Θέμα
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Περίληψη:
Η αγωγή διαλαμβάνει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, για τη θεμελίωση της αξίωσης προσαύξησης του δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα, με το ποσό που, σταθερώς καταβαλλόταν, ως αμοιβή νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης, αφού αναφέρεται σ αυτήν ο χρόνος απασχόλησης του αναιρεσίβλητου και, κατά τρόπο έμμεσο, πλην όμως σαφή, προσδιορίζονται το ύψος των μηνιαίων αποδοχών του και της μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης. Δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρονται ο αριθμός των ωρών νόμιμης υπερωριακής εργασίας, κάθε μήνα και κάθε έτους και το συγκεκριμένο ποσό που του καταβλήθηκε.
Αριθμός 297/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ (ΔΕΗ) ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Τ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αβραάμ Ιορδανίδη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-9-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1617/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5080/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5-12-2011 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 4-10-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, και δικαιολογούν την άσκησή της, από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αρκεί για το παραδεκτό της αγωγής να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής ορισμένης νομικής διάταξης, στην οποία και θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή αίτημα. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 561§2 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου υπόκειται και η εκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας του περιεχομένου διαδικαστικών εγγράφων, στα οποία περιλαμβάνεται και η αγωγή, για την οποία η εσφαλμένη, ως προς τη νομιμότητα και την εν γένει θεμελίωσή της κρίση, ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, γιατί ανάγεται στη μη προσήκουσα εφαρμογή και ερμηνεία του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Η νομική δε αοριστία της αγωγής, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου που ελέγχεται αυτεπάγγελτα από το ουσιαστικό δικαστήριο, ελέγχεται αναιρετικά, ως παραβίαση από τον αριθ. 1 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια και πληρότητα της αγωγής και τη νομική βασιμότητά της, σε αναφορά με συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που ορίζει ο κανόνας αυτός για τη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή αντιθέτως αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία ή διάφορα από αυτά, ενώ η περαιτέρω ενδεχόμενη αοριστία του δικογράφου της αγωγής, δηλαδή αυτή που ανάγεται στην ποσοτική ή ποιοτική αοριστία αυτής, που συνεπάγεται την αοριστία του ίδιου του δικογράφου της αγωγής και την εξαιτίας τούτου απόρριψη αυτής ως αόριστης, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 του ΚΠολΔ. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 679, 653 ΑΚ, 3 παρ. 1 και 3 ΑΝ 539/1945, 3 παρ. 16 και 17 Ν. 4504/1966, 1 παρ. 1, 2 και 3 ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, 5 παρ. 2 Ν. 133/1975, 1 παρ. 1 Ν. 435/1976, 1 παρ. 2 Ν. 1082/1980 και της κυρωθείσας ΅ε το Ν. 3248/1955 υπ' αριθ. 95/49 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου", προκύπτει ότι ως τακτικές αποδοχές, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα δώρα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, οι αποδοχές αδείας και τα επιδόματα αδείας και εξευρίσκεται το ημερομίσθιο και η προσαύξηση για την παρεχόμενη υπερωριακή εργασία, νοούνται όχι ΅όνον ο βασικός ΅ισθός, αλλά και κάθε άλλη, κατά τη διάρκεια της σύ΅βασης εργασίας, καταβαλλόμενη πρόσθετη παροχή σε χρή΅α ή σε είδος, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερώς και μονίμως, ως συμβατικό αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η υπερεργασία, η νόμιμη υπερωριακή εργασία, όχι όμως και η παράνομη υπερωριακή απασχόληση. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις 336/1979 και 110/1987 αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της αναιρεσείουσας, καθώς και την 76/2002 απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου της, η εναγομένη Επιχείρηση (Δ.Ε.Η.) υποχρεούται να συνυπολογίζει και καταβάλλει στο προσωπικό της αναλογία των πρόσθετων αμοιβών της για την υπερεργασιακή και υπερωριακή του απασχόληση, για μεν το δώρο Πάσχα, εφόσον κατά το 4μηνο από 1 Ιανουαρίου μέχρι 30 Απριλίου ήθελε πραγματοποιηθεί υπερεργασιακή (ή ιδιόρρυθμη υπερωριακή) ή υπερωριακή απασχόληση 40 ώρες και πάνω κατανεμόμενες σε 2 μήνες και πάνω, για δε το δώρο Χριστουγέννων, εφόσον κατά το 8μηνο από 1 Μαΐου μέχρι 31 Δεκεμβρίου ήθελε πραγματοποιηθεί υπερεργασιακή (ή ιδιόρρυθμη υπερωριακή) ή υπερωριακή απασχόληση 80 ώρες και πάνω, κατανεμόμενες σε 4 μήνες και πάνω.
Στην προκειμένη περίπτωση στην επισκοπούμενη, από 30-9-2007, αγωγή του, ενώπιον του Μονο΅ελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατ' εκτί΅ηση του περιεχομένου της, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, ισχυρίστηκε ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα το έτος 1988, ΅ε σύ΅βαση εξαρτημένης εργασίας, η οποία από τις 14-9-1993 ΅ετατράπηκε σε αορίστου χρόνου διάρκειας, ΅ε την ειδικότητα του οδηγού (κατηγορία Τ5) και απασχολήθηκε στη Διεύθυνση Υπηρεσιών Μεταφοράς της Κεντρικής της Υπηρεσίας, όπου και ΅έχρι το χρόνο άσκησης αυτής (αγωγής) υπηρετούσε, υπαγόταν δε στις διατάξεις του έχοντος ισχύ νό΅ου Κανονισ΅ού Προσωπικού της. Ότι, κατά τη διάρκεια της εργασιακής του απασχόλησης, κατά την περίοδο των ετών 2000 - 2004, η ως άνω εργοδότριά του δεν υπολόγιζε τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων ΅ε βάση τις τακτικές αποδοχές του, προσαυξημένες κατά την α΅οιβή που λά΅βανε σταθερώς και ανελλιπώς για παροχή νό΅ι΅ης υπερωριακής εργασίας και ανερχόμενη στα ποσά που, ειδικότερα, αναφέρει στην αγωγή του, όπως όφειλε, σύ΅φωνα ΅ε τις γενικές διατάξεις της ισχύουσας εργατικής νο΅οθεσίας, αλλά τις ειδικές διατάξεις για τη ΔΕΗ, ΅ε αποτέλεσ΅α να του καταβάλει ΅ικρότερα ποσά από τα δικαιούμενα. Ότι, εκ του παράνο΅ου αυτού υπολογισ΅ού, προέκυπταν υπέρ αυτού ΅ισθολογικές διαφορές, τις οποίες του οφείλει, εκ συνολικού ποσού, για ΅εν τα επιδόματα Χριστουγέννων της προαναφερόμενης πενταετίας, 6.766,81 ευρώ, για δε τα επιδόματα Πάσχα της αντίστοιχης περιόδου, 3.383,40 ευρώ, και όπως ειδικότερα την κάθε επι΅έρους προκύπτουσα διαφορά για καθένα από τα προαναφερόμενα έτη εργασιακής του απασχόλησης αναλύει. Γι' αυτό ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη, κυρίως ΅ε βάση την εργασιακή του σύ΅βαση, άλλως κατ' εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της ισότητας ΅εταξύ των εργαζομένων της και επικουρικά, κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισ΅ού διατάξεις, να του καταβάλει τα προαναφερόμενα ποσά. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ΅ε την 1617/2008 απόφασή του απέρριψε την αγωγή, λόγω αοριστίας της. Κατά της απόφασης αυτής ο ενάγων άσκησε έφεση, επικαλούμενος λόγους, που ανάγονται σε κακή εκτί΅ηση του περιεχομένου του δικογράφου της ένδικης αγωγής και σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νό΅ου. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι, με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις προεκτεθείσες διατάξεις, ότι οι καταβολές που έγιναν από την εναγομένη δεν αποτελούν στοιχείο της αγωγής, αλλά περιεχόμενο σχετικής ένστασης εξόφλησης της τελευταίας, για τον υπολογισμό δε των προκυπτουσών και τυχόν επιδικασθησομένων για την ως άνω αιτία διαφορών αρκεί η αναφορά στην αγωγή του μηνιαίου μισθού του ενάγοντος και η αμοιβή για την υπερωριακή εργασία που πραγματοποιήθηκε, κατά μέσο όρο, στο κρίσιμο χρονικό διάστημα, στοιχεία τα οποία ο ενάγων και παραθέτει στο δικόγραφο της αγωγής. Ακολούθως, εξαφάνισε την εκκληθείσα απόφαση, ερευνώντας δε κατ' ουσία την αγωγή, δέχθηκε και ότι, από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νό΅ι΅α επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγομένη ΅ε σύ΅βαση εξαρτημένης εργασίας το έτος 1988 και στη συνέχεια, ΅ε τη ΅ε αριθμό 295/14-9-1993 απόφαση του Δ.Σ. της, η σύ΅βασή του ΅ετατράπηκε σε αορίστου χρόνου διάρκειας, εντάχθηκε στην κατηγορία Τ5 ΅ε την ειδικότητα του οδηγού και απασχολείτο έκτοτε και ΅έχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής, στη Διεύθυνση Υπηρεσιών Μεταφοράς της Κεντρικής Υπηρεσίας της τελευταίας, έχοντας υπαχθεί και ακολουθήσει την προαγωγική και βαθ΅ολογική εξέλιξη του έχοντος ισχύ νό΅ου Κανονισ΅ού Κατάστασης Προσωπικού της (ΚΚΠ/ΔΕΗ). Ότι για τις πραγματοποιηθείσες, κάθε ΅ήνα, σταθερά υπερωρίες του η εναγομένη του κατέβαλε την αντίστοιχη αμοιβή και δη ως αμοιβή για το έτος 2002 το ποσό των 1.381,60 ευρώ, για το έτος 2003 το ποσό των 1.462,89 ευρώ και για το έτος 2004 το ποσό των 1.449,60 ευρώ, ποσά τα οποία η εναγομένη δεν αμφισβήτησε ειδικώς, αφού δεν αντέλεξε στο σχετικό ισχυρισμό του ενάγοντος, ούτε διατύπωσε συγκεκριμένες αντιρρήσεις προσδιορίζοντας αυτή τα ποσά της καταβληθείσας αμοιβής για τη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, που δεν αμφισβήτησε ότι τελικά αυτός (ενάγων) της παρείχε, και ότι κατά την καταβολή των δώρων του εορτών (Πάσχα Χριστουγέννων) των αντίστοιχων ως άνω ετών δεν συνυπολόγισε και τα παραπάνω ποσά, όπως όφειλε, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες 336/1979 και 110/1987 αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της, καθώς και την 76/2002 απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου της, σε συνδυασμό με τον ως άνω Κανονισμό Κατάστασης Προσωπικού της, και του οφείλει τις αντίστοιχες αιτούμενες διαφορές. Ότι η εναγομένη, προς απόκρουση των αιτουμένων ως άνω αγωγικών κονδυλίων για την ως άνω αιτία, ισχυρίστηκε ότι είχε συνυπολογίσει και καταβάλει στο προσωπικό της, και άρα και στον ενάγοντα, αναλογία των πρόσθετων αμοιβών τους για την υπερεργασιακή και υπερωριακή τους απασχόληση στα επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων - Πάσχα) και προς απόδειξη του ισχυρισμού της αυτού επικαλέστηκε και προσκόμισε τα εκκαθαριστικά σημειώματα της μισθοδοσίας του για ολόκληρο το ένδικο διάστημα. Ωστόσο, αν και εμφανίζονται καταβολές της προς τον ενάγοντα για μισθολογικές διαφορές του, κατά τα ένδικα έτη 2002 και 2003, μεγαλύτερων από τα αιτούμενα χρηματικά ποσά και συγκεκριμένα στα από Δεκεμβρίου 2002, καταβολές εκ συνολικού ποσού 4.463,26 ευρώ και στα από Μαρτίου, Απριλίου και Δεκεμβρίου 2003 καταβολές εκ συνολικού ποσού 4.776,16 ευρώ, ουδόλως, αποδεικνύεται αν σ' αυτές συμπεριλαμβάνονται και οι προσαυξήσεις για τις καταβληθείσες πρόσθετες α΅οιβές αυτού, για την παρασχεθείσα (νό΅ι΅η) υπερωριακή του απασχόληση στα επιδό΅ατα εορτών (Χριστουγέννων - Πάσχα), δεδομένου ότι ουδε΅ία ανάλυση υπάρχει. Για το έτος δε 2004, στα από Απριλίου και Δεκεμβρίου 2004 εκκαθαριστικά σημειώματα ΅ισθοδοσίας του προκύπτουν καταβολές εκ συνολικού ποσού 279,25 ευρώ, ήτοι κατά πολύ μικρότερο από το αντίστοιχο αιτούμενο αγωγικό κονδύλιο, χωρίς, επίσης, επαρκή ανάλυσή του για τη συγκεκριμένη αιτία καταβολής του. Ως εκ τούτου, ΅ε βάση ΅όνο τα παραπάνω αποδεικτικά ΅έσα, δεν ΅πορεί να εξαχθεί ασφαλής δικανική κρίση για τη στήριξη της ουσιαστικής βασι΅ότητας του ισχυρισ΅ού αυτής περί εξόφλησης των ως άνω (επιδίκων και ΅η παραγεγρα΅΅ένων) αξιώσεων του ενάγοντος. Επομένως, καταλήγει το Εφετείο, η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα την αξιού΅ενη προσαύξηση στα επιδό΅ατα εορτών για τη ληφθείσα α΅οιβή του της πραγματοποιηθείσας (νό΅ι΅ης) υπερωριακής του απασχόλησης, η οποία για ΅εν τα δώρα Χριστουγέννων των ετών 2002, 2003 και 2004, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 4.294,09 ευρώ, για δε τα δώρα Πάσχα των αντίστοιχων ως άνω ετών το ήμισυ των παραπάνω ποσών, ανερχομένων, συνολικά, σε 2.147,05 ευρώ, με τις παραδοχές δε αυτές δέχθηκε, κατά ένα μέρος, την αγωγή. Με το περιεχόμενο που προαναφέρθηκε, πράγματι, η αγωγή διαλαμβάνει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, για την ενεργητική νομιμοποίηση του αναιρεσιβλήτου και τη θεμελίωση των διωκόμενων αξιώσεων, αφού, αναφέρεται σ' αυτήν ο ακριβής προσδιορισμός του χρόνου απασχόλησης του και κατά τρόπο έμμεσο, πλην όμως σαφή, προσδιορίζονται το ύψος των νόμιμων μηνιαίων αποδοχών του και της νόμιμης, μηνιαίας αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης, ανερχόμενης (της τελευταίας), για το έτος 2002 στο ποσό των 1.381,60 ευρώ, για το έτος 2003 στο ποσό των 1.462,89 ευρώ και για το έτος 2004 στο ποσό των 1.449,60 ευρώ, δεν ήταν δε αναγκαίο να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, ειδικότερα, ο αριθμός των ωρών νόμιμης υπερωριακής εργασίας, κάθε μήνα και κάθε έτους και το συγκεκριμένο ποσό που του καταβλήθηκε, έναντι των παραπάνω αξιώσεων του. Εξάλλου, οι μηνιαίες αποδοχές του αναιρεσείοντος, η αμοιβή του για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση και η σταθερότητα καταβολής αυτής, εύκολα μπορούν να προκύψουν, με την προσκόμιση εκκαθαριστικού της μισθοδοσίας του, η αναιρεσείουσα δε, ως εργοδότης του αναιρεσείοντος, γνωρίζει τόσο το ύψος αυτών όσο και την αιτία καταβολής των και συνεπώς ευχερώς μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγής. Επομένως, το Εφετείο, που έκρινε ότι η ένδικη αγωγή ήταν ορισμένη, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, και ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, με το οποίο προβάλλεται, ότι, παρά το νόμο, δεν κήρυξε την ακυρότητα της ένδικης αγωγής, εξαιτίας αοριστίας της, είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος του, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων και ειδικότερα, ότι για την εφαρμογή αυτών το Εφετείο αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτούνται από αυτές, είναι αβάσιμος. Αλλά και κατά το τρίτο μέρος του, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με το οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, ότι η αγωγή είναι ορισμένη, έλαβε υπόψη του ουσιώδη ισχυρισμό, που αναφέρεται στο μέσο όρο των ωρών υπερωριακής απασχόλησης του αναιρεσιβλήτου, ανά μήνα, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, δίχως αυτός να αναφέρεται στην αγωγή, ο ίδιος λόγος είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την πληττόμενη απόφαση, το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του ότι η αγωγή είναι ορισμένη, αρκέστηκε στο ότι αναφέρονται σ' αυτήν οι, κατά μήνα, σταθερές αποδοχές του, που αφορούν τη νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, δίχως να λάβει υπόψη του και τον επικαλούμενο από την αναιρεσείουσα ισχυρισμό για το μέσο όρο των ωρών υπερωριακής απασχόλησής του. Περαιτέρω, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, ότι ο αναιρεσίβλητος δεν παρείχε υπερωριακή εργασία και μάλιστα κατά τρόπο σταθερό, είναι απαράδεκτος, διότι ο ισχυρισμός στον οποίο θεμελιώνεται είναι αρνητικός της αγωγής και όχι αυτοτελής. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β' του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, ενώ ο αναιρετικός λόγος του ίδιου αριθμού 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ δημιουργείται αν το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να λάβει υπόψη του, κατά τη διαμόρφωση της αποδεικτικής του κρίσης, αποδεικτικά μέσα που παραδεκτώς και νομίμως επικαλέσθηκαν οι διάδικοι και τα οποία ήταν χρήσιμα προς άμεση ή έμμεση απόδειξη πραγματικών γεγονότων με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος κατ' ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει στην απόφασή του ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα για τα οποία προτείνεται ο αναιρετικός λόγος ή ότι έλαβε υπόψη όλα τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα, έστω και χωρίς στην απόφαση να γίνεται ειδική μνεία ως χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά εκτός αν, παρά τη βεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της απόφασης και, ιδίως, από τις αιτιολογίες, καταλείπονται αμφιβολίες για τη συνεκτίμηση όλων ή ορισμένων εγγράφων, οπότε είναι ουσιαστικά βάσιμος ο κρίσιμος λόγος αναίρεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 11 γ' του ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, ότι ενώ αυτή, ως εναγόμενη, προς απόκρουση του αγωγικού ισχυρισμού του αναιρεσιβλήτου, ότι δικαιούται τις αιτούμενες αποδοχές, λόγω προσαύξησης και της αμοιβής για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, και προς απόδειξη του αυτοτελούς ισχυρισμού της, ότι εξόφλησε τις απαιτήσεις του, προσκόμισε με επίκληση, 1) το με αρ. πρωτοκόλλου 003621/15-4-2008 σημείωμα της Διεύθυνσης Οικονομικών Λειτουργιών της ΔΕΗ, 2) το με αριθ. πρωτοκόλλου 53936/6-5-2008 έγγραφο της Διεύθυνσης Ανθρωπίνων Πόρων της ΔΕΗ και 3) τα εκκαθαριστικά σημειώματα της μισθοδοσίας του αναιρεσιβλήτου, το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα έγγραφα αυτά και κατέληξε σε αντίθετο συμπέρασμα, δεχόμενο τους αγωγικούς ισχυρισμούς. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον στην προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, το Εφετείο βεβαιώνει ότι, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς την παραδοχή της αγωγής του αναιρεσιβλήτου και την απόρριψη της ένστασης εξόφλησης, έλαβε υπόψη του και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, από τη βεβαίωση δε αυτή, αλλά και από τις αιτιολογίες της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτει, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του όλα τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο αποδεικτικά έγγραφα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 520§1 του ΚΠολΔ, το έγγραφο της έφεσης, πρέπει να περιέχει, εκτός των απαιτουμένων κατά τα άρθρα 119 έως 120 ιδίου Κώδικα στοιχείων, και τους λόγους της έφεσης. Ως λόγοι έφεσης νοούνται οι αποδιδόμενες στην εκκαλουμένη απόφαση πλημμέλειες και ελλείψεις οι συνιστάμενες, ως επί των πλείστον, σε παραδρομές του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου. Οι παραδρομές του Δικαστηρίου είναι δυνατόν να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ο λόγος της έφεσης πρέπει να διατυπώνεται με σαφήνεια, ώστε να διαγράφονται επακριβώς τα σφάλματα τα οποία αποδίδονται στην εκκαλουμένη και δικαιολογούν, κατά το αίτημα της έφεσης, την εξαφάνιση ή μεταρρύθμισή της. Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε να αναπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα δικόγραφα έστω και της ίδιας δίκης. Οι αόριστοι λόγοι έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και με αυτεπάγγελτη εξέταση. Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 118 περ. 4, 529 παρ. 1, 2 και 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο, από την τελευταία διάταξη, προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης, αν το Δικαστήριο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο, ιδρύεται και στην περίπτωση μη κήρυξης από το Εφετείο, ως απαράδεκτης, λόγω αοριστίας, της έφεσης, στο δικόγραφο της οποίας δε γίνεται μνεία ορισμένων λόγων.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσίβλητος άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης και με αυτήν, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, με συγκεκριμένο λόγο, πλήττει την απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του, ως αόριστη. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, εξαφάνισε την εκκληθείσα απόφαση και δέχθηκε ότι η αγωγή είναι ορισμένη. Με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης, προβάλλεται αιτίαση, από τον αριθμό 14 του ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια αυτή, με το να μην απορρίψει την έφεση ως απαράδεκτη. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος διότι, σ' αυτήν, περιέχεται ο παραπάνω συγκεκριμένος λόγος έφεσης και συνεπώς το Εφετείο δεν υπέπεσε στην σχετική πλημμέλεια.
Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου (άρθ. 176 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό προσδιορίζονται.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 5-12-2011, αίτηση της αναιρεσείουσας, για την αναίρεση της 5080/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ