Αριθμός 72/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 27 Οκτωβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία "Αλληλοβοηθητικό Ταμείο Πρόνοιας Εργαζομένων Α.Τ.Ε." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Πέππα, που κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Π. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Στρίμπερη, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/11/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2879/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 3960/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον ν.π.ι.δ. με την από 20/5/2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου ανέγνωσε την από 19/2/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος και να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του ισχύοντος Συντάγματος, που ορίζουν ότι "οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου" (άρθρο 4 παρ. 1) και "το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει" (άρθρο 22 παρ. 5), προκύπτει δέσμευση του νομοθέτη, ο οποίος δεν δύναται, κατά την ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, να μεταχειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Η δέσμευση δε αυτή του νομοθέτη υφίσταται και κατά την εκδήλωση της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων και επιβάλλει τη συμμετοχή αυτών στο σύστημα παροχών και αντιπαροχών της κοινωνικής ασφάλισης, μεταξύ των οποίων και η παροχή εφάπαξ βοηθήματος - αποζημίωσης στους εξ αυτών αποχωρούντες από την ενεργό υπηρεσία, με ίσους όρους. Έτσι, η συνταγματικώς επιτρεπτή εισαγωγή με νόμο, ανώτατου ορίου στο παρεχόμενο από τον φορέα εφάπαξ βοήθημα, τελεί υπό την προϋπόθεση, ότι αυτό δεν έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, το ασφαλιστικό δηλαδή κεφάλαιο από το οποίο καταβάλλεται, δεν σχηματίζεται αποκλειστικά, κατά τη νομοθεσία που το διέπει, με κρατήσεις από τις αποδοχές των ασφαλισμένων, αλλά συμμετέχουν στο σχηματισμό του και άλλοι, ιδίως κοινωνικοί πόροι ή ουσιώδεις επιβαρύνσεις τρίτων (ΟλΑΠ 32/1995, ΑΠ 275/2015, ΑΠ 442/2015, ΑΠ 789/2014). Όταν όμως το κεφάλαιο αυτό σχηματίζεται αποκλειστικά με κρατήσεις από τις αποδοχές των ασφαλισμένων και έχει επομένως αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, η επιβολή νομοθετικά ανώτατου ορίου στην παροχή του εφάπαξ βοηθήματος παραβιάζει την κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, αφού ενέχει αδικαιολόγητα δυσμενή διάκριση σε βάρος των υπαλλήλων, οι οποίοι, ως εκ του μακρού χρόνου υπηρεσίας τους και των υψηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε μεγαλύτερες κρατήσεις και παρά ταύτα θα λάβουν την ίδια εφάπαξ αποζημίωση με τους συναδέλφους τους, οι οποίοι, ως εκ του μικρού χρόνου υπηρεσίας τους και των χαμηλών αποδοχών τους, υποβλήθηκαν σε μικρότερες κρατήσεις, παρά τον από τις ίδιες διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος κανόνα, ότι το μέγεθος της εφάπαξ αποζημίωσης, υπολογιζόμενο με βάση το χρόνο υπηρεσίας και τις αποδοχές του εργαζομένου, είναι ανάλογο προς τις εισφορές που καταβλήθηκαν από αυτόν. Εξάλλου, η Φ46/3239/23.2.1987 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την οποία ανασυντάχθηκε, τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε το Καταστατικό του Ταμείου Συντάξεων και Πρόνοιας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β' 108) ορίζει στο άρθρο 2 παρ. 2, ότι η ασφάλιση που ασκείται από το εν λόγω Ταμείο ενεργείται από δύο κλάδους, τον Κλάδο Συντάξεων και τον Κλάδο Πρόνοιας, από τον οποίο χορηγούνται τα εφάπαξ βοηθήματα και στο άρθρο 9 παρ. 3 ότι: "Για τον Κλάδο Πρόνοιας (εφάπαξ βοήθημα) πόροι είναι: α) εισφορά του ασφαλισμένου ίση με 3% που υπολογίζεται στις πάσης φύσεως αποδοχές του για κάθε πραγματική υπηρεσία στην ΑΤ.Ε., β) εισφορά του εργοδότη ίση με 3% που υπολογίζεται στις πάσης φύσεως αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε πραγματική υπηρεσία στην Α.Τ.Ε., γ) ποσοστό από τα έσοδα που προέρχονται από τις ασφαλιστικές εργασίες του εργοδότη ή θυγατρικών των εταιριών. Το πιο πάνω ποσοστό καθορίζεται μέσα στο πρώτο εξάμηνο κάθε χρόνου με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του εργοδότη, δ) ποσοστό προμήθειας από τις ασφαλιστικές εργασίες της Τράπεζας σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν.1256/1982. Το ποσό αυτό καθορίζεται κάθε χρόνο με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας, ε) οι τόκοι και γενικά οι πρόσοδοι των κεφαλαίων και κάθε άλλου περιουσιακού στοιχείου του Κλάδου Πρόνοιας". Εξάλλου, η ίδια ως άνω υπουργική απόφαση στο άρθρο 34 ορίζει, ότι "1. Οι ασφαλισμένοι του Κλάδου (νοείται Πρόνοιας) δικαιούνται εφάπαξ βοηθήματος υπό τις προϋποθέσεις: α)... β) εφόσον αποχωρήσουν από την υπηρεσία της Τράπεζας λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας που προβλέπεται από τον Οργανισμό της ή για οποιουσδήποτε άλλους λόγους, εφόσον έχουν χρόνο πραγματικής υπηρεσίας στην Αγροτική Τράπεζα, ασφαλισμένη στον Κλάδο Πρόνοιας, όχι από αναγνώριση, πέντε (5) τουλάχιστον ετών, 2) το εφάπαξ βοήθημα υπολογίζεται στον τελευταίο ετήσιο μισθό, όπως αυτός καθορίζεται στην επομένη παράγραφο, κατά την ακόλουθη κλίμακα: 4% για κάθε χρόνο ασφάλισης από του 1ου μέχρι και του 10ου , 8% για κάθε χρόνο ασφάλισης από του 11ου μέχρι και του Ι5ου, 10% για κάθε χρόνο ασφάλισης από του 16ου μέχρι και του 32ου, 3) για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου ... ετήσιος μισθός λογίζεται το άθροισμα δεκατεσσάρων (14) μισθών βάσης, με βάση το μήνα εξόδου του ασφαλισμένου από την υπηρεσία, προσαυξημένων με τα επιδόματα - πολυετούς υπηρεσίας, βαθμού θέσεως, επιστημονικής απόδοσης, γάμου, τέκνων και αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (Α.Τ.Α.), 4) Αν διακοπεί η χορήγηση των επιδομάτων γάμου, τέκνων και θέσεως πριν από τη συμπλήρωση πενταετίας, για τον καθορισμό του εφάπαξ βοηθήματος λαμβάνονται ποσοστά των επιδομάτων αυτών ως εξής: Αν ο ασφαλισμένος αποχώρησε από την υπηρεσία μέσα στον πρώτο χρόνο από τη διακοπή, λαμβάνεται υπόψη το 90% του επιδόματος, μέσα στο δεύτερο χρόνο το 80%, μέσα στον τρίτο χρόνο το 70%, μέσα στον τέταρτο χρόνο το 60% και μέσα στον πέμπτο χρόνο το 50%. Μετά τον πέμπτο χρόνο διακοπής του επιδόματος δεν υπολογίζονται τα επιδόματα γάμου, τέκνων και θέσεως για τον καθορισμό του εφάπαξ βοηθήματος". Περαιτέρω, το άρθρο 57 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ Α' 165), το οποίο εντάσσεται στο Δ' Κεφάλαιο του έχοντος τον τίτλο "Ρυθμίσεις για τους ασφαλιζόμενους στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης από 1.1.1993" Τρίτου Μέρους του εν λόγω νόμου, ορίζει ότι: "Η συνολική εισφορά ασφάλισης για εφάπαξ βοήθημα σε φορείς ασφάλισης Πρόνοιας ορίζεται σε ποσοστό 4% και βαρύνει αποκλειστικά τους ασφαλισμένους". Εξάλλου, ο ίδιος ν. 2084/1992 στο άρθρο 57 του Δ' Κεφαλαίου του Τετάρτου Μέρους του, έχοντος τον τίτλο "Ρυθμίσεις για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992", ορίζει τα εξής: "1 . Η προβλεπομένη από τις οικείες διατάξεις των φορέων ασφαλίσεως πρόνοιας των Υπαλλήλων των Τραπεζών: Εθνικής, Ελλάδος και Κτηματικής, Αγροτικής, Ε.Τ.Β.Α., Ιονικής και Λαϊκής και Εμπορικής, του Ο.Τ.Ε. και του Κλάδου Πρόνοιας του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού Ασφαλιστικής Εταιρίας "Η Εθνική" που χορηγούν εφάπαξ βοηθήματα, η εισφορά του εργοδότη μειώνεται προοδευτικά αρχής γενομένης από 1.1.1993 κατά το 1/10 για κάθε έτος. Η κατά τα άνω μειούμενη εισφορά προστίθεται αντίστοιχα στην εργοδοτική εισφορά υπέρ του φορέα κύριας σύνταξης, στον οποίο υπάγονται ασφαλισμένοι των φορέων ή κλάδων ασφάλισης Πρόνοιας πλην του Κλάδου Πρόνοιας του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας, η οποία προστίθεται στην εργοδοτική εισφορά υπέρ του Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος 2) ... 3) Το ακαθάριστο ποσό του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγούν οι φορείς ασφάλισης πρόνοιας της παρ. 1 του άρθρου αυτού για 35 έτη ασφάλισης, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 10.000.000 δραχμών. Επιπλέον ποσό εφάπαξ βοηθήματος προβλεπόμενο από τις καταστατικές διατάξεις των φορέων χορηγείται μειωμένο κατά το 1/6 για κάθε έτος από 1.1.1993 και μετά. Για χρόνο ασφάλισης μικρότερο ή μεγαλύτερο των 35 ετών, το παραπάνω ποσό μειούται ή αυξάνεται αναλόγως των ετών ασφάλισης. 4) (όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, πρίν, δηλαδή, αντικατασταθεί με την παρ. 4 του άρθρου 84 του ν. 2676/1999) Με απόφαση του Υπουργού Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αναπροσαρμόζεται κάθε φορά το ανώτατο όριο του εφάπαξ βοηθήματος της προηγουμένης παραγράφου μέχρι του εκάστοτε ποσοστού αύξησης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων". Κατ` εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διάταξης της παρ. 4 εκδόθηκαν υπουργικές αποφάσεις και ειδικότερα η 7/οικ.1231/1-6-1993 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Β` 404), οι 7/οικ.1490/24.8.1994 (Β` 653) και 7/οικ.1237/6.7.1995 (Β` 646) αποφάσεις του Υφυπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και οι Φ7/οικ.1251/1.8.1996 (Β` 702) και Φ.7/οικ.1343/28.7.1997 (Β` 680) αποφάσεις του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με τις οποίες αναπροσαρμόστηκε το ανώτατο όριο του εφάπαξ βοηθήματος για τα έτη 1993, 1994, 1995, 1996 και 1997, αντιστοίχως. Από τις εκτεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι το παρεχόμενο από το αναιρεσείον Ταμείο εφάπαξ βοήθημα έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, αφού (καθ` όλο το χρόνο ασφάλισης του αναιρεσίβλητου), το ασφαλιστικό κεφάλαιο του Ταμείου σχηματιζόταν μόνο από ασφαλιστικές εισφορές και όχι από άλλους πόρους. Ειδικότερα, το κεφάλαιο αυτό σχηματιζόταν αρχικώς μεν από ισόποσες ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων και της εργοδότριας Τράπεζας, οι οποίες υπολογίζονταν επί των αυτών αποδοχών των ασφαλισμένων, από δε την 1.1.1993 και έως την έξοδο του αναιρεσίβλητου από την ενεργό ασφάλιση και πάλι από εισφορές τόσο των ασφαλισμένων όσο και της εργοδότριας Τράπεζας, με τη διαφορά ότι οι εισφορές της Τράπεζας μειώνονταν συνεχώς. Και ναι μεν στις περιπτώσεις Γ και Δ της παρ. 1 του άρθρου 5 του ανωτέρω Κανονισμού προβλέπονται ως πόροι του Ταμείου, πλην των ασφαλιστικών εισφορών, και άλλα έσοδα (οι πρόσοδοι, γενικά, της περιουσίας του και κάθε χαριστική παροχή προς αυτό), τα έσοδα όμως αυτά, εν πολλοίς αόριστα και υποθετικά, δεν μπορεί να αποτελέσουν ασφαλές κριτήριο για το χαρακτηρισμό του επίδικου εφάπαξ βοηθήματος ως ανταποδοτικού ή μη, διότι δεν προκύπτει ότι συνέβαλαν, κατά τρόπο σταθερό και μόνιμο, στο σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου του Ταμείου.
Συνεπώς, οι διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992, κατά το μέρος που θεσπίζουν περιορισμό του ανώτατου ορίου του εφάπαξ βοηθήματος των ασφαλισμένων του ανωτέρω Ταμείου, οι οποίοι εξέρχονται από την ενεργό ασφάλιση κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 έως την πλήρη κατάργηση της καταβαλλόμενης στο Ταμείο εργοδοτικής εισφοράς, αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Εξάλλου, η ως άνω διάκριση, εν όψει του αμιγώς ανταποδοτικού χαρακτήρα της παροχής, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει ήδη δεκτά, δεν δικαιολογείται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, λαμβανομένης υπόψη και της δίκαιης σταθμίσεως, η οποία πρέπει να υφίσταται μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος του ατόμου για καταβολή της ασφαλιστικής παροχής, όταν αυτή, ως περιουσιακό δικαίωμα, προέρχεται, όπως στην προκείμενη περίπτωση, από τις ασφαλιστικές εισφορές του ασφαλισμένου, έτσι ώστε βασίμως να προσδοκά αυτός, και στο πλαίσιο της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, αποχή από κάθε επέμβαση και προστασία του εν λόγω δικαιώματός του (ΑΕΔ 3, 4, 5/2007, ΟλΑΠ 17/2005, ΑΠ 275/2015, ΑΠ 789/2014, ΑΠ 803/2014 ). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα διαδικαστικά έγγραφα, παραδεκτώς επισκοπούμενα (άρθρ. 561 παρ. 2 KΠολΔ), ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, με την από 24-7-2008 αγωγή του, ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ταμείο - ήδη αναιρεσείον - το οποίο συνιστά καθολικό διάδοχο του Κλάδου Πρόνοιας του Ταμείου Συντάξεων και Πρόνοιας Προσωπικού A.T.Ε. (άρθρο 6 παρ. 20 ν. 3029/2002) και έχει, μεταξύ άλλων, ως σκοπό τη χορήγηση εφάπαξ βοηθήματος στους ασφαλισμένους σε αυτό υπαλλήλους της, να του καταβάλει, λόγω αποχώρησης του από την Αγροτική Τράπεζα, κυρίως με βάση τις ως άνω διατάξεις του Καταστατικού του, άλλως και επικουρικώς σύμφωνα με τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις του Αστικού Κώδικα (ΑΚ 904 επ.), το ποσό των 17.045,81 ευρώ, που συνιστά τη διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος και δικαιουμένου εφάπαξ βοηθήματος. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 2879/2009 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή, ως προς την κύρια βάση της και μετά από άσκηση έφεσης κατ` αυτής, από το αναιρεσείον, εκδόθηκε η 3960/2013 απόφαση, με την οποία το Εφετείο δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων, υπάλληλος της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, αποχώρησε από την υπηρεσία του την 30-11-1999, έχοντας συμπληρώσει 29 έτη, 6 μήνες και 4 ημέρες συνολικό συντάξιμο χρόνο. Το εκκαλούν Ταμείο, καθολικός διάδοχος του κλάδου πρόνοιας του Ταμείου Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού ΑΤΕ, στο οποίο ο ενάγων ήταν ασφαλισμένος, έχει, μεταξύ άλλων, ως σκοπό τη χορήγηση εφάπαξ βοηθήματος στους ασφαλισμένους σ` αυτό υπαλλήλους της ΑΤΕ. Κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία ο ενάγων εδικαιούτο να λάβει από το εναγόμενο εφάπαξ βοήθημα πρόνοιας, σύμφωνα με τα άρθρα 34, 35 και 36 του Καταστατικού του. Συγκεκριμένα ο ενάγων εδικαιούτο να λάβει το ποσό των 28.323.490 δραχμών ή 83.121,03 ευρώ, όμως το εναγόμενο του κατέβαλε εφάπαξ βοήθημα μειωμένο, σύμφωνα με το πλαφόν του άρθρου 57 του ν. 2084/1992, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της αποχώρησής του. Στην συνέχεια, λόγω δικαστικών διενέξεων υπαλλήλων, που είχαν αποχωρήσει από την τράπεζα, λαμβάνοντας μειωμένο εφάπαξ βοήθημα και είχαν ασκήσει αγωγές ενώπιον των δικαστηρίων, με αίτημα την καταβολή από το εναγόμενο Ταμείο της διαφοράς μεταξύ του δικαιούμενου ποσού εφάπαξ βοηθήματος και αυτού που τους καταβλήθηκε, το Διοικητικό Συμβούλιο του εναγομένου με τη μ' αριθμό 6/16-11-2004 απόφασή του αποφάσισε να καταβληθεί στους υπαλλήλους της ΑΤΕ, που συνταξιοδοτήθηκαν από 1-1-1993 μέχρι 8-2-2004 συμπληρωματικό εφάπαξ βοήθημα, που ανερχόταν σε ποσοστό της δικαιούμενης διαφοράς, μεταξύ του προαναφερομένου δικαιούμενου και του πράγματι καταβαλλόμενου ποσού. Έτσι κατέβαλε αρχικά στον ενάγοντα, λόγω της αποχώρησής του, με τη μ' αριθμό 10.322/133/7-12-2009 πράξη απονομής εφάπαξ το ποσό των 13.236.818 δραχμών ή 38.846,13 ευρώ, η καταβολή του οποίου έγινε σύμφωνα με το άρθρο 57 του ν. 2084/1992, ενώ με την ως άνω 6/16.11.2004 απόφαση του ΔΣ του εναγομένου του καταβλήθηκε συμπληρωματικό εφάπαξ ποσό, με βάση τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 του Καταστατικού του, κατόπιν υπογραφής εκ μέρους του ενάγοντος υπεύθυνης δήλωσης περί παραιτήσεως περαιτέρω αποζημιώσεως. Με βάση την ως άνω απόφαση του ΔΣ καταβλήθηκε στον ενάγοντα το συμπληρωματικό ποσό των 27.229,09 Ευρώ. Πλην όμως, όπως εκτέθηκε με τις προαναφερόμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992, κατά το μέρος που θεσπίζουν περιορισμό του ανωτάτου ορίου του εφάπαξ βοηθήματος των ασφαλισμένων αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η δε ως άνω διάκριση, ενόψει του αμιγώς ανταποδοτικού χαρακτήρα της παροχής, δεν δικαιολογείται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος. Με βάση τα παραπάνω ο ενάγων εδικαιούτο να λάβει κατά την αποχώρησή του από την ενεργό υπηρεσία του στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος το εφάπαξ βοήθημα Πρόνοιας, που προβλέπονταν στις διατάξεις των άρθρων 34, 35 και 36 του Καταστατικού του εναγομένου, χωρίς τον περιορισμό (πλαφόν) που, τέθηκε με την προαναφερόμενη αντισυνταγματική διάταξη, που ανέρχονταν, όπως προεκτέθηκε, στο ποσό των 28.323. 490 δραχμών ή 83.121,03 Ευρώ (το ύψος του οποίου δεν αμφισβητεί το εκκαλούν) και συνεπώς ο ενάγων δικαιούται να λάβει την προκύπτουσα διαφορά, η οποία ανέρχεται στο ποσό των (83.121,03 -(38.846,13-27.229,09) 17.045,81 Ευρώ, όπως ορθά δέχθηκε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Συνεχίζοντας το Εφετείο δέχεται ότι , όσον αφορά τον ισχυρισμό του εναγομένου ότι οι με αριθμούς 3,4 και 5/2007 αποφάσεις του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που έκριναν ως αντισυνταγματική την επίμαχη διάταξη νόμου δημοσιεύθηκαν σε χρόνο μεταγενέστερο της συνταξιοδότησης του ενάγοντος, χωρίς να ορισθεί σ' αυτές αναδρομική ισχύς τους και ως εκ τούτου δεν έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος "τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα", ενώ σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 345/1976 οι αποφάσεις του ΑΕΔ είναι, κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος, αμετάκλητες και Ισχύουν έναντι όλων από το χρόνο της δημοσίευσής τους ή από το χρόνο που ορίζεται στην απόφαση. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται σαφώς ότι η κήρυξη διάταξης τυπικού νόμου ως αντισυνταγματική από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχει ως συνέπεια να καθίσταται αυτή ανίσχυρη από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης ή από το χρόνο που ορίζεται σ' αυτήν και επομένως δεσμεύει τα Δικαστήρια όλων των βαθμίδων και δικαιοδοσιών της Ελληνικής Επικράτειας, ως προς το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας νόμου, το οποίο επέλυσε το ΑΕΔ. Έτσι το παρόν Δικαστήριο δεσμεύεται από τις παραπάνω αποφάσεις του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ως προς την αντισυνταγματικότητα της επίμαχης διάταξης του άρθρου 57 του ν. 2084/1992, που επέβαλε περιορισμό (πλαφόν) ως προς το ύψος του χορηγούμενο βοηθήματος στους ασφαλισμένους του εναγομένου και υποχρεούται να μην τον εφαρμόσει.
Συνεπώς, η μη πρόσδοση αναδρομικότητας στην ισχύ των ως άνω αποφάσεων του ΑΕΔ, οι οποίες ωστόσο ισοδυναμούν με νομοθετική μεταβολή και συνεπάγονται κατάργηση του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας, δεν εμποδίζει τη δικαστική διεκδίκηση και προστασία της αξιώσεως του ενάγοντος περί καταβολής (συμπληρώσεως) του εφάπαξ βοηθήματος που δικαιούται, το οποίο έχει γεννηθεί σε προγενέστερο της δημοσιεύσεως των ως άνω αποφάσεων διάστημα, αφού συντρέχει και η προϋπόθεση της μη παραγραφής αυτής. Με την αντίθετη ερμηνεία η προστασία της σχετικής αξιώσεως των ασφαλισμένων του εναγομένου Ταμείου θα είχε αποκλειστική συνάρτηση με ξένη προς τους δικαιούχους προϋπόθεση, όπως είναι ο χρόνος της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του ΑΕΔ, γεγονός που έρχεται σε σύγκρουση με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, στην έννοια της οποίας εμπίπτουν και οι απαιτήσεις (ενοχικά δικαιώματα) του εργατικού δικαίου. Εξάλλου, εφόσον η ως άνω διάταξη έχει κηρυχθεί αντισυνταγματική, ισχύουσα έναντι όλων και το Δικαστήριο τούτο δεσμεύεται για τη μη εφαρμογή της, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι, μετά τη μετατροπή του από Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου σε Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, δεν δεσμεύεται από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, που ορίζει ότι "το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων όπως νόμος ορίζει", αλυσιτελώς προβάλλεται, ανεξάρτητα από την αβασιμότητά του, καθώς η συγκεκριμένη διάταξη αφενός μεν κηρύχθηκε ως αντιβαίνουσα κατ' αρχήν και κυρίως στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 22 παρ. 5, αφετέρου δε η μέριμνα του Κράτους για την κοινωνική ασφάλιση αφορά όλους τους εργαζομένους, είτε του δημοσίου είτε του ιδιωτικού τομέα. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί κατ' ουσία την αγωγή. Κρίνοντας το Εφετείο, ότι οι διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992, κατά το μέρος που θεσπίζουν περιορισμό του ανωτάτου ορίου του εφάπαξ βοηθήματος των ασφαλισμένων του εναγομένου Ταμείου αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες στην κρινόμενη περίπτωση, οι δε αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που προβάλλονται με τους ενιαίως κρινόμενους πρώτο και δεύτερο λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ είναι αβάσιμοι. Οι επιπλέον αιτιάσεις, ότι α) η νομολογία του ΑΕΔ, αναφορικά με την αντισυνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 57 του ν. 2084/1992, ως προς τον θεσπιζόμενο περιορισμό του ανωτάτου ορίου του εφάπαξ βοηθήματος αναφέρεται σε φορείς κοινωνικής ασφάλισης και όχι σε παροχές που καταβάλλονται από τα Αλληλοβοηθητικά Ταμεία στα μέλη τους και τα οποία λειτουργούν υπό το καθεστώς του ν. 3029/2002 ως σωματεία και β) δεν γίνεται επίκληση αντίθεσης του Καταστατικού του στο νόμο ή στο Σύνταγμα και αν παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης, είναι αβάσιμες καθόσον, α) το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον είναι καθολικός διάδοχος του Κλάδου Προνοίας του Ταμείου Συντάξεως και Προνοίας Προσωπικού ΑΤΕ και β) δεν απαιτείται επίκληση αντίθεσης του Καταστατικού του αναιρεσείοντος προς το νόμο ή το Σύνταγμα, για τη μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2084/1992, ως προς τον καθορισμό του θεσπιζόμενου με αυτό ανωτάτου ορίου εφάπαξ βοηθήματος, ως ανίσχυρης, λόγω αντίθεσης τους προς τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, όπως κρίθηκε με τις 3, 4 και 5/2007 αποφάσεις του ΑΕΔ, ούτε επίκληση της αρχής της ίσης μεταχείρισης (ΑΠ 391/2015, ΑΠ 803/2014).
2. Επειδή, η προβαλλόμενη, με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αιτίαση ότι από τη μεταβατικής ισχύος διάταξη του άρθρου 24 παρ. 5 του Καταστατικού που ορίζει ότι << Για όσους αποχωρήσουν σε διάστημα πενταετίας από της ενάρξεως εφαρμογής του παρόντος Καταστατικού δεν λαμβάνουν λιγότερα από αυτά που θα ελάμβαναν αν ο υπολογισμός γινόταν με τον παλαιό τρόπο υπολογισμού (παλαιό καταστατικό και πλαφόν του Ν.2084/1992)>>, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 του ίδιου Καταστατικού, που ορίζει τον τρόπο υπολογισμού του εφάπαξ βοηθήματος των αποχωρούντων υπαλλήλων, προκύπτει ότι με τις μεταβατικής ισχύος ως άνω διατάξεις καθορίστηκε ο τρόπος υπολογισμού του εφάπαξ βοηθήματος των αποχωρούντων υπαλλήλων κατά το ως άνω διάστημα, μόνο ως στοιχείο προσδιοριστικό του κατωτάτου ορίου του εφάπαξ βοηθήματος και όχι των ανωτάτων ορίων του βοηθήματος αυτού, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον ο αναιρεσίβλητος αποχώρησε από την υπηρεσία του πριν από την έναρξη ισχύος του ως άνω Καταστατικού ( έναρξη ισχύος 9/2/2004 και μεταβατική διάρκεια έως 9/2/2009, αποχώρηση αναιρεσιβλήτου από την υπηρεσία 30/11/1999 ) και ως εκ τούτου δεν καταλαμβάνονται από τη μεταβατικής ισχύος διάταξη του άρθρου 24 παρ. 5 του Καταστατικού του εναγομένου. (ΑΠ 391/2015, ΑΠ 803/2014). 3. Επειδή, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή ν` αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός, που στηρίζει το λόγο αναίρεσης, είχε προταθεί στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, και μάλιστα ότι είχε προταθεί παραδεκτώς και νομίμως.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος πρότασής του, ή επαναφοράς του στο ανωτέρω δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί, αν ήταν νόμιμος και παραδεκτός, αν δε, συντρέχει εξαιρετική περίπτωση των εδαφ. α`- γ` της παρ. 2 του άρθρου 562 να εκτίθεται στο αναιρετήριο ο λόγος αυτός (ΑΠ 275/2015, ΑΠ 442/2015, ΑΠ 391/2015). Περαιτέρω, από τα άρθρα 591 παρ. 1β`, 666 παρ. 1, 115 παρ. 3 και 256 παρ. 1δ` του ΚΠολΔ προκύπτει ότι στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς τους, προφορικά, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επιπλέον οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρηθούν στα πρακτικά, με συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός αν τα γεγονότα αυτά περιέχονται στις κατατιθέμενες προτάσεις, απαιτείται δηλονότι, σε κάθε περίπτωση, προφορική πρόταση των ισχυρισμών που, "ως γενόμενο κατά τη συζήτηση" σημειώνεται στα πρακτικά και έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν τους αυτοτελείς ισχυρισμούς στις κατατιθέμενες προτάσεις. Τέλος, κατά το άρθρο 871 ΑΚ, με τη σύμβαση του συμβιβασμού, οι συμβαλλόμενοι διαλύουν, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, μια έριδά τους ή μια αβεβαιότητα, για κάποια έννομη σχέση, αρκεί το αντικείμενο της σύμβασης αυτής να μη έχει εξαιρεθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία, γιατί, στην αντίθετη περίπτωση, η εν λόγω σύμβαση θεωρείται ως μη γενόμενη (άρθρα 174 και 180 ΑΚ). Ειδικά, για τα δικαιώματα του εργαζομένου, που πηγάζουν από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, επιτρέπεται η επίλυση και των διαφορών αυτών με συμβιβασμό, όπου, όμως, υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα, είτε σε σχέση με τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις, είτε ως προς την έννοια των δικαιωμάτων αυτών και με αμοιβαίες υποχωρήσεις επιλύονται αυτές, οπότε, στην περίπτωση αυτή, δεν θεωρείται, πως αντιβαίνει ο συμβιβασμός στα άρθρα 679 Α.Κ., 8 ν. 2112/1920, όπως ισχύει, 8 παρ. 2 και 4 ν.δ 4020/1959, 2 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955 και επομένως είναι έγκυρος, διότι, έτσι, αποφεύγει ο εργαζόμενος ν` αποδυθεί σε δικαστικό αγώνα αβέβαιης διάρκειας και έκτασης. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν δεν είναι αμοιβαίες οι υποχωρήσεις και γίνονται μόνον από τον ένα των συμβαλλόμενων, τότε δεν υπάρχει συμβιβασμός με την ανωτέρω έννοια, αλλά, τυχόν, άλλη σχέση (άφεση χρέους ή αναγνώριση αξίωσης) και είναι αδιάφορο το γεγονός, ότι οι συμβαλλόμενοι χαρακτήρισαν τη μεταξύ τους σχέση ως συμβιβασμό (ΑΠ 275/2015, ΑΠ 442/2015, ΑΠ 391/2015, ΑΠ 803/2014).
Στην προκειμένη περίπτωση, το αναιρεσείον ΝΠΙΔ με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την, εκ του άρθρου 559 αρ. 1 KΠολΔ, πλημμέλεια με την αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας, δεχόμενο ότι ο επικαλούμενος, από αυτό, συμβιβασμός-παραίτηση του αναιρεσίβλητου είναι άκυρος, παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 3 και 679 Α.Κ., 8 ν. 2112/1920, όπως ισχύει, 8 παρ. 2 και 4 ν.δ 4020/1959, 2 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, κατ` άρθρο 562 παρ. 2 KΠολΔ, καθόσον, προκειμένης διαφοράς εκδικαζόμενης κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, το αναιρεσείον δεν επικαλείται παραδεκτή προβολή του εν λόγω ισχυρισμού, ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, με καταχώρισή του στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και επαναφορά του, κατά νόμιμο τρόπο, ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ενώ, από την παραδεκτή, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 KΠολΔ. επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, δεν προκύπτει ότι προβλήθηκε, παραδεκτά, ο παραπάνω ισχυρισμός. Επομένως, ο τέταρτος λόγος της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικασθεί το αναιρεσείον, λόγω τη ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, σύμφωνα με το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρα 176,183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 20-5-2014 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3960/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Δεκεμβρίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Ιανουαρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ