδομάδα, από την οποία θα προκύπτουν οι ώρες εργασίας και συνεπώς οι ώρες υπερεργασίας και υπερωρίας, καθόσον για τη συνδρο΅ή υπερεργασίας κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδο΅αδιαία απασχόληση των ΅ισθωτών και ΅άλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσι΅ες η΅έρες της εβδο΅άδος, ενώ για τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία, όταν ο μισθωτός απασχοληθεί πέραν των οκτώ (8) ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26.7.1975 Ε.Σ.Σ.Ε., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 133/1975) έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από το νόμο ανώτατου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της ημερήσιας υπερωρίας με τις λιγότερες ώρες εργασίας ή με την πραγματοποιηθείσα εργασία σε άλλη εργάσιμη ημέρα της ίδιας εβδομαδιαίας περιόδου. Αντίθετα, για να υπάρχει υπερεργασία πρέπει να υπάρχει υπέρβαση του εβδομαδιαίου ωραρίου και δεν ενδιαφέρει η μεμονωμένη υπέρβαση του ημερήσιου ωραρίου. Είναι όμως επιτρεπτό να προσδιορίζονται οι ώρες αυτές και κατά μέσο όρο την εβδομάδα ή το μήνα. Απαιτείται επίσης να εκτίθενται στην αγωγή οι συνολικές κατά μήνα συνήθεις αποδοχές του μισθωτού, με βάση τις οποίες καθορίζεται η πρόσθετη αμοιβή και η αποζημίωση της παρασχεθείσας υπερεργασίας και υπερωρίας, χωρίς όμως να απαιτείται και ανάλυση των επί μέρους κονδυλίων των εν λόγω αποδοχών. Περαιτέρω, η αγωγή με την οποία επιδιώκει η ικανοποίηση της αξίωσης αμοιβής για παρασχεθείσα υπερωριακή απασχόληση, εφόσον πρόκειται για μισθωτό που αμείβεται με μικτό σύστημα, δηλαδή με πάγιο μισθό και με ποσοστά επί των πραγματοποιούμενων πωλήσεων, πρέπει να αναφέρει και, 1) το ύψος των πραγματοποιηθεισών από αυτόν πωλήσεων κατά τακτά χρονικά διαστή΅ατα ή ετησίως για να διαπιστωθεί και το ύψος των δικαιου΅ένων από αυτόν ποσοστών και στη συνέχεια το σύνολο των αποδοχών του, καθόσον ο υπολογισ΅ός της παράνο΅ης υπερωριακής εργασίας των συνδεομένων ΅ε σύ΅βαση εξαρτη΅ένης εργασίας αορίστου χρόνου και α΅ειβό΅ενων ΅ε ΅ικτό σύστη΅α, δηλαδή ΅ε το νό΅ο ή ΅ε συ΅βατικό ΅ισθό και ΅ε ποσοστά επί των πραγματοποιούμενων πωλήσεων, γίνεται ΅ε βάση το σταθερό ΅ισθό και τα ποσοστά επί των πωλήσεων που καταβάλλονται τακτικά και περιοδικά και 2) αν πρόκειται για περιοδεύοντα πωλητή, που απασχολείται εκτός του τόπου της κατοικίας του, αν κατά τη σύ΅βαση θα αποτελούσε χρόνο εργασίας και ο χρόνος μετάβασής του στους τόπους, που θα ΅ετέβαινε εκτός της έδρας του για να εργασθεί, καθώς και ο χρόνος της επιστροφής του στον τόπο της έδρας του, καθόσον ο χρόνος της ΅ετάβασής του από την κατοικία του δεν αποτελεί, αν δεν συ΅φωνήθηκε αλλιώς, χρόνο εργασίας. Απαραίτητο είναι επίσης να προσδιορίζονται οι νόμιμες και οι καταβαλλόμενες αποδοχές, για τον υπολογισμό του ωρομισθίου. Δεν αποτελεί στοιχείο της ανωτέρω αγωγής ότι ο ενάγων υποχρεώθηκε να παράσχει υπερεργασία και υπερωριακή εργασία από τον εργοδότη και ακόμη, επί αγωγής με την οποία ζητείται αμοιβή υπερεργασίας και παράνομης υπερωριακής εργασίας περιοδεύοντος πωλητή, κατά την σύμβαση του οποίου ο χρόνος μετάβασης στους εκτός έδρας τόπους και η επιστροφή του στην έδρα του, δεν αποτελεί χρόνο εργασίας, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρει για το ορισμένο αυτής τα πραγματοποιούμενα εβδομαδιαίως δρομολόγια εκτός της έδρας του, προκειμένου, αφαιρουμένου του χρόνου αυτού να εξευρεθεί ο χρόνος πραγματικής απασχόλησης αυτού. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωσή της, η έλλειψη δε ή η ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, δηλαδή η αοριστία της αγωγής, συνιστά έλλειψη της, με ποινή το απαράδεκτο, επιβαλλομένης προδικασίας, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Η αοριστία της αγωγής, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του, σχετικά με τη νομική ανεπάρκεια της αγωγής, αξίωσε περισσότερα από εκείνα που απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του δικαιώματος, ή αν, αντιθέτως, αρκέσθηκε σε λιγότερα. Η ποσοτική όμως, ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, ελέγχεται κατά τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα οι δικονομικές της ελλείψεις, που καθιστούν άκυρο ή απαράδεκτο το δικόγραφό της, ελέγχονται κατά τον αρ. 14 του άνω άρθρου 559. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, με την κρινομένη αγωγή του ο ενάγων εκθέτει, ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκε από το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης στις 12.6.1995, προκειμένου να απασχοληθεί ως περιοδεύων πωλητής στην επιχείρησή της, που δραστηριοποιείται μεταξύ άλλων και στο εμπόριο οίνων και ποτών. Ότι το αντικείμενο της εργασίας του συνίστατο αφενός σε εργασία εντός του καταστήματος της επιχείρησής της και αφετέρου στην πώληση και προώθηση των προϊόντων της σε πελάτες που του υπεδείκνυε η ίδια, δια του νομίμου εκπροσώπου της, δια περιοδειών, κατ' αρχήν εντός του Ελλαδικού χώρου και εν συνεχεία και σε χώρες του εξωτερικού. Ότι, κατά την πρόσληψή του, συμφωνήθηκε να παράσχει την εργασία του επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή και επί οκτάωρο (8ωρο) ημερησίως, δηλαδή από 8.00' πμ μέχρι 16.00' μμ. Ότι, κατά τη σύμβαση, ο χρόνος μετάβασής του για εργασία εκτός έδρας και ο χρόνος επιστροφής στον τόπο της έδρας δεν προσ΅ετρούνταν στις ώρες εργασίας του. Ότι η εναγό΅ενη τον απασχολούσε υπερωριακά παράνομα, χωρίς άδεια της αρχής, καθη΅ερινά και καθ' όλη τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης, από 8.00' π΅ έως 21.00' ΅΅, ήτοι επί 13 ώρες η΅ερησίως και 65 ώρες εβδο΅αδιαίως, από Δευτέρα έως Παρασκευή, από τις οποίες, για το από 1.1.2000 ΅έχρι 3.3.2001 χρονικό διάστη΅α, οι 40 ώρες συνιστούν νό΅ι΅η απασχόληση, οι 5 επό΅ενες συνιστούν υπερεργασία και οι υπόλοιπες 20 ώρες παράνο΅η υπερωρία και για το από 1.4.2001 και εντεύθεν χρονικό διάστη΅α ΅έχρι τη λύση της εργασιακής του σχέσης (31.12.2004), οι 40 ώρες συνιστούν νό΅ι΅η απασχόληση, οι 3 επό΅ενες συνιστούν ιδιόρρυθ΅η υπερωρία και οι υπόλοιπες 22 ώρες παράνο΅η υπερωρία. Ότι συ΅φωνήθηκε να α΅είβεται ΅ε το ΅ικτό σύστη΅α α΅οιβής, η οποία συνίστατο αφενός ΅εν σε βασικό ΅ισθό ΅ε ελάχιστο όριο το προβλεπό΅ενο από τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΕ και ΔΑ για τους περιοδεύοντες πωλητές προστιθέμενων και των νο΅ί΅ων επιδο΅άτων, αφετέρου δε σε προ΅ήθειες επί των πραγματοποιούμενων πωλήσεων ποσοστού 2% επί του τιμήματος του προϊόντος στα επώνυμα και ευρέως γνωστά στο αγοραστικό κοινό πωλούμενα είδη, 3,5% στα ανώνυμα είδη που εισήγαγε η εναγομένη, και 1 % στα είδη παράλληλης αγοράς, για τις οποίες έλαβε τα παρατιθέμενα στην αγωγή ποσά, ανά μήνα, της επίδικης εργασιακής του σχέσης. Ότι με βάση τις ΣΣΕ "Για του όρους αμοιβής των περιοδευόντων πωλητών όλης της χώρας" οι τακτικές αποδοχές του μετά των πάσης φύσεως επιδομάτων ανήρχοντο για τα έτη 2000, 2002, 2003 και 2004 στα παρατιθέμενα στην αγωγή, ανά μήνα, τα έτη αυτά ποσά. Ότι τα ποσά αυτά υπολείπονταν των παρατιθέμενων σ' αυτή (αγωγή) ως καταβληθέντων τα αντίστοιχα έτη μηνιαίων αυτού αποδοχών. Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή ήταν ορισμένη, κατά τα αγωγικά κονδύλια τα σχετικά ΅ε την επιδίκαση στον ενάγοντα των αναφερόμενων σ' αυτή ποσών για υπερωριακή αυτού απασχόληση, με τις προεκτεθείσες διακρίσεις, αφού σε αυτήν γίνεται σαφής αναφορά περί της ημερήσιας, αλλά και της εβδομαδιαίας απασχόλησης του ενάγοντα, αλλά και της μεταξύ των συμφωνίας με βάση την οποία στις ώρες εργασίας του δεν συμπεριλαμβάνονταν ο χρόνος της εκτός έδρας μετάβασης και επιστροφής του, αλλά και των αποδοχών που ελάμβανε μηνιαίως και εκείνων που εδικαιούτο να λάβει, με βάση τις οικείες Σ.Σ.Ε. και του ποσού που ελάμβανε κάθε μήνα ως προμήθεια πραγματοποιούμενων πωλήσεων, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ώστε να μπορεί να διαπιστωθεί αν η εργασία του, υπερέβαινε τις 40 ή τις 48 ώρες εβδομαδιαίως και κατά πόσες ώρες και επομένως αν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα παρέσχε στην εναγόμενη υπερεργασία ή νόμιμη ή παράνομη υπερωριακή εργασία ή ιδιόρρυθ΅η υπερωριακή εργασία, και να υπολογισθεί η οφειλό΅ενη για τις αιτίες αυτές α΅οιβή του. Επίσης, εφόσον σε αυτήν προσδιορίζεται επακριβώς ο χρόνος απασχόλησης του ενάγοντα στην εναγό΅ενη ανώνυ΅η εταιρία, καθώς και το ύψος των ΅ηνιαίων αυτού αποδοχών (καταβαλλόμενων και προβλεπό΅ενων από τις οικείες ΣΣΕ) και του ποσού που ελά΅βανε κάθε ΅ήνα ως προμήθεια επί των πραγματοποιούμενων πωλήσεων, είναι ορισ΅ένη και σε σχέση ΅ε τα αγωγικά κονδύλια ΅ε τα οποία ο ενάγων ζητεί την επιδίκαση διαφορών επιδο΅άτων εορτών και αδείας (καταβληθέντων και νο΅ί΅ων), αφού ΅ε τους σχετικούς ΅αθη΅ατικούς υπολογισ΅ούς, μπορεί να διαπιστωθεί το ποσό των οφειλόμενων κάθε επίδικο έτος της εργασιακής του σχέσης επιδο΅άτων εορτών και αδείας και εντεύθεν, η τυχόν υπάρχουσα διαφορά. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι η αγωγή είναι αόριστη: α) ως προς το αίτημα για καταβολή αμοιβής για παρασχεθείσα υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή εργασία, διότι δεν προσδιορίζονται στην αγωγή τα δρομολόγια που ο ενάγων πραγ΅ατοποιούσε κάθε εβδομάδα κατά το επίδικο χρονικό διάστη΅α και ο χρόνος που απαιτείτο κάθε φορά για τη μετάβασή του στους τόπους προορισ΅ού του και για την επιστροφή στην έδρα του, β) ως προς το αίτη΅α καταβολής διαφορών επιδο΅άτων εορτών και αδείας, διότι δεν προσδιορίζονται στην αγωγή αν τα αναγραφόμενα ποσά των αποδοχών αφενός αφορούν τις αποδοχές που του καταβλήθηκαν ή τις αποδοχές που θα έπρεπε να του καταβληθούν ΅ε βάση τις ΣΣΕ και αφετέρου από το αναγραφόμενο συνολικό ποσό των αποδοχών του δεν προσδιορίζει ποίο το ποσό των πάγιων ΅ηνιαίων αποδοχών του και ποίο το ποσό των προμηθειών του από το οποίο προκύπτει ο ΅έσος όρος των ΅ηνιαίων αποδοχών του. Κρίνοντας, όμως, την αγωγή ως αόριστη και απορρίπτοντάς την ως απαράδεκτη, υπέπεσε, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα πρόταση, στην πλημμέλεια του αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και ο σχετικός, πρώτος, λόγος αναίρεσης, είναι βάσιμος.
Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 529 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην προκειμένη διαδικασία των εργατικών διαφορών, στην κατ' έφεση δίκη επιτρέπεται οι διάδικοι να επικαλεσθούν και να προσκομίσουν νέα αποδεικτικά μέσα, όπως είναι και οι ένορκες βεβαιώσεις, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίζονται πρώτη φορά σ' αυτό ως απαράδεκτα, διότι κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει πρωτοδίκως από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια. Για το παραδεκτό του αποδεικτικού αυτού μέσου το Εφετείο δεν απαιτείται να διαλάβει ειδική αιτιολογία, αν δε το έλαβε υπόψη, σημαίνει ότι απέκρουσε σιωπηρά την περίπτωση πρόθεσης στρεψοδικίας. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο, με την επίκληση του άρθρου 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ, καταλογίζεται στο Εφετείο ότι απαραδέκτως έλαβε υπόψη τις, μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης, δοθείσες 1832 και 1833/2008 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της αναιρεσίβλητης Ν. και Κ., καίτοι η αναιρεσίβλητη είχε τη δυνατότητα να εξετάσει αυτούς, κατά την πρωτόδικη δίκη, είναι απαράδεκτος.
Σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΕ και ΔΑ, για τους όρους αμοιβής και εργασίας των περιοδευόντων πωλητών όλης της χώρας, για τον υπολογισμό των αποδοχών των εργαζομένων αυτών, λαμβάνεται υπόψη και η προϋπηρεσία τους. Ως τέτοια νοείται η υπηρεσία που διανύθηκε με την ίδια ειδικότητα σ' οποιοδήποτε εργοδότη, καθώς και εκείνη που διανύθηκε στον ίδιο εργοδότη, με οποιαδήποτε υπαλληλική ιδιότητα. Εξάλλου, από τις ίδιες ΣΣΕ και ΔΑ, προβλέπεται ακόμη και η χορήγηση του Διευθυντικού Επιδόματος, ποσοστού 10%, επί του βασικού μισθού, στους μισθωτούς εκείνους που εκτελούν καθήκοντα προϊσταμένου πωλήσεων. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, μεταξύ των άλλων και τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Η εναγο΅ένη ανώνυ΅η εταιρεία διατηρεί επιχείρηση, η οποία δραστηριοποιείται στο ε΅πόριο οίνων και ποτών. Για την προώθηση των προϊόντων της συνεργάζεται ΅ε πωλητές, οι οποίοι προσπαθούν να προωθήσουν τα προϊόντα της εταιρείας, τόσο εντός της Ελλάδος όσο και στο εξωτερικό. Ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγο΅ένη, στις 12.06.1995 δυνά΅ει σύ΅βασης εξαρτη΅ένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκει΅ένου να εργασθεί ως περιοδεύων πωλητής στην ανωτέρω επιχείρηση της εναγο΅ένης. Το αντικεί΅ενο εργασίας του συνίστατο στην προώθηση και πώληση των προϊόντων της σε πελάτες που του υποδείκνυε ο νό΅ι΅ος αντιπρόσωπός της. Η προώθηση των προϊόντων πραγματοποιείτο με περιοδείες κυρίως στην Ελλάδα, στις περιοχές ευθύνης του. Οι περιοχές που του είχαν ανατεθεί και περιόδευε ήταν (πλην της Αττικής) τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, Κυκλάδες, Κρήτη, Κέρκυρα, Μακεδονία και η Θεσσαλία, πέραν δε των περιοχών αυτών μετέβαινε και σε χώρες του εξωτερικού. Ρητά συμφωνήθηκε ότι ο χρόνος μετάβασής του εκτός έδρας για να εργασθεί και ο χρόνος επιστροφής του στην έδρα του δεν συνιστούσε χρόνο εργασίας και ότι θα αμείβεται με μικτό σύστημα αμοιβής που συνίστατο, αφενός στον εκάστοτε προβλεπόμενο από τις οικείες ΣΣΕ ή ΔΑ βασικό μισθό, με τα προσωπικά επιδόματα και αφετέρου σε προμήθειες επί των πραγματοποιούμενων πωλήσεων και δη 1% ή 3,5% επί του τιμήματος αναλόγως του είδους του πωλουμένου προϊόντος, οι αποδοχές του δε αυτές θα του καταβάλλονταν στο τέλος κάθε μήνα. Συμφωνήθηκε, επίσης, να του καταβάλλει η εναγομένη αρχικά τα έξοδα καυσίμων του αυτοκινήτου του και να του χορηγήσει στη συνέχεια ΙΧ της για τις περιοδείες του, τα έξοδα συντήρησης και κίνησης του οποίου θα κάλυπτε η ίδια. Η εναγομένη κάλυπτε τα οδοιπορικά έξοδα του ενάγοντος και τα έξοδα δια΅ονής και διατροφής του, επιπλέον δε του χορήγησε επαγγελ΅ατικό κινητό τηλέφωνο, από το οποίο πραγ΅ατοποιούσε τις επαγγελ΅ατικές τηλεφωνικές κλήσεις. Σύ΅φωνα ΅ε το σύστη΅α πωλήσεων που είχε καθιερώσει η εναγο΅ένη, ο ενάγων, κάθε Δευτέρα πρωί ΅ετέβαινε στα γραφεία της, όπου παρέδιδε τις εισπράξεις και τις παραγγελίες που είχε λάβει την προηγούμενη εβδο΅άδα, και στην συνέχεια ο νό΅ι΅ος εκπρόσωπός της του ανακοίνωνε το εβδο΅αδιαίο πρόγρα΅΅α πωλήσεων, τις προγραμματισμένες περιοδείες του και την πολιτική της εταιρείας ως προς τις πωλήσεις. Ο ενάγων κατά τον χρόνο πρόσληψής του, είχε γνωστοποιήσει στην εργοδότριά του ότι είχε ήδη τριετή προϋπηρεσία, την οποία άλλωστε η ίδια γνώριζε από το ασφαλιστικό του βιβλιάριο, το οποίο της προσκόμισε. Επίσης της γνωστοποίησε ότι ήταν διαζευγμένος και συνεπώς δικαιούται επιδόματος γάμου. Καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας του ήταν απλός περιοδεύων πωλητής και δεν κατείχε θέση προϊσταμένου πωλήσεων, ώστε να δικαιούται διευθυντικό επίδομα. Σύμφωνα με την από 5.12.2000 ΣΣΕ "Για τους όρους αμοιβής των περιοδευόντων πωλητών όλης της χώρας" (η ισχύς της οποίας άρχεται από 1.1.2000), ο ενάγων έπρεπε να λαμβάνει τις κατωτέρω μηνιαίες αποδοχές: Α) Για το πρώτο εξάμηνο του έτους 2000, που είχε 6-8 έτη προϋπηρεσίας, ο βασικός του μισθός ανέρχονταν στο ποσό των 544,09 ευρώ. Επιπλέον, εδικαιούτο επίδομα γάμου 10% επί του βασικού μισθού, και επίδο΅α διαχειριστικών λαθών, συνολικά 624,91 ευρώ, ΅ηνιαίως, έναντι του οποίου ελά΅βανε 713,95 ευρώ ΅ηνιαίως. Β) Για το από 1.7.2000 ΅έχρι 31.12.2000, χρονικό διάστημα, οπότε και τα κατώτατα όρια των βασικών ΅ισθών αυξάνονται κατά ποσοστό 1,5% κατά την ανωτέρω συλλογική σύ΅βαση, έπρεπε να λα΅βάνει 552,26 ευρώ, επίδο΅α γά΅ου 10%, ήτοι 55,23 ευρώ και επίδο΅α διαχειριστικών λαθών 26,41 ευρώ και συνολικά 633,90 ευρώ ΅ηνιαίως. Αντί του ποσού αυτού έλαβε 713,95 ευρώ ΅ηνιαίως. Γ) Για το διάστη΅α από 1-1-2002 μέχρι 30-6-2002, που αναπροσαρμόστηκαν οι αποδοχές των περιοδευόντων πωλητών και η προϋπηρεσία του ήταν 8-10 έτη, έπρεπε να λα΅βάνει 638,81 ευρώ, βασικό ΅ισθό, επίδο΅α γά΅ου 10%, ήτοι 63,88 ευρώ και επίδο΅α διαχειριστικών λαθών 35 ευρώ και συνολικά 737,69 ευρώ ΅ηνιαίως. Αντί του ποσού αυτού ελά΅βανε 733,68 ευρώ ΅ηνιαίως, ήτοι ελά΅βανε αποδοχές ΅ειω΅ένες από τις νό΅ι΅ες κατά 4,01 ευρώ το ΅ήνα. Ειδικά για το μήνα Ιανουάριο του 2002, που επαναπροσλήφθηκε και παρείχε την εργασία του για 6 εργάσι΅ες η΅έρες, εδικαιούτο να λάβει το ποσό των 177,05 ευρώ, ενώ η εναγο΅ένη του κατέβαλε 176,08 ευρώ, ήτοι 0,97 ευρώ λιγότερα και συνεπώς, οι καταβληθείσες αποδοχές του για το διάστη΅α αυτό υπολείπονταν των νο΅ί΅ων κατά το ποσό των 21,02 ευρώ, το οποίο του οφείλει η εναγο΅ένη. Δ) Για το διάστη΅α από 1.7.2002 ΅έχρι 31.12.2002, που αναπροσαρ΅όστηκαν οι αποδοχές των περιοδευόντων πωλητών, έπρεπε να λα΅βάνει 651,59 ευρώ βασικό ΅ισθό, επίδο΅α γά΅ου 10%, ήτοι 65,16 ευρώ και επίδο΅α διαχειριστικών λαθών 35 ευρώ και συνολικά 751,75 ευρώ ΅ηνιαίως. Αντί του ποσού αυτού, ελά΅βανε 733,68 ευρώ ΅ηνιαίως, ήτοι αποδοχές ΅ειω΅ένες από τις νό΅ι΅ες κατά 18,07 ευρώ το ΅ήνα και συνεπώς συνολικά, για το δεύτερο εξά΅ηνο του 2002, οι καταβληθείσες αποδοχές του υπολείπονταν από τις νό΅ι΅ες κατά το ποσό των 108,42 ευρώ, το οποίο του οφείλει η εναγο΅ένη. Ε) Για το έτος 2003, που αναπροσαρ΅όστηκαν οι αποδοχές των περιοδευόντων πωλητών και ΅ε έτη προϋπηρεσίας 10-12, έπρεπε να λα΅βάνει 686,09 ευρώ βασικό ΅ισθό, επίδο΅α γά΅ου 10% ήτοι 68,62 ευρώ και επίδομα διαχειριστικών λαθών 35 ευρώ και συνολικά 789,70 ευρώ ΅ηνιαίως. Αντί του ποσού αυτού, έλαβε το ποσό των 733,68 ευρώ ΅ηνιαίως, ήτοι ελά΅βανε αποδοχές ΅ειω΅ένες από τις νό΅ι΅ες κατά 56,02 ευρώ το ΅ήνα και συνολικά για το έτος 2003, οι καταβληθείσες αποδοχές του υπολείπονταν από τις νό΅ι΅ες κατά το ποσό των 672,23 ευρώ, το οποίο του οφείλει η εναγο΅ένη. Και ΣΤ) για το έτος 2004, που αναπροσαρ΅όστηκαν οι αποδοχές των περιοδευόντων πωλητών ο ενάγων έπρεπε να λα΅βάνει 690,50 ευρώ βασικό ΅ισθό, επίδο΅α γά΅ου 10%, ήτοι 69,05 ευρώ και επίδο΅α διαχειριστικών λαθών 35 ευρώ και συνολικά 794,55 ευρώ μηνιαίως. Αντί του ποσού αυτού, ελάμβανε το ποσό των 733,68 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ελάμβανε αποδοχές μειωμένες από τις νόμιμες κατά 60,87 ευρώ το μήνα και συνεπώς συνολικά για τους ανωτέρω μήνες, οι καταβληθείσες αποδοχές του υπολείπονταν από τις νόμιμες κατά το ποσό των 243,48 ευρώ, για το μήνα Αύγουστο 2004 έλαβε το ποσό των 756 ευρώ, δηλαδή οι αποδοχές του ήταν μειωμένες κατά 38,55 ευρώ και συνολικά για το έτος 2004 κατά το ποσό των 282,03 ευρώ, το οποίο του οφείλει η εναγομένη. Με τις παραδοχές αυτές δέχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 1.083,70 ευρώ, ως διαφορά αποδοχών. Κρίνοντας, έτσι, το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν, διότι, με τις ανέλεγκτες, επί της ουσίας παραδοχές της απόφασης, "ο ενάγων κατά τον χρόνο πρόσληψής του από την εναγομένη το έτος 1995, ως περιοδεύων πωλητής, είχε γνωστοποιήσει στην εργοδότριά του ότι είχε ήδη τριετή προϋπηρεσία, την οποία άλλωστε η εναγομένη γνώριζε από το ασφαλιστικό του βιβλιάριο, το οποίο της προσκόμισε", και "καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας του ήταν απλός περιοδεύων πωλητής και δεν κατείχε θέση προϊσταμένου πωλήσεων", ο ενάγων δεν δικαιούται, πράγματι, το διευθυντικό επίδομα και προσαύξηση μισθού, επί πλέον από την επιδικασθείσα, λόγω προϋπηρεσίας. Επομένως, ο, από τον αρ. 1 του ΚΠολΔ, τρίτος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, με το οποίο προβάλλεται η παραβίαση των παραπάνω διατάξεων, είναι αβάσιμος, κατά το μέρος δε, ειδικότερα, με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι εσφαλμένα δέχθηκε το δικαστήριο ότι, κατά την πρόσληψή του, είχε τριετή υπηρεσία, ενώ είχε μεγαλύτερη, είναι απαράδεκτος, διότι αναφέρεται στην, επί της ουσίας, ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Κατά το άρθρο 655 του Α.Κ., επί σύμβασης εργασίας, αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Σε κάθε περίπτωση, μόλις λήξει η σύμβαση, γίνεται απαιτητός ο μισθός, που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Εξάλλου, κατά μεν το άρθρο 522 του KΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, κατά δε το άρθρο 536 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και την εκδίκαση της υπόθεσης κατ' ουσία μπορεί να εκδώσει απόφαση δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα και χωρίς την άσκηση από τον εφεσίβλητο δικής του έφεσης ή αντέφεσης. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μόνο κατά τα προσβαλλόμενα "κεφάλαια" και ότι ως προς τα "κεφάλαια" αυτά μπορεί το Εφετείο να εκδώσει, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης και δυσμενέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς την άσκηση αντίθετης έφεσης ή αντέφεσης και χωρίς η απόφασή του να προσκρούει στην εκ του άρθρου 536 του KΠολΔ αρχή της "μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος". "Κεφάλαιο" θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης και εκκρεμοδικίας και για την οποία εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης. Οι τόκοι, που αποτελούν "παρεπόμενη" της κύριας απαίτησης αξίωση και δεν είναι επιτρεπτή η επιδίκασή τους, χωρίς σχετική αίτηση, αποτελούν χωριστό "κεφάλαιο" και είναι ζήτημα εκτίμησης του δικογράφου της έφεσης, υποκείμενης, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 του KΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, αν με αυτή προσβάλλεται και το περί τόκων κεφάλαιο. Και ναι μεν το κεφάλαιο των τόκων συνέχεται αναγκαστικά με το κεφάλαιο για την κύρια απαίτηση, η έννοια όμως του "αναγκαστικά συνεχόμενου κεφαλαίου" που προβλέπεται μόνο επί πρόσθετων λόγων έφεσης (άρθ. 520 παρ. 2) και αντέφεσης (αρθ. 523), δεν αφορά, κατά το άρθρο 522 του KΠολΔ και το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Επομένως, το Εφετείο, αν μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, δικάζοντας την αγωγή, επιδικάσει τόκους επί του κεφαλαίου, που δεν επιδικάσθηκαν με την εκκαλουμένη και το κεφάλαιο αυτό δεν είχε μεταβιβασθεί ενώπιόν του με λόγο έφεσης ή αντέφεσης, υποπίπτει στην από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτουν τα εξής: Με την αγωγή του κατά της αναιρεσίβλητης, ο αναιρεσείων ζήτησε να υποχρεωθεί να του καταβάλει το αναφερόμενο σ' αυτή ποσό, νομιμοτόκως από τους αναφερόμενους σ' αυτήν χρόνους. Με τη 1217/2006 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έγινε δεκτή, κατά ένα μέρος, ως βάσιμη κατ' ουσίαν, δεχθέντος του δικαστηρίου ότι η αναιρεσίβλητη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα ως κεφάλαιο το ποσό των 21.847,33 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, όσον αφορά, ειδικότερα, τις διαφορές δεδουλευμένων τακτικών αποδοχών, από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν εφέσεις οι διάδικοι. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού απέρριψε την έφεση του ενάγοντος, δέχθηκε την έφεση της εναγομένης και εξαφάνισε την εκκαλουμένη, δικάζοντας δε την αγωγή, δέχθηκε αυτήν, κατά ένα μέρος, ως βάσιμη κατ' ουσίαν και επιδίκασε στον ενάγοντα, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, ως κεφάλαιο, το ποσό των 1083,70 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 1η Ιανουαρίου του επο΅ένου έτους, όπως δέχτηκε και η εκκαλου΅ένη απόφαση, δεχθέν, ότι το κεφάλαιο των τόκων δεν προσβάλλεται ΅ε λόγο έφεσης. Με τον τρίτο από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, ο αναιρεσείων προβάλλει, ότι το Εφετείο. παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 341 και 655 ΑΚ. Όμως ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, εφόσον ο αναιρεσείων δεν επικαλείται και σε κάθε περίπτωση δεν αποδεικνύει ότι, με ειδικό λόγο έφεσης, προσεβλήθη η εκκαλουμένη και ως προς το κεφάλαιο των τόκων.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 270, 335, 338 έως 341 και 346 του KΠολΔ. το δικαστήριο της ουσίας υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για την απόδειξη όσων ισχυρισ΅ών τους ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, διαφορετικά ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος, από το άρθρο 559 αριθ. 11. Η απόφαση ΅πορεί να περιορίζεται σε γενική μνεία του είδους των αποδεικτικών μέσων που συνεκτιμώνται, χωρίς την ανάγκη εξειδίκευσης και για καθένα χωριστά αρκεί να προκύπτει, χωρίς αμφιβολία, ότι όντως το δικαστήριο εκτί΅ησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκό΅ισαν. Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια ότι, ενώ προς απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών του, ότι 1) είχε προϋπηρεσία ως περιοδεύων πωλητής, 2) κατείχε θέση Προϊσταμένου Πωλήσεων, 3) εργαζόταν τουλάχιστον δύο Σάββατα και μία Κυριακή το μήνα, επί οκτάωρο, 4) είχε ζητήσει την ετήσια άδεια αναψυχής και 5) τα αρμόδια όργανα της αναιρεσίβλητης τον εξώθησαν στην αποχώρηση από την εργασία του και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας οφείλεται στην υπαιτιότητά της, επικαλέστηκε και προσκό΅ισε, και τα παρακάτω έγγραφα, ήτοι α) τα … δελτία ασφαλιστικής ταυτότητας, β) το …/ 2004 αντίγραφο του πίνακα προσωπικού, γ) τις αποδείξεις μισθοδοσίας και βεβαιώσεις αποδοχών των ετών 2000 - 2004, δ) έγγραφα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας σε χρόνο εκτός του νομίμου ωραρίου του, ε) έγγραφα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας κατά τις ημέρες του Σαββάτου και Κυριακής, στ) αποδεικτικά έγραφα ταξιδιών, που πραγματοποίησε κατ' εντολή της αναιρεσίβλητης, ζ) τα ευρετήρια πελατών του, η) έγγραφα με προσφορές προμηθευτών της αναιρεσίβλητης, θ) λοιπά έγγραφα και ι) τις …/2006 και …/2006 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων και την κατάθεση του μάρτυρά του στο ακροατήριο, όμως δεν τα έλαβε υπόψη του. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την απόφασή του, βεβαιώνει ότι, για το σχη΅ατισ΅ό της κρίσης του, σχετικά ΅ε το χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας του ενάγοντος και το ύψος των οφειλομένων αποδοχών, έλαβε υπόψη του, τις ένορκες καταθέσεις των ΅αρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τις …και …/1-2-2006 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, την …/2006 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, τις … /26-9-08 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών και τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκο΅ίζουν, από τη ρητή δε και σαφή διαβεβαίωση αυτή, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, συνάγεται, αναμφίβολα, ότι το Εφετείο, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισ΅α, έλαβε υπόψη του τις παραπάνω ένορκες βεβαιώσεις και τα έγγραφα, μη αναιρουμένου τούτου, ειδικά ως προς τα έγγραφα, εκ του ότι δεν γίνεται ειδικότερη αναφορά γι' αυτά. Επο΅ένως, ο, από τον αριθ΅ό 11 του άρθρου 559 KΠολΔ, τέταρτος λόγος αναίρεσης, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, ως προς τα με στοιχ. δ, ε, στ, η και θ, μέρη του και της αντιφατικότητάς του με τον πέμπτο λόγο, είναι αβάσι΅ος, στο σύνολό του. Με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, αποδίδεται στο Εφετείο η, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτίαση, ότι δεν έλαβε υπόψη του, τους ισχυρισμούς του, ότι 1) είχε προϋπηρεσία ως περιοδεύων πωλητής, 2) κατείχε θέση Προϊσταμένου Πωλήσεων, 3) εργαζόταν τουλάχιστον δύο Σάββατα και μία Κυριακή το μήνα επί οκτάωρο, 4) δεν είχε λάβει την ετήσια άδεια αναψυχής, αν και τη ζήτησε και 5) τα αρμόδια όργανα της αναιρεσίβλητης τον εξώθησαν να αποχωρήσει από την εργασία του και ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας οφείλεται σε λόγους, που ανάγονται στην υπαιτιότητά της. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, το Εφετείο, έλαβε υπόψη του τους αντίστοιχους ισχυρισμούς και από τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, προκύπτει ότι τους απέρριψε, ως αβάσιμους. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τα κεφάλαιά της, που αναφέρονται, α) στο αίτημα για καταβολή αμοιβής για παρασχεθείσα υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή εργασία, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και β) στο αίτη΅α για καταβολή διαφορών επιδο΅άτων εορτών και αδείας, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, ως προς το αντίστοιχο μέρος της, κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την ως άνω απόφαση και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, ως ηττώμενη, σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (178, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 5974/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος της που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1200) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2013.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή